Φρεάντλης: Τίρυνς 2001 μ.Χ. Ένα όστρακον

Τῷ Δαυΐδ Ἡλιοδρόμῳ. (David Solway).

Ὅπως μετὰ ἀπὸ ντουφεκιά,
σηκώνεται ὁ λόγος σὰν πουλί,
φχαριστημένο πού δέν ἤτανε γιὰ κεῖνο.
Ξυπνοῦν ὅλα μαζί καὶ μέρα μεσημέρι,
μές᾿ στὴν μαυρίλα τῆς ἀσφάλτου,
τῆς μ᾿ ἄσφαλτες λευκές γραμμές χαρακωμένης.
Κι ὁρμοῦν σὰν γιαπωνέζοι αὐτόχειρες πιλότοι,
στῶν ἁμαξιῶν τὰ νῶτα, στίς ταμπέλες,
ἐκεῖνα τὰ δέκα τὰ στοιχειὰ τὰ ἐξωσμένα.
Τὰ ξορκισμένα.
Ἀπ᾿ τῶν μητρώων τῆς Νινευῆ, τῆς Βαβυλῶνος τὰ δεφτέρια,
ὄξω μὲ μῖσος πεταμένα:

Τὸ Γάμμα, τοῦ γόου τῶν γυναικῶν, τῶν γοήτων, τῶν γιγάντων.
Τὸ Δέλτα τοῦ δαιτοῦ τῶν Δαναῶν.
Τὸ Θῆτα τῆς θωριᾶς τῶν θεωρῶν.
Τὸ Λάμβδα τῶν Λαβδακιδῶν.
Τὸ Ξῖ τῶν ξαφνικῶν ἐρώτων καὶ τοῦ ξυροῦ πού κόβει τῶν ὀνείρων τὶς κλωστές.
Τὸ Πῖ παρθένων παστοφόρων.
Τὸ Σῖγμα τελευτίων συριγμῶν τοῦ λόγου καὶ τοῦ βίου.
Τὸ Φῖ τῶν ἱερῶν φαλλῶν καὶ τῶν μικρῶν φαινομηρίδων τοῦ Εὐρώτα.
Τὸ Ψῖ τῆς ψάμμου τοῦ χρόνου πού τελειώνει.
Καὶ τὸ Ὦ! Μέγα, ὁ Ἕλλην Στεγαστὴς
στὸ σπίτι τοῦ Ἰαχβέ μὲ τὰ μπαλκόνια καὶ τὶς γλάστρες.