Carl Schmitt: Επικυριαρχία του κράτους και ελευθερία των θαλασσών. Αντίθεση της Γής και της Θαλάσσης μέσα στο διεθνές δίκαιο των νέων χρόνων, 1941.

(απόσπασμα)

Επιπλέον, οι κυβερνήσεις επιφυλάσσονταν πάντοτε, αφού είχαν αποδεχθή τις υπηρεσίες τους και τα δώρα, να εγκαταλείψουν τους κουρσάρους αυτούς όταν το απαιτούσε η πολιτική κατάσταση. […] Έδρααν λοιπόν με δικό τους κίνδυνο ―με το ακριβές νόημα της λέξης― και έκαναν πόλεμο, όχι ως μία υπόθεση του κράτους, αλλά ως μία ιδιωτική υπόθεση. Το καλύτερο όνομα που θα μπορούσε κανείς να τους δώσει είναι εκείνο που έδιδαν στους εαυτούς τους: privateers. […]
Είναι θεωρώντας από την άποψη του privateer που καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τον αγγλικό κόσμο. Μόνον ορμώμενος από εκείνον θα εκτιμήσει καλύτερα την μεγάλη ιστορική απόφαση που ελήφθη, τόσο μέσα στον μοναδικό και εξαίρετο χαρακτήρα μέσα στην ιστορία, όσο και μέσα στη έκταση των συνεπειών που έγιναν αισθητές μέσα στους αιώνες. Δεν ήταν μία οργάνωση του κράτους, ήταν ο privateer ο ιστορικός παράγων αυτής της απόφασης υπέρ της θαλάσσης και κατά της γής. Είναι εκείνος που έφτασε σε αυτήν την ιστορική απόφαση υπέρ του ωκεανού, που με τις ίδιες του τις διαστάσεις ήταν χωρίς προηγούμενο, αφού, μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρχε ποτέ μέχρι τούδε καμία έννοια των ωκεανών μήτε του πλανητικού κόσμου. Εμπρός σε αυτήν την απόφαση υπέρ της θαλάσσης θεωρημένης ως το στοιχείο της ανθρώπινης και πολιτικής ύπαρξης, οι θρησκευτικές και ομολογιακές αντιθέσεις είναι δευτερεύουσες. Δεν είναι παρά αυτήν την στιγμή που ο ευρωπαϊκός κόσμος και η τάξη του, ρυθμισμένος από το ανθρώπινο δίκαιο χωρίζεται σε δύο μέρη: την γή και την θάλασσα. […]
Μια μορφή σκέψης δεμένη με την γη αναζητεί να βρεί την τάξη της θαλάσσης από την άποψη της γης. Αλλά η άλλη εικών του πλανήτη, που αποκτά κανείς από την άποψη της θαλάσσης, μπορεί να αναφέρει υπέρ της ότι η επιφάνεια της γης είναι πιο απλωμένη από εκείνη της στερεάς γης. Ο άνθρωπος είναι ένα ον ελεύθερο να επιλέξει ελεύθερα σε ένα μεγάλο βαθμό, το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζήσει. Είναι ελεύθερος να πάει όπου θέλει. Μπορεί να θέλει εξίσου να επιλέξει την θάλασσα ως πλαίσιο της ιστορικής του ύπαρξης, και να προσπαθήσει να δεσπόσει επί της γης ορμώμενος από τη θάλασσα, να βάλει σε τάξη τον κόσμο ορμώμενος από τη θάλασσα αντί να το κάνει ορμώμενος από την γή. Υπό αυτήν την άποψη, είναι η θάλασσα που δεσπόζει επί της γής και η τάξη της γής ορίζεται από την θάλασσα.

