Bertrand de Jouvenel: Περί της εξουσίας (σύνοψη) ΙΙ

 

Η κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο πράγμα γεμάτο δεσμούς εξάρτησης, σχέσεις εκμετάλλευσης, ιεραρχία, ανισότητα, πάλη ταξική αλλά και διαπροσωπική. Η Εξουσία αξιώνει την κατάργηση αυτής της πολυπλοκότητας θέλοντας ενστικτωδώς να καταστρέψει οποιαδήποτε διαταγή δεν προέρχεται εξ αυτής, κάθε εξουσία που δεν προέρχεται από το κράτος. Τείνει να πετύχει την τέλεια εξίσωση μεταξύ των ατόμων που βαφτίζει ελευθερία, ελευθερία από οικογενειακές και κοινωνικές εξουσίες, με τίμημα μιαν ολοκληρωτική υποταγή του ατόμου στο κράτος, έναν εκμηδενισμό του ανθρώπου εμπρός στην κρατική Ισχύ. Αποκαλύπτοντας πως ο ακραίος σοσιαλισμός είναι ταυτόσημος με την ακραία εξατομίκευση, προκαλεί
ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΘΕ ΔΕΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
Γιατί όμως κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν εμφανίζεται να υπερασπίζεται και να συντηρεί τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές και τα δικαιώματα που απορρέουν εξ αυτών; Επειδή, πώς αλλιώς θα εισέπραττε φόρους αν δεν δούλευαν οι εργάτες; Πώς θα έπαιρνε στρατό από τους φεουδάρχες αν δεν υπάκουαν σε αυτούς οι υποτελείς τους; Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο κρατικός βιασμός της κοινωνικής δομής δεν φθάνει ποτέ στην έσχατη λογική του συνέπεια που είναι η τέλεια εξατομίκευση των ανθρώπων των οποίων το κράτος θα είναι ο μοναδικός κύριος και εκμεταλλευτής.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΕΙΝΑΙ» ΤΗΣ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΜΙΕΣ.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» ΤΗΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΠΟΛΕΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ.

Αυτή η διττή συμπεριφορά της Εξουσίας είναι υπεύθυνη για την εξέλιξη των κοινωνικών δομών: για το τέλος των πατριαρχικών γενών και της αρχαίας πολιτείας, τη γένεση και την πτώση της φεουδαρχίας, τη γένεση και την παρακμή της αστικής κεφαλαιοκρατίας και την άνοδο της μαζικής δημοκρατίας.

Στην αρχαία Ρώμη ο βασιλιάς δεν ανακατευόταν στα εσωτερικά της κάθε οικογένειας ή στη διένεξη μεταξύ δύο οικογενειών (εκτός αν η διένεξη επεκτεινόταν στο υπόλοιπο της κοινωνίας). Από ένα σημείο και μετά είναι που εφηρμόσθη το γενικό δίκαιο, όποτε και το κράτος εισέδυσε σε έναν κόσμο μέχρι τότε κλειστό.

Η πτώση της Ρώμης από τους βαρβάρους έρχεται σε μια εποχή που το κράτος ως αυτοκρατορία είναι αστυνομευόμενο και που τα γένη είναι αφωπλισμένα. Ο Αλάριχος δεν θα είχε πάρει ποτέ την παλαιά ρωμαϊκή πολιτεία.
Οι βάρβαροι πολέμαρχοι κατακτώντας τις περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας δεν μπορούν να αντιληφθούν την κρατική λογική. Βλέπουν εκεί πλούτη κ’ όχι λειτουργίες. Έτσι ο κάθε βασιλιάς (ο Φράγκος Clovis, οι Νορμανδοί Γουλιέλμος ο Κατακτητής και Γουλιέλμος ο Νόθος) διασκορπά τους brethren in arms, τους αδελφοποιητούς του έμπιστους στη χώρα, οι οποίοι λαμβάνουν ιδιοκτησία τα φέουδα ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους. Αυτοί είναι οι barons, οι «ελεύθεροι άνθρωποι». Αργότερα, για να ελέγχει τους ίδιους τους fεουδάρχες, ο βασιλιάς φτιάχνει κοινοτικά συμβούλια από τους γηγενείς που είναι οι πρωτο-bourgeois (tiers état). Τα États-Généreaux είναι μικτά συμβούλια από ευγενείς και αστούς που συγκαλούνται σε έκτακτη ανάγκη. Επιπλέον, οι Γάλλοι βασιλείς, προκειμένου να κάνουν πόλεμο παραχάραξαν και υποτίμησαν το νόμισμα, αποδυναμώνοντας περαίτερω τους ευγενείς.

