Γιατί ο σχεδιασμός της κοινωνίας αποτυγχάνει;

Κατά τον ρούν της ιστορίας των ιδεών εμφανίζονται φιλόσοφοι που σκαρώνουν σχέδια ιδανικών κοινωνιών. Δεν γνωρίζουμε πάντοτε αν τα προτείνουν ως οδηγούς ή ως έτοιμα προς εφαρμογή. Ο ρόλος των φιλοσόφων ως συμβούλων βασιλέων και τυράννων είναι γνωστός από την αρχαιότητα. Θα λέγαμε ότι είναι μία χρήση του «επαγγέλματός» τους. Αρκεί να θυμηθούμε τον Πλάτωνα στην αυλή του Διονυσίου Β’ των Συρακουσών. Πέραν από έναν ωρισμένο συμβουλευτικό χαρακτήρα θα συναντήσουμε προτάσεις εφαρμογής όπως εκείνη του νεοπλατωνιστή Πλήθωνος Γεμιστού κατά τις παραμονές της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, που πρότεινε ένα σύστημα κράτους στην Πελοπόννησο στο πρότυπο της πλατωνικής πολιτείας. Μετά από κει πληθαίνουν ανάμεσα στους ουμανιστές τέτοιες προτάσεις, όπως είναι η Ουτοπία του More ή η Oceana του Harrington. Ωστόσο τα όρια ανάμεσα σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο εφαρμογής και την αλληγορία για να δείξω ένα πολίτευμα είναι δυσδιάκριτα. Το πρώτο γίνεται πιο έκδηλο κατά την εποχή της λεγόμενης «εποχής των φώτων» όπου γυρολόγοι δημοσιολόγοι όπως ο Voltaire προσπαθούν να πείσουν ισχυρούς ηγεμόνες να κατακτήσουν χώρες στις οποίες θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστούν τα συστήματά τους. Εκεί που πλέον η ύπαρξη ενός σχεδίου κοινωνίας εμφανίζεται σχεδόν ως αίτημα, είναι, στο χώρο των ιδεών, με τον ωφελιμισμό, όπου η ηθική ως κοινωνικός δεσμός γίνεται θέμα ικανοποίησης. Είναι η επίτευξη του μεγαλύτερου αγαθού για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων μέσω ενός υπολογισμού (felicific calculus). Τα κράτη έπαιρναν πάντοτε κάποια μέτρα ώστε να αποφεύγουν την δυσαρέσκεια από την πλευρά του λαού όπως π.χ. ο έλεγχος των τιμών του σίτου μετά από μία καταστροφική χρονιά, αλλά ποτέ δεν συναντάμε έναν κεντρικό υπολογισμό που θα φέρει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Πλέον σήμερα αυτό θεωρείται ευκόλως εννοούμενο, ότι δηλαδή ένας «τεχνοκράτης» μπορεί μέσω υπολογισμών να αποφασίσει τι θα κάνει ο καθένας μας, να υπολογίσει την ευτυχία μας και εμείς να μην χρειάζεται να ασχοληθούμε με τίποτε. Και αυτό γιατί κατά τον εικοστό αιώνα, τόσο ο progressivist φιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία, όσο και ο φασισμός και ο κομμουνιστικός σοσιαλισμός, βασίστηκαν στην δυνατότητα να φέρουν έναν «καλύτερο κόσμο» στη βάση ενός «ορθού» λογισμού που θα έσβηνε τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Πώς όμως πέρασε από την θεωρία στην πράξη, η ουτοπία; Αυτό που δόθηκε ως επιχείρημα, ήταν ότι θα μπορούσε ο άνθρωπος να απελευθερωθή από τις διάφορες κοινωνικές εξαρτήσεις που τον αναγκάζουν να ξοδεύει ενέργεια χωρίς λόγο. Ο άνθρωπος απολύει την όποια υπαρξιακή ανησυχία του που του δημιουργεί σύγχυση, αποστειρώνεται, και εν τέλει εξαϋλώνεται ως ψηφίο ενός υπολογισμού. Προτίθεμαι να αντικρούσω την παραπάνω άποψη, και να αποδείξω ότι ο σχεδιασμός της κοινωνίας ή όπως ονομάζεται, η κοινωνική μηχανική όχι μόνον δεν έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα στα οποία στοχεύει αλλά και καμία ελευθερία δεν εξασφαλίζει εν τέλει, συγκρίνοντάς την με την περίπτωση ενός δούλου.

