Γάμος ή/και έρως;

Στην σύγχρονη εποχή στις χώρες τις λεγόμενες ανεπτυγμένες της δύσης θεωρείται ότι ο έρως είναι κάτι που σχετίζεται με τον γάμο, σε τέτοιον βαθμό που σχέσεις που αποσκοπούν στο δεύτερο να πρέπει να ενδυθούν έναν έρωτα, που είναι περισσότερο «συντροφικότητα» παρά πάθος. Ακόμη χειρότερα, έχουμε σχέσεις της πλάκας που ενδύονται και τα δύο. Δηλαδή παίζουμε τους ερωτευμένους και το ζευγάρι. Είναι η λεγομένη cult of relationships. H «relationship» είναι η τυπική μίξη της ερωτικής ιστορίας (affair) με τον γάμο και ο πληθωρισμός της, στο πλαίσιο του εξισωτικού χαρακτήρα της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας που όλοι πρέπει να έχουν μια παρόμοια συμπεριφορά ώστε να μπορεί να γίνει αντικείμενο υπολογισμού. Για να είμαι ακριβής, ώστε να αισθάνεσαι ελεύθερος αλλά ταυτόχρονα να είσαι αντικείμενο υπολογισμού. Παρακάτω θα προσπαθήσω να ορίσω τις δύο μορφές, του έρωτα και του γάμου ώστε να δείξω όχι μόνον τις διαφορές μεταξύ αυτών αλλά και τα δυνατά σημεία συσχετισμού.

Καταρχάς ο γάμος αφορά την αναπαραγωγή. Είναι η εξαντικειμενίκευση και ο εξευγενισμός της γενετήσιας πράξης. Ο Γερμανός ρομαντικός Novalis, αν και δεν κατονομάζει την αναπαραγωγή, καθώς εκείνη την εποχή εννοείται, γράφει:

Η ιδιοκτησία εξευγενίζει την κτήση, όπως ο γάμος εξευγενίζει την φυσική ευχαρίστηση.
DAS ALLGEMEINE BROUILLON, Materialien zur Enzyklopädistik 1798/99, 1554 (V-316)

Στο ιουστινιάνειο δίκαιο, στην αρχή των Ινστιτούτων το παράδειγμα που δίδεται για το τι σημαίνει «φυσικός νόμος» είναι ο γάμος (matrimonium), παρουσιάζοντας τον ως την θεσμική κύρωση αυτού που συμβαίνει σε όλην τη φύση. Σε όλους τους πολιτισμούς υπάρχει, ανεξαρτήτως ιδιαιτέρων εθίμων που αφορούν τον πολιτικό νόμο.

Ius naturale est quod natura omnia animalia docuit. nam ius istud non humani generis proprium est, sed omnium animalium, quae in caelo, quae in terra, quae in mari nascuntur. hinc descendit maris atque feminae coniugatio, quam nos matrimonium appellamus, hinc liberorum procreatio et educatio: videmus etenim cetera quoque animalia istius iuris peritia censeri.
LIB. I, TIT. II. DE IURE NATURALI, GENTIUM ET CIVILI.

Ο γάμος λοιπόν είναι κάτι που αφορά στο γενικό, το είδος εν γένει, και όχι στο ατομικό και τα πάθη του. Είναι περισσότερο κοινωνικό γεγονός, όταν ο έρως είναι προσωπικό και διαπροσωπικό. Ως εκ τούτου σε όλες τις κοινωνίες ήσουν υποχρεωμένος να τον κάνεις, αλλιώς η κοινότητα θα εξαφανιζόταν. Μέχρι και τον 18ο αιώνα τουλάχιστον, στην Βρετανία πλήρωνες φόρο αν έμενες εργένης πάνω από μία ηλικία, ως κίνητρο για να νυμφευθής.

