Robert Browning: Sordello [1840]

[βιβλίο πρώτο, εισαγωγή]

Ὅποιος θέλῃ, ἂς ἀφουγκρασθῇ τὴν ἱστορία εἰρημένη
τοῦ Σορδέλλο : Τὴν δική του; θὰ δῇ ὅποιος μὲ πιστέψῃ
τὸν ἄνδρα αὐτὸν νὰ κυνηγᾷ τὴν τύχη του ὡς τὸ τέλος
ὅπως ἐγώ∙ ἐπεὶ ὅπως κάποτε, ὁ ἀφίλων φίλος
ἀπ’την κορ’φή του ἐβίγλησε, παρά τὴν χλοβοήν
τοῦ πλήθους καὶ τὸν κουρνιαχτό, τὸν Πενταπολίν
ποὺ ὠνόμαζε Γυμνόχειρα, τὸν Σορδέλλο διακρίνω,
μὲ περικείμενό μου ἀχνά, ἕξ ἐκατονταετηρίδων
μακρῶν καὶ θλιβερῶν, τὸ σκοτείνο ρημάδι:
Μόνο ἂν πιστεύῃ ἐμέ. Σεῖς μὲ πιστεύετε;
Αὐγάζει
ἡ Βερόνα… Ποτέ, ―ἔπρεπε νὰ σᾶς προειδοποιήσω―
δὲν εἶχα, ἀπὸ δικὴ μ’ ἀπόφαση, ἴσως τὸ χείρον
μὰ οὔτε τὸ βέλτιστο συστατικό, χρήσιμο νἄπῃ
μίαν ἱστορία ποὺ καλά νὰ ἐκμάξω θὰ ἐδυνάμην
τὸ νὰ μιλήσῃ κάμοντας, καὶ κρύβοντάς ἐμέ,
τὸν αὐτὸ ἄνδρα ὡς νὰ πράττῃ δαύτος εἴωθε,
κ’ἀφοῦ ἀφήσω νὰ πῆτε σεῖς τὰ ὑπόλοιπα δι’αὐτόν:
ἀφοῦ, μόλο περήφανος θἄμουν νὰ δῶ τἀχνό
κἀβυσσαλέο παρελθόν νὰ τέμνῃ τὸ κακό του
κῦμα ἀφίοντας νἀναδυθῆ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ὅλους
τὸν ἕναν τοῦτον ὡς εὐφραίνει με, μὰ στὴν στιγμὴ
τότε εἶναι ποὺ θὰ ὤφειλα νὰ χαίρομαι ἀπ’ἀρχῆς
μέχρι τέλους τὴν πρόοδο του, μὴ βλέποντας ἕν ψῆγμα
ὅπως σεῖς, καίτοι πλειὸ λάθρᾳ ἀπὸ σᾶς, σαὐτὰ τὰ ὁποῖα
στεφανωμένοι κάθεστε νἀκούσετε: μὰ μοιάζει
ὅτι οἱ κράχτες σας καινοφανῶν θεμάτων, πλάστης
καθεὶς ἀρκετῶν καινούργιων ἀνδρῶν, σὰν τοὺς παράγουν
καλὸ θἆταν σημάδι εὐρύ στὸ ρωσθέλιο νὰ βάλουν
κάθε ἐνδύματος μὲ τὴν ποιότητα τῶν ἐνδ’δυμένων∙
ἢ λάβατε τὴν θέση αὐτῶν, παρδαλῶν στὰ ὅπισθέν των
καὶ μὲ ραβδιὰ ἀνὰ χείρας, δίπλα του. Ἔτσι, ἄπαξ
σᾶς θωρῶ, φίλοι, ἀπὸ τὰς τέσσαρας τοῦ κόσμου ἄκρας
συνηγμένους, πεσόντες τοὐρανοῦ ἢ ἐλασθέντες ᾅδου
νἀκούσετε τὴν ἱστορία ποὺ προτίθεμαι νᾄδω.
’Μολογήσ’τε τώρα, ποιητές γνωρίζετε τοῦ διχτυοῦ
το τέχνασμα ἂν ἡ μοῖρα σβήνῃ ὅ,τι ὠκύ, πῶς τοὺς νεκρούς
ἀδράχνετε καὶ τὴν ντροπιάζετε∙ δὲν εἶν’τῆς μοῖρας
νὰ ἐπιλέγῃ ἄσμα ἢ σιωπὴ ἐπεὶ μπορεῖ νἀρνῆται
μάτια πραγματικά νὰ λαμπυρίζουν πλειότερο,
καρδιὲς πραγματικές νὰ ὑποφέρουν λιγότερο,
φρύδια νἀπαλύνουν πρὸς χάριν μας: κἂν τὴν κακία
γνώρισά αὐτῆς, ὑπάρχει μία ἐπικράτεια ὅπου ἐξουσία
