Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα α΄

Ι

«Κ’ὅμως πρόκειται
γιὰ τή χαρούμενη πλοήγησή μας
στό φῶς !
οἱ βίοι μας θὰ σταματήσουν
σὲ διαφανὴ ἀπογέματα
βέβαια σὰν πέτρινες ζωφόροι, πολύβοα
ἀπ’ ἐπικρεμάμενες κραυγές πουλιῶν
καὶ παιδιῶν πελαγίσιων
νὰ στεγάζου’ μιὰ κόρη ὁλόδροση,
ἀναδεδυμένη ἀπὸ τὴν ἡμέρα.
Κ’ὅμως !»
            ―Κ’ὅμως,
                        ὄχι : σαὐτὴν τὴν ἀποφορά
τοῦ θαμμένου ἔαρος, τό στῆθος θεριεύει,
πήζει στοὺς θύλακες ἡ νυχτερινή ὑγρασία τῶν κήπων·
ἀλλιῶς, στὶς νοσηλεῖες τῆς χρυσῆς βροχῆς
οἱ κόρες μας θὰ γέμιζαν
τὸ στόμα μας με κάρδαμο, τώρα ὅμως,
τὸ στῆθος θεριεύει― καὶ λύουμε τήν ἀρματωσιά μας
ν’ ἀγαπήσουμε, δοκιμάζοντας στὸ σώσιμο τῆς μέρας
τίς ἐπιφάνειες τῆς νικηφόρου ψυχῆς. Εἴμαστε κεῖνοι
ποὺ ἦλθαν ἐξ ἁλόθεν
                                        κεῖνοι ποὺ ἐπέστρεψαν
                                        ἀπό τὸ τέλος του κόσμου
καὶ οἱ παλαιοὶ γνώριμοι
τοὺς ἀναγνώρισαν.

Γιατὶ ὁ κόσμος τερματίζει στο σημεῖο
ὅποτε σὺ ποὺ στριφογυρίζεις στοὺς ἀέναους κύκλους ἑνὸς βίου,
προφέρῃς τοὔνομά μου. Ὅταν ἤλθαμε―

ΙΙ

Κἔφτασαν. Σἀνήλιο
                                καιρὸ φέραν οἱ κεφαλές τους
                                χρυσέγκαυστα πρόσωπα

«Χωρὶς χρόνο, εἶπες, τοῦτος ὁ καιρός
δὲν ἔχει χρόνο, παράκαιρος, εἶπες,
μόνον ὑπὸ τὸν ἥσκιο τῶν ματιῶν
πάνω στὸν ἴασπι τοῦ αἱματόλιθου
                                                ὁ ἥλιος τρέπεται.»
Σελάγιζαν κατὰ τὸν ὕπνο σου τἀπομεσήμερο
ἀδέσποτοι τόποι κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο
οἱ ἐλοθάλασσες τῆς Πενταπόλεως,
                                                πυρρὸ χῶμα τῆς Τοσκάνης
καὶ ἔνιωθες νωπὴ ἀκόμη
                                τὴν ὀροφὴ
                                                τοὐρανοῦ και τἄωρο φῶς
                                                τὸ πῶς βαρύνει ἀναμέσο τῶν τυφλῶν
κλαδιῶν, τὸ πῶς βλαστάνει
στὸν κρύο πάνω στίβο αὐτοῦ τοῦ ἑωθινοῦ πεδίου
γεμάτο γύρη κἔντομα στὴ διαστολὴ τῶν φύλλων—
καὶ τὸν καθέναν ἀπ’ ἡμῶν ἀνίκανο νὰ εἰκάσῃ
νεκρὸ τον ἑαυτὸν του, καθὼς ἡ φαντασία νὰ δείξῃ
δὲν μπορεῖ, ἀνέκφραστους στὴ γῆ χαμαὶ ξεκοιλιασμένους
άλλὰ τοὺς ἀφανεὶς ἐχθρούς μόνον τῆς ἄλλης ὄχθης.
Κἀναμέναμε να μεριάσουμε τὴ θαμβευτὴ ἀχλὺ, λόγχες
σείοντας σιγαλόεσσες καὶ γόμφαλα μ’ ἁγίους
φοινικόκροκους στο αἷμα τοῦ δράκου. Ὅμως ἐκράτει
κοινὴ ἡσυχία, τοῦ Θεοῦ, χρυσόχλωρη, κἀνάριοι
τὴν ἀναρραΐζαν κρωγμοί ’πὸ στρουθιὰ ξυπνημένα.