Αυτό βέβαια μπορεί πολλοί σήμερα να το παρουσιάζουν ως εξαναγκασμό, αλλά είναι κάτι που συνέφερε και τα δύο φύλα. Αν δεν συνέφερε έναν από τους δύο δεν θα ήταν από τους αρχαιοτέρους θεσμούς. Ο γάμος από την πλευρά του άνδρα σήμαινε την συνέχεια του ιδίου, είναι όπως και οι υπόλοιπες πολιτισμικές μορφές (πολιτεία, επιχειρηματικότητα) εκδήλωση του ενστίκτου διαιώνισης. Γι’ αυτό ο θεσμός της οικογενείας (γένους) ξεκινά ως ο κατεξοχήν πατριαρχικός θεσμός. Σε μία avuncular κοινωνία όπως πχ αυτή που περιγράφει η ιστορία του Ισαάκ, του Λάβαν και των θυγατέρων του, η γυναίκα και τα τέκνα της ανήκουν στον πατέρα της και όχι στον γαμπρό που είναι κάτι σαν ενοικιαστής της κόρης του. Είναι με την αρπαγή των γυναικών που ξεκινά η οικογένεια και μαζί η πολεμική αριστοκρατία, η βιομηχανία (οι άρρενες δούλοι) και η επιστήμη και ηθική, καθώς η μη-φυσική σχέση του πατέρα με το τέκνο που είναι άμεσο προϊόν, και σαρξ εκ σαρκός της γυναίκας, εγκαθιδρύει την σχέση αιτίας-αιτιατού (Weber) και την έμμεση, ηθική σχέση.

Από την άλλη, για την γυναίκα ο γάμος τής εξασφαλίζει την απαραίτητη ασφάλεια για να τεκνοποιήσει και να αναθρέψει τα παιδιά της. Για αυτό μάς έχει μείνει σήμερα η αντίληψη ότι «η γυναίκα είναι εκείνη που θέλει τον γάμο» ενώ ουσιαστικά τον έχει εφεύρει ο άνδρας. Και για αυτό και η φεμινιστική ιδεολογία καθώς εναντιώνεται στον γάμο, εναντιώνεται στην γυναίκα και δίδει χαρά σε πολλούς ανεύθυνους άνδρες.

Ο έρως από την άλλη έχει χαρακτήρα προσωπικό, είναι μία επιθυμία, αντικείμενο του είναι ο άλλος και όχι η οικογένεια. Για αυτό και ο έρως εμφανίζεται και προς το ίδιο φύλο. Μάλιστα κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ότι μόνον ο ομοφυλόφιλος έρως είναι αυθεντικός καθώς η γυναίκα τότε δεν έχει καμία βούληση ώστε να αποδεχθή την επιλογή της από τον άνδρα, καθώς, όπως γράφει ο Συκουτρής στην ανάλυση του Συμποσίου, η γυναίκα βιάζεται. Πριν όπως προχωρήσουμε σε ιστορικές εικόνες, ας μείνουμε στην ανάλυση της μορφής. Αντίθετα προς τον γάμο που είναι κάτι φυσικό και ανεμπόδιστο, ο έρως βασίζεται στο εμπόδιο. Θα λέγαμε ότι εμφανίζεται εκεί που δεν μπορεί να γίνει ένας γάμος, όπως π.χ. στα ποιήματα των Τροβαδούρων, του Δάντη, στον Τριστάνο και την Ιζόλδη, στον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα του Shakespeare. Στα σύνορα του μύθου και της πραγματικότητας θα συναντήσουμε περιπτώσεις ακραίου ρομαντικού έρωτα όταν εμποδίζεται ο γάμος, όπως εκείνη του υγιού του Αλφόνσου της Πορτογαλίας, Πέδρου, που μετά την δολοφονία της ερωμένης του από τον πατέρα του και τον θάνατο του ιδίου του πατρός του, θα τήν ξεθάψει και θα την στέψει βασίλισσα. Ο έρως μπορεί να είναι το πιο ελαφρύ πράγμα και να γίνει το πιο βαρύ υπαρξιακά σε βαθμό να καταστρέψει τα πάντα τριγύρω του καθώς μεγαλοποιείται μέσα στον ψυχισμό του ατόμου. Είναι έτσι ένας φαντασιακός γάμος που αποκτά σπάνιν και σημασία επειδή δεν μπορεί να πραγματωθή, μέχρι που, αν δεν εκπληρωθή, εξαερώνεται. Η αξία ενός πράγματος έχει ένα κάτω και ένα άνω φράγμα, την διαθεσιμότητα και την σπανιότητα. Ο αισθητικός ακριβώς χαρακτήρας του έρωτα είναι αυτό που βλέπουμε όταν γοητευόμαστε από το ερώμενο πρόσωπο και είναι για αυτό που εξυμνούν οι ποιητές. Όπως παρατηρεί ο T.S.Eliot σε μία από τις διαλέξεις του πάνω στην λεγόμενη «μεταφυσική» ποίηση (The Varieties of Metaphysical Poetry), δεν υπάρχουν ποιήματα για τον γάμο, στην δυτική τουλάχιστον ποίηση. Ο ίδιος μόνον έχει γράψει ένα ποίημα για την δεύτερη σύζυγό του (και η πρώτη του σύζυγος είναι παρούσα σε πολλά ποιήματά του αλλά περισσότερο ως προβληματική φιγούρα και ως απώλεια, παρά ως υμνουμένη σύζυγος). Εντούτοις υπάρχουν ποιήματα, όχι τόσο στην δυτική παράδοση, για συζύγους, όπως στην περίπτωση του σουλτάνου Σουλεϊμάν Ι του Νομοθέτη για την Ροξελάνα, όμως η αναφορά τους σε αυτήν έχει ερωτικό χαρακτήρα, όπως όταν λέει αυτός που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω της ως αυτοκράτωρ και σύζυγος ότι:

