Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος

Ιστορικά η αρχή της αθωνικής μοναστικής ζωής συμπίπτει με τη Σύνοδο του 843 που συγκάλεσε η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα για την αναστήλωση των ιερών εικόνων επί Πατριάρχου Μεθοδίου Α΄, και ειδικότερα με την άφιξη στο Άγιο Όρος μίας σημαντικής προσωπικότητας. Ο πρώτος οικιστής, ο οποίος και εγκανιάζει τη νέα κλήση του Άθω είναι ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης (Η’ αι.). Πολύ σύντομα ελκύει τους πρώτους µιµητές, προερχόµενοι µάλλον από την Παλαιστινιακή γη, ξεριζωµένοι από τις µοναστικές τους εστίες, λόγω της ισλαµικής προέλασης. Όλοι αυτοί απετέλεσαν και την πρώτη ζύµη της Αγιορείτικης µοναχοπολιτείας, και επειδή είχαν ιστορία εικονόφιλης δράσης, συµµετείχαν στη Ζ’ Οικουµενική Σύνοδο, το 843 (Ιωσήφ Γενεσιος, Βόννης σ. 82).

Το 883 εκδίδεται το πρώτο αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, από τον Βασίλειο Ά Μακεδόνα, µε το οποίο και ευνοείται η απρόσκοπτη ανάπτυξη του Αγίου Όρους σε µοναχοπολιτεία, µε το αίτηµα, οι εδώ ασκούµενοι να εύχονται «υπέρ της γαληνότητος και υπέρ παντός του των χριστιανών συστήµατος». Το δεύτερο χρυσόβουλλο εκδίδεται το 908, και το τρίτο το 934, όπου δείχνεται το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον υπέρ του Αγίου Όρους. Από δω διαπιστώνεται πως το πνευµατικό κέντρο του Αγίου Όρους, µε διοικητικές αρµοδιότητες, µετεφέρθη από τον Ζυγό στις Καρυές και πως το Πρωτάτο, ως «καθέδρα των γερόντων», αποτελεί το σύµβολο της πνευµατικής εξουσίας.

Η είσοδος στο Άγιο Όρος γίνεται δια θαλάσσης. Όταν ξεκίνησε το καράβι και αρχίσαμε να εισερχόμαστε στον Άθωνα είδα πράγματα που θα θαύμαζε κάθε άνθρωπος. Από την σκοπιά του προσκυνητή, καθώς παρατηρείς τα κελιά των μοναχών που κρέμονται στην άκρη του γκρεμού σαν φωλιές πουλιών, τις υπέροχες Μονές με τα επιβλητικά τείχη που στέκονται σαν αφιέρωμα στον Θεό και την απόκοσμη ηρεμία που απλώνεται στον Άθωνα, με μοναδικό θόρυβο τον άνεμο ανάμεσα από τις χαράδρες, σου γεννάται το αίσθημα του υψηλού (sublime), νιώθεις την επιβράδυνση του χρόνου και, κυρίως, την αποταγή κάθε εγκόσμιας έγνοιας. Από την σκοπιά του περιηγητή, στρέφεις την προσοχή σου στους μισογκρεμισμένους πύργους, τα απομεινάρια μίας εποχής που εδώ πέρα δεν φαντάζει τόσο μακρινή. Θαρρείς και γκρεμίστηκαν από κάποια πρόσφατη εισβολή. Καθ’ όλη τη διαδρομή το άγριο ορεινό τοπίο ενώνεται με τις έρημες και βραχώδεις ακτές που δεν θυμίζουν σε τίποτα τις γνωστές κοσμοπολίτικες παραλίες του Αιγαίου, και το μόνο που δηλώνει ανθρώπινη ύπαρξη είναι κάτι ερειπωμένες μικρές αποθήκες ανάμεσα στα βράχια.