Η κεφαλαιοκρατική αριστοκρατία σχηματίζεται στον ήσκιο του κράτους, το κράτος όμως και εδώ ακολουθεί την κρόνιο λαιμαργία του. Αρχικά η ίδια η Εξουσία δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας mercantilist οικονομίας ανοίγοντας τα κλειστά σύνολα και κάνοντας να φανεί η διπλή διαθεσιμότητα των ατόμων ως εργατική δύναμη και ως δυνατότητα κατανάλωσης. Ο κεφαλαιοκράτης δεν είναι επικίνδυνος για την Εξουσία καθώς διαθέτει τα μέσα του προς όφελος του βασιλιά όποτε ο δεύτερος του τα ζητεί. Ο τραπεζίτης δεν στοχεύει στην ισχύ, αλλά στα πλούτη. Δημιουργεί ένα σύστημα καταθέσεων χάριν του οποίου η Εξουσία μετατρέπει τα πλούτη σε ισχύ.
Όμως
##όταν ο βιομήχανος γίνεται ανεξάρτητος, έχει τις δικές του εργατουπόλεις με δική του αστυνόμευση, τότε η Εξουσία υιοθετεί τον «σοσιαλισμό». Είναι χαρακτηριστικό πως ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις η Εξουσία στρέφεται εναντίον των καπιταλιστικών κ’ όχι των συνδικαλιστικών. Και οι πρώτοι σοσιαλιστές δεν ήσαν οι σοσιαλιστές. Το μάζεμα των καταθέσεων σε μια γιγάντια τράπεζα, μεγαλύτερη από οποιανδήποτε καπιταλιστική, και τη χρήση αυτών ως κρατικά αποθέματα δεν το έκαναν πρώτοι οι σοσιαλιστές.
Τον φόρο εισοδήματος δεν τον έβαλαν πρώτοι οι σοσιαλιστές.
Στο όνομα της κοινωνικοποίησης και της εθνικοποίησης το κράτος οικειοποιείται βιομηχανίες, σιδηροδρόμους, ενέργεια, επαναλαμβάνοντας την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας από τον Ερρίκο VIII.

Η όρεξη για αρχή ξυπνά
τη δίψα για μέσα.

 

Το leitmotiv του Jouvenel σ’ όλο του το βιβλίο είναι η συνεργία των πληβείων με την Εξουσία, που δεν οδηγεί σε τίποτε άλλο από τον καισαρισμό. Καίσαρες λαοπλάνοι από τη μία, republican αριστοκράτες Κάτωνες και Βρούτοι από την άλλη, επανευρίσκονται μες την Ιστορία.
«Ας καταστρέψουμε την αριστοκρατική δύναμη που διαιωνίζει την ταπείνωση των δικών μου και θέτει όρια στη δική σου εξουσία» λέει ο Bertuccio Ixarello στον Marino Faliero. Εκεί που απέτυχε ο Faliero, ο δόγης που θέλησε να γίνει τύραννος, θα πετύχουν οι ηγεμόνες της Oranje κάμπτοντας την αντίσταση των Jean de Witt, Barneveldt.
Ο Jouvenel μας προσφέρει τα παραδείγματα της Γαλλίας του ύστερου Μεσαίωνα και του οθωμανικού σουλτανάτου, όπου το κράτος γίνεται τρόπος ανόδου των πληβείων στρωμάτων και των κατακεκτημένων λαών, οι οποίοι οφείλουν τα πάντα στον βασιλέα/σουλτάνο.
Αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ οι πληβείοι είναι πως η αριστοκρατία προστατεύει τους υπηκόους από την καταπίεση, όχι από πρόθεση ή λόγῳ ψυχοπόνιας, αλλά χάριν της ίδιας της ύπαρξής της. Αντίθετα, μια Εξουσία που δύναται να ανατρέψει τα πάντα, είναι μία Εξουσία δίχως όρια.

Η διαφορά της Αγγλίας από την ηπειρωτική Ευρώπη έγκειται στο γεγονός πως αντί να τοποθετήσει τους πληβείους στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση, όπως έκανε ο Γάλλος βασιλιάς, το άφησε στους λόρδους και έδωσε στους πληβείους ιδιοκτησία, επιτρέποντάς τους να γίνουν μικροί ευγενείς (Yeomen). Έτσι ως μικροϊδιοκτήτες έχουν κοινά συμφέροντα με τους λόρδους, που είναι ο περιορισμός της βασιλικής αυθαιρεσίας. Αυτό είναι η μεγάλη νουθεσία του νέο-ρωμαίου republican James Harrington (‘Oceana’ 1656) παρά του Locke: οι πολιτείες σχηματίζονται από Gentlemen, από ανθρώπους με ιδιοκτησία. Αυτοί απαγορεύουν τη σύσταση μόνιμου στρατού ενός κατεξοχήν οργάνου της Εξουσίας (δεν υπάρχει «Royal Army»), ενώ οι κεφαλαιοκράτες αριστοκράτες —π.χ. της Εταιρείας των Ινδιών— προστατεύουν οποιαδήποτε υποτίμηση του νομίσματος. Ωπλισμένη με το δικαίωμά της και τα πλούτη της, η βρετανική αριστοκρατία είναι αφέντρα του κράτους.

Η ανεπανόρθωτη βλακεία των Γάλλων αριστοκρατών είναι πως βολεύτηκαν στη διοίκηση που τους προσέφερε ο μονάρχης εκμεταλλευόμενος την αγάπη τους για τίτλους και καλοπέραση,
και δεν αντελήφθησαν ποτέ πως
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ
ΑΛΛΑ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΒΑΡΟ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ.

