Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα γ΄ (7 sonetti)

Ι

Γνωρίζω καλὰ τὴ μεγάλη νύχτα
ποὺ  βλαστάνει μὲς στὸ κεφάλι μου
καθὼς λάζομαι στὸ ρουθούνι μου
τὴν μυρωδιὰ ἀπὸ τὴ μικρὴ πορφύρα.
Εἶν’ ἕνας ἀγριότοπος δίχως πέρατα
μήτ’ ἄλλο τί, ἐξὸν ἕν ἀγανὸ πνεῦμα
ποὺ διαμελίζει τὸν ἀχὸ ἀπ’τὰ κέρατα
τῶν πλοίων και τοὺς καπνοὺς τῆς νάφθας.
Γνωρίζω καλὰ τοῦτον τὸ μέγα ἄνεμο
ποὺ ἐλαύνει πίσω ἀπὸ τὴν κυανὴ ἄσβεστο
τοῦ σούρουπου, φιλεῖ τὸ πρόσωπό μου
φωτίζει τοὺς χιτῶνες τῶν ματιῶν μου
μὲ τὸ πεισιθάνατο Ἔαρ, ὅπως λύονται
τὰ νέφη καὶ χαμογελοῦν οἱ κλιτύες.

II

Γνωρίζω καλὰ τὴ γεύση ἀπ’τὰ στήθη
Ἀδωνιαζουσῶν, ὅλο ἅλας καὶ χῶμα,
τὴ θέρμη ποὺ ἀπομένει ἐπὰ στὸ στόμα
ὅταν μὲς στὸ διάστημα, ὁ θρῆνος σβήνει.
Τὴν ὥρα τῶν ἑσπερινῶν, τῆς ἄφιξης,
ποὺ ἡ χαρὰ νἀποφορτίσω στὴ νύχτα
τὸν ἄχθο τῆς μέρας, μὲ τῆς ἐξαφάνισης
τὸν φόβο συμμιγνύεται —τῆς δικῆς μας—
σηκώνομαι, τὶς ἁμαρτίες στὸ φρέαρ
τοῦ λουτροῦ ἀποκαθαίρω, μέσα στὸ Ἔαρ
μὲ νωχέλεια τὰ ρούχα μου φορῶ
μὲ τὰ κουμπιὰ σφίγγοντας τὸν κορμό∙
γιατί εἶναι νὰ βγῶ μὲς στὴν ἐπικράτεια
τῶν ἀρωμάτων ποὺ στὸν ἀέρα θνήσκουν.

ΙΙΙ

Γνωρίζω τὸ μελάνι ἀπ’τὸ δροσάνεμο
μὲ τὸν φόρτο ἀπ’ἀνθοὺς καὶ καβαλίνα
ποὺ καταλύει τὴν αἰθὴ πολιορκία
ἀπ’τὸν Πέρση ἥλιο τὸν πτολίπορθο∙
καὶ ἔπειτα τὴ χρυσῆ θωπεία τοῦ ἡλίου
Πτολεμαίου, πριχοῦ κλεισθῇ στὴ δούρειο
ὑγρή του σαρκοφάγο∙ μά, κοιμήσου
ψυχή μου τώρα! Ὁ ἄνεμος στὸ φρούριο
δυναμώνει καὶ δυναστεῖες παρασύρει
πολυδόξαστες! κἀγώ, Σελτζουκίδης
ὕστερος, τὸν ἀετό δὲν θὰ ὑποστείλω
τὸν δικέφαλο, ἔλθῃ εἴτ’ὄχι ὁ Μογγόλος∙
θἄγω, στὴ θεραπεία τῶν παλλακίδων
νἀφεθῶ, ὄλβιος, ὅμοιος νεκρός θεός.

