Έθνος: εθνικισμός & εθνογένεση

Στις μέρες μας παρατηρούμε φαινόμενα όπως: μιας υπερκρατικής τεχνητής δομής που θέλει να νομιμοποιηθή ως έθνος, κάποιων αντιδράσεων στο εσωτερικό των κρατών απέναντι στην πρώτη, υπεθνικών αποσχίσεων μέσα στα δεύτερα, ίδρυσης κρατών από σφετερισμό στην μέση ανατολή: η επικαιρότητα είναι αρκετά πλούσια αναφορικά με την έννοια του έθνους, πράγμα που δείχνει ότι δύο αιώνες μετά τον ρομαντισμό, επανέρχεται ως θέμα συζήτησης. Όπως πολλές τέτοιες αφηρημένες έννοιες, μπορεί να σημαίνουν κάτι και να έρχονται στο στόμα μας, αλλά ο ορισμός τους δεν είναι ξεκάθαρος πράγμα που επιτρέπει και την ανεξέλεγκτη χρήση τους.

Η αλήθεια είναι ότι η λέξη έθνος χρησιμοποιείται από παλιά αλλά η προσπάθεια να προσδιοριστή θεωρητικά και να κτισθή μία θεωρία πάνω σε αυτήν, ανάγεται στον ρομαντισμό του 19ου αι. οπότε και γεννάται ο εθνικισμός. Ο εθνικισμός εμφανίζεται όταν το έθνος απουσιάζει: όπως δεν συναντάται «μοναρχισμός» κατά το παλαιό καθεστώς, ο εθνικισμός εμφανίζεται όταν υπάρχει μία νοσταλγία για ένα έθνος, όπως ακριβώς ένιωθαν οι Γερμανοί ρομαντικοί οι οποίοι ζούσαν σε πριγκηπάτα και δουκάτα που κάποτε δένονταν με εκείνους τους φεουδαλικούς όρκους υπό το Sacrum Romanum Imperium. Για τους Ρομαντικούς εκείνο που ορίζει το έθνος είναι κυρίως η κοινή γλώσσα που θεμελιώνει κοινά πολιτιστικά στοιχεία. Τελικά, η γερμανική εθνική ιδέα εκπληρώθηκε με τις κατακτήσεις του Bismarck, με την δημιουργία γερμανικού κράτους. Όμως το Anschluss με την Αυστρία όπως και η κατάκτηση της Βοημίας/Τσεχίας από τον Hitler βασίστηκε στους φιλολογικούς λόγους των Ρομαντικών που πριν έναν αιώνα διέσπειραν μεταξύ των αστών της Mitteleuropa την ιδέα του Grossdeutsch, του παγγερμανισμού. Αντιστοίχως είχαμε τον πανσλαβισμό στην Ρωσία, ο οποίος δεν αποσκοπούσε να δημιουργήσει κράτος αλλά να γεμίσει το Ρωσικό Imperium με την «σλάβικη ψυχή» έτσι ώστε η Ρωσία να μην αλλοτριωθή τραπείσα σ’ένα ψυχρό δυτικό κράτος. Ο εγελιανής καταγωγής φασισμός από την άλλη, θα ταυτίσει, στο πλαίσιο του νεοϊδρυμένου ιταλικού κράτους την ίδια την ανθρώπινη ζωή με το κράτος δίνοντας έτσι στο έθνος μίαν ενυπόστατη, αντικειμενοποιημένη μορφή, εκφράζοντας ουσιαστικώς ό, τι είναι λίγο-πολύ το ευρωπαϊκό έθνος-κράτος από την γαλλική επανάσταση και ύστερα. Ουσιαστικά η εννοιολόγηση του έθνους κατά τον 19ο αι. έχει, από τον εθνικισμό, έναν πολεμικό χαρακτήρα: πρέπει να εφεύρει έναν συνεκτικό ιστό για τις νέες πολιτειακές μορφές ώστε να αντικαταστήσει εκείνον της παλαιάς τάξης αλλά και να υπερκεράσει τις αντιδράσεις των στρωμάτων που επλήττοντο από την νέα οικονομική ολιγαρχία των τραπεζιτών.