Ο Jouvenel μας έχει οδηγήσει μέσα από αυτό το ιστορικό ταξίδι σε μια γνώριμη στεριά της πολιτικής θεωρίας: τον έλεγχο της Εξουσίας και τη διάκριση των εξουσιών. Όλη του η συνηγορία υπέρ των αριστοκρατών εκεί αποσκοπεί. Η άλλη του συνηγορία είναι υπέρ των σταθερών νόμων και αυτή θα είναι η συνέχεια.

Ο Jouvenel σαρκάζει την περιώνυμη πρόταση των Διαφωτιστών πως «η δεισιδαιμονία είναι το στήριγμα του δεσποτισμού»: Όσο περισσότερο ριζωμένες είναι οι συνήθειες και οι πεποιθήσεις σε μια κοινωνία, τόσο περισσότερο οι συμπεριφορές είναι προσδιορισμένες, και τόσο λιγότερο η Εξουσία είναι ελεύθερη για δράση.

«Καὶ ὅταν καθίσῃ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, (ὁ Ἄρχων) καὶ γράψει αὐτῷ τὸ δευτερονόμιον τοῦτο εἰς βιβλίον… καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναγνώσεται ἐν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ φυλάσσεσθαι πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας καὶ τὰ δικαιώματα ταῦτα ποιεῖν, ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία αὐτοῦ …ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἵνα μὴ παραβῇ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ ἀριστερά…»
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ιζ΄18-20

Βλέπουμε πως δεν είναι η Εξουσία που νομοθετεί αλλά ο Θεός με το στόμα εμπνευσμένων ανθρώπων. Έτσι όταν μια κοινωνία τιμωρεί, τιμωρεί από το φόβο μιας Θείας Ἄτης. Ο Οιδίπους μολονότι είναι ένας καλός βασιλιάς δεν μπορεί να παραμείνει στην πόλι γιατί είναι πατροκτόνος και αιμομίκτης. Δεν φεύγει για να ικανοποιήσει τους ανθρώπους αλλά τους θεούς. Στις αρχαίες κοινωνίες
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ, ΚΡΙΤΗΣ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ.

Όταν η Εξουσία, όποια μορφή κι αν έχει, νομοθετεί ορίζοντας το αγαθό και το δίκαιο, παίρνει τη θέση του Θεού και καθίσταται απόλυτη.

Ο Jouvenel διαχωρίζει τον Νόμο από τους καθημερινούς κανονισμούς, τους νόμους. Η αρχή του πρώτου είναι ηθική ή θρησκευτική, των δεύτερων κοινωνική ή ωφελιμιστική. Οι Ρωμαίοι, ο λιγότερο μυστικιστής ανάμεσα στους αρχαίους λαούς, ξεχώριζε το FAS από το IUS. Ωστόσο ο δεύτερος πρέπει να εγγράφεται στο πλαίσιο του πρώτου, να θεμελιώνεται επ’ αυτού, να αντλεί αξιώματα εξ αυτού. Όπως γράφει ο Cicero, «ο σεβασμός στους νόμους συνιστά σεβασμό στους θεούς».

Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως η διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη δικαίου συνίσταται στη διαφορά ανάμεσα στην φύση (αξιωματική, θεία) που είναι καθολική και τον νόμο (θετικός και ανθρώπινος) που είναι συμβατικός και αλλάζει από τόπο σε τόπο και με το χρόνο. Αυτός ο δεύτερος είναι τα νόμαια, (νέμω>νόμος>νόμαια>νομίζω>νόμισμα) το έθιμο, το σύνολο των πρακτικών υποχρεώσεων που ανάγονται στις παλαιές έξεις. Είναι μια σχολή ήθους και ενεργείας που υποχρεώνει το ίδιο το άτομο να κρίνει τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται να φθάσει μέχρι το δικαστήριο για να δει αν η πράξη του ήταν ορθή.
Εξ αυτού πηγάζει ο αγγλικός Common Law: «ό, τι ονομάζουμε «αρχές του συντάγματος» είναι αναγωγές ή γενικεύσεις ηδρασμένες πάνω σε συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουν εκδώσει οι δίκες αγγίζοντας τα δεδομένα δικαιώματα του ατόμου» (A.V.Dicey). Έτσι το Corpus Iuris (δικαστικό σώμα) είναι ένα ισχυρό μέσο κοινωνικής πειθαρχίας, που δεν οφείλει τίποτε στην Εξουσία, που τής αντιτίθεται και τής επιβάλλεται, τήν περιορίζει και τήν κινητοποιεί.

Από την άλλη, η νομοθέτηση αρχικά είχε ως σκοπό να κυρώσει το έθιμο και το δίκαιο. Αργότερα, να το δημιουργήσει.
Ο άνθρωπος-διανοούμενος-νομοθέτης προτίθεται να κανονίσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, ώστε να παραγάγει το μέγιστο της ωφελιμότητας. Καθώς ονειρεύεται πως θα φθάσει σ’ έναν απολεσθέντα χρυσούν αιώνα, επιστρατεύει την φαντασία προσπαθώντας να συλλάβει την βαθειά «ενότητα των νόμων», να κατανοήσει τη «φυσική τάξη», τη «λογική και την ομορφιά του Είναι» και να υποδείξει το πώς οι άνθρωποι κερδίζουν, υλικά και ηθικά υπό τόσο καταπληκτικούς νόμους.