Στη Μονή Καρακάλλου, όπου θα διανυκτερεύαμε, πήγαμε με το ταλαιπωρημένο αγροτικό όχημα ενός πρόσχαρου κελλιώτη μοναχού. Κατά τη διαδρομή τον ρώτησα “τι είναι αυτό που σε ανάγκασε να γίνεις μοναχός” για να πάρω την απάντηση “παλληκάρι μου, ίσως να προέκυψε από ανάγκη για αφιέρωση και λύτρωση, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν αναγκάστηκα να το κάνω, αντιθέτως το θέλησα με όλη μου την καρδιά”. Στη Μονή μάς υποδέχτηκε ο Αρχοντάρης, δηλαδή ο μοναχός που έχει ως διακόνημα (ευθύνη) την υποδοχή και τη φιλοξενία των προσκυνητών. Μας οδήγησε στο Αρχονταρίκι για να μας κεράσει καφέ και λουκούμι, πράγμα που μου θύμισε την λησμονημένη αρχοντική φιλοξενία των Ελλήνων. Αφού μας καλωσόρισε και μας ευχήθηκε καλό προσκύνημα, αρχίσαμε την συζήτηση για την ζωή μας, για τον ίδιο και την Μονή. Μας εξηγούσε τον σκοπό του Μοναχισμού. “Οι μοναχοί”, έλεγε, “ξεκινούν την αγωνιστική πορεία τους για τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής, δηλαδή την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση, με μέσο την αυτογνωσία, την ταπείνωση, την μετάνοια και φθάνουν μέχρι την επιθυμία για διωγμό και μαρτύριο”. Μας τόνισε “δεν αντιμετωπίζω με δυσφορία τις επιθέσεις και συκοφαντίες. Ίσως να το επιτρέπει ο Θεός ώστε να μην κυριεύεται ο μοναχός από υπερηφάνεια και για να καίει δια της ταπεινώσεως την ματαιοδοξία του. Αφιερωθήκαμε στον Χριστό, και ο Χριστός νίκησε τον θάνατο ταπεινούμενος και βασανιζόμενος. Πώς, εγώ, να σηκώσω ανάστημα; Οι διωγμοί είναι οι δάφνες μας”. Κατάλαβα ότι ο μοναχός έχει ως σκοπό να καταφέρει τρεις αποταγές, να σηκώσει τρεις σταυρούς και να καταφέρει τρεις αναγεννήσεις. Η πρώτη αποταγή είναι η διαρκής αποταγή του κόσμου. Η δεύτερη αποταγή είναι η «εκκοπή του ιδίου θελήματος» και η τρίτη αποταγή είναι η αποταγή της «κενοδοξίας». Ο πρώτος σταυρός είναι εξωτερικός και επιβάλλεται από τις συμφορές και τις θλίψεις, ο δεύτερος σταυρός είναι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τα πάθη και τις επιθυμίες και ο τρίτος σταυρός είναι η ολοκληρωτική παράδοση στο θέλημα του Θεού.

Για καιρό είχα την εντύπωση ότι ο κύριος λόγος που οι μοναχοί εγκαταλείπουν τον κόσμο είναι για να επιτύχουν την αγαμία. Ωστόσο διαπίστωσα ότι αποδίδουν μεγαλύτερο βάρος στην υπακοή παρά στην αγαμία. Υπακοή, με σκοπό να απαλλαγεί από το ισχυρό πάθος της φιλοδοξίας. Ένας μοναχός από την Μονή Φιλοθέου, την οποία επισκέφθηκα για να προσκυνήσω, μου είπε μια ιστορία για ένα νεαρό μοναχό που ήταν υποτακτικός ενός ανάξιου και σκανδαλίζοντα μοναχού. Κάποια στιγμή, ο νεαρός μοναχός απηύδησε και επισκέφθηκε έναν άλλο γέροντα και του έκανε παράπονα για τον μοναχό στον οποίο είχε υπακοή, ότι δεν τον κατηχεί πνευματικά, ότι δεν τιμά το μοναχικό σχήμα και λοιπά, και ζήτησε την ευλογία του ώστε να γίνει υποτακτικός σε έναν αξιότερο μοναχό. Ο σεβάσμιος γέροντας του είπε “θα σου δώσω ευλογία, αν το επιθυμείς, όμως πρώτα επίτρεψέ μου να σου πω οτι αν καταφέρεις και δείξεις υπακοή στον σκανδαλίζοντα γέροντα, ο μισθός σου θα είναι διπλός, γιατί όλοι μπορούμε να δείξουμε ταπεινότητα και υπακοή σε έναν αξιοσέβαστο άνθρωπο, όμως λίγοι κατορθώνουν να δείξουν υπακοή σε έναν κατώτερο”.