Είναι το έθνος όμως η «κοινή γλώσσα» ή η «κοινή παράδοση»; Στο «γένος των Ρωμαίων» υπήρχε μία κοινή γλώσσα του κράτους, λατινικά αρχικά, ελληνικά αργότερα. Οι ίδιοι οι λαοί που ανήκαν σε αυτό μιλούσαν διάφορες διαλέκτους. Όσο για την «κοινή παράδοση», οι παραδόσεις έχουν ομοιότητες και είναι μεγαλύτερες όσο γειτονικές είναι. Η λύση της «κοινής φυλής» ως μία πιο πραγματιστική απάντηση στους ρομαντικούς ορισμούς του έθνους εύκολα απορρίπτεται αν λάβουμε κατά νου ότι τα περισσότερα έθνη είναι προϊόν κατάκτησης όπου ο κατακτητής ζευγαρώνει με τις γυναίκες του κατακτηθέντος. Πόσο «τουρκικό αίμα» μπορούσε να έχει ο τελευταίος Οθωμανός σουλτάνος; Η ρομαντική, και εν γένει η νεώτερη έννοια του έθνους είναι μία προσπάθεια να τεθεί το έθνος ως μία έννοια πρότερη του κράτους σαν προϋπόθεση δηλαδή του τελευταίου, που όμως λαμβάνεται από την ιστορία, ως ύστερον. Τι σημαίνει αυτό; Ότι χωρίς πολιτειακή δομή δεν υπάρχει αποκρυσταλλωμένο έθνος. Αν οι Ιροκουά χαρακτηρίζονται ως έθνος είναι γιατί είχαν ένα συμβούλιο φυλών. Οι Έλληνες της αρχαιότητας χαρακτηρίζονται ως έθνος γιατί ως πόλεις-κράτη συνεύρισκοντο σε αγώνες, αμφικτιονίες και συμμαχούσαν όταν εμφανιζόταν ένας κοινός εχθρός. Άλλωστε Αχαιοί, Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς ήσαν διαφορετικά φύλα. Όμως κατοικώντας στον ίδιο τόπο μοιράζονται μύθους και θρησκευτικό πάνθεο (το οποίο είναι λίγο-πολύ προϊόν δανεισμού) που τους θέτει λίγο-πολύ ως ένα έθνος. Αντίθετα, Θράκες, Φρύγες, Ιλλυριοί, Κάρες, Λύδιοι κτλ είτε έχουν φυλετική και γλωσσική συγγένεια με ελληνικά φύλα, είτε συγγενεύουν με πρότερες φυλές της χερσονήσου, δεν θεωρούνται Έλληνες.