Με την νομοθέτηση και την «σχετικοποίηση» του δικαίου χάνεται η κοινωνική συνοχή, και ο ίδιος ο σεβασμός στο Νόμο, αφήνοντας χώρο στον δικανισμό και την casuistique. Γράφει ο Rousseau: «είναι η μεγάλη αρχαιότης των νόμων που τους κάνει αγίους και λατρευτούς· ο λαός περιφρονεί σύντομα όσους αλλάζουν κάθε ημέρα»

Οι άνθρωποι, άπαξ και πίστεψαν στον συμβατικό χαρακτήρα των θεσμών μπόρεσαν να τους ανατρέψουν για να τους συμμορφώσουν στον Λόγο, αναπτύσσοντας την γραφειοκρατία για να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους και την αστυνομία για να σπάσουν τις αντιστάσεις.

Άπαξ ο άνθρωπος ανακηρύχθη «μέτρο των πάντων», δεν υφίσταται πλέον μήτ’ Αληθές, μήτ’ Αγαθό, μήτε Δίκαιο, μα μονάχα γνώμες εν δικαιώματι ίσες, των οποίων η σύγκρουση δεν δύναται να διακοπή παρά με στρατιωτική και πολιτική δύναμη· και κάθε θριαμβεύτρια δύναμη ενθρονίζει με τη σειρά της έν’ Αληθές, έν’ Αγαθό κι ένα Δίκαιο που θα διαρκέσουν όσο κι αυτή.

Παρακάτω ο Jouvenel προχωρά στο να δείξει πώς η δυνατότητα του νομοθετείν δίδει στην δημοκρατική Εξουσία απεριόριστη δύναμη, οδηγώντας σε μια ολοκληρωτική δημοκρατία. Και το ξεκίνημα είναι οι επαναστάσεις.
Η αρχή της επανάστασης έχει μιαν ανεξήγητη γοητεία, καθώς παρουσιάζονται όλες οι δυνατότητες ανοιχτές. Η επανάσταση υπόσχεται στα ανικανοποίητα όνειρα, στα απαξιωμένα συστήματα, στα πληγωμένα συμφέροντα, στις ηττημένες φιλοδοξίες, πως θα διορθώσει τα πάντα. Πιστεύουν πως θα πολεμήσει την καταπίεση, θα βάλει φραγμούς στην Εξουσία, θα κάνει την αυθαιρεσία να σταματήσει, θα εγγυηθεί την ελευθερία και την ασφάλεια του λαού, θα λυτρώσει το λαό από την εκμετάλλευση. Εν τούτοις καμία επανάσταση δεν καταλήγει στην καταπράυνση της Εξουσίας. Τον Κάρολο Ι Stuart διαδέχεται ένας Cromwell, τον Louis XVI ένας Napoléon, τον Νικόλαο ΙΙ ένας Στάλιν. Στην ουσία ρευστοποιούν μιαν αδύναμη Εξουσία, υψώνοντας στη θέση της μία δυνατή.

Ο λαός εξηγέρθη ενάντια στον Louis XIV; Όχι, μα ενάντια στον αλαφροΐσκιωτο Louis XVI. Ενάντια στον Πέτρο τον Μέγα; Όχι, μα στον αγαθιάρη Νικόλαο ΙΙ. Ενάντια στον Κυανοπώγωνα του Ερρίκου VIII; Όχι, μα στον Κάρολο Ι. Είναι νεκροί τούτοι οι βασιλείς, όχι από την τυραννία τους αλλά από την αδυναμία τους. Οι λαοί υψώνουν το ικρίωμα όχι ως ηθική τιμωρία του δεσποτισμού, αλλ’ως βιολογική κύρωση της αδυναμίας.

Αν η Αγγλική επανάσταση (1642) ξεκίνησε με αφορμή έναν ελαφρύ φόρο, το Shipmoney και κάποιες κατασχέσεις, ο Cromwell έκανε δέκα φορές πιο βαρειές κατασχέσεις (σε Εκκλησία, Ιρλανδία, Σκοτία), δημιούργησε μόνιμο επαγγελματικό στρατό (New Model Army) και κατήργησε το κοινοβούλιο, ενώ συνέχισε επιτυχώς όλους τους πολέμους στους οποίους είχε αποτύχει ο Κάρολος.
Η Γαλλική επανάσταση (1789) απελευθέρωσε μεν τον αγρότη, τον ανάγκασε δε να φορέσει τη στολή του στρατιώτη. Κατήργησε μεν την αυθαίρετη καταδικαστική «βασιλική βούλα», ύψωσε δε τη guillotine σε κάθε πλατεία. Το 1790 απηρνήθη το σχέδιο που έδιδε στο βασιλέα το δικαίωμα να κάνει πόλεμο μαζί με την Ισπανία έναντι της Βρετανίας, έσπρωξε μετά όλο το έθνος σε μια πολεμική περιπέτεια εναντίον ολάκερης της Ευρώπης.
Η Ρωσική επανάσταση (1917) ύψωσε μιαν Εξουσία πιο εκτεταμένη που της επέτρεψε να επανακτήσει τα σύνορά της και να φέρει εις πέρας ένα νικηφόρο πόλεμο το 1945.

