Ο αυτοδημιούργητος

Κάποτε ένας άνδρας έπρεπε να πάρει μία σημαντική απόφαση. Είχε την ατυχία να χάσει σε ατύχημα τον αδελφό του και την νύφη του, γονείς δύο παιδιών. Ήταν ο μόνος νόμιμος κηδεμόνας και έπρεπε να σκεφτεί αν θα δεχόταν ή όχι την κηδεμονία. Ο ίδιος ήταν ένας εργατικός και ήσυχος άνθρωπος, αλλά σχετικά απόμακρος, που δεν διατηρούσε στενές κοινωνικές σχέσεις με τους συμπολίτες του, πράγμα που περιέπλεκε περισσότερο την κατάσταση. Η σκέψη ότι ένας άνθρωπος που μετά δυσκολίας συναναστρέφεται με άλλους, πρέπει να αναθρέψει παιδιά, τον τρομοκρατούσε. Όμως περισσότερο τον τρομοκρατούσε η σκέψη ότι έπρεπε να τα εγκαταλείψει σε ένα ίδρυμα, γιατί τα αγαπούσε πολύ και ήταν ίσως οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους ένιωθε άνετα – και με τον αδερφό του, πριν τον χάσει.

Τελικά υπερκέρασε τους φόβους του και πήρε την απόφαση να τα αναθρέψει, αλλά επειδή δεν γνώριζε κανένα σωστό τρόπο αγωγής, καθότι άπειρος, αποφάσισε να μεγαλώσει το καθένα με διαφορετικό τρόπο, ώστε τουλάχιστον το ένα από τα δύο να ανατραφεί και να διαπαιδαγωγηθεί σωστά. Έτσι, το μικρότερο αποφάσισε ότι θα το μεγαλώσει μέσα στην άνεση και την εξασφάλιση με την ελπίδα ότι θα εστιάσει στις πνευματικές αρετές. Το δεύτερο, το μεγαλύτερο, αποφάσισε να το αναθρέψει παρέχοντάς του μόνο τα απαραίτητα αγαθά, αλλά θα έδινε έμφαση στην ηθική του διάπλαση και τεχνική κατάρτιση.

Για αρκετά χρόνια η ζωή κυλούσε ομαλά χωρίς πολλά απρόοπτα. Το μικρό παιδί ζούσε μία ζωή ανέμελη και εξασφαλισμένη, ενώ κάθε αταξία του ήταν δικαιολογημένη. Είχε το μεγαλύτερο δωμάτιο με τα περισσότερα πράγματα και ικανοποιούνταν κάθε απαίτησή του. Ο κηδεμόνας τού τόνωνε συνέχεια την αυτοπεποίθηση λέγοντάς του ότι είναι ο καλύτερος και του αξίζουν περισσότερα. Ήταν ένα παιδί ιδιαίτερα καλλιεργημένο, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με βιαιότητες και παρόμοιες συμπεριφορές. Μέχρι την ηλικία που έγινε ώριμος άνδρας ζούσε μακριά από έγνοιες.

Το μεγαλύτερο παιδί είχε ένα απλό δωμάτιο με τα απολύτως απαραίτητα πράγματα. Ο κηδεμών, επειδή δεν είχε τη δυνατότητα, αλλά και λόγω του ότι είχε πάρει την απόφαση να τον αναθρέψει διαφορετικά, δεν του εξασφάλιζε όσα είχε ο μικρότερος αδελφός του. Αντ” αυτού πήγαινε μαζί του για ψάρεμα και του μάθαινε πώς να δολώνει και να ψαρεύει. Πήγαιναν στο δάσος για να κυνηγήσουν, του μάθαινε να φτιάχνει παγίδες και να εντοπίζει τα σημάδια των ζώων που πέρασαν. Έμαθε πλάι στον κηδεμόνα να επισκευάζει όλες τις ζημιές του σπιτιού και όταν μεγάλωσε ήταν εξειδικευμένος και έμπειρος σε διάφορες τέχνες και μαστορέματα. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να αναζητήσει την τύχη του και να ζήσει στο δικό του σπίτι.

Όσο ο κηδεμών ζούσε και ήταν ακμαίος, η ζωή του νεαρού φαινόταν ότι είναι καλύτερη από αυτή του αδελφού του. Ωστόσο όπως συμβαίνει πάντα, ο χρόνος κούρασε και γέρασε τον κηδεμόνα με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να προσφέρει πολλά.

Ο μικρότερος αδελφός άρχισε να στερείται διάφορα αγαθά και ο κηδεμών τού τόνιζε ότι έπρεπε να ζει πιο λιτά. Ο μικρός δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Πώς ήταν δυνατόν να ζήσει έναν τρόπο ζωής διαφορετικό απ” αυτόν που ζούσε τόσα χρόνια; Γιατί να στερηθεί κάτι που δικαιωματικά το άξιζε; Δεν άργησε να έρθει η ώρα που άρχισε να αυθαδιάζει προς τον κηδεμόνα του και να τον κατηγορεί γι” αυτή την κατάσταση. Όσο περνούσε ο καιρός, βλέποντας τον κηδεμόνα του ανήμπορο και καθώς ο ίδιος ήταν μαθημένος μια ζωή στην οκνηρία και την άκοπη απόλαυση, ένιωσε να βρίσκεται στο έλεος της ανικανότητάς του. Μάταια αποζητούσε βοήθεια από τον κηδεμόνα του, μέχρι το σημείο που ο μέχρι πρότινος χλιδάτος κατήντησε ένας άχρηστος παρίας, αδύναμος να σταθεί στις δικές του δυνάμεις, αφού ποτέ δεν τις εξάσκησε σε κάποια τέχνη, ούτε χρησιμοποίησε το μυαλό του για να επιβιώσει.

Την ίδια στιγμή, ο μεγαλύτερος αδελφός δεν είδε ουσιώδη διαφορά στη ζωή του, γιατί ποτέ δεν έζησε με περισσότερα απ” όσα παρήγαγε και κέρδιζε. Γαλουχημένος να είναι αυτοδημιούργητος εστάθη στο ύψος των περιστάσεων και ανταπεξήλθε στις προκλήσεις, όπως είχε μάθει από τον κηδεμόνα του. Όμως συνέβη και κάτι πιο αξιοθαύμαστο. Ο μεγαλύτερος αδελφός γεμάτος από κοινές εμπειρίες με τον κηδεμόνα του, ανέπτυξε μαζί του μία ειλικρινή σχέση πατέρα – γιου. Τον βοηθούσε στις δουλειές και του έκανε παρέα, όπως ακριβώς έκανε όλα αυτά τα χρόνια στο ψάρεμα, στο κυνήγι και τις λοιπές δραστηριότητες. Εν αντιθέσει ο κανακευμένος αδελφός, ενώ είχε τα περισσότερα αγαθά, την καλλιέργεια και δεν αντιμετώπισε ποτέ συνέπειες για τα λάθη του, ούτε και ένιωσε ποτέ την άρνηση ή την στέρηση, αποδείχθηκε ο πιο αφιλότιμος του σπιτιού.

Ύστερα από λίγο καιρό, ο κηδεμόνας κατάκοιτος ανέμενε την στιγμή του θανάτου του, βαθιά καταβεβλημένος από τους κόπους μιας μακρόχρονης ζωής. Τα τελευταία του λόγια, ενώπιον συγγενών και φίλων: *«Η ικανοποίηση σκοτώνει την επιθυμία. Και η συνεχής ικανοποίηση την σκοτώνει οριστικά».

* γνωμικό από Norah Vincent, Self-Made Man.