Παλαιά και καινή ηθική

Γιατί σήμερα συναντάμε όλο και περισσότερο ηθικές αντιφάσεις; Γιατί υπάρχουν κυβερνήσεις που θέλουν να επιβάλλουν σε άλλες χώρες κάποιους κανόνες που οι ίδιες οι εταιρείες των δικών τους χωρών παραβαίνουν ώστε να έχουν οικονομικό πλεονέκτημα, πολιτικοί που βασίζουν την εκλογή τους σε ηθικούς λόγους τους οποίους οι ίδιοι παραβαίνουν ή ακόμη το πιο κοινό φαινόμενο, εκείνοι που ηθικολογούν να το κάνουν για να καλύψουν την δική τους ηθική ανεπάρκεια; Και το πιο χαρακτηριστικό από όλα, είναι η λεγόμενη ‘πολιτική ορθότητα’ που ενώ δεν είναι αποδεκτή από το μεγαλύτερο σύνολο των ανθρώπων, έχει καταντήσει βασική έννοια της σύγχρονης ηθικής.

Είναι γιατί δεν υπάρχει ηθική συμπεριφορά εν τέλει; Αν είναι έτσι γιατί κάνουν ηθικές κρίσεις; Είναι γιατί είναι υποκριτές; Αλλά μία τέτοια κρίση δεν αυξάνει την ηθικολογία αντί να την μειώνει;

Πολλά ερωτήματα θα μπορούσαμε να θέσουμε, το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι η ηθική γίνεται λόγος και μπορεί να έχει ισχύ ως λεκτική μορφή. Η ηθική εξ ορισμού αφορά στην πρακτική και όχι στην θεωρία. Γίνεται θεωρία όταν πρέπει να δικαιολογηθή μία συμπεριφορά και όταν πρέπει να εφευρεθή μια συμπεριφορά η οποία πρέπει να επιβληθή σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αυτή είναι η μορφή της ηθικής ως ορθής πράξης. Το ορθό συνεπάγεται μία δικαιολόγηση που παρουσιάζεται ως αιτιολόγηση της ορθότητας της πράξης, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανίζεται στην ηθική της χριστιανικής διαμαρτύρησης (Protestantism) που απαιτεί από τον πιστό δημόσια εξομολόγηση στην κοινότητα, λες και η μερική του αστοχία επηρεάζει το σύνολο της κοινότητας, ή λες και επειδή αυτός το εξωμολογήθη, ξαφνικά σταματά το κακό αποτέλεσμα που υποτίθεται ότι προκαλεί η πράξη του στην κοινότητα. Περισσότερο, θα έλεγα ότι εκείνο στο οποίο εξυπηρετεί μία τέτοια δημόσια ομολογία είναι στο να ενισχύσει την εξουσία του συνόλου πάνω στο μεμονωμένο άτομο, την ίδια στιγμή όμως που το απελευθερώνει από οποιοδήποτε χρέος ως προς τον εαυτό του. Δηλαδή πράττω ηθικά για να γλιτώσω από τον εαυτό μου, μεταβιβάζοντας το χρέος προς τον εαυτό μου σε κάτι έξω από εμένα. Είναι όπως όταν υπολογίζω κάτι ως προς κάποιες προϋποθέσεις. Αν ο υπολογισμός δεν με οδηγήσει στο αποτέλεσμα που θέλω σημαίνει ότι δεν φταίω εγώ αλλά η προϋπόθεση που έλαβα. Αν το χρέος μου δεν είναι ως προς την προϋπόθεση αλλά προς τον εαυτό μου, θα πρέπει να ψάξω για μία καινούργια ώστε να πετύχω το αποτέλεσμα που θέλω. Αυτό το τελευταίο όμως δεν είναι η ηθική του ορθού.