Αλλά ας μην πάω μακριά. Ο Αρχοντάρης, για όσο διάστημα μείναμε στη Μονή, μας φρόντισε, μας ξενάγησε στη βιβλιοθήκη, άνοιξε τον πύργο της Μονής και μας περίμενε από κάτω υπομονετικά μέχρι να τον εξερευνήσουμε, μετά την Τράπεζα (το φαγητό) μάς ανέμενε στην έξοδο για να μας συντροφεύσει στο απόγευμά μας, δείχνοντας έμπρακτα το έντονο αίσθημα της υπακοής απέναντι στο διακόνημα, τον γέροντα, τον ηγούμενο, τον προσκυνητή, τον Θεό.

Τελευταία υπόσχεση του μοναχού ενώπιον του Θεού είναι η ακτημοσύνη. Η ακτημοσύνη έχει σκοπό την εξομοίωση με τον Θεάνθρωπο, ο οποίος «ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη». Ο μοναχός καλείται να ζήσει εν πτωχεία, αλλά περισσότερο οφείλει να αγωνισθεί εναντίον του «πάθους της κτήσεως», της «αγάπης των χρημάτων» και των «πραγμάτων». Πρέπει να αποβάλει την αγάπη της ιδιοποιήσεως. Γι’ αυτό τον λόγο οι Μονές είναι κοινοβιακές, ώστε να επιτυγχάνεται ο μέγιστος βαθμός ακτημοσύνης και υπακοής. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ τα Μοναστήρια αναγνωρίστηκαν από τον Σουλτάνο ως κτήματα αφιερωμένα στον Θεό, επέβαλε βαρύ κεφαλικό φόρο. Οι μοναχοί, για να διατηρήσουν τον μοναχισμό εγκατέλειψαν τον κοινοβιακό τρόπο ζωής και επέλεξαν τον ιδιόρρυθμο. Δηλαδή, οι μοναχοί παρέμειναν στη Μονή, αλλά ο καθένας ήταν υπεύθυνος για την συγκέντρωση του φόρου που του αναλογούσε. Έτσι, πολλοί μοναχοί έγιναν αγιογράφοι, κάποιοι έγιναν ψαράδες, άλλοι έφτιαχναν διάφορα θυμιάματα και λοιπά με σκοπό την πώλησή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένηση του ησυχαστικού και μοναχικού τρόπου ζωής, αφού πολλές φορές ο μοναχός αναγκαζόταν να εργάζεται αρκετές ώρες την ημέρα προκειμένου να εξασφαλιστεί. Όταν το Άγιο Όρος απελευθερώθηκε, με την υποστήριξη αρκετών μοναχών, οι Μονές ξανάγιναν σταδιακά κοινοβιακές.