Ἂν, ἀγαπημένη μου ἱππεύεις
  τ’ἄτι τοῦ ναζιοῦ
##τριποδίζοντας στὸ τζυκανιστήριο*,
τὸ κεφάλι μου αὐτό
  θὰ ταιριάξει
##ὡς τόπι γιὰ τὴ σφῦρα σου.

Δηλαδή αναφέρεται σε αυτήν ως ερωμένη για την οποία πάσχει. Πόλεμοι και κρατικές μέριμνες δημιουργούν την απόσταση εκείνη για να αντιληφθή ο σύζυγος την σύζυγο ως ερωμένη (αντίθετα σε τέτοιες περιπτώσεις η σύγχρονη γυναίκα θεωρεί ότι την αμελεί).

Σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς, είτε η γυναίκα είχε δικαιώματα είτε δεν είχε, είτε υπήρχε πολυγαμία ή αιμομιξία, εκείνο που αναγνωρίζεται κοινωνικά είναι ο γάμος και όχι ο έρως. Στην Κίνα, τα πάθη πρέπει να μένουν έξω από τον γάμο και η αξία της γυναίκας ήταν ανάλογη των παιδιών που έτεκε ενώ η πολυγαμία μέσω παλλακίδων ήταν συνήθης στους εύπορους. Όποια τρυφερότητα ή εκτίμηση μπορούσε να δώσει ο άνδρας ήταν περισσότερο στους φίλους του παρά στην γυναίκα του. Σε πολεμικές φυλές όπως οι Πέρσες που χρειάζονταν αγόρια για πολεμιστές, ίσχυαν παρόμοια πράγματα, ενώ το χαρέμι εξησφάλιζε για τον βασιλέα την συνέχεια της δυναστείας. Και στην αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη ο ερωτισμός ήταν εντελώς αποκεκομμένος από τον γάμο (όπως στις περιπέτειες του Οδυσσέα), και αν εξαιρέσουμε κάποιες τραγικές ιστορίες όπως της Αντιγόνης, ο έρως προς την γυναίκα αναγνωρίζεται σε θεωρητικό επίπεδο όψιμα, στον Πλούταρχο. Στην Ινδία, ο άγαμος άνδρας έμενε εκτός κάστας και οι γονείς αρραβώνιαζαν τα παιδιά τους πριν ξυπνήσει ο πυρετός του φύλου σε αυτά. Η περίφημη Κάμα Σούτρα του Βατσαγιάνα δεν ήταν κάτι άλλο εξόν ένα εγχειρίδιο θεολογικής έμπνευσης που σκοπεύει στην σωστή επιλογή συζύγου και σε μία τέτοια συμπεριφορά του άνδρα έναντί της ώστε να τήν κάνει ευτυχή. Στην αρχαία Αίγυπτο που ήταν η λιγότερο πατριαρχική από τις υπόλοιπες χώρες ήταν η γυναίκα που έστελνε ερωτικά γράμματα στον άνδρα και εζήτει να την παντρευτή και να γίνει κυρία της περιουσίας του. Είναι ίσως η μόνη χώρα που ο γάμος εμφανίζει ερωτικά στοιχεία, και θυμίζει την εποχή μας, πράγμα που δεν είναι άσχετο με την ισχυρή κοινωνική θέση της γυναίκας. Άλλωστε η λέξη «αδελφή» στη θέση του «ερωμένη» που χρησιμοποιεί π.χ. ο Baudelaire, αλλά και που συναντάμε στο Άσμα Ασμάτων, έρχεται από τις αιμομικτικές πρακτικές των Αιγυπτίων.

