Saint-John Perse: Εξορία [1942]

I

Θύρες ἀνοιχτές στὶς ψάμμους, θύρες ἀνοιχτὲς στὴν ἐξορία,
Τὰ κλειδιὰ στοὺς φαροφύλακες, καὶ τὸ τροχιὸ ἄστρο ζωντανὸ ἐπὶ τῆς πέτρας τοῦ βηλοῦ:
Πανδοκεύ μου, ἄφετέ με τὸ γυάλινό σας σπίτι στὶς ψάμμους…
Τὸ γύψινο Θέρος ἀκονίζει τὰ λογχωτά του σίδερα στὶς πληγές μας,
Ἐκλέγω τόπο ὁλόπυρο καὶ μηδαμινό σὰν τὸ ὁστεοφυλάκιο τῶν ἐποχῶν,
Καὶ, ἀνὰ τὶς ψαμάθους τοῦ κόσμου τούτου, τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ ποὺ θυμιάζει ἐρημώνει τὴν στρώση του τοῦ ἀμιάντου.
Οἱ σπασμοὶ τῆς ἀστραπῆς εἶναι πρὸς ἔκσταση Ἡγεμόνων ἐν Ταυρίδι.

II

’Σ οὐδεμία τῶν ὀχθῶν ἀφιέρωσες, ’ς οὐδεμία τῶν σελίδων ἐπέτρεψες τὸ καθάρειο δέλεαρ τούτου τοῦ ἄσματος…
Ἄλλοι ἀφαρπάζουν στὰ τεμένη τὸ βαμμένο κέρας τῶν βωμῶν:
Ἡ ἐμὴ δόξα εἶναι ἐπὶ τὶς ψάμμους! Ἡ ἐμὴ δόξα εἶναι ἐπὶ τὶς ψάμμους!… Καὶ δὲν εἶναι πλάνη, ὦ Περεγρῖνε,
Νὰ ὀρέγομαι τὴν γυμνοτέρα ἅλω ὥστε νὰ συναρμόσω στὶς σύρτεις τῆς ἐξορίας μέγα ποίημα γεννημένο ἐκ τοῦ μηδενός, μέγα ποίημα ποιημένο ἐκ τοῦ μηδενός…
Συρίξατε, ὦ σφενδόνες ἀνὰ τὸν κόσμο, ὦ κογχύλια ἀνὰ τὰ ὕδατα!
Ἔκτισα ἐπὶ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸν ὅμβρο καὶ τὸν ἀτμὸ τῶν ψάμμων. Κατακλινοῦμαι στὶς κιστέρνες καὶ τὰ κοῖλα σκάφη,
Καὶ ’ς ὅλους τοὺς ματαίους καὶ μαραμένους τόπους ὅπου κεῖται ἡ γεύση τοῦ μεγαλείου.

«…Ἥσσονες πνοὲς κολάκευαν τὸν οἶκο τῶν Ἰουλίων· ἥσσονες ἀρραβῶνες συμπαρίσταντο στὰ μεγάλα σχήματα τοῦ ἱερατείου.
«Ὅπου φεύγουν οἱ ψάμμοι μὲ τὸ τραγοῦδι των, ἀναχωροῦν οἱ Πρίγκηπες τῆς ἐξορίας,
«Ὅπου ἦσαν τὰ τεντωμένα ἱστία, ἀναχωρεῖ τὸ ναυάγιο πιὸ μεταξωτὸ τινὸς ὀνείρου λυρῳδοῦ,
«Ὅπου ἦσαν τὰ μεγάλα πολεμήϊα ἔργα ἤδη λευκαίνει ἡ ὀνεία γνάθος
«Καὶ ἡ θάλασσα κυκλοτερὴς κυβερνάει τὸν κέλαδο τῶν κρανίων στὶς ψαμάθους,
«Κἂν ἄπαντα τὰ πράγματα στὸν κόσμο εἶναι δι’ αὐτὴν μάταια, εἶναι κάποιο βράδυ, στὴν παρειὰ τοῦ κόσμου, ὅταν μᾶς τέρψουν
«οἱ περίπολοι τοῦ ἀνέμου στὶς ψάμμους τῆς ἐξορίας…

