Georg Trakl: Ο Σεβαστιανός εν ονείρω

στὸν Adolf Loos

1

Μητέρα ἔφερε τὸ μικρὸ παιδὶ στὸ λευκὸ φεγγάρι,
στὸν ἥσκιο τῆς καρυδιᾶς, τῆς πανάρχαιας κουφοξυλιᾶς,
μεθυσμένο ἀπ’ τὸν χυμὸ τἀφιονιοῦ, τὸν κρωγμὸ τῆς κίχλης.
καὶ σιγανά
ἔσκυψε πάνω σἐκείνους ἡ συμπόνια ἑνὸς γενειοφόρου προσώπου

ἀθόρυβα μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ παραθύρου. Και ἡ παλιά οἰκοσκευή
τῶν πατέρων
ἐκεῖτο ὅλο φθορά. Ἔρως καὶ φθινοπωρινὸς ρεμβασμός.

Ἔτσι σκοτεινὴ κ’ ἡ ἡμέρα τῆς χρονιᾶς, θλιμμένη παιδικὴ ἠλικία,
καθὼς τἀγόρι ἀθόρυβα κατέβηκε σε δροσερὰ νερά, σ’ ἀσημένια ψάρια,
ἠρεμία καὶ πρόσωπο.
Ὅταν πέτρα ἔπεσε ἐμπρὸς ἀπὸ μανιασμένα μαῦρα ἀλόγατα,
Τὸ ἄστρο της μέσ’ στην φαιὰ νύχτα ἦρθε καταπάνω του.

Ἢ ὅταν στὸ παγωμένο χέρι τῆς μητέρας
βράδυ προσπέρασε τὸ φθινοπωρινὸ κοιμητήρι τοῦ Ἁγίου Πέτρου,
ἕνα ἀβρὸ λείψανο ἐκεῖτο σιωπηλὸ μέσ’ στὸ σκοτάδι τῆς κάμαρας
κἀκεῖνο σήκωσε πάνω του τὰ κρύα του βλέφαρα.

Μὰ αὐτό ἦταν ἕνα μικρὸ πουλὶ στὰ γυμνὰ κλαδιά,
τὸ ψηλὸ ρολόι στὸν βραδινὸ Νοέμβρη,
ἡ γαλήνη τοῦ πατέρα, καθὼς στὸν ὕπνο του κατέβηκε τὴ μισοφωτισμένη γυριστή σκάλα.

2

Εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ἔρημο βράδυ τοῦ χειμῶνα,
οἱ σκοτεινὲς μορφὲς τῶν βοσκῶν στὴν ἀρχαία λίμνη
τὸ μικρὸ παιδὶ στὸ καλύβι ἀπ’ ἄχυρα. Ὦ πόσο ἀθόρυβα
τὸ πρόσωπο ἔσβησε μέσ’ στὸν μαῦρο πυρετό.
Ἁγία Νύχτα.

Ἢ ὅταν στὸ δυνατὸ χέρι τοῦ πατέρα
ἀνέβηκε γαλήνια τὸν σκοτεινὸ Γολγοθά,
καὶ μέσα στὶς μισοφωτισμένες κόγχες τῶν βράχων
ἡ γαλάζια μορφὴ του ἄνδρα διέσχισε τὸν μύθο του,
ἀπ’τὴν πληγὴ κάτ’ἀπό τὴν καρδιὰ πορφυρὸ ἔτρεξε τὸ αἷμα.
Ὦ πόσο ἀθόρυβα ὁ σταυρὸς ὑψώθη μέσ’ στὴ σκοτεινὴ ψυχή.

Ἔρως. Καθὼς στὶς μαῦρες γωνίες ἔλιωσε τὸ χιόνι,
μία γαλάζια αὔρα πιάστηκε χαρωπὰ στὴν ἀρχαῖα κουφοξυλιά,
στὸν σκιερὸ θόλο τῆς καστανιᾶς.
καὶ στὸ ἀγόρι ἐνεφανίσθη ὁ ρόδινος ἄγγελος.

Χαρά·Καθὼς μέσ’ στὶς κρύες κάμαρες ἀντηχεῖ μία βραδινὴ σονάτα
στὰ καστανὰ ξύλινα δοκάρια
μία γαλάζια νυχτοπεταλούδα σύρθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀσημένια χρυσαλλίδα.

Ὦ ἡ ἐγγύτης τοῦ θάνατου. Στὸν πέτρινο τοῖχο
ἔσκυψε ἕνα νεαρὸ κεφάλι, τὸ παιδὶ σιωπηλό,
καθὼς σ’ ἐκεῖνον τὸ Μάρτη ἔφθινε τὸ φεγγάρι.

3

Ρόδινο σήμαντρο τοῦ Πάσχα στὸ κιβώριο τῆς νυχτός
καὶ οἱ ἀσημένιες φωνὲς τῶν ἄστρων,
ὅπως σε ρίγη βυθίσθηκε μία σκοτεινὴ τρέλα ἀπὸ το μέτωπο του κοιμισμένου.
Ὦ πόσο γαλήνιο εἶναι τὸ βῆμα κατὰ μήκος τοῦ γαλάζιου ποταμιοῦ
συλλογιζόμενος τὴ λησμονιά, ὅταν στὰ πράσινα κλαδιά
Ἡ κίχλη ἐκάλει στὴ δύση ἕναν ξένο.

Ἢ ὅταν στὸ κοκαλιάρικο χέρι τοῦ γέροντα
βράδυ πῆγε ἐμπρὸς ἀπ’τὸν φθαρμένο τοῖχο τῆς πολιτείας
κἀκεῖνος ἔφερε στὸ μαῦρο του παλτὸ ἕνα ρόδινο μικρὸ παιδί,
στὸν ἥσκιο τῆς καρυδιᾶς ἐνεφανίσθη τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ.

Ψηλάφηση πάνω στοὺς πράσινους ἀναβαθμοὺς τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὦ πόσο ἀθόρυβα
ὁ κῆπος ἔφθινε μέσα στὴν καστανὴ σιγὴ τοῦ φθινοπώρου,
ἄρωμα καὶ μελαγχολία τῆς ἀρχαῖας κουφοξυλιᾶς,
ὅταν μέσα στὸν ἥσκιο τοῦ Σεβαστιανοῦ ἡ ἀσημένια φωνὴ τοῦ ἀγγέλου πέθαινε.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)