Ιδού λοιπόν ο νόμος των επαναστάσεων: πως τείνουν να ενδυναμώσουν την Εξουσία με την ανανέωση του προσωπικού της και του πνεύματός της.
Η λογική της επαναστατικής εποχής δεν είναι στις ιδέες. Είναι στα γεγονότα:
Το επαναστατικό έργο είναι η αναστύλωση της απόλυτης μοναρχίας, ολοκληρώνοντας την ρευστοποίηση των αντεξουσίων. Εξ ου και η λατρεία των επαναστατών στον καρδινάλιο Richelieu: «η ιδέα να σχηματίσουμε μια μόνο τάξη πολιτών θα ευχαριστούσε τον Richelieu, αυτή η ισομερής επιφάνεια διευκολύνει την άσκηση της εξουσίας» (Comte de Mirabeau)
Δίδοντας νομοθετική εξουσία στη βουλή, η βούληση για ισχύ των βουλευτών υποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία με την βουλευτική κυριαρχία, και η λαϊκή συμβουλή δεν είναι παρά ένας βρασμός που «χωνεύει», αναλώνει το έθνος σε έναν μικρόκοσμο 600 ατόμων.
Ενώ αποδίδει αυτό-διοικητικές αρμοδιότητες στα τοπικά κοινοβούλια, καταστρέφει τις ιστορικές ενότητες, διαμοιράζοντας με πρόταση του Sieyès τη χώρα αλγεβρικά, όπως ακριβώς διαιρούνται τα στρατιωτικά σώματα, καταγγέλλει ο Benjamin Constant.

Επί «παλαιού καθεστώτος» η Εξουσία ελεγχόταν από τις κοινωνικές εξουσίες ή αντεξουσίες : το συμβούλιο των Προυχόντων, την Εκκλησία, τα μικρά Κοινοτικά σώματα, τα οποία σχημάτιζαν το κοινοβούλιο ή τα États-Généraux. Ο βασιλεύς εξέφραζε το γενικό συμφέρον, την ενότητα, ενώ οι παραπάνω τα μερικά συμφέροντα, την ποικιλότητα. Η in toto αντιπροσώπευση ισορροπούσε με μια singulariter αντιπροσώπευση. Ο νόμος που πρότεινε ο βασιλεύς εν ονόματι του δημοσίου συμφέροντος δεν ηδύνατο να γίνει νόμος δίχως τη συγκατάθεση των ποικίλων συμφερόντων. Τη στιγμή που ο Louis XIII ή ο Κάρολος Ι βάζουν φόρους, πραγματοποιούν μιαν επανάσταση: βάζουν το γενικό συμφέρον πάνω από το μερικό. Είναι η επανάσταση της απολυταρχίας.
Με την υποκατάσταση του βασιλέως από το κοινοβούλιο, τον ρόλο του αντιπροσώπου του γενικού συμφέροντος λαμβάνει η νομοθετική εξουσία. Εκείνο που εξαφανίζεται δεν είναι ο ρόλος του βασιλέως αλλά των αντιπροσώπων των μερικών συμφερόντων.

Οι σοφοί (Locke, Blackstone) θεωρούσαν το φυσικό δίκαιο ως βούληση του Θεού, και επομένως οι ανθρώπινοι νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι και σε συνοχή με τον θείο/φυσικό νόμο. Όμως ουδεμία κύρωση εξασφαλίζει αυτή τη συμφωνία και αυτή τη συνοχή. Έτσι η κοινοβουλευτική «αριστοκρατία» γίνεται ένας ηγεμών πιο ισχυρός από τον βασιλέα που δεν ήταν κύριος των νόμων.

Έτσι αυτός ο «ηγεμών» είτε ανεξαρτητοποιείται από τους εντολοδόχους του γινόμενος απόλυτος, είτε γίνεται όργανο των κομμάτων, άθυρμα εξωγενών κινήσεων. Και όπως κάθε κόμμα θέλει να επιβληθή απόλυτα, μια μάχη ξεδιπλώνεται της οποίας το διακύβευμα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η ΕΞΟΥΣΙΑ, όπως στους δυναστικούς πολέμους, ΑΛΛΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ, οι οποίοι δεν αποτελούν πλέον αντανάκλαση ανωτέρων αληθειών αλλά ποικίλουν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της μάχης.

Το πώς η Εξουσία δεν μπορεί να σφετεριστή το νομοθετικό σώμα αλλά και το πώς ο νόμος επιβάλλεται σε αυτήν ως απαράβατος κανών, είναι προασχολία όλων των νομιστών (Légalistes) που θέλουν να μάς εγγυηθούν την ελευθερία. Αυτή η νομοθετούσα δύναμη πρέπει να υποστηρίζεται από μια ανώτερη αναγκαιότητα, το φυσικό δίκαιο (Locke) ή το συμφέρον της πατρίδος (Rousseau). Δεν τους πέρασε από το νου πως οι νόμοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, έργο συμφερόντων και γνωμών.
Ο Rousseau όταν μιλά για συγκατάθεση του λαού, μιλά για νόμους πάνω σε γενικά αντικείμενα. Αυτό το παραπάνω ερμηνεύθη ως παράφραση του «ό, τι ευχαριστή τον ηγεμόνα είναι νόμος» : ό, τι ευχαριστή το λαό είναι νόμος, θεμελιώνοντας τη δημαγωγία που δίδει σε ένα κόμμα το Imperium.