Πράγματι ο T.S. Eliot κάνει έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην προτεσταντική ηθική του ορθού και του λάθους (που αποδίδει στον φίλο του Ezra Pound) και την ηθική του καλού και του κακού που αποδίδει στον ρωμαιοκαθολικό Baudelaire. O Henry Sidgwick στο έργο του ‘The Methods of Ethics’ θεωρεί ότι στην νεωτερική φιλοσοφία η ηθική πράξη προσανατολίζεται ως προς το ορθό (Right) ενώ η κλασική αρχαία φιλοσοφία, η φιλοσοφία του φυσικού νόμου και της αρετής, ως προς το αγαθό (Good). Η νεωτερική φιλοσοφία δεν έκανε τίποτε άλλο από το να πατήσει πάνω στην αρχαία, αλλά στον δρόμο άλλαξε το νόημα της. Το «αγαθό» έπρεπε να αιτιολογηθή όχι απλώς να συλληφθή και να δειχθή, οδηγώντας όμως έτσι σε μία εντελώς διαφορετική αντίληψη του ηθικού. Προσπαθώντας να βρει τα αίτια των αρετών και να αμφισβητήσει την πρακτική του αγαθού της εποχής της, η νεωτερική φιλοσοφία, τα ανήγαγε στα πάθη. Χειραφετώντας τα πάθη όμως έπρεπε να επανασυνθέσει κάποια δέοντα για να τα τιθασεύσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταλήγει να μην μπορεί. Κατά αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία του Nietzsche είναι το πιο ειλικρινές συμπέρασμα της νεωτερικής φιλοσοφίας. Ας εξηγηθώ: Όταν κάτι που θεωρείς αγαθό το αναλύσεις δηλαδή βρεις γιατί είναι αγαθό και το συνθέσεις ξανά, αυτό που θα πάρεις δεν θα έχει σχέση με το αντικείμενο της ανάλυσής σου. Πχ το να μετρήσω τα ποσοστά των χρωμάτων σε έναν ζωγραφικό πίνακα, η σύνθεσή τους δεν μού δίνει τον πίνακα. Αλλιώς ένας θεωρητικός της τέχνης θα μπορούσε να είναι ζωγράφος, ένας οικονομολόγος, επιχειρηματίας, ένας πολιτικός επιστήμων, πολιτικός κτλ. Τι θέλω να πω; Το αρχαίο, ή προ-νεωτερικό ή παραδοσιακό «αγαθό», δεν ακολουθείται, και οι κανόνες του δεν τηρούνται επειδή είναι «ορθό» λογικά αλλά επειδή είναι «αγαθό» ή αλλιώς:

Το αγαθό είναι αντικείμενο έλξης

Αυτή η έλξη επειδή δεν ήταν αιτιολογημένη θεωρείται από τους σύγχρονους «κοινωνική καταπίεση», «σκοταδισμός» και γι’ αυτό έπρεπε να αποδομηθή για να είναι η δυνατή η σύνθεση νέων κανόνων των οποίων τα αποτελέσματα μπορούμε να ελέγξουμε και βάσει των οποίων μπορούμε να προσχεδιάσουμε το μέλλον μας απελευθερώνοντας τον άνθρωπο από το άγχος της αβεβαιότητας του άλλα και από τον συγχρωτισμό με τον κάθε άλλο που μία εποίκηση του μέλλοντος υποβάλλει. Το πρόβλημα είναι ότι τα αποτελέσματα ήταν τα αντίθετα. Η εντροπία της κοινωνίας μεγαλώνει με τους σχεδιασμένους, ορθούς κανόνες, ακριβώς επειδή ο κανών δεν είναι bespoken, ραμμένος πάνω στην πρακτική, αλλά προϊόν εργαστηρίου. Πριν όμως προχωρήσω, θα σκαρώσω ένα παράδειγμα δανεισμένο από την αισθητική διάσταση του ανθρωπίνου βίου για να καταδείξω την διαφορά των δύο ηθικών:

