Samuel Taylor Coleridge : Kubla Khan

Στὸ Ζάναντου κεῖ ὁ Κούμπλαϊ Χὰν
γιὰ ἕνα δῶμα ἡδονῶν ἀπεφάνθη κραταιό:
Ὅπου ἔτρεχε ποτάμι ἱερὸ ὁ Ἄλφ
διὰ σπηλαίων ἀβυθομέτρητων στὸν ἄνθρωπο
κάτω σε μι’ ἀνήλια θάλασσα.

Δὶς πέντε μίλια γόνιμο ἔδαφος
μὲ τείχη καὶ μὲ τύρσεις κυκλώθησαν στέφανο
κἀκεῖ ἦσαν κῆποι ποὺ σελαγίζανε μαίανδροι
χειμάρρων, ὅπου ἀνθίζαν μυροφόρα δένδρα
καὶ δῶ ἦσαν, ἀρχαία ὅσο κ’οἱ λόφοι, δάση
τυλίγοντας ἡλιόσπιλους ’πὸ πρασινάδα.

Μὰ ὦ! Τοῦτο τὸ βαθὺ ρομαντικὸ χάσμα ἔκλινε
κάτω στὸν χλοερό λόφο πρὸς ἕνα κέδρινο σκέπασμα!
Ἕνας ἀγριότοπος! Τόσο ἱερὸς καὶ μαγεμένος
ὅσο κάτωθε μιᾶς θολερῆς σελήνης ποὺ στοιχειώθη
’πὸ γυναίκα που οἰμώζει γιὰ τὸν ἐραστή της δαίμονα!
Κ’ ἀπ’ τὸ χάσμα τοῦτο, μἀσταμάτητη ταραχὴ νὰ βράζει
σὰν ἡ γῆ τοῦτη σὲ σφιχτὲς βράκες νἀνέπνεε,
αἴφνης μία πανίσχυρη πηγή πετάχτη:
ἐν μέσῳ της μὲ διακοπές, γοργὰ ἔσκασαν
φαρδιά θρύμματα θολωτὰ ὡσὰν χαλάζι π’ ἀναπηδᾶ
ἤ ἀποφλοιομένο σπόρο κάτω ἀπ’ τὴ μυλόπετρα:
καὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν βράχων ποὺ χορεύαν ἅπαξ διὰ παντός
ξεπετάχτη στιγμιαῖα ὁ ἱερὸς ποταμός
πέντε μίλια ἐλίσσοντας μὲ λαβυρινθώδη κίνηση
διὰ τοῦ δάσους καὶ τῆς κοιλάδας τὸ ἱερὸ ποτάμι τρόχαζε,
καὶ ἔφθασε τὰ σπήλαια τἀβυθομέτρητα στὸν ἄνθρωπο
καὶ μὲ σάλο βυθίστη σἕναν ὠκεανὸ ἄψυχο
καὶ ἐν μέσῳ τοὺ σάλου ὁ Κούμπλαϊ ἤκουσε ἀπὸ μακριά
προγονικές φωνὲς νὰ προφητεύουν πόλεμο!

Ἡ σκιὰ τοῦ δώματος τῶν ἡδονῶν
ἔπλεε καταμεσὴς ἐπὰ στὰ κύματα·
ὅπου ἠκούσθη μέτρο ἀνάμεικτο
ἀπὸ τὴν πηγὴ καὶ τὰ σπήλαια.
Ἦταν ἕνα θαῦμα ἑνὸς σχεδίου σπάνιου
ἕνα δῶμα ἡλιόβλητο μὲ σπήλαια πάγου.

Μιὰ δέσποινα μ’ ἕνα ψαλτήριο
σ’ ὄραμα κάποτε εἶδα:
Ἦταν μία παρθένος Ἄβυσσίνιος
καὶ στὸ ψαλτήριό της ἔπαιζε
ᾄδωντας γιὰ τ’Ὄρος Ἀμάρα.
Νὰ δυνάμαι νὰ ζήσω ἔσω μου πάλι
τὴν ἀρμονία της καὶ τὸ ἄσμα,
τόση βαθειὰ χαρὰ νἀ μὲ κερδήση
ὥστε μὲ μουσική ἠχηρὴ και χρόνια
ἂν ἔκτιζα τὸ δῶμα στὸν ἀέρα
τὸ δῶμα το ἡλιόβλητο! Τὰ σπήλαια πάγου!
Καὶ ὅσοι ἤκουσαν, πρέπει νὰ τὰ δοῦν κειπέρα
καὶ νὰ κράξουν : Φοβοῦ! Φοβοῦ!
Τὰ φλογερά του μάτια, τὰ λυτὰ μαλλιά του!
Ὑφάνατε κύκλο πέριξ του τρίς
καὶ κλείσατε τὰ μάτια σας μὲ τρόμο ἱερό
γιατί αὐτὸς εἶναι θρεμμένος μὲ δρόσο μέλιτος
καὶ το γάλα ἔπιε τῆς Παραδείσου.

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]