Ας κοιτάξουμε τη θέση του Imperium και του κοινοβουλίου σε τρεις περιπτώσεις :
Έστω μια χώρα που υπάρχει Imperium σε αντιπαράθεση με τις κοινωνικές δυνάμεις ενός λαού πατρικίων που μέσω της νομοκρατίας περιορίζουν τις τάσεις της Εξουσίας. Τότε η ισχύς των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων θα είναι αυστηρώς ελεγκτική. Αυτή η χώρα είναι η Βρετανία.
Έστω μια χώρα που το Imperium δεν έχει παρελθόν, όπου αντιτίθενται σε αυτήν 1. οι αρχαιότερες τοπικές δυνάμεις. 2. μια θεμελιώδης νομοθεσία που φυλάσσεται από τους δικαστές δεσμευμένη στο παραδοσιακό σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων, τότε το Imperium μένει αδύναμο, συγκρατημένο από μια νομοθετική δύναμη, και τα δύο περιορισμένα από τη θεμελιώδη νομοθεσία και την αποτελεσματική αντιζηλεία των μερικών δυνάμεων. Αυτή η χώρα είναι οι Η.Π.Α.
Είναι ωστόσο διαφορετικά εκεί που ο Μινώταυρος έχει σωρεύσει στα χέρια του πελώριες δυνάμεις και έχει μειώσει τις κοινωνικές αντεξουσίες σε απελπιστική άμυνα. Αν ένα σώμα έχει χρισθή να ελέγχει με νόμους την άσκηση του Imperium, απουσίᾳ αυτόνομου συστήματος ατομικών δικαιωμάτων, η ικανότητα του νομοθετείν θα χρησιμοποιηθή αυθαίρετα. Αυτή η χώρα είναι η Γαλλία.

Η νομοκρατία εκφυλίζεται σε λαϊκή κυριαρχία, όπου ο λαός είναι πολίτης μια φορά στα τέσσερα χρόνια όταν εκλέγει ένα κοινοβούλιο που ασκεί κατά απόλυτο τρόπο το Imperium. Τα νομοκρατικά (Légalitaires) και ελευθεριακά (Libertaires) αγαθά που τιμά «η» δημοκρατία ήσαν στην πραγματικότητα το προϊόν πολύπλοκων κυβερνητικών ανακατατάξεων όπου καμία ανθρώπινη βούληση ατομική ή συλλογική δεν ήταν κυρίαρχη. Τούτο ονομάζουμε πολιτεία, rem publicum, κοινόν πράγμα. Αυτές οι πολιτείες είδαν να κατηγορούνται από τη μία για την εκτελεστική τους αδυναμία, και από τη άλλη πως η εξουσία τους δεν είχε ορθολογικό θεμέλιο. Έτσι σιγά-σιγά μπήκε εν έργῳ η λαϊκή κυριαρχία και ο απολυταρχισμός. Δεν κατάλαβαν πως η πολυπλοκότης αυτών υπήρχε για να απορροφά τα κτυπήματα και την απλοποίησαν φτιάχνοντας μιαν Εξουσία συγκεντρωμένη επιρρεπή στις παρορμήσεις της στιγμής. Αποκηρύσσοντας τη δύσκολη κυριαρχία των νόμων και εγκαταλείποντας τις εγγυήσεις τις ελευθερίας,
##############ιδού πως ανασυγκροτείται το Imperium του Καίσαρος που αναζητά να βρει τους Καίσαρές του.

Στην ουσία η ελευθεριακή αρχή είναι αδιάφορη προς τον είδος της Εξουσίας. Θα έδιδε σε κάθε άνθρωπο την αξιοπρέπεια και την περηφάνια, προνόμιο των αριστοκρατών. Τούτο θα σήμαινε πως ο καθείς θα είχε τη χωροδεσποτεία του όπου θα ήταν κύριος της. Και η Εξουσία θα στάθμευε κάπου μακριά σε μια ζώνη επιρροής και δεν θα πρόβαλλε από κει.
Μοιάζει έτσι πως η συν-κυριαρχία του πολίτη που προβάλλει η Δημοκρατία, είναι κάτι περιττό που αγκαλιάζει το λιγότερο την ελευθερία, και που είχε εντοπίσει ο Montesquieu: «συγχέουν την εξουσία του λαού με την ελευθερία του λαού.»
Αυτή η σύγχυση είναι η βάση του σύγχρονου δεσποτισμού.
Η Εξουσία είναι διατάσσειν και όλοι δεν μπορούν να διατάσσουν.
Η λαϊκή κυριαρχία είναι μια φαντασίωση που σε βάθος χρόνου καταστρέφει τις ατομικές ελευθερίες. Η δημοκρατική εξουσία-γενική βούλησις καταβάλλει κάθε άτομο υπό το βάρος της ολότητας που αντιπροσωπεύει και κάθε μερικό συμφέρον στο όνομα ενός γενικού συμφέροντος που ενσαρκώνεται σε αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο Sieyès, ο θεωρητικός της Γαλλική επανάστασης: «η Γαλλία δεν πρέπει να είναι ένα σύνολο μικρών κρατών-είναι ένα ΟΛΟΝ μοναδικά συντεθειμένο από ενσωματωμένα κομμάτια…»
Αυτό όμως, δεν είναι άλλο από το πρότυπο της μοναρχίας!