Σε γενικές γραμμές κατά την αρχαιότητα ο γάμος απέκλειε τον έρωτα. Ο ερωτισμός (μη-αναπαραγωγική γενετήσια πράξη) σχετιζόταν με την ιερά πορνεία (ή τέλος πάντων την κοινή πορνεία) και ο έρως αφορούσε περισσότερο ένα μυστικό συναίσθημα προς τον θεό. Είναι με τον χριστιανισμό που ο γάμος λαμβάνει επισήμως ένα ερωτικό ένδυμα, όταν σχετίζεται ακριβώς με το τελευταίο. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε γάμους από έρωτα. Απλώς επειδή ο χριστιανισμός είναι προσωπική θρησκεία και όχι συλλογική όπως ο παγανισμός, ο γάμος γίνεται κάτι περισσότερο προσωπικό, καθώς η σχέση του ανδρόγυνου καθρεφτίζει την σχέση ανθρώπου και Θεού. Για αυτό βέβαια απαγορεύεται η πολυγαμία στον χριστιανισμό που παρότι είναι βολικός θεσμός καθώς κρατεί τον γάμο στον εργαλειακό του χαρακτήρα (δηλαδή δεν ασχολείσαι με την σύζυγο) δεν επιτρέπει την προσωπική σχέση, όπως παρατηρεί ακόμη και ο αγνωστικιστής Hume σε ένα του ωραίο δοκίμιο. Ταυτόχρονα στον χριστιανισμό η γυναίκα αποκτά περισσότερα δικαιώματα (όπως στο θέμα κυριότητας της προίκας της) σε σχέση με την κλασική αρχαιότητα, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στο βυζαντινό δίκαιο.

Με τον χριστιανισμό όμως ξεκινά και η δραματική σχέση μεταξύ γάμου και έρωτα, καθώς παίρνει τον γάμο από αυστηρή κοινωνική υποχρέωση και τού αποδίδει έναν προσωπικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι δικαιωματικά μπορεί κάποιος να θέλει να νυμφευθή κάποια που αρέσει σε αυτόν και όχι στους γονείς του. Αυτό φυσικά δεν γίνεται κανών, είναι περισσότερο μία ένδυση του γάμου, καθώς πάντοτε ο γάμος κρατεί την στοχοθεσία του, αλλά η διαφωνία γάμου-έρωτα έχει κάνει την εμφάνισή της. Ο ρομαντικός έρως είναι πλέον αξία, έστω για αυτούς μόνον που έχουν την πολυτέλεια του.