Σοφία τοῦ ἀφροῦ, ὦ νόσημα τοῦ πνεύματος στὸν βρόμο τοῦ ἅλατος καὶ τὸ ζωηρὸ γάλα τῆς ἀσβέστου!
Μία γνώση μἐπιβάλλει ὑβρίσματα τῆς ψυχῆς… Ὁ ἄνεμος μᾶς ἀφηγεῖται τοὺς λῃστές του, ὁ ἄνεμος μᾶς ἀφηγεῖται τὶς ὀλιγωρίες του!
Σὰν τὸν Ἱππέα, μὲ τὰ ἡνία πύξ, στὴν εἴσοδο τῆς ἐρήμου,
Δέρκομαι στὸ μεγαλύτερο ἀμφιθέατρο τὴν ἐκσφενδόνιση τῶν πλέον βεβαίων σημείων.
Καὶ ἡ ἠὼς ἡμῶν χάριν ὁδηγεῖ τὸ δάκτυλό της τοῦ οἰωνοσκόπου διὰ τῶν ἱερῶν γραφῶν,
Ἡ ἐξορία δὲν εἶναι χθεσινή! Ἡ ἐξορία δὲν εἶναι χθεσινή!
«Ὧ ἴχνη, ὦ προοίμια»,
Εἶπ’ ὁ Ξένος ἀναμέσο τῶν ψάμμων, «πᾶν πρᾶγμα στὸν κόσμο μ’ εἶναι νεότοκο!…» Καὶ ἡ γένεση τοῦ ἀσματός του δὲν εἶναι πρὸς αὐτὸν ὀλιγώτερον ξένη.

V

«…Ὅπως κεῖνος ποὺ ἐκδύεται ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς θαλάσσης, ὅπως κεῖνος ποὺ ἀνίσταται νὰ τιμήσῃ τὴν πρώτην αὔρα τῆς γῆς (καὶ ἰδοὺ ποὺ τὸ μέτωπὀ του μεγάλωσε κάτω τοῦ κράνους),
«Οἱ χεῖρες γυμνότερες ἀπ’ ὅσον κατὰ τὴν γέννησή μου, καὶ τὰ χείλη πιὸ ἐλεύθερα, ἡ ἀκοὴ σὲ τοῦτα τὰ κοράλλια ὅπου κεῖται ἡ οἰμωγὴ ἑνὸς ἄλλου αἰῶνος,
«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποκαθιστάμενος στὴν γονικὴ ὄχθη μου… Δὲν εἶναι ἱστορία ἀλλὰ τῆς ψυχῆς, δὲν εἶναι ἄνεση ἀλλὰ τῆς ψυχῆς.
«Μὲ τἀχαίνιο, τἀνωφελές, μὲ τὶς καλάμους καὶ τὶς ψάμμους, μὲ τὰ πιὸ εὔθραυστα πράγματα, μὲ τὰ πιὸ μάταια πράγματα, τἁπλοῦν πρᾶγμα, τἁπλοῦν πρᾶγμα αὐτίκα, τἁπλοῦν πρᾶγμα αὐτοῦ, κατὰ τῆς ἡμέρας τὸν ῥοῦ…
«Ἐπὶ τῶν σκελετῶν νανοφυῶν πτηνῶν φεύγει ἡ παιδεία τῆς ἡμέρας, ἀμφεμμένη νήσους, καὶ ἐλαφροτέρα τῆς παιδείας ἐπὶ τῶν ὀστῶν γλάρου, θαλασσίων χελιδόνων, ἡ αὔρα μαγεύει τὰ νερὰ μὲ κόρες ἀμφεμμένες ὄστρακα χελωνῶν χάριν τῶν νήσων…
«Ὦ ψάμμοι, ὦ ρητῖνες!  Τὸ πορφυροῦν ἔλυτρο τοῦ πεπρωμένου στὸ πεπηγὸς ὄμμα! Καὶ στὴν ἀρένα χωρὶς βία, ἡ ἐξορια καὶ τὰ καθάρεια κλειδιά της, τὸ ἧμαρ ποὺ διεπερᾶσε ὀστοῦν πράσινο ὡσὰν ἰχθὺς τῶν νήσων…
«Μεσημβρία ᾆδε, ὦ θλῖψις!… καὶ τὸ θαῦμα ἀγγέλλεται διὰ τῆς κραυγῆς: Ὦ θαῦμα! Καὶ δὲν ἔχει ἀρκούντως νὰ καταγελάσῃς κάτω τῶν δακρύων…
«Ὄμως τί εἶναι δῶ, ὢ! τί εἶναι αὐτὸ, ἐν τοῖς καθέκαστον, ὅ τι ξάφνου ἐκλείπει;…»