Η ετυμολογία της ελληνικής λέξης ἔθνος ανάγεται στην συνήθεια, το έθιμο, την κατοικία. Όμως και ο ξένος ονομάζεται ὄθνειος και αρχικά σήμαινε εκείνον που ανήκε στο έθνος αλλά όχι στο γένος (την οικογένεια, την φυλή). Η λέξη πέραν της σημασίας που γνωρίζουμε από τον Όμηρο, χρησιμοποιείται για να περιγράψει σύνολα: ἔθνος λαῶν, ἔθνεα πεζῶν, ἔθνος νεκρῶν, ἔθνος μελισσάων κλπ. επίσης την επαρχία: ἡγούμενος του ἕθνους· την τάξη: ἱερὰ ἔθνη (οι ιερείς) ή ακόμη το φύλο: θήλυ ἔθνος. Δηλαδή ελληνική λέξη είναι ακριβής ως προς την κοινωνική μορφή του έθνους : είναι σύνολο γενών όπως είναι εκείνα που συγκεντρώνονται σε ένα αρχαίο κοινοβούλιο. Η σχέση δηλαδή μεταξύ των μελών του έθνους δεν είναι σχέση αίματος, βιολογική, αλλά πιο αφηρημένη, ηθική. Ωστόσο στα λατινικά η λέξη για το έθνος είναι είτε gens είτε natio. Ο νόμος μεταξύ των εθνών ονομάζεται ius gentium, οι εθνικοί, εκείνοι που ανήκουν σε άλλα έθνη από το ιουδαϊκό, gentiles, ενώ ο ευγενής, ο αριστοκράτης είναι στα γαλλικά, gentil (όθεν gentilhomme, gentle, gentleman) υποδηλώνοντας μέσα στο φεουδαλικό κλίμα το μέλος της κυρίαρχης clan. To nation/native/national προέρχεται από το natio (gnatio) που σημαίνει γέννηση, φυλή και έχει ίδια ρίζα με το gens. Η λέξη nationes συναντάται στα πολυεθνικά ιπποτικά τάγματα και τα πανεπιστήμια του όψιμου μεσαίωνα όπου ανάλογα με την γλώσσα και την καταγωγή διαχωρίζονταν σε ομάδες. Εδώ βλέπουμε μία ομοιότητα με τον ρομαντικό ορισμό, αν και ο χωρισμός μπορούσε να αφορά τόπους εντός του ιδίου βασιλείου (πχ βόρειοι-νότιοι) ή κρατίδια (Βαυαρία, Σαξωνία κτλ). Η λατινική λέξη είναι λοιπόν εννοιολογικά πιο κοντά στην φυλή και την οικογένεια, παρότι ως σημασία περιγράφει ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Στο Χρονικό του Μορέως o φραγκολεβαντίνος συγγραφεύς, ενώ όταν μιλεί για τους Σαρακηνούς τους ονομάζει «ἔθνος τῶν βαρβάρων» ή «ἀβάπτιστο ἔθνος» όταν μιλεί για τους Βυζαντινούς λέει «γένος των Ρωμαίων». Μετά την οθωμανική  κατάκτηση οι χριστιανοί είναι ένα μιλλέτ για το οθωμανικό κράτος, μία αραβικής προέλευσης λέξη που περιγράφει το έθνος με την θρησκευτική έννοια («το έθνος του Αβραάμ») οι ίδιοι για τους εαυτούς τους είναι το Γένος. Βλέπουμε λοιπόν ότι η λέξη μπορεί να μάς δίνει το ακριβές περιεχόμενο της μορφής (ἔθνος), αλλά όμως ως μορφή, μπορεί να έχει μία φαντασιακή, μεταφορική σημασία, ότι το έθνος είναι σαν οικογένεια (γένος, gens, nation).

Ένα πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι το έθνος χρησιμοποιείται για να περιγράψει εξωτερικές σχέσεις ενός λαού με άλλους, είναι μία έξωθεν ματιά σε έναν λαό. Στην Βίβλο ως «τὰ ἔθνη» περιγράφονται οι μη-εβραϊκοί λαοί. Το διεθνές δίκαιο ονομάζεται, όπως είπαμε παραπάνω, ius gentium.

Το έθνος δεν μπορεί να οριστή. Μπορούμε μόνον παρά να καταλάβουμε ότι δύο λαοί αποτελούν διαφορετικά έθνη, δηλαδή μπορούμε να τα αντιληφθούμε συγκριτικά. Έσωθεν δεν μπορούμε ούτε να ορίσουμε το έθνος ούτε να το αντιληφθούμε, για αυτό και το έθνος δεν κατασκευάζεται, αν και αντίθετα προς την λέξη «λαός» (peuple), «φυλή» (peuplade) παρουσιάζει διακριτά χαρακτηριστικά δηλαδή κατέχει μία μορφή που ο λαός είναι το περιεχόμενό της. Το έθνος σε διαφορά από τον λαό έχει έναν διακριτό χαρακτήρα: τον καταλαβαίνουμε από τα προϊόντα της δράσης του, εκεί εντοπίζεται το χαρακτηριστικό του «έθνους». Πχ το ελληνικό κράτος των τελευταίων δεκαετιών δεν είναι έθνος, οι Έλληνες εφοπλιστές είναι.

