T.S.Eliot: Τετάρτη των τεφρών IV

Τὶς ἐπορεύθη ἀναμέσον τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ πορφυροῦ
Τὶς ἐπορεύθη ἀναμέσον
Τῶν ποικίλων βαθμῶν ποικίλων πράσινων
Πηγαίνοντας σὲ λευκὸ καὶ γαλάζιο, στὰ χρώματα τῆς Μαρίας
Μιλῶντας περί κοινῶν πραγμάτων
Στὴν ἄγνοια καὶ τὴν γνώση του αἰώνιου πόνου
Τὶς ἐκινήθη μεταξύ τῶν ἄλλων μόλις ἐπορεύθησαν
Τὶς ἔκαμε τότε ἰσχυρὲς τὶς κρήνες κἔκαμε δροσερὲς τὶς πηγές

Ἔκαμε ψυχρὸ τὸν ξηρὸ βράχο κἔκαμε στέρια τὴν ἄμμο
Στὸ γαλάζιο τοῦ ψαροβότανου, γαλάζιο ἀπ’τῆς Μαρίας τὸ χρῶμα
Sovegna vos

Ἐδῶ εἶναι τὰ χρόνια ποὺ πορεύονται ἀναμέσον, παίρνοντας
Μακριὰ τὰ βιολιά καὶ τοὺς αὐλούς, ἀνασυστήνοντας
Ἕναν ποὺ κινεῖται στὸ χρόνο ἀνάμεσα στὸν ὕπνο καὶ τὸ ξύπνημα, φορῶντας

Λευκὸ φῶς ἀναδεδιπλωμένο, τυλιγμένο γύρω της, ἀναδεδιπλωμένο
Τὰ καινούργια χρόνια πορεύονται, ἀνασυστήνοντας
Διαμέσου ἑνὸς φωτεινοῦ νέφους δακρύων, τὰ χρόνια, ἀνασυστήνοντας
Μ’ ἕναν καινούργιο ρυθμό τὴν παλαιά ρίμα. Ἐξαργύρωσε
Τὸν χρόνο. Ἐξαργύρωσε
Τὸ ἀδιάβαστο ὄραμα στὸ ὑψηλότερο ὄνειρο
Καθὼς κατάκοσμοι μονόκεροι σύρουν τὴ χρυσοποίκιλτο νεκροφόρο
Ἡ σιωπηλή ἀδερφὴ πεπλοφοροῦσα μὲ λευκὸ καὶ γαλάζιο
Ἀνάμεσα στὰ ξυλόβατα, πίσω ἀπὸ τὸ θεὸ τοῦ κήπου
Τοῦ ὁποίου ὁ αὐλὸς εἶν’ ἄπνευστος, κλίνει τὴν κεφαλή της καὶ ὑπογράφει ἀλλὰ δὲν λέγει λέξη
Ἀλλ’ ἡ κρήνη πήγασε καὶ τὸ πουλὶ χαμήλωσε τὸ τραγούδι
Ἐξαργύρωσε τὸ χρόνο, ἐξαργύρωσε τὸ ὄνειρο
Τὸ σύμβολο τῆς λέξης τῆς ἀνήκουστης, ἀμίλητης
Μέχρι ὁ ἄνεμος νὰ σείση χίλιους ψίθυρους ἀπὸ τὸ ξυλόβατο
Καὶ κατόπιν αὐτοῦ, ἡ ἐξορία μας

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)