α. Ο, ας πούμε, εραστής του αγαθού επιλέγει γυναίκα λόγῳ της ομορφιάς της (αισθητική ή ηθική δεν έχει σημασία) χωρίς να τον ενδιαφέρει να αιτιολογήσει αυτήν του την απόφαση. Οι «νεωτερικοί» εραστές θα επιλέξουν ως εξής:
β. Ο, ας πούμε, «εγωιστής» ή «ηδονιστής», επιλέγει για την ικανοποίηση (οποιουδήποτε τύπου) μπορεί η γυναίκα να του δώσει. Ο τύπος είναι πιο κοντά στον προηγούμενο γιατί λειτουργεί σύμφωνα με αυτό που τον κάνει ευτυχισμένο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η άποψη εκφράστηκε από τους πρώτους νεωτερικούς που διαλέγονταν απευθείας με την αρχαία σκέψη (πχ Hobbes).
γ. Ο, ας πούμε, «δεοντολογικός» εραστής, επιλέγει κάποια επειδή πρέπει να βρει γυναίκα καθώς είναι σωστό να μην είσαι μαγκούφης.
δ. Ο, ας πούμε, «ωφελιμιστής» εραστής, επιλέγει κάποια επειδή θέλει να ικανοποιηθή αλλά θεωρεί ότι αυτό δεν είναι δυνατόν χωρίς να ικανοποιήσεις και την ίδια.
Το θέμα είναι ότι ο πρώτος έχει όλα αυτά βάσει των οποίων αιτιολογούν την απόφασή τους οι υπόλοιποι, αλλά αποφεύγει να έχει κάποια που δεν μπορεί να την κυκλοφορήσει παρότι τον ικανοποιεί (β), κάποια που μπορεί να την κυκλοφορήσει αλλά δεν τον ικανοποιεί (γ), κάποια που επειδή την κυνηγά από πίσω όλη την ώρα μην της λείψει τίποτε, θα τον παρατήσει αργά ή γρήγορα (δ).

Ας μεταφέρω αυτό στο θέμα του πολέμου. Ένας αρχαίος δεν υπερασπίζεται την πόλιν του επειδή είναι αιμοδιψής, ούτε επειδή είναι εθνικό του καθήκον, ούτε επειδή έτσι γλιτώνει την περιουσία του. Αν ήθελε αίμα να ξεδιψάσει θα σκότωνε κάποιον από τους δικούς του, αν ήταν εθνικό καθήκον δεν θα πολεμούσε αν δεχόταν μία τέτοια εντολή (πράγμα που δεν έκαναν οι τριακόσιοι του Λεωνίδα) και τέλος, θα σκεφτόταν την πιθανότητα της παράδοσης ως πιο συμφέρουσας. Όμως ο αρχαίος ακολουθεί «τα ρήματα» της πόλεως, τον κατάλογο δηλαδή των αρετών τα οποία του έδειξαν και τα οποία ασκήθηκε να ενσαρκώνει κατά το μέγιστον δυνατόν.

Αν ο Kierkegaard έλεγε ότι αν κάποιος κάνει αγαθοεργίες αλλά προσφέρει λόγους που το έκανε, η ηθική του πράξη χάνει την σημασία της, ο αρχαίος δεν δικαιολογεί την πράξη του αλλά ενσαρκώνει ένα χαρακτήρα. Ο Alasdair MacIntyre στο ‘After Virtue’ προσπαθώντας να δείξει πώς είναι δυνατή η μετάβαση από έναν θεατρικό, συναισθηματικό (emotivist) μεταμοντέρνο κόσμο σε μία αριστοτέλειου χαρακτήρα αρεταϊκή ηθική, τονίζει την έννοια του «χαρακτήρα» που ενσαρκώνει ένας κοινωνικός δρων. Θα έλεγα ότι είναι όπως ένα παιδί που θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει αεροναυπηγός και φτιάχνει μοντέλα αεροπλάνων. Ο ηθικός χαρακτήρας λοιπόν είναι κάποιος του οποίου η συμπεριφορά δεν εξαρτάται από κάτι εξωτερικό και αδιάφορο ως προς το ίδιο, κάτι που τον κάνει ίδιο με οποιοδήποτε άλλο σαν να ανήκει σε ένα συνδικάτο, αλλά από κάτι που είναι το ίδιο του το πρόσωπο και ανάλογα με το πώς το ενσαρκώνει τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο. Δεν είναι ένας ζωγράφος, είναι ένας «καλός ζωγράφος». Αυτή η αξία δεν του αποδίδεται επειδή απλώς ασκεί αυτήν την πρακτική, αλλά επειδή προσανατολίζεται βάσει ενός αγαθού. Δεν είναι αναγκασμένος να είναι καλός, αλλά τον κάνει ευτυχή να είναι καλός.

Ιστορικά πρέπει να πούμε ότι ο πολιτισμός κτίστηκε πάνω σε μία ηθική του αγαθού, η οποία ίσχυε μέχρι αρκετά πρόσφατα, πριν το κράτος αποκτήσει τα τεχνικά μέσα να επιβάλλει μία σχεδιασμένη από τους διανοουμένους ηθική, καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να αποκτήσει εντελέχεια.