 

Είναι το έθνος ένα κοινωνικό συμβόλαιο; Τυπικά, περιγραφικά, ναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορείς με τεχνητό τρόπο, σχηματίζοντας μία κρατική οντότητα, να έχεις και έθνος. Πώς όμως ένα σύνολο διαφορετικών φυλών ή αυτοκρατορίες με το πλήθος των εθνοτήτων φθάνουν να ονομάζονται «έθνη»; Πώς επίσης οι αυτοκρατορίες διαλύονται σε μικρότερα έθνη, ή εμφύλιοι πόλεμοι μπορούν να κόψουν ένα έθνος στα δύο; Το έθνος έχει ιστορική μορφή, δεν υπάρχει από πάντοτε ούτε για πάντοτε: γεννάται, συντηρείται και σβήνει. Όμως υπάρχει μία αφαίρεση, μία μορφή πέρα από τα συμβάντα. Για να ορίσουμε το έθνος λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε το φαινόμενο της εθνογένεσης, ποια είναι δηλαδή τα γεγονότα που είναι ικανά να αποκρυσταλλώσουν την μορφή που ονομάζουμε έθνος.

Η κατεξοχήν μορφή έθνους χωρίς τόπο είναι οι Εβραίοι. Ήσαν διακριτοί επειδή δεν ήσαν κανονικό έθνος, σπαρμένοι μέσα σε άλλα έθνη∙ από μία άποψη η ουτοπική μορφή του εβραϊκού έθνους είναι το πρότυπο για τον νεώτερο εθνικισμό! Γένη/φυλές υπό κάποιας μορφής πολιτειακή ενότητα (βασίλεια Ισραήλ και Ιούδα), παύουν να υφίστανται με την κατάκτηση από τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους. Στην αιχμαλωσία γράφεται η Βίβλος, μία αφήγηση που ουσιαστικά ιδρύει το εβραϊκό έθνος όπως το γνωρίζουμε, ένα έθνος θρησκευτικό. Αν είπαμε ότι το έθνος πρέπει να έχει μία πολιτειακή δομή, εδώ αυτή είναι ιδεατή, φανταστική. Η επαναστατική Έξοδος, οι πόλεμοι του Ιησού του Ναυή, τα ερωτικά πάθη του Δαβίδ και του Σολομώντα, ο ρωμαλέος λόγος των Προφητών, όλο αυτό, δεν διαφέρει από μία φαντασμαγορική τηλεοπτική σειρά (η Βίβλος είναι άλλωστε το πρότυπο της γραμμικής αφήγησης) που αφηγείται τις περιπέτειες ενός έθνους. Εκείνο όμως που αποδίδει περιεχόμενο σε αυτήν την μορφή/αναπαράσταση έθνους είναι το ότι ένα σύνολο ανθρώπων παρακολουθούν, παρηγορούνται και υπακούν στους κανόνες που υποβάλλει αυτή η αφήγηση, γιατί πίσω από τον μύθο υπάρχει ένα γεγονός: εκείνο της αιχμαλωσίας. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ είναι η απόδειξη πόσο δυνατός είναι ο μύθος, ένας τρόπος ζωής στον βαθμό όμως που σε διακρίνει από τους άλλους.

Η ενότητα λοιπόν του έθνους θεμελιώνεται σε ένα γεγονός χωρισμού από τα άλλα έθνη. Όσο υπάρχουν οι μικρές πόλεις-κράτη όπως στην αρχαία Ελλάδα, οι προσπάθειες για μία βαθύτερη εθνογένεση μέσω ηγεμονιών και συμπολιτειών αποτυγχάνει επειδή ο ανταγωνισμός είναι μεταξύ των πόλεων που συμμαχούν για να συντηρήσουν την υπόστασή τους όχι για να την εξαλείψουν. Η μορφή του συγκεκριμένου έθνους θα λέγαμε, είναι τέτοια. Ούτε η μακεδονική ούτε η ρωμαϊκή κατάκτηση άλλαξε την μορφή τους. Η νέα εθνογένεση όπου οι Έλληνες εκρωμαΐζονται είναι με τις βαρβαρικές επιδρομές που αφ’ενός καταστρέφουν τις αρχαίες πόλεις, αφ’ετέρου όλοι οι πληθυσμοί βρίσκονται κατευθείαν υπό τον χριστιανό αυτοκράτορα που αγωνίζεται εναντίον των ξένων επιδρομών. Όσο πιο αμυντική η στάση της αυτοκρατορίας, τόσο βαθύτερη η εθνογένεση. Αν οι Οθωμανοί ήσαν ένα κοσμικό κράτος ή δεν είχαν θρησκευτική ανεκτικότητα, οι Ρωμιοί θα είχαν ενσωματωθή στο νέο κράτος. Αντίθετα το ότι ανήκαν σε διαφορετικό μιλλέτ, με τους ρωμαϊκούς νόμους, όπως και το ότι ήταν δευτέρας κατηγορίας υπήκοοι για αρκετό καιρό, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα εθνογένεση όχι μόνον για τους Ρωμιούς αλλά και για τους υπολοίπους βαλκάνιους λαούς. Ο γενάρχης των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής είναι ουσιαστικά ο Grand Seignior, o σουλτάνος.

