Δουνκέρκη

Η ταινία του Christopher Nolan Δουνκέρκη η οποία αναφέρεται στην εκκένωση της γαλλικής παραθαλάσσιας πόλης από την 26η Μαΐου μέχρι την 4η Ιουνίου του 1940 όπου είχε αποκλεισθή ο βρεταννικός στρατός από τον γερμανικό, δεν είναι ακριβώς μία πολεμική ταινία. Ούτε αντιπολεμική. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι δεν είναι μήτε ιστορική παρότι βασίζεται σε συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή ο θεατής δεν θα μάθει ιστορία παρακολουθώντας την. Δεν υπάρχει κάποια εισαγωγή που να μας λέει πώς βρέθηκαν σε αυτήν τη θέση οι Βρεταννοί και οι Γάλλοι.  Η ταινία ξεκινά αποσπασματικά σαν να είναι συνέχεια – επεισόδιο κάποιας τηλεοπτικής σειράς. Όπως πολλά ποιήματα του Καβάφη. Μαθαίνουμε ότι πρόκειται για υποχώρηση από τα φυλλάδια που πετούν οι Γερμανοί, λέγοντάς τους ότι έχουν περικυκλωθή στην Δουνκέρκη. Αυτή η αποσπασματικότης είναι που συντελεί στην ένταση του δράματος. Δεν γνωρίζουμε πώς βρέθηκαν εκεί οι στρατιώτες ―και πράγματι αυτός είναι ο εσωτερικός κόσμος των νεαρών κληρωτών: είναι το αίσθημα της απελπισίας που νιώθει κάποιος που ακολουθούσε μία ρουτίνα στην καθημερινή του ζωή και ξάφνου βρίσκεται παγιδευμένος σε μία κατάσταση όπου απειλείται η ζωή του και τρέχει σαν το αγρίμι να σωθή∙ ο εχθρός δεν είναι ορατός, εντείνοντας την εσωτερικότητα του δράματος. Δεν βλέπουμε τον εχθρό παρά μόνον ως απειλή, ως έναν αόρατο κίνδυνο. Αλλά αυτή είναι ακριβώς η αίσθηση της εγγύτητας του θανάτου. Κατά αυτή την έννοια δεν είναι μία «εθνική» ταινία, αντιγερμανική ή αντιναζιστική. Γιατί αφορά κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε αυτήν την θέση. Όλη η εσωτερικότης μεγαλώνει εμπρός σε τρία μεγάλα τοπία: την ευρεία ψάμαθο της αμπώτιδος, την φουσκωμένη Μάγχη, τον ανοιχτό ουρανό. Σε αυτά τα τοπία ο Nolan αντιστοιχεί τρεις χρονικές ακολουθίες, τρεις ιστορίες μέσα στην ιστορία που παρουσιάζει με διαφορά φάσης, μέχρι που τις συνδέει στο τέλος. Αυτό έχει να κάνει με τις διάφορες προσωπικές οπτικές που έχουν να κάνουν με αυτήν την κεντρική ιδέα να βάλει τον καθένα μας στη θέση του κάθε χαρακτήρα. Η μία μάλιστα ιστορία “βλέπει” την άλλη: αυτό που είναι “εξωτερικό” στη μία είναι “εσωτερικό” στην άλλη. Αυτό που είναι μηδαμινό (το ανθρώπινο άτομο) στην μία είναι όλον (το ανθρώπινο πρόσωπο) στην άλλη. Για αυτό και δεν χρειάζεται σφαγμένα πτώματα για να μάς δείξει την ανθρώπινη μηδαμινότητα.