Το σωστό καθεστώς θα ήταν το ανάποδο από το παραπάνω, δηλαδή το ομοσπονδιακό για το οποίο μας μιλά ο Montesquieu, όπου ο έλεγχος των τοπικών διοικήσεων θα ανήκε στους δημοτικούς αντιπροσώπους και ανάλογα ο έλεγχος των εθνικών διοικήσεων στους τοπικούς.

Με τη δημοκρατία το Imperium δεν μπορούσε να βρει καλύτερη δικαιολογία ύπαρξης:
Θρυμματίζει τις επαρχιακές αυτονομίες που έκαναν τη Μοναρχία να υποχωρεί.
Αποκτά οικονομικά μέσα απηγορευμένα στον Βασιλέα.
Πραγματοποιεί την στράτευση, πρότερα ιδανικό αδύνατο.
Βρίσκει το μυστικό να κάνει το λαό να συνδράμει ολόκληρος στον πόλεμο που είναι η επιχείρηση της Εξουσίας.
Και όλα αυτά επειδή στο δημοκρατικό καθεστώς το γενικό συμφέρον αναπαρίσταται από την Εξουσία:
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΟΜΙΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.

Αυτή η a priori καταδίκη κάθε μερικού συμφέροντος είναι ένα φαινόμενο που εκπλήσσει: όσο εξελίσσεται μια κοινωνία τόσο οι λειτουργίες και οι άνθρωποι διαφοροποιούνται και περισσότερες κατηγορίες σχηματίζονται αυθόρμητα. Κατά τον Μεσαίωνα υπήρχαν μόνο τρεις κατηγορίες: διατάζειν-διατάζεσθαι, σπουδάζειν-προσεύχεσθαι, καλλιεργείν-θρέφεσθαι. Κάτω από την τάξη των ευγενών και των εκκλησιαστικών ήρθε να προστεθή το Tiers état: οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι λογιστές κτλ. Ναι, ας αποδεχθούμε πως οι ευγενείς, όπως και οι λοιπές τάξεις είχαν εγωιστικά συμφέροντα, ήσαν εν τούτοις αυτά νόμιμα και αντιτιθέμενα στην Εξουσία.
Εάν κάθε ιδιαίτερη ομάδα είναι απαραίτητη στην κοινωνία είναι επίσης αναγκαίες οι συνθήκες που επιτρέπουν στην επιλεγόμενη ομάδα να πληροί τη λειτουργία της. Και η θυσία της στο όνομα του λεγόμενου γενικού συμφέροντος δεν είναι νίκη αλλά ΗΤΤΑ της Κοινωνίας. Η πάλη ανάμεσα στις ιδιαίτερες ομάδες μιας κοινωνίας που προσπαθεί να τερματίσει το Δημοκρατικό καθεστώς στο όνομα της αδελφοσύνης είναι η ψυχή της κοινωνίας.

Αν ο μονάρχης για να κινήσει τα συμφέροντά του πρέπει να το κάνει μέσω των αυλικών, και ο αριστοκράτης, των οικογενειακών του γνωριμιών, είναι στη δημοκρατία που αυτοί οι χειρισμοί αποκτούν τη μέγιστη αποτελεσματικότητα καθώς έχει τη μεγαλύτερη βάση. Η Εξουσία εδώ δίδεται από τη γνώμη του μεγάλου αριθμού. Αυτός που ανακινεί τη γνώμη αυτός ελέγχει την εξουσία.