Η Βρεταννία, ενώ σχηματίζεται από επάλληλες κατακτήσεις και οι βασιλείς της είναι ξένοι, γνωρίζει εθνογενέσεις, ήδη από την εποχή του Εδουάρδου του Ομολογητού. Η σημαντικότερη, είναι όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει την ηπειρωτική Ευρώπη με την απόσχιση της εκκλησίας της από την ρωμαϊκή εκκλησία. Η απόσχιση δεν δημιουργεί μόνον ένα έθνος-κράτος όπως έγινε με τα διαμαρτυρόμενα κρατίδια στην Ευρώπη, αλλά τής δεικνύει ως πεπρωμένο την θαλασσοκρατορία.  Για τις Η.Π.Α παρομοίως, ένα πολυφυλετικό έθνος, η εθνογένεση είναι η πράξη της επανάστασης του 1776.

Αν από την μία έχουμε ένα γεγονός χωρισμού, είτε αυτό είναι διασπορά, πόλεμος ή επαναστατική απόσχιση, πρέπει να εξετάσουμε το ενοποιό στοιχείο, και πώς αυτό πραγματώνεται. Η ίδια η πράξη του χωρισμού συνεπάγεται την ενότητα ως προσωπικές θυσίες σε μία κοινή επιχείρηση. Είναι η θυσία εκείνη που κάνει προσωπικό το κοινό πράγμα, θέτει υπαρξιακά και όχι τυπικά κάποιον ως μέτοχο στο «κοινωνικό συμβόλαιο». Σημαίνει αυτό ότι αν πχ κάποιος υποβάλει μία θυσία σε όλους θα δημιουργήσει έθνος; Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί οι φόροι ως οικονομική θυσία δεν δημιουργούν έθνος, όπως ίσως να νομίζουν διάφοροι κρατικοί υπάλληλοι. Μάλιστα, ουδείς θεωρεί θυσία τους φόρους παρά μάλλον κλοπή, και δεν υπάρχει σοβαρή επανάσταση ή απόσχιση που να μην σχετιζόταν με την φορολόγηση. Πώς είναι δυνατόν να μην επαναστατείς όταν χάνει κάποιος δικός σου τη ζωή του σε έναν πόλεμο και να επαναστατείς όταν χάνεις την περιουσία σου, την επιχείρησή σου κτλ; Κατά πρώτον τους φόρους σ’τους παίρνει το κράτος ενώ την ζωή την παίρνει ο Θεός, η τύχη. Στον πόλεμο έχεις την ελευθερία να γλιτώσεις και οι πόλεμοι που προκάλεσαν δυσαρέσκεια ήσαν εκείνοι που δεν άφηναν αυτήν την ελευθερία, καθώς είχαν μία τεχνολογική τελειότητα, αρά η παρουσία του κράτους σχεδόν υπερέβαινε την τύχη. Κατά δεύτερον, κατά την φορολόγηση ο εχθρός είναι το δικό σου κράτος, ενώ στον πόλεμο ένα ξένο. Κατά τρίτον, η φορολόγηση δεν υπακούει σε καμία ηθική αρετή αντίθετα προς τον πόλεμο. Η τιμή που θα λάβει ο ήρως ξεπερνά το κράτος και όποιο μετάλλιο είναι απλό καθρέφτισμα μιας προσωπικής νίκης πάνω στο πεπρωμένο. Είναι λοιπόν κάτι πέρα από τα ιστορικά φαινόμενα, πέρα από την μερικότητά τους (από έναν λαό) εκείνο που ιδρύει την ιστορική μορφή (του έθνους). Μία καλή περίπτωση για να το δούμε είναι εκείνη των αυτοκρατοριών που ως