ΚΙ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ ΣΕΝΕΔΡ’ ΑΠΕΘΑΝΕ, στρίγγισε αἴφνης
μία φωνή— ΣΕΝΕΔΡΑ! ὡσὰν ἀβοήθητο ἀγρίμι…

Τότε σύ, ἀνοίγοντας τα βλέφαρα, ’μολόγησες:
            « πλέοντας μὲς στὸ φῶς
                φοβοῦμαι τὸ σκότος
                        ποὺ λείπει. »

ΙΙΙ

Ἐγνώριζες τὶς ὁδοὺς ποὺ διαβαίνω
τὴν πρώτη μεγάλην αἰθρία τῆς χρονιᾶς:
τοὺς ἄστηλους ἀμαξωτούς
                                δρόμους τῆς Ἰωνίας
τἀσκεπὴ πορφυρόεντα πέλαγα.
Γροίκαες τὸν ἥσκιο μου νὰ δράμῃ
ἀνὰ τὴν θάλασσα καὶ τὰ πλατιά
τῆς ξατραπείας πάλλευκα σταυροδρόμια
ἐνῷ πάνωθέ μου νὰ μὲ στέφῃ
τουμπανιασμένος ὁ οὐρανός
                                ’ς τἀφτιά σου ἀντηχῶντας ·
κεὕρισκες τοὺς πεπτωκότες στρατούς
θαμμένους νέρθε στὴν ποταμίσια ἰλύ
θεμελιώματα στοὺς ναούς
ὅπου ἀλαλάζουν οἱ θεοί·
                                καὶ ὕστερο,
στὶς ἀφίξεις τἀνέμου
στὶς πυρωμένες πλάκες
εἰκόνιζες στοὺς κύκλους τῆς ψαμάθου
ἴχνη ἀπ’ ὀρχήσεις Τριτώνων,
μὅλο ποὺ τὤξευρες, πὼς στοὺς λιμένες ποὺ σταθμεύω
τῆς Συρίας ἐπίνεια καὶ κράσπεδα σικελικά
λίγο πρὶν ἂν κλείσῃ ἡ μέρα,
ἐμὲ θὰ ἐσυνάντας.

Γιατί σὺ μεγάλωσες
                        κάτω ἀπό ὑγρὲς μεσημβρίες
«ἔγκλειστη, ἔλεες, στοῦ καιροῦ τὶς προθήκες».
Καὶ πέρα ἀπ’ τη στέρια γῆ, σἄτειχες πολιτεῖες
θάσσεις καταμεσὴς λαφύρων ὑπεράκτιων
ὁπόσα ὁ ὠκεανὸς πλωτὸς στὰ πόδιά σου σωρεύει.
Καὐτάρεσκη σὺ τελωνεῖς αἰῶνες
μὲ μάτια παιδικὰ τηρῶντας
εἴδωλα τοῦ φανταστικοῦ
                                πάνω στὶς ἁλισάχνες
                                νήσων ὑπερβορείων.

IV

Στοὺς παραλλήλους κείνους ὅπου τὰ πράγματα
                                    ρίχνου’ μακρεῖς ἥσκιους
τὸ δέρμα σου ἀνέγγιχτο συντηρεῖται
κ’ ὁμοίως μένει ἀτελεύτητη
ἡ προσμονή μου νὰ εἰσέλθω
στὴν ἀσυλία τῶν νυχτερινῶν
κήπων. Σ’ ὥρες ὅταν τὰ πράγματα
ἐκτείνονται στὴν σκιά τους, σὲ ἀπαντῶ.

Καὶ ἑὰν τότε δέρκομαι τὴν ἡμέρα
σὰν μικρὸ ζώο ποὺ πεθαίνει, νἀποσύρεται
πίσω ἀπὸ τέφρες θειικοῦ
χαλκοῦ στοὺς τοίχους τῶν οἰκοδομῶν
ἐγκαταλείποντας τοὺς ἡλιόβλητους
βλαστοὺς στὰ κιονόκρανα τῶν προστώων
εἶναι γιατὶ κάποτε, ἔξω ἀπ’ τὶς στοές
μιᾶς χρουσοκέλευθης ἀμαξοστοιχίας
                καὶ μετὰ τὶς φευγαλέες
                ἀκολουθίες τῶν στύλων
βρῆκα φρυκτωρίες νὰ πυρώνουν σἀγροὺς ἰνδικοῦ
καὶ στὶς ῥοδοδάφνες τοῦ Νηρέως
’χα γνωρίσει πῶς στὸν σύσκιο τῆς φυλλωσιᾶς
τἀνθόκορφα συλλέγουσιν ἀνάντιά του τὸ φῶς.