Πολλές απόψεις που συχνά έχουν σηματοδοθή και συζητηθή περί του αγγλικού πνεύματος και της αγγλικής πολιτικής μπορούν να εξηγηθούν όταν θεωρηθούν υπό αυτή την γωνία, και πριν από όλα το γεγονός ότι η Αγγλία δεν έγινε ένα «κράτος» όπως οι χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Αγγλία δεν ανέπτυξε τους τυπικούς θεσμούς που χαρακτηρίζουν ένα κράτος ―μόνιμο στρατό, κρατικούς λειτουργούς, γραπτό σύνταγμα και μετατροπή του κοινοτικού άγραφου δικαίου σε ένα δίκαιο κωδικοποιημένο από το κράτος― και ξεμπέρδεψε χωρίς αυτά. Λέει κανείς ότι η νησιωτική κατάστασή της αντικατέστησε και έβγαλε άχρηστα, τον μόνιμο στρατό, τους κρατικούς λειτουργούς, το γραπτό σύνταγμα. Είναι ακριβές, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να μετρήσουμε την εκπληκτική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην αγγλική σύλληψη του πολέμου, θεωρημένης από την άποψη της θαλάσσης, και τον πόλεμο των ηπειρωτικών κρατών και των πολεμιστών, για να μετρήσουμε όλη την σημασία της αντίθεσης που θίγει η έκθεσή μας. […]
Η παγκόσμιος βρετανική αυτοκρατορία, που βασίζεται στην θάλασσα, σε αντίθεση προς την γή, δεν είναι έργο μιας κρατικής οργάνωσης, και στο σύνολό της δεν αποτελεί ούτε μία κρατική οργάνωση. Αυτή η αυτοκρατορία δεν μπορεί να ορισθή ούτε ως συνομοσπονδία κρατών ούτε ως ομόσπονδο κράτος. Οι συλλήψεις που αληθεύουν για την στερεά γή δεν δύνανται εδώ να βρούν εφαρμογή. Είναι privateers, είναι εμπορικές εταιρείες, merchant-adventurers, πουριτανοί μετανάστες που δημιούργησαν μίαν αυτοκρατορία εκείθεν των θαλασσών, δίχως κράτος, και ακόμη ενάντια σε ό, τι, κατά τον ρούν της ιστορίας, είχε μπορέσει, στην Αγγλία, να συστήσει μίαν στοιχειώδη αρχή κράτους. Το 1916, κατά την διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου, αυτή η κατάσταση πραγμάτων είχε εκφρασθή από έναν Άγγλο σε μία αποκαλυπτική φράση:
«Η εξάπλωση της Αγγλίας, κατά τον XVII αιώνα, ήταν η προέκταση των δυνάμεων της κοινωνίας, της society, και όχι του κράτους. Οι δυνάμεις της κοινωνίας αναζήτησαν μέσα στην εξάπλωση ένα μέσο ώστε να δραπετεύσουν από την πίεση του κράτους, και όταν το κράτος, μετά την μονομαχία με την Γαλλία και την κατάκτηση του Καναδά, έψαχνε να ακολουθήσει την society και να ανανεώσει την πίεση του, δημιουργήθηκε μία καινούργια συνομοσπονδία κρατών για να θέσει μίαν αντίσταση στην δημιουργία μιας αυτοκρατορίας.»[…]
Η δομή αυτής της παγκοσμίου αυτοκρατορίας που υποστηρίζεται από μία society είναι τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες αυτοκρατορίες που έχουν ιδρυθή επάνω σε κρατικές ή εθνικές οργανώσεις, ώστε δεν είναι δυνατόν πλέον, είναι αλήθεια, να μιλήσουμε περί «δομής» ή περί «κατασκευής» όταν θεωρούμε τα χαρακτηριστικά των αγγλικών μεθόδων επικυριαρχίας. […] Είναι ορμώμενος από αυτήν την αντίθεση που πριν μερικά χρόνια κάποιος στην πρόταση «Η Αγγλία σπάζει σε όλες της τις αρθρώσεις» απάντησε: «η αγγλική αυτοκρατορία δεν έχει αρθρώσεις.» […] Είναι τα μέσα και οι μέθοδοι της έμμεσης ισχύος, του indirect rule μέσα στο πιο ευρύ νόημα της λέξης, που αντιστοιχεί καλύτερα στην αγγλική επικυριαρχία. […]
Η μετατροπή της νήσου, που, από κομμάτι αποκολλημένο από την ήπειρο που ήταν, έγινε καράβι, μάλιστα ένα ψάρι της θάλασσας, εξηγεί τελικά έτσι αυτήν την ευκολία, ακατανόητη για τον ηπειρωτικό παρατηρητή, με την οποία ο άνθρωπος του αγγλικού κράτους μπορεί να φαντάζεται την μεταφορά της μητρόπολης της Αυτοκρατορίας των Βρετανικών Νήσων σε άλλα μέρη του κόσμου. Η ιδέα αυτής εξόδου δεν ενεφανίσθη για πρώτη φορά επ’ ευκαιρία των δεινών του πολέμου του 1939-40, παρότι η παρούσα κατάσταση της προσδίδει μίαν άμεση πρακτική σημασία. Ο Disraeli είχε προτείνει ήδη την έξοδο κατά τον XIX αιώνα. Μέσα σε ένα μυθιστόρημά του, «Τανκρέδος ή η καινούργια σταυροφορία», ιδού τι γράφει το 1847:
  «Η βασίλισσα της Αγγλίας να συγκεντρώσει έναν μεγάλο στόλο, να οδηγήσει όλη της την αυλή και την διευθύνουσα τάξη, και να μεταφέρει από το Λονδίνο στο Δελχί τον θρόνο της αυτοκρατορίας της. Εκεί να βρεί έτοιμα, μία τεράστια αυτοκρατορία, έναν στρατό πρώτης τάξης και σημαντικά εισοδήματα.»

(απόδοση από γαλλική μετάφραση: Γ.Α.Σιβρίδης)