πολυεθνικές οντότητες παρουσιάζουν στοιχεία μιας εθνογένεσης ἐν τῇ ἀρχῇ της. Πώς οι Ινδοί πολέμαγαν για την βρεταννική αυτοκρατορία; Πολέμαγαν σίγουρα αρχικά ως μισθοφόροι, ιδιαίτερα όταν ήταν μόνον η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών μπλεγμένη στα ινδικά πράγματα. Η εξέγερση των Ινδών sepoys ωδήγησε την Βρεταννία στην κατάργηση της Εταιρείας και την ανατίμηση στης Ινδίας σε αντιβασιλεία, που περιγράφει η μεταφορά «το κόσμημα του στέμματος».  O Palmerston ανηγόρευσε την Queen Victoria βασίλισσα της Ινδίας. Ουσιαστικά θα μπορούσε η αυλή και η έδρα της αυτοκρατορίας να μεταφερθή εκεί, όπως συνέβη στην ρωμαϊκή ιστορία με την Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι βασιλείς άλλωστε είχαν ένα τίτλο σε κάθε κατεκτημένη περιοχή, και έτσι οι ίδιοι ως πρόσωπα συμβόλιζαν το έθνος, που πρακτικά δεν υπήρχε ―δεν είναι τυχαίο ότι πολλά έθνη περιγράφονταν με τις επικυριάρχες δυναστείες. Άρα πλέον οι Ινδοί πολεμιστές πολέμαγαν για την βασίλισσα.  Η αυτοκρατορία με τους πολέμους της τούς έδιδε την δυνατότητα να ασκήσουν την πολεμική αρετή και έτσι τους απέδιδε αξία. Αν θέλεις να κάνεις κάποιον δικό σου δος σε αυτόν την δυνατότητα να αγωνισθή και να διακριθή. Για αυτό και οι θεσμοί που συντηρούν τα έθνη είναι θεσμοί που θεμελιώνονται επάνω σε ένα αρεταϊκό σύστημα που ξεπερνά τα όρια του λαού και κάνουν κάθε μέλος του να νιώθει περήφανο.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι σύγχρονα κράτη παρακμάζουν ως έθνη όχι επειδή υπάρχει μία ώσμωση λόγω της «παγκοσμιοποίησης», αλλά γιατί θυσιάζουν το θεσμικό κομμάτι τους προς χάριν μέτρων και ρυθμίσεων ωφελιμιστικού τύπου. Επίσης δεν μπορεί ο ίδιος υπολογισμός να επιτύχει μία εθνογένεση όπως πιστεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αναδυόμενοι εθνικισμοί από την άλλη δεν είναι επίσης εθνογενέσεις αλλά σπασμωδικές αντιδράσεις εμπρός στην εξαέρωση του ηθικού σύμπαντος που υπήρχε πίσω από τα έθνη σε οποιαδήποτε μορφή τους. Η κατάργηση των εθνών δεν οδηγεί στην παγκόσμια ειρήνη αλλά στην εισβολή από filibusters, που οδηγεί με την σειρά της σε καινούργιους εθνικούς σχηματισμούς. Η φύση και η ιστορία απεχθάνονται το κενό.

One thought on “Έθνος: εθνικισμός & εθνογένεση”

  1. Pingback: Παραμονες μιας ιστορικης επετειου σε ζοφερο τοπιο | Παραθυρο στον Κοσμο
  2. Trackback: Παραμονες μιας ιστορικης επετειου σε ζοφερο τοπιο | Παραθυρο στον Κοσμο

Comments are closed.