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος με συγκεκριμένες ικανότητες συλλαμβάνεται κατά την διάρκεια ενός πολέμου και πωλείται ως δούλος. Αν κάνει γνωστό στον δουλέμπορο τις ικανότητες του, θα τον πωλήσει ακριβώτερα από άλλους ανειδίκευτους. Ακόμη και αν πωληθή φτηνά ως ανειδίκευτος θα κάνει γνωστές τις ικανότητές του στον κύριο του προκειμένου να τύχει καλύτερης μεταχείρισης. Ο κύριος επειδή έχει πληρώσει για αυτόν και επειδή θέλει να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα στις δουλειές του θα τον δοκιμάσει και θα τον αφήσει τελικά στην θέση στην οποία ο ίδιος ο δούλος θα αισθάνεται πιο πλήρης ως προς αυτό που κάνει. Δηλαδή είναι η ίδια η τάση εκμετάλλευσης του κυρίου σε συνδυασμό με την τάση του δούλου να έχει την καλύτερη θέση ανάμεσα στους δούλους εκείνες που αφενός θα δώσουν καλύτερο αποτέλεσμα για τον κύριο και αφετέρου θα κάνουν την εργασία του δούλου λιγότερο «αλλοτριωμένη», ώστε να αισθάνεται λιγότερο καταπιεσμένος από ό,τι αν έκανε μία εργασία που δεν ήταν ικανός να κάνει. Και αυτά μολονότι ο αυθέντης έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω του και θεωρείται πράγμα―res.

Αντίθετα, ο σύγχρονος «ελεύθερος» υπό τον κοινωνικό σχεδιασμό, δεν θα κάνει αυτό που είναι ικανός να κάνει πραγματικά, καθώς η «ταυτότητα» του θα είναι κάποιο χαρτί πανεπιστημίου που αναζητεί απλώς να εξαργυρώσει, και το οποίο σύμφωνα με τον σχεδιαστή τον κάνει ικανό. Επίσης αν για κάποιο λόγο ο σχεδιαστής δεν συμπεριλαμβάνει την εργασία του στο σχέδιο, ο «ελεύθερος» πρέπει να αναζητήσει μία εργασία που δεν τον πληροί προκειμένου να επιζήσει. Και όλο αυτό γιατί τα δύο μέλη που χρειάζονται σε μία εργασία, εκείνος που την χρειάζεται και εκείνος που την ασκεί δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, έχουν απολέσει όποιον κώδικα μπορούσε να επιτρέπει την αναγνώριση μεταξύ τους, αφού έχουν γίνει πλέον ψηφία του υπολογισμού, και έχουν μόνον εκείνη την σχέση που προϋποθέτει ο υπολογισμός και που οι ίδιοι οι κοινωνικοί μέτοχοι αγνοούν. Τόσο εκείνος που χρειάζεται την εργασία όσο και εκείνος που την δίδει, γίνονται υπόδουλοι των φαντασιών του σχεδιαστή και η εργασία γίνεται λιγώτερο αποτελεσματική μέσα σε ένα πλήρως προλεταριοποιημένο περιβάλλον. Το πρόβλημα της εκμετάλλευσης λύεται ως υποδούλωση των πάντων στο σχέδιο, που έχει μορφή για τους προοδευτικούς ανθρώπους, ενός θείου σχεδίου. Η αναγωγή της απόφασης στο σχέδιο βολεύει τον ίδιο τον σχεδιαστή, ο οποίος απεκδύεται την ευθύνη του, λέγοντας «μα δεν το λέω εγώ, το πρόγραμμα». Και προφανώς, αν το σχέδιο πάει άσχημα, το σχέδιο δεν είναι πρόσωπο για να τιμωρηθή, είναι αφαίρεση, υπολογισμός.

Παρότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια τυπικά ανελεύθερη σχέση και, αν πούμε ότι η κοινωνική σχέση είναι μεταξύ ελευθέρων, μη-κοινωνική, η σχέση μεταξύ κυρίου και δούλου έχει την δυνατότητα να τραπή σε κοινωνική, άπαξ αποκτήσει έναν προσωπικό χαρακτήρα, απελευθερώνοντας, καταρχάς εσωτερικά, τον δούλο. Στην δεύτερη, μπορεί να έχουμε μία τυπικά ελεύθερη σχέση, αυτή η ελευθερία είναι όμως καταρχήν μη-σχέση και ουσιαστικά υπόκειται σε μία καθολική δουλεία. Η αποτυχία βασίζεται αρχικά στο γεγονός ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ο σχεδιαστής τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κάθε ανθρώπου, και μάλιστα η άγνοια του μεγαλώνει όσο προσπαθεί να στρατολογήσει κάποια ψυχολογική «επιστήμη» για να το γνωρίσει, προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματα του υπολογισμού με περισσότερο υπολογισμό. Ωστόσο μόνον ο καθένας ξεχωριστά μπορεί μέσω της δράσης του (i.e. της κοινωνικής σχέσης) να κάνει γνωστή την εσωτερικότητα του, και να την γνωρίσει και ο ίδιος!

Η θεωρία που υποστήριξα έχει αναπτυχθή τον καιρό ακριβώς του θριάμβου του σχεδιασμού από τον F.A. von Hayek, ο οποίος έδειξε ότι η κοινωνία ως ένα δίκτυο αμφίδρομων δράσεων είναι δίκτυο μεταφοράς γνώσης. Και το ίδιο το δίκτυο αυτό σχηματίζεται από και σχηματίζει κανόνες συμπεριφοράς, κάνοντας την παράδοση και την εξέλιξη ταυτόσημες έννοιες. Για να πάμε πιο πέρα, ο δεύτερος εξάδελφός του, ο Ludwig Wittgenstein παραδίδει επίσης την πρωτοκαθεδρία της σημασίας των εννοιών στην καθημερινή πρακτική και την υπακοή σε έναν κανόνα. Ξεκινώ από τον κανόνα που γνωρίζω και βάζοντας τον μέσα σε ένα πρακτικό παιχνίδι τον χρησιμοποιώ ως μέτρο για να αντιληφθώ τα φαινόμενα, συχνά, εμπλουτίζοντας τον κανόνα.

Αν είναι λοιπόν να αναζητήσουμε ένα αίτιο στην παρακμή του δυτικού πολιτισμού είναι ακριβώς η υποκατάσταση της κοινωνικής σχέσης και των κανόνων της από τον εξωτερικό υπολογισμό, ως νίκη της χειραφέτησης επάνω στις κοινωνικές εξαρτήσεις. Οι υπέρμαχοι αυτής της θεωρίας όχι μόνον κρύβουν ότι η κοινωνική εξάρτηση υποκαθίσταται από την εξάρτηση από έναν απρόσωπο και μη-αναστρέψιμο υπολογισμό, αλλά είναι ανίκανοι να αντιληφθούν ότι η ύστατη συνέπεια της σκέψης τους θα ήταν η αυτοκτονία για να πάψουμε να έχουμε εξάρτηση από τον κόσμο των φαινομένων. Η συνέπεια του καθολικού υπολογισμού είναι, παρά τον αισιόδοξο χαρακτήρα των ακολούθων του, ο μηδενισμός, και στην ιστορία των ιδεών, μόνον ως θρησκευτική αίρεση μπορεί να θεωρηθή.