Κατά τους λεγόμενους νέους χρόνους που το ανθρώπινο πάθος χειραφετείται, έστω αρχικά για τις αργόσχολες τάξεις, η σύγκρουση μεταξύ γάμου και έρωτα γίνεται μεγαλύτερη. Η αρέσκεια που εκφράζει ο έρως είναι ένα ατομικό συναίσθημα και ευμετάβλητο ενώ ο θεσμός που είναι ο γάμος είναι κάτι το αντικειμενικό και το σταθερό. Είναι κατά την εποχή του ρομαντισμού που θα συναντήσουμε την πιο σοβαρή προβληματική πάνω σε αυτήν την αντινομία. Στα έργα μιας γυναίκας συγγραφέως, της Jane Austen, οι χαρισματικές ηρωίδες γυρεύουν να παντρευτούν, και ο γάμος και η είσοδος σε μία mansion, σύμφωνα με τον Alasdair McIntyre, έχει έναν αρχαίο, αριστοτέλειο χαρακτήρα: η mansion είναι η αρχαία πόλις για την γυναίκα, μες την οποία αναγνωρίζεται ως τέτοια. Οι ηρωίδες της Austen παλεύουν ανάμεσα στη λογική και την ευαισθησία, και αν δεν καταφέρουν να γεφυρώσουν τις δύο έννοιες, κερδίζει η πρώτη (δηλαδή το αρχαίο έναντι του σύγχρονου). Ο Hegel την ίδια εποχή φτιάχνει μία «διαλεκτική της πραγματικότητας» διαμέσου της οποίας εξαντικειμενικεύονται τα πάθη. Η γενετήσια ορμή ως ατομική δυνητική αξίωση (δι’εαυτόν) είναι μία ελευθερία που έχει ανάγκη το πραγματικό αντικείμενο (καθ’εαυτόν), την γυναίκα, και το αποτέλεσμα είναι ο γάμος (δια και καθ’εαυτόν) ως εξαντικειμενίκευση της ορμής. Στο ανεμπόδιστο, ιδεαλιστικό σχήμα του Hegel ωστόσο απουσιάζει το κόστος που έχει μία δυνατότητα για να πραγματωθή και που είναι ουσιαστικά το ερωτικό αποτύπωμα.

Εκείνος που διαυγάζει το πρόβλημα όπως αυτό έχει οξυνθή στην σύγχρονη κοινωνία είναι ο Kierkegaard: ο έρως ανήκει στο αισθητικό στάδιο, ενώ ο γάμος στο ηθικό. Και αυτό γιατί άπαξ ο γάμος δεν είναι θέμα επιβολής, είναι απόφαση. Προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα που εισήγαγε κατά κάποιον τρόπο ο χριστιανισμός, ως χριστιανός, παίρνει τον προσωπικό χαρακτήρα του έρωτα και τον αποδίδει στον γάμο, ενώ αφήνει στον έρωτα τα παιγνιώδη χαρακτηριστικά που έχει για τους ποιητές και τους καλλιτέχνες. Και αυτό γιατί ο έρως ως έλξη και αποπλάνηση δεν ενέχει καμία απόφαση, καμία ενοχή, καμία δέσμευση. Και όπως υπήρχε ως κάτι εκτός γάμου ήταν ακριβώς αυτό. Όσο και να μελαγχολήσεις για αυτόν, η πραγματικότης είναι πάντοτε ο γάμος. Έτσι ξεγυμνώνει τον ρομαντικό ποιητή και την βουλησιαρχία του θέτοντάς τον εμπρός από το βάρος της πραγματικότητας το οποίο, αν κυριολεκτεί, πρέπει να σηκώσει. Όμως ο Kierkegaard δεν πολεμεί μόνον τον ανάλαφρο αισθητικό, αλλά και τον υποκριτή ηθικολόγο. Αν δούμε τον σημερινό άνθρωπο που ενδύει με έρωτα τον γάμο του, η διπλή πολεμική του Kierkegaard είναι δίκαιη. Ένας γάμος συμφέροντος με τον οποίο ο σύζυγος δεν είχε καμία βαθύτερη σχέση πέραν των τυπικών ήταν ο κανών στην πουριτανική κοινωνία του 19ου αι. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό συνέβαινε και στην αρχαιότητα, αλλά ο αρχαίος δεν επεδείκνυε τον εαυτόν του ως τρυφερό σύζυγο. Ο αρχαίος δεν ήταν υποχρεωμένος να δώσει κάποια συναισθηματική αξία στον γάμο, ήταν ένα καθήκον ανάμεσα στα άλλα.