Οἶδα. Εἶδον. Οὐδὲν ἁρμόζει! ―  Καὶ ἤδη τὸ ἧμαρ ἔπηξε σὰν γάλα.
Ἡ ἀνία ἀναζητεῖ τὴν σκιά της στὰ βασίλεια τῶν Ἀρσακιδῶν· καὶ ἡ πολύπλαγκτος θλίψη ἡγεμονεύει τὴν γεύση τοῦ εὐφορβίου ἀνὰ τὸν κόσμο, ὁ χῶρος ὅπου ζοῦν οἱ γῦπες καταρέει ’ς ἀλλόκοτες ἀποκηρύξεις…
Εὐφραίνου στὸ σταχυολογημένο φασκόμηλο τὴν γένεση τῶν σχισμάτων!… Ὁ οὐρανὸς εἶναι Σαχὲλ ὅπου ῥἐπει ἡ ἀζαλαία πρὸς ἀναζήτηση ὀρυκτοῦ ἅλατος.
Πρὸ αἰῶνος καλύπτεται στὶς ἀφασίες τῆς ἱστορίας.
Καὶ ὁ ἤλιος κατορύσσει τὰ ὥρια του σηστέρτια στὶς ψάμμους, κατὰ τὸν μετεωρισμὸ τῶν σκιῶν ὅπου ὡριμάζουν οἱ προτάσεις τῆς καταιγίδος.
Ὦ ὀχυρὰ ὑπὸ τὸ πράσινο νερὀ! ἕνα βοτάνι νὰ αὐγάζῃ ὑπὸ τὶς θάλασσες μᾶς ὁμιλεῖ ἀκόμὴ περὶ τῆς ἐξορίας… καὶ ὁ Ποιητὴς συσκιάζεται
Τούτων τῶν μεγάλων ἀργινόεντων φύλλων, μὲ τἀβυσσαλέο ἄνθος στὰ κρηπιδώματα:  δαντέλα στὸ προσωπεῖο τοῦ θανάτου…