δὲν ἔχει κἔχω ἐγῶ πολλοὺς ἐραστές. Μα λίγους, πές
φίλους ἡ μοῖρα μὲ προσφέρει; ἐδώ’ναι: τώρα δές
οἰκοδεσπότη ποὺ συνήγειρα! φλεγμένες ὅψεις
λυγρὲς δίχως ἴχνος ἀπὸ τοῦ τάφου τὶς ἀτιμώσεις∙
τί ἄλλο θὰ τοὺς ἐπείραζε ἔτσι ὥστε νὰ γευθοῦν
τὸν ἀέρα μας ἐξὸν πῶς πᾶν οἱ διάδοχοι νὰ δοῦν;
ἀκροατές μου! καὶ θάσσονται, κάθε γήσκιος ἀνδρός
ἀγωνίζεται ὅσο δύναται νὰ δείξῃ ζωντανός,
ἀδερφὸς παρά ζώντες ἀδερφούς∙ ἔκατσες κάτω
κριτικέ μὲ τὸ πνεῦμα καθαρό… δὲν θὰ χαλάσω
μία θαυμασία ψυχὴ ἀπ’αὐτῶν, δὲν θὰ διώξω τὴν θλίψη
τοῦ θανάτου ποὺ αὐτοὺς δὲν ἀγαπᾷ νὰ ξεσφαλίζει.
Φίλοι! ἐννοῶ οἱ ἐντελέχειες —σεῖς ἐκλεκτοί κυρίως
διὰ ἔρωτα—νὰ μην ὑποθέσετε πὼς ἀπορρίπτω
τὴν σοφὴ ἐπευφημία, ὅποιος θὰ κρυφοκοιτάξει
χρηστή εὐκαιρία, ’πό φόβο μὴν ὁ ὕπνος σᾶς πάρῃ,
νὰ συλλέξῃ τοὺς ἄχρωμους ἐπαίνους σας. Τότε, αὔγασε
Βερόνα! μείνε—σύ, πνεῦμα, μακρὰν τώρα κάθισε—
αὐτὴν τὴν φορά μὴν ρήμωσῃς τὸ νεφελώδη τόπο σου
νὰ μὲ τρομάξῃς, ἐργαζόμενος, μὲ τοῦ προσώπου σου
τὴ διαύγεια! Διά τὸ κοινό, φόβητρο δὲν ἔχω οὐδέν
παίρνω το ἐλεύθερο μαὐτούς μὰ τότε δὲν εἶν’ διά σέ!
κείνη ἡ φράση τῶν Ἀθηναίων, κεραυνοβόλος
ἀνδρωμένη μέσ’ἀπὸ μνήματα τοῦ Μαραθώνος,
θὰ ἀντήχει σὰν τῆς σπάθης του τὸ ξυστό σύριγμα
ποὺ σπάζει ἀσπίδα περσική, —τἀργυρὸ ἀπόφθεγμα
τοῦ Φιλίππου Σίδνευ τοῦ ἐαυτοῦ, τοῦ ἐνάστρου παλαδίνου,
ποὺ παρατεταμένο ὡς βούκινον ἠχεῖ μαζί του
οἱ καβαλάροι διά νὰ κτυπηθοῦν, — νἀκούσῃς ποὖσαι!
Μὲ τὶ καρδιὰ νὰ παίξω μὲ τἀθύρματά μου, τὸ χρέος μου
ἐμπρὸς στοὺς θησαυροὺς αὐτoὺς;
ἴδε, στροβιλίζει
διχασμένο τὸ παρελθόν: ἀνηψοῦται, τρεκλίζει
στὸν κόσμο ἔξω, κατασταλάζει σὲ ἕνα σχήμα,
σκότος τοῦ θρέφει τὸ περίγραμμα, μὲσ’στὸν πυρήνα
φλέγεται, αὐγάζει ἡ Βερόνα. Ἑξακόσια καὶ κάτι ἔτη
ἀπ’ἕνα συμβάν. Δεύτερος Φρεδερίγος φέρει
τὸ πορφυρό, κι ὁ τρίτος Ὁνώριος καταλαμβάνει
τὴν ἁγίαν ἔδρα.’Κεῖνο τὸ φθινοπώρο τὸ βράδυ
γαλήνευε: τὰ τελευταία λείψανα τοῦ λιογέρματος
σὰν αἰθάλη ἔκαιγαν ὑπέρ μακρινά δάση, ὡς δάδας φλόξ
ποὺ ἀπὸ τὸν ἄνεμο, πίσω στοῦ δαδοφόρου ἐστράφη
τὸ χέρι σὲ μακρά λάμψη φοινή∙ κάτω τὰ δάση
ὡς πυροσφραγίς κεῖνταν μελανά. Ἕν μάτι μοναχό
ἀπ’ὅλην τὴν Βερόνα νοιάζοταν διά τὸν ἀβρό οὐρανό.