Η αμαρτία, που είναι ακριβώς αυτό που φέρνει ο χριστιανισμός στον κόσμο, είναι συνώνυμη της ατομικότητας. Και ο αρχαίος εξατομικεύεται, όταν πραγματοποιεί μίαν ύβριν έναντι της κοσμικής τάξης και έτσι αποκτά μία βαθύτερη γνώση της. Η αμαρτία είναι η ατέλεια, η ανικανότητα του ανθρώπου να ταυτισθή με το όλον του κόσμου, και αυτό που τον ωθεί να αποδώσει αξία στα πράγματα. Το ότι το Χ έχει μεγαλύτερη αξία από το Ψ για εμένα, σημαίνει ότι μπορώ να έχω ένα απόσπασμα μόνον του κόσμου μες το οποίο είναι ο κόσμος μου. Ο αισθητικός κινούμενος από το ατομικό πάθος αποφεύγει την πρόκληση να αξιολογήσει κάτι, εναλλάσσοντας στόχους, πηδώντας από το ένα πράγμα στο άλλο νομίζοντας ότι έτσι μπορεί να έχει το σύνολο του κόσμου (π.χ. όλα τα είδη γυναικών του κόσμου). Ο ηθικολόγος νομίζει ότι μπορεί να έχει την ιδέα των πραγμάτων επειδή το διακηρύττει, χωρίς όμως, όπως και ο αισθητικός, να έχει κάποιο τίμημα για αυτό. Το τίμημα που σημαίνει την αξία είναι η αμαρτία. Ο Απόλλων, με το να αναζητήσει τον καθαρμό μετά τον φόνο του Πύθωνα εσωτερικεύει, κάνει δικό του, το γεγονός της εξαφάνισης του τέρατος, ανεξάρτητα από το αν αυτό ήταν καλό ή κακό για την ανθρωπότητα. Το εγχείρημα του Kierkegaard να συμφιλιώσει τον γάμο με τον έρωτα, το αρχαίο με το σύγχρονο, το γενικό με το ατομικό τον οδηγεί στην έννοια του θρησκευτικού σταδίου όπου η γυναίκα σού δίδεται από τον Θεό όπως θα σ’την έφερνε η Ινδή μάνα σου, αλλά ταυτόχρονα την έχεις επιλέξει συ, και όλο αυτό μέσα από ένα παιχνίδι απώλειας και επανεύρεσης όπου το ερωτικό πάθος ξοδεύεται ως τίμημα.

Ας το δούμε πιο απλά: ο έρως είναι πόλεμος και ως πόλεμος είναι γνωριμία, γνωρίζεις τον άλλο μέσα από το παιχνίδι. Ο γάμος είναι ειρήνη, είναι το κράτος που ιδρύει ο πόλεμος. Αν ο πόλεμος δεν έχει φτάσει στα ύστατα όρια του ώστε να γνωρίσει μεταξύ τους τους αντιπάλους, και είναι απλώς ανταλλαγή ναρκισσισμών, θα συνεχισθή και μετά τον γάμο και θα τον διαλύσει. Άρα αν κάποιος έχει σκοπό να παντρευτή από έρωτα πρέπει να τον εξαντλήσει διακινδυνεύοντας και την απώλεια του. Όπου δεν χάνεις, εκεί κερδίζεις.

*το γήπεδο του πόλο