VII

«…Συντακτικὸ τῆς ἀστραπῆς! ὦ ἀγνὲ διάλεκτε τῆς ἐξορίας! Ἔκτοπος εἶναι ἡ ἄλλη ὄχθη ὅπου τὸ ἄγγελμα λάμπει:
« Δύο μέτωπα γυναικεῖα ὑπὸ τὴν τέφρα, διὰ τοῦ ἰδίου δείκτου δεξιωθέντα· δύο πτέρυγες γυναικεῖες στὰ καφασωτά, τῆς ἰδίας πνοῆς γεννημένες…
« Κοιμήθητε τούτη τὴ νύχτα, ὑπὸ τὸ μεγάλο φωσφορικὸ δένδρο, ὦ καρδιὰ δεομένης ἀνὰ τὸν κόσμο, ὦ μάνα τοῦ Ὀστρακισμένου, πότε στὸ γυαλὶ του δώματος ἐτυπώθη το πρόσωπό του;
« Καὶ σύ, ὠκύτερος ὑπὸ τὴν ἀστραπή, ὦ σὺ ὠκύτερος νὰ σκιρτήσῃς στὴν ἄλλην ὄχθη τῆς ψυχῆς της, σύντροφο τῆς ῥύμης της καὶ ἀρρωστία τῆς ῥύμης της, σὺ ποὺ ἡ πνοή σου μὲ τὴν δική της ἦταν εἰσαεὶ συγκεκραμένη,
« Θὰ καθίσεις ἀκόμη στὴν ἐρήμη κλίνη της, ὐπὸ τὸ ῥῖγος τῆς γυναικείας σου ψυχῆς;
«Ἡ ἐξορία δὲν εἶναι χθεσινή! Ἡ ἐξορία δὲν εἶναι χθεσινή!.. Μίσει, ὦ γυναίκα, κάτω τῆς στέγης σου ἕν ἄσμα πτηνοῦ τῆς Βαρβαριᾶς…
« Οὔπω ἀκούσεις τὴν καταιγίδα ἄπωθε νὰ πληθύνῃ τὴν πορεία τῶν βημάτων μας δίχως ἡ γυναικεία σου κραυγή, νύκτωρ, προτρέψῃ ἀκόμη ς’ τἀλώνι σου τὸν ἀιτὸ ποὺ δύναται τὴν εὐτυχία!»
…Σιώπα, ἀρρωστία, καὶ σύ, νυφικό ἄρωμα ὑπὸ τὴν νύχτα ὅπως τἀμύγδαλο τὸ ἴδιο τῆς νυχτός.
Πανταχοῦ πολύπλαγκτος ἀνὰ τὶς ψαμάθους, πανταχοῦ πολύπλαγκτος ἀνὰ τὶς θάλασσες, σιώπα, γλυκύτης, καὶ σὺ παρουσία ἐξηρτισμένη μὲ πτέρυγες στὸ ὕψος τῆς σέλλας μου.
Τρέψομαι πάλιν τὴν ὁδὸ μου τοῦ Νουμίδου, καθὼς ἀκολουθῶ τὴν ἀμετάστατο θάλασσα… Οὐδεμία βερβένη στὰ χείλη, ἀλλὰ στὴν γλῶσσα ἀκόμη, σὰν ἁλάτι, τοῦτο τὸ φύραμα τοῦ παλαιοῦ κόσμου.
Τὸ νίτρο καὶ τὸ νάτριο εἶναι θέματα τῆς ἐξορίας. Οἱ σκέψεις μας δράμουν νὰ δράσουν πάνω σὲ στίβους ὁστῶν. Ἡ ἀστραπὴ μἀνοίγει τὴν στρώση τῶν πιό ἀπέραντων σχεδίων. Ἡ καταιγίς μετακινεῖ μάτην τὰ ὅρια τῆς ἀπουσίας.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν νἀπαντήσωμε στὶς μεγάλες ἀτλαντικὲς Ἰνδίες, ἐκεῖνοι ποὺ ὀσφραίνονται τὴν καινούργια ἰδέα στὴν δρόσο τῆς ἀβύσσου, ἐκεῖνοι ποὺ φυσοῦν διὰ τῶν κεράτων στὶς πύλες τοῦ μέλλοντος
Γνωρίζουν ὅτι στὶς ψάμμους τῆς ἐξορίας φυσοῦν τὰ ὑψηλὰ πάθη τυλιγμένα ὑπὸ τὸ μαστίγιο τῆς ἀστραπῆς…
Ὦ Ἄσωτε ὑπὸ το ἅλας καὶ τὸν ἀφρὸ τοῦ Ἰουνίου! Φύλασσε ζωντανή ἀναμέσο μας τὴν κρυφὴ ἰσχὺ τοῦ ἀσματός σου!
Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ εἶπε στὸν πομπό, καὶ εἶναι δῶ τὸ ἄγγελμα του: «καλύψατε τὸ πρόσωπο τῶν γυναικῶν σας· νίψατε τὸ πρόσωπο τῶν ὑγιῶν σας· καὶ ἡ ἐντολὴ εἶναι νὰ πλύνετε τὴν πέτρα στοὺς οὐδούς μας… Λέξω ὑμῖν ἔπειτα τοὔνομα τῶν πηγῶν ὅπου, αὔριο, λούσομε καθάρειο μῆνιν.»

Καὶ εἶν’ ὥρα, ὦ Ποιητά, νἀποκυρήξῃς τοὔνομά σου, τὸ γένος σου, καὶ τὴν φυλή σου…

Long Beach Island  (New Jersey) 1941

 

[ἀπόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

 

βηλοῦ: κατωφλιοῦ

ἐπέτρεψες: ἐμπιστεύθηκες

ἅλω: ἁλώνι

ὀνεία: γαϊδουρινή

βρόμο: θόρυβο

ὑβρίσματα (ὕβρεις): βιαιοπραγίες

ἀχαίνιο: καρποὶ σὰν τῆς φράουλας

ἀνωφελές: κουνούπι

παιδεία: παιδικὴ ἡλικία

πεπηγὸς ὄμμα: καρφωμένο βλέμμα

ἀργινόεντων: ἀργυρόλευκων

ῥύμη: δύναμη

οὐδούς: κατώφλια