IMG_20150519_155335139 - Αντιγραφή

 

Το απόγευμα ακουγόταν ο ήχος του τάλαντου – και το πρωί – που σήμαινε ότι πρέπει να μεταβούμε στην Εκκλησία για τον Εσπερινό. Αυτή είναι η στιγμή που περίμενα περισσότερο. Ιδιαίτερα από τότε που ο πατήρ Νικόδημος μού εξήγησε τον συμβολισμό και τον μικρόκοσμο του Ορθόδοξου Ναού, δεν έβλεπα την ώρα να μετάσχω στο μυστήριο. Η εκκλησία είναι γεμάτη με το τιμημένο ράσο και τους προσκυνητές. Τα λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουν αυτό που βίωσα. Η εκκλησία εσωτερικά έχει εμφανώς ταλαιπωρηθεί, μάρμαρα αλλοιωμένα, ο διάκοσμος μαυρισμένος από τον καπνό των χιλιάδων κεριών που συνεχώς καίνε εδώ και μία χιλιετία, όμως το θάμπος χάνεται από τη διαύγεια των ψυχών που την γεμίζουν. Ανασηκώνεις το βλέμμα σου στο ημίφως του ναού που δημιουργούν τρία – τέσσερα κεριά και διαπιστώνεις δεκάδες φθαρμένα πρόσωπα αγίων να σε πλαισιώνουν. Η ψυχή σου πάλλεται μαζί με την χαμηλόφωνη ψαλμωδία και το άγγιγμα κάθε κόμπου από το κομποσχοίνι σου. Ο χρόνος, η κτίση και κάθε έννοια πεπερασμένου παύουν να έχουν υπόσταση. Αμέσως μετά τον Εσπερινό, πνευματικώς εκστασιασμένοι, πηγαίνουμε στην Τράπεζα για το βραδινό. Ο εσωτερικός χώρος έχει τοιχογραφίες αγίων και παραστάσεις από την Καινή Διαθήκη, το γεύμα είναι απέριττο και νόστιμο, όπου ο καθένας στέκεται μπροστά από το δικό του μέχρι να τελειώσει η ευχαριστήρια προσευχή. Μετά την προσευχή καθόμαστε σιωπηλοί με μοναδικό ομιλούντα έναν μοναχό που αναγιγνώσκει, καθώς τρώμε, ιστορίες προφητών και κείμενα αγίων. Αυτό που συγκράτησα από την ανάγνωση του μοναχού ήταν ότι “οι χριστιανοί μετά την περίοδο των Μαρτύρων κατέφυγαν στην έρημο. Εκεί κατέφυγε η τελειότης Του, η πηγή του φωτός Του, η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας”.

Ακολούθησε βόλτα στα περίχωρα της Μονής και καταλήξαμε στο κιόσκι με παρέα δύο μοναχούς, πίνοντας λίγο τσίπουρο πριν πάμε για ύπνο. Δεν ξέρω ποιο ακριβώς πρόβλημα έχουν αυτοί που αντιτίθενται στον μοναχισμό και στο άβατο του Αγίου Όρους, ωστόσο εγώ από την πλευρά μου συνάντησα ανθρώπους που τρέφουν πολύ μεγαλύτερη αγάπη και σεβασμό προς τον ανθρώπο απ’ ο,τι καμώνονται οι πάσης φύσεως “ανθρωπιστές” και “αλτρουιστές”. Σεβάστηκα τον τρόπο ζωής τους, κάτι που με αναγκάζει να σεβαστώ και τον χώρο τους, τον καθαγιασμένο Άθωνα, δίχως τον οποίο δεν θα μπορούσαν να αφοσιωθούν στον Θεό. Δεν μπορώ να πω ότι συνάντησα μόνο φωτισμένους γέροντες. Ασφαλώς όχι. Το Άγιο Όρος είναι μία μικρή κοινωνία, που σημαίνει ότι κατοικούν λογιών λογιών άνθρωποι. Άνθρωποι με τα δικά τους πάθη, τις ιδιοτροπίες τους, τα προτερήματά τους, που δίνουν τον δικό τους αγώνα. Και αυτό δεν είναι κάτι που με απογοήτευσε. Τουναντίον, αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος τόσο από χώμα όσο και από Πνεύμα.

Εις το επανιδείν.