Καὶ σύ, ἁπλώνεις τἀκροδάκτυλα
καὶ ψαύοντας τὰ ὀνόματα ἐπὰ στὸν πορτολάνο
                τοὺς σταθμοὺς ἐσυλλά-
                βιζες ἕναν πρὸς ἕναν τοῦ Ὑπογείου:

« East India & Ealing  Temple & Aldgate
Bank, Black Friars   Fulham & Finsbury Park
Piccadilly Circus,Cyprus  Prince Reagent Lane
Πὼς θἀφαιρεθῶ, φοβοῦμαι  στὶς φαντασίες μου πλεγμένη
καὶ θὰ σὲ γυρεύω στὴν ἀγορά   στὴν ταβέρνα τῆς Γοργόνας
σὲ ποὺ κάποτε διέπλευσες  τὴ δημοσιὰ τῶν δελφινιῶν
σημαδεύοντας χαμηλά    τὸν ἥλιο στὴ μεσημβρία. »

V

                                    Τὸ τέρμα τοῦ θέρους φθάνει
                                    μ’ εὐωδιὲς βερβένης καὶ λεβάντας
                                    ἀναμέσον καύσεων νάφθας
σὰν ὑπόμνηση ὑετοῦ.
Ὅμως ἑμεῖς θὰ βλέπαμε τὴν βροχὴ
                                                
ἐπάνω στοὺς ἀνθοὺς τῶν καλαμιῶν
                                                
’ς ὀθόνες ζωγραφιστές                   畫
                                                
τοῦ ἐπιπλέοντος κόσμου              
                                                
στὶς σύσκιες πτέρυγες τοῦ μουσείου.
                                                «Πῶς θυμίζουν τὴν ἄχρονη
                                                παιδική μου ἡλικία
οἱ ἄχρηστοι τοῦτοι μανδαρίνοι!»
Θὰ φυλλομετρούσαμε στὸ συρμὸ μὲ βιάση
τὴν ἑσπερινὴ ἐφημερίδα χαράσσοντας
σχέδια γιὰ τὸ ἀποψινό μας πεπρωμένο
πρὸς μιὰν παράσταση στοὺς AMBASSADORS
ἢ μήπως ἕνα δείπνο στοῦ RAMSAY…
λίγο πρὶν τὸ κλείσιμο τῶν ἐμπορικῶν
                                                τὸ βιαστικό μάζεμα
                                                τῶν ὑπαιθρίων ἀγορῶν
                                                στὴν ἐπισφαλή ὀσμή
                                                τῆς ἄδηλης νεροποντῆς
                                                ἡ ζωὴ δικαιώνεται
μαζὶ κι ὁ διάκοσμος ὁ παρδαλός της νἀλλοιοῦται
                                                ― φωσφόρα χρώμια, προθήκες―
                                                ’ς ἀκριβὰ κτερίσματα
                                                τῆς ἀειθαλοῦς στιγμῆς
                                                VT SVB LVCE OCVLI
                                                ’ς αἴθουσες πινακοθήκης
                                                στὴν ἀπόκοσμη ἀδράνεια
                                                τοῦ φωτὸς καὶ τὴ μυρωδιά
ἀπὸ καμφορὰ καὶ κόμμι.
Εἶν’ ἡ ὥρα νὰ μᾶς δεξιωθοῦν
                                                public houses, τεϊοποτεῖα
                                                ἡ ὥρα κείνη ποὺ μιλοῦμε
                                                περὶ κοινῶν πραγμάτων
                                                λησμονῶντας τὴν ἀγωνία
μπρὸς στὰ πορσελάνινά μας σώματα
                                                καὶ σὺ θὰ λές:
                                                            «Στὴν πολιτεῖα αὕτη
ἴσως ἂν κλείσθηκα τὸν καιρὸν ποὺ τὴν σκέπαζαν
                                                            οἱ τέφρες ποὺ κουβάλαε
                                                            ἀπ’ τὶς ταφὲς τῆς ἐρήμου
                                                            ὁ ἀφωρισμένος Σαμοὺν,
θορυβώδης σὰν τὴν Κασσάνδρα
ἔξ’ ἀπὸ τοὺς ξύλινους οὐδούς
κατὰ βοτανικοὺς κήπους καὶ σὲ στεγνὰ οὐρητήρια,
                                                            μὰ τουλάχιστον ὄχι σὰν τὴν Ophelia,
νὰ γινῶ, σὲ κρύους λουτῆρες
νά ’γκαταλείπομαι χωρίς ψυχὴ και στείρα.»

Τώρα εἶν’ ἡ ὥρα γιὰ τὴν αὐτοψία τῆς ἡμέρας,
ὅταν ὁ κόρος ἀμέτρητων ἡδονῶν
μᾶς ἀφήνει ἀδύναμους καὶ γυμνούς
σὰν αὐτὸν πάνωθέ μας τὸν ὀπάλλιο οὐρανό,
ποὺ στὸ στιγμιαῖο δρολάπι,
στὴν γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα, θρυμματίζεται.

                                                            [Sober and grave grows merry in time]