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

Σημειώσεις:

Sordello da Goito/Sordel de Goit : Ιταλός τροβαδούρος του 13ου αι. με περιπετειώδη βίο τον οποίο εξυμνεί ο Δάντης. Το ποίημα αυτό του Browning είναι αυτό που ενέπνευσε τον Ezra Pound για τα Cantos του.

ὁ ἀφίλων φίλος…Γυμνόχειρα : αναφέρεται στον Δον Κιχώτη, θέλει να δείξει τον δονκιχωτισμό του εγχειρήματός του
αὐγάζει : φωτίζεται, με την έννοια ότι φανερώνεται
Βερόνα : άνδρο Γουέλφων
εἴωθε : συνήθιζε
ρωσθέλιο : άκρη του ρούχου
ἢ λάβατε τὴν θέση αὐτῶν, παρδαλῶν στὰ ὅπισθέν των
καὶ μὲ ραβδιὰ ἀνὰ χείρας : εννοεί τους γελωτοποιούς
ἂν ἡ μοῖρα σβήνῃ ὅ,τι ὠκύ : αν η μοίρα σκοτώνει ό, τι ζωντανό
θάσσονται : κάθονται
μείνε—σύ, πνεῦμα : εννοεί τον Shelley
κείνη ἡ φράση τῶν Ἀθηναίων…περσική : αναφέρεται στον Αισχύλο
τοῦ Φιλίππου Σύδνευ τοῦ ἐαυτοῦ, τοῦ ἐνάστρου παλαδίνου: αναφέρεται στην συλλογή σονέτων του ελισαβετιανού ποιητή Sir Phillip Sidney, Astrophel & Stella, όπου ο Αστροφιλής είναι ο εαυτός του ποιητή και η Stella (Αστέρι) είναι η Lady Penelope Devereux με την οποία τον είχαν αρραβωνιάσει όταν εκείνη ήταν παιδί.
Δεύτερος Φρεδερίγος φέρει τὸ πορφυρό, κι ὁ τρίτος Ὁνώριος καταλαμβάνει τὴν ἁγίαν ἔδρα : Friedrich II Hohenstauffen (*26.xii.1194 †13 xii.1250) βασιλεύς της Σικελίας (1198), αυτοκράτωρ της αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους (1212) και βασιλεὐς της Ιερουσαλήμ (1220), Honorius III (*1150 †18 iii. 1227) Πάπας από τις18 Ιουλίου 1216 μέχρι τον θάνατό του το 1227.
φοινή : κατακόκκινη σαν αίμα