Charles Baudelaire: Τα στολίδια

Ἡ μονάκριβη ἦταν γυμνή,  καὶ τὴν καρδιὰ μου γνώριζε
π’οὐδὲν εἶχε φυλάξει ἐξόν   τὰ στολίδια της τὰ ἠχηρά
ποὺ ἡ πλούσια των ἐξάρτισις   ἀέρα κραταιό τὴν ἔδιδε 
ποὺ οἱ σκλάβες τῶν Μαυριτανῶν  εἴχανε σὲ χρόνια καλά.

Χορεύοντας μ’ὀρυμαγδό   ζωηρό, σαρκαστικό,  
ὁ κόσμος π’ ἀκτινοβολεῖ  ’πὸ μέταλλο καὶ λίθο
τοῦτος, μ’ ὑψώνει σ’ ἔκσταση   καὶ μανικά ἀγαπῶ 
τὰ πράγματα ὅπου μὲ τὸ φῶς   ἀναμειγνύετ’ ὁ ἤχος.

Ἦταν ξαπλωμένη κ’ἀφίετο  νἀγαπηθῇ,
κ’ ἀπὸ τὸ ντιβάνι ψηλά  ἀπ’ ἄνεση μειδιάζει
στὸν ἔρωτά μου, ποὺ σὰν θάλασσα   βαθὺς κ’ ἡδύς,
πρὸς αὐτὴν ἀνηφόριζε   ὡσὰν πρὸς σὲ κρημνό της.

Τὰ μάτια της ἐπάνω μου,  σὰν τίγρις δαμασμένη,
μ’ ἀέρα ὀνειρώδη κ’ἀσαφή,   ἐδοκίμαζε στάσεις,
κ’ ἡ ἀθωότης ἔδιδε,  μὲ τὴν λαγνεία ἡνωμένη
μιὰ νέα γητεία   σ’αὐτές της τὶς μεταμορφώσεις·

κ’ οἱ βραχίονες κ’ ἡ κνήμη της,  ὁ μηρὸς κ’οἱ νεφροί,
λειασμένα σὰν ἀπ’ ἔλαιο,   κυματιστὰ σὰν κύκνος
διέβαιναν μπρὸς στὰ μάτια μου  τὰ μαντικά καὶ μειλιχή
κ’ ἡ κοιλιὰ καὶ τὰ στήθη της,  οἱ βότρυες ’ς τἀμπελί μου

προέβαλλαν, πιὸ θωπικοί   κ’ἀπ’τοὺς Ἀγγέλους
τοῦ κακοῦ τὴν ἀνάπαυλα  τῆς ψυχῆς μου χαλνῶντας,
ἀνακινῶντας την  ἀπ’τὸ βράχο κρυστάλλου   
ὅπου, ἤρεμη παντέρημη,  καθιστὴ ’κεῖ βρισκόταν.

Σὲ σχέδιο καινὸ νόμιζα  πὼς βλέπω ’γὼ ἡρμοσμένους
γοφοὺς τῆς Ἀντιόπης μ’ἑνός  ἀγένειου τὸν κορμό,
τόσο ἡ μέση της ἔκαμε  τὶς λαγόνες νὰ εξέχουν.
Στὴ χροιά τὴν πυρροκάστανη,  τὸ φύκος ἦν ἀγλαό!

—Κ’ ὁ λαμπτὴρ μὲς στὸ θάνατον  εἶχ’ ἐγκαταληφθῆ,
ὅπως ἡ ἑστία κατάμονη   ἐφώτιζε τὸ θάλαμο
κάθε φορά ποὺ πέταγε  μία φλογάτη ἀναπνοή,
ἐξεχείλιζε ἀπ’ αἷμα αὐτή   ἡ ἐπιδερμὶς ἀπ’ ἤλεκτρο.

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

φύκος: φτιασίδι