Στην πρώτη ιστορία βλέπουμε τον κυνηγημένο στρατιώτη Tommy (Fionn Whitehead) που προσπαθεί μαζί με έναν Γάλλο να μπει σε ένα καράβι, όπως και την αντίθετη μορφή, τον ψύχραιμο πλωτάρχη Bolton (Kenneth Brannah) ο οποίος στον προβλήτα επιβιβάζει τους στρατιώτες. Στο τέλος, παραμένει για να φορτώσει και τους Γάλλους. Βλέπει την πατρίδα, απέναντι: ενώ αυτό αυξάνει την αγωνία των στρατιωτών, για αυτόν μοιάζει μία σταθερά. Αν ο νεαρός Tommy προσπαθεί να σωθή και συνεχώς κάτι του τυγχάνει απομακρύνοντας από την σωτηρία, όπως στα άσχημα ονείρατα, ο Bolton είναι σταθερός στη θέση του σαν τον προβλήτα στον οποίο βρίσκεται. Αν ο εσωτερικός κόσμος του νεαρού Tommy ακολουθεί τα εξωτερικά γεγονότα, ο πλωτάρχης δείχνει ανεπηρέαστος, πιστός στο σκοπό του.  Μια παρόμοια αντίθεση στήνει στην δεύτερη ιστορία με τον Mr. Dawson (Mark Rylance) τον ιδιοκτήτη του επιταγμένου μικρού σκάφους, ο οποίος έχει την ίδια ψύχραιμη στάση με τον πλωτάρχη μόνο που εδώ έχουμε και την εσωτερική εικόνα: ο μεγάλος γυιός του ήταν αεροπόρος που σκοτώθηκε στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου (μάς αποκαλύπτεται στην τομή με την τρίτη ιστορία). Ο άνθρωπος που έχει περάσει πολλά γίνεται πέτρα, η απώλεια τον έχει χωρίσει από τα ενδεχόμενα αυτού του κόσμου, αποκτά την ηρεμία ενός μοναχού. Ο αντίθετος χαρακτήρας είναι ο στρατιώτης (Cillian Murphy) που βρίσκει επιζώντα στο ναυάγιο ενός μεταγωγικού που έπληξαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Πανικόβλητος, δεν θέλει να γυρίσει πίσω, καθώς ο Mr. Dawson μένει σταθερός στο καθήκον του να πάει στην Δουνκέρκη να περισυλλέξει και άλλους στρατιώτες. Αντίθετα από τον «εσωτερικό» Mr Dawson, ο στρατιώτης έχει καταληφθή από το «εξωτερικό». Δεν βλέπει γύρω του με αποτέλεσμα να τραυματίσει ακούσια αλλά θανάσιμα έναν συμμαθητή του δεύτερου γυιού του που ήλθε εθελοντικά μαζί τους στο σκάφος. Η τρίτη ιστορία είναι των δύο πιλότων Spitfire, Farrier (Tom Hardy) και  Collis (Jack Lowden), που αφού χάσουν τον αρχηγό τους επιτυγχάνουν κατορθώματα. Είναι οι ήρωες, η ιδέα που μετρά ό, τι συμβαίνει κάτωθέ τους. Ο Collins, όταν κτυπηθή, αντί να πηδήξει με το αλεξίπτωτο, προτιμά να προσθαλασσωθή. Ο Farrier, με χαλασμένο δείκτη καυσίμων, δεν θα φυλάξει καύσιμο για γυρισμό: θα καταρρίψει ένα βομβαρδιστικό σώζοντας ένα πλοίο γεμάτο στρατιώτες και χωρίς καύσιμα πλέον σαν ανεμόπτερο θα επευφημηθή από το πλήθος στην παραλία για να προσγειωθή και να συλληφθή από τους Γερμανούς.

Το έργο του Nolan δεν είναι πολεμική ταινία ούτε αντιπολεμική. Δεν είναι «εθνική» ταινία ούτε αντιγερμανική. Είναι ένας ύμνος στα πάθη της ανθρώπινης φύσης, τα ελαττώματα και τις αρετές της. Πέραν από τους χαρακτήρες, αυτός ο ύμνος αγκαλιάζει και τους υπόλοιπους: εθελόντριες νοσοκόμες, γέρους που δίνουν συσσίτιο κτλ. που σαν τον χορό της τραγωδίας μας επαναλαμβάνουν αυτόν τον ύμνο ―δεν ηττηθήκατε, επιζήσατε― πράγμα που εμπεριέχει και το πάθος (για επιβίωση) και την αρετή (το κατόρθωμα).