Πώς σχηματίζεται λοιπόν η Εξουσία στη δημοκρατία;
Η γερουσία ή σύγκλητος αντίθετα προς το σύγχρονο δημοκρατικό κοινοβούλιο, δεν είχε νομοθετικό χαρακτήρα. Ο λαός εξέλεγε τους αξιωματούχους του (Tribunus με δικαίωμα veto). Η ίδια η γερουσία δηλαδή, δεν αποτελούσε αντιπροσώπευση του λαού αλλά είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα αποτελούμενη από βετεράνους, στους οποίους απέδιδαν ιερό και αμετάβλητο χαρακτήρα. Έτσι αυτοί που μετείχαν στις αποφάσεις ήσαν ανεξάρτητοι και όπως τους θέλει ο Αριστοτέλης, σε σχόλη.
Ο Kant προσπαθώντας να επανευρεί την αρχαία αυτή λογική, λέει πως αν ο πολίτης ψηφίζει πρέπει να είναι ανεξάρτητος, θυμίζοντας μας τον Harrington, αρνείται δηλαδή την ψήφο στο μισθωτό ή τον υπάλληλο ενός εργοστασίου.
Είναι θλιβερό και αναμφισβήτητο γεγονός πως στη δημοκρατία κάθε κοινωνική κατηγορία λαμβάνει αυτό που η ανθρωπότης «ώφειλε» να της δώσει, όσο της το επιτρέπει το βάρος των ψήφων της. Κοινωνικοί νόμοι δεν υπάρχουν πριν τη ψήφο των εργατών, νόμοι για την προστασία της γυναίκας, πριν τη γυναικεία ψήφο. Τα παιδιά μόνο παραμένουν παραμελημένα, οπότε πρέπει να φανταστούμε πως ίσως κάποτε τους πάνε την κάλπη στην κούνια! Τι συμβαίνει λοιπόν;
ΜΙΑ ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.
Το πρωτείο της γνώμης στην άλωση της Εξουσίας δίδει έτσι βαρύνουσα σημασία στο κόμμα, και η ψήφος, από επιλογή ενός προσώπου τρέπεται σε επιλογή μίας πολιτικής. Το καθεστώς της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας τρέπεται σε καθεστώς δημοψηφισματικό (Plebiscitaire).
Ενώ μέσα σε μια παράταξη δύναται να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις πάνω σε διαφορετικά θέματα, μες στο Κόμμα οι υποψήφιοι πρέπει να υπακούν σε μία κοινή πολιτική αν θέλουν κατακτήσουν την Εξουσία. Λένε στο λαό:
«Αν ψηφίσετε πρόσωπο χάνετε την κυριαρχία σας, αν ψηφίσετε άποψη εντυπώνετε μια κατεύθυνση για την κυβέρνηση»
Έτσι σε ένα κόμμα θριαμβεύουν οι υποψήφιοί του όχι λόγῳ της προσωπικής τους αξίας, αλλά της υπακοής που οι ίδιοι υπόσχονται στο κόμμα. Αυτοί οι άνθρωποι μετά δεν είναι ικανοί για αυτόνομη καριέρα.

Η μεγάλη καινοτομία στο χώρο της πολιτικής ήταν ο «εκλογικός μηχανισμός», μια μηχανή που εκμηδενίζει και γελοιοποιεί τις προθέσεις της πολιτικής φιλοσοφίας, αποδεικνύοντας το στοιχειώδες «στο νικητή οι καρποί της νίκης». Ο εκλογικός μηχανισμός εφηυρέθη στο περιώνυμο ‘Tammany Hall’ της Νέας Υόρκης από τους ‘Δημοκρατικούς’ το 1789. Ήταν το πρώτο «εκλογικό κέντρο» που σκοπό είχε τη δημιουργία ανάμεσα στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του αισθήματος της συντροφικότητας, του πνεύματος της ομάδας, δηλαδή τη δημιουργία οπαδών έτοιμων να θυσιασθούν για τη «φυλή», το «clan». Ενώ στην αρχή οι οργανωτές της μηχανής, οι «κομματάρχες» φαίνονταν επικουρικοί στους πολιτικούς αρχηγούς, κάποια στιγμή άρχισαν να αντιλαμβάνονται την σπουδαιότητά τους. Γιατί λοιπόν να μην βάλουν τους δικούς τους υποψηφίους; Και φυσικά επέλεξαν ανθρώπους του δικού τους αναστήματος: δεν ήσαν δα και Κάτωνες!
Έτσι ο πολίτης τρέπεται σε στρατευμένο οπαδό, και ο ανταγωνισμός για την Εξουσία, σε αληθινό πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις του Baudelaire: « l’avant-guarde de la démocratie », « à la pointe du combat républicain ».
Αφού οι ψήφοι δίδουν την Εξουσία, η ανώτερη τέχνη της πολιτικής γίνεται το ψηφίζειν, μια υπόθεση οργάνωσης και προπαγάνδας που ως τέτοια, εστιάζει στο συναίσθημα. Τίποτε δεν έφτιαξαν εκ του μηδενός οι Εθνικοσοσιαλιστές του Hitler που να μην υπήρχε εν σπέρματι στο Tammany Hall.
Δεν μετρά η διαβούλευση και η αντιλογία πια, αλλά η πειθαρχία των ψήφων. Αυτός που έχει την ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ μπορεί να κάνει ό, τι δεν μπορεί ο Αυτοκράτωρ!
Η Κοινοβουλευτική κυριαρχία περνά στα γρανάζια της νικηφόρας μηχανής, και η εκλογή δεν είναι παρά ένα ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ διαμέσου του οποίου ένας ολάκερος λαός παραδίδει εαυτόν στα χέρια μιας ομάδας, στη ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΟΜΑΔΑΣ.

Αυτή η υποβάθμιση σχετίζεται άμεσα με την υποβάθμιση της ιδέας των νόμων: Όσο ο νόμος ήταν ιερός και αμετάβλητος ενέπνεε σεβασμό και κύρος και ήταν ικανός να ανακινήσει μιαν κοινωνία νομοκρατική και ελευθεριακή. Όταν ο πολίτης δεν προστατεύεται από το νόμο έναντι της αυθαιρεσίας της Εξουσίας, μαθαίνει να πιστεύει τα πάντα και να ελπίζει τα πάντα από τη νομοθετική αλλαγή που τα Κόμματα μπορούν προσφέρουν τα οποία είναι έκτοτε «κράτη εν κράτει».

(σύνοψη: Γ.Α.Σιβρίδης)