IV

Γνωρίζω καλὰ τὴν ἀπόβροχη ὥρα
ὡσὰν τιμάριο γῆς ποὺ ἀπ’ ἄνακτα
μὲ δωρήθη καὶ δὲν δύναμαι πιά
νἀφήσω, ὅταν τοῦ κόσμου τὰ μύρα ὅλα
ξυπνοῦν καὶ σὰν αἱματωμένο βρέφος
τὸ φῶς ῥηγνύει μιὰν ὀροφὴ ἀπὸ φύκη.
Γνωρίζω ὅ, τι ἤδη μ’εἶχε φυλαγμένο
περιβάλλοντάς με ὡς ὠκεάνια φύση.
Κἄν, σ’ἀνήλιο καιρό, ἡ ζωὴ τρεμοπαίζῃ
γυμνή, ὅλα ῥᾳθυμοῦν σὰν λουσμένη
ἄτειχη πόλη, γέννημα τοῦ πόντου,
βέβαια σὰν καὶ τοὺς κυαναυγεῖς θόλους
τῆς Σαμαρκάνδης, πῶς στὸ κοραλλόχρωμο
στερέωμα ὑψοῦνται τῆς Σογδιανῆς.

V

Γνωρίζω τὸ ἑωθινό αἴσθημα ὡς στυφό
ὅταν τὰ κτήρια μοιάζουν νὰ σπεύδουν
νὰ δηλώσουν τὸν ἀρχιτέκτονά τους
πριχοῦ στὴ δύση οἱ σωροὶ τῶν νεφῶν
μειδιάσουν σὰν λίθινοι θεοὶ τοῦ Δέλτα∙
μιὰ κόρη σπᾷ δάκρυα ἐπάνω στοῦ θέρους
τὰ κράσπεδα καὶ τὰ θαλασσινὰ ἔλαια
τῆς νύχτας μέσα στὸν ἄνεμο ἐκπνέουν,
ὑπέρπυρρα στὴν ἡλιακὴ ἀγορά!
Κἀφοῦ ὁ βορρᾶς φύλαξε τὰ πουλιά
πίσω ἀπ’τὰ σεντόνια τοῦ ὄρθρου, σὲ νόμο
αἴθριο, στὴν ἁλκυονίδα εἰρήνη, ὑψώνω
στήλη βαρβαρική, κ’ἱδρύω μιὰ πόλη,
κἀγάλλομαι τὸν τόπο καὶ τὴ μέρα.

VI

Γνωρίζω ἑμαυτόν σὲ παιδιὲς θανάτου―
μετὰ ἀπ’τὶς συμμαχίες τῆς μεσημβρίας,
τοὺς γάμους σὲ τράπεζες κιμωλίας,
τὸ σκοτεινό τέλος, μὲ τὴ σειρά τους,
ἐκστρατειῶν στὰ πελασγικὰ τενάγεα
μὲς στὸ διαυγὴ ἀπομεσημεριανὸ ὕπνο μας∙
κ’ὁ Ζέφυρος, οἱ ὀσμές κ’οἱ ἤχοι, εἶναι κτέρεα―
ὅ, τι οἰκέτες σὲ ποσσίκροτο πάτωμα
θέτουν σὲ κύκλο γύρω μου σὲ ἀλάβαστρα.
Μὰ κἂν τὸ στῆθος σφίγγουν λινὰ σάβανα
τοῦ ἕαρος, τὰ ὀστᾶ μου τείνω σὰν νὰ φθάσω
λαμπρὲς ζωφόρους: τὸ στόμα μου κάτω
ἀπὸ τὸ οὖθαρ τοῦ παραδείσου κρέμεται,
’πὸ χείλη μέλιτος θἆχει τροφή.

VΙΙ

Γνωρίζω σέ, ὅπως τοὐρανοῦ τὸν χρῶτα
ποὺ λάθρᾳ ἀλλάζει, ἀπ’ γλούρεος σὲ κυανοῦν
ὅταν κρατῶ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια μου
στὴν φυγὴ τῆς μέρας∙ κι ὡς τὸν ἱδρώτα
τοῦ θερμοῦ βραδιοῦ ποὺ σὰν ἅγιο βέδυ
μὲ καταλείβει καὶ γεννᾷ στὸν νοῦ
―τὴ στιγμή ποὺ τὴν ὄσφρηση χορταίνει―
τὸν πλοῦτο μιᾶς παρουσίας πανταχοῦ
δεσπόζουσας. Ἂς μὴν μὲ καταβάλῃ
ἡ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλ’ οὔτ’ ἡ σπάθη
τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὲ πλήξῃ, καὶ ἀμνημονήσω
τούτην τὴν ἔγνοια. Ἀφοῦ καλά γνωρίζω
’κείνη τὴν φλόγα ποὺ φρύγει τὰ φρένα
σὰν καὶ τὸ ξύπνημα βριαροῦ θεοῦ.