Category Archives: Μέλος & Λόγος

Christina Rossetti: Η αγορά των τελωνίων [1862]

Πρωὶ καὶ ἐσπέρα κόρες ἤκουον τὰ τελώνια νὰ κράζουνε: «Περάστε πάρετε τὰ ὡραῖα τοῦ κήπου μας, περάστε πάρετε, περάστε πάρετε: Μῆλα καὶ κυδώνια, πορτοκάλια καὶ λεμόνια, σάρκινα ἄδηκτα κεράσια, σμέουρα καὶ πεπόνια, χνουδόπρῳρα ῥοδάκινα, μελαγκράνια μοῦρα, ἐλεύθερα ἀγριόμουρα ξινόμηλα, κούμαρα ἀνανάδες, βατόμουρα, φράουλες, βερίκοκα·― ὡριμάζουν

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών (β)

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το τέλος της ομάδας 1. Ένας πυροβολισμός -η ομάδα στο θέατρο -η δολοφονία του Σκοτεινού –«η Υπηρεσία θα καταργηθεί» -το τομάρι της αρκούδας Πρώτες μέρες του 1917, Μόσχα. Ο Πέτρος στο δρόμο. Σκεφτόταν ένα άρθρο για την Πράβντα, κοιτούσε τα παράθυρα μιας πολυκατοικίας.

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών (α)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Οι Khlysty   ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η οργή της Αφροδίτης 1.  Ένας γάμος συμφέροντος -Η βίλα με τις κυρίες 1880, Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Ακούγεται το κλάμα ενός νεογέννητου. Ο πατέρας του ήταν έλληνας από την Κωνσταντινούπολη. Πήγε στην Σεβαστούπολη το 1856, μόλις τέλειωσε ο

Thomas Gray: Ελεγείο γραμμένο σε νεκροταφείο της εξοχής [1751]

Τὸ σήμαντρο κροτεῖ τῆς μέρας ποὺ ἀπέρχεται τὸν γόο, οἱ μυκηθμοὶ ψάλλουν βραδ‎ύ στὸν λειμῶνα ὑπέρ ὁ γεωργὸς βαδίζει οἴκαδε στὸν ἐπίπονό του δρόμο καὶ ἀφίει τὸν κόσμο στὸ κναῖφος καὶ ’ς ἐμέ. Τώρα σβήνει τὸ κάτοπτο τοπίο ποὺ λάμπει, καὶ ὁ ἀὴρ ἔχει σεμνὴ

William Morris: Οκτώβριος

Ὦ ἀγαπῶ, ἀπ’ τὴν ἀκίνητη θάλασσα στρέψου, καὶ ὅρα κάτωθε τὶς πολιὲς κλιτύες εἰς τὸ γηρᾶσαν ἔτος ποὺ θνήσκῃ ἐν μέσῳ τῆς ὀμίχλης ποὺ εὐωδιάζει ὀπώρα, καὶ αἰωρεῖται ὕπερθε τῆς νάπης στὸ ὁροπέδιο, ὅπου οἱ παλαιές πτελέες ποὺ δάκνει ὁ ἄνεμος, περιπτύσσουν ὀρφνὸ ναό, ἀχυρῶνα,

Dante Gabriel Rossetti: Σιγηλό μεσημέρι

Τὰ χέρια σου κεῖνται ἀνοιχτά στὸ νιόβλαστο χορτάρι,― τἀκροδάκτυλα διαβλέπουν σὰν ρόδινα ἄνθη: Eἰρήνη προσγελοῦν oἱ γλῆνες σου. Λάμπει καὶ σκιάζει ἡ βοτάνη ὑπὸ κυματία οὐρανό ποὺ διαλύει καὶ συνάγει. Πέριξ τῆς οἰκίας μας φωλιᾶς, ἕως ποὺ φθάνει τὸ βλέμμα εἶναι λειμῶνες καλάθων χρυσοῖ μὲ

Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα ε΄

I Τούτη ἡ μεσημβρία δὲν ἔχει τίποτε ἵνα μᾶς πτοήσῃ― ὥστ’ ἔλεγες ἂν ὅτι τὴν ναίει ἀκέφαλό τι σῶμα ὁσίου μαρτύρου: Νεόκοτα ἀρώματα ὑπὸ τὸν δηναιὸ ἥλιο, χαρμοσύνη. ― Καὶ τἀνέμου ἀήματα, ψόφοι ἐργαλείων, σημάντρων, καὶ πλαταγήματα καὶ κέλαδοι ὄρνεων ὡς σπίλοι ἀμαυρώνουν τὸ φέγγος,

Φρεάντλης: Επί μιας ελαιογραφίας με Προσκυνητάς του Franz von Defregger

Βαδίσαμε πολὺ ὥσπου νὰ φθάσωμεν ἐκεῖ ποὺ ἡ ἄσφαλτος ἀνθίζει, βρεγμένη μὲ ψεκάδες ἀπὸ δάκρυα κι ἱδρῶτες. Προλάβαμε στὸ τσάκ τὸν λιτὸν Ἑσπερινό. Στὸν Καθεδρικὸ τῆς Ἑρημιᾶς, μὲ τὰ θυμάρια καὶ τὶς ῥίγανες. Κάποιοι εἴχανε στρώσει τὶς πλάκες τὶς παλιὲς, μὲ φασκόμηλα κι ὑσώπους, δυσωπούντας

Александр Пушкин: Προς τους λοιδόρους της Ρωσίας [1831]

Διατὶ ἀδολεσχεῖς, —δημόθρου θάμβους κύριοι, λυσσᾶτε; Διατὶ τέτοια ἀναθέματα πρὸς τὴν Ῥωσία βροντᾶτε; Τί ἀνακινεῖ τὸ φλύαρο ὑμῶν μένος; τῆς Πολωνίας εἶν’ μήπως τὸ καύχημα ποὺ ἐκπέπτωκε; Εἶναι μόνον ἡ σλαβικὴ συγγένεια, ποὺ ἐρίζει μεταξύ των, ἔρις ἐφέστιος καὶ παλαιά, ποὺ ἐκρίθη συχνὰ μὰ ἄπαυστος

Louis MacNeice: Η επιθυμία θανάτου [1940]

Καθώς ἀπαγορεύεται στὴν ζωὴ τούτη νὰ κινῆσαι μὲ πολλὴν εὐχέρεια, οἱ ἄνθρωποι, προνούστεροι, τεχνάζονται τὶς ἴδιες ζωές νὰ σῴσουν ἅμα τὶς σταθμήσουν πρός νεκρὲς συνήθειες, ἐλπίδες, γνῶμες, ὁτιοῦν ἄψυχο, μέχρις ὅτου τοῦτο τὸ ἔρμα τοῦ ψεύδους νὰ βυθίσῃ τὸ πλοῖο καὶ ὅλος ὁ λογισμός ἡμῶν