Ted Hughes: Ο Κόραξ (1970)

Ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὰ τραγούδια τοῦ Κόρακα

 «Στα λαϊκά παραμύθια, ο πρίγκιπας πηγαίνοντας σε μία περιπέτεια, φθάνει σε ένα στάβλο γεμάτο από όμορφα άλογα και χρειάζεται ένα άλογο μέχρι την επόμενη στάση, και η κόρη του βασιλιά τον συμβουλεύει να μην πάρει κανένα από τα όμορφα άλογα που του προσφέρονται, αλλά το βρόμικο, ψωραλέο αλογάκι. Βλέπετε, έδιωξα τους αετούς (εννοεί, The Hawk in the Rain, 1957) και διάλεξα τον Κόρακα. Η ιδέα ήταν να γράψω τα τραγούδια του, αυτά που ο Κόρακας θα μπορούσε να τραγουδήσει. Με άλλα λόγια, τραγούδια δίχως μουσική, σε μία υπερ-απλή, υπερ-άσχημη γλώσσα, η οποία θα μπορούσε να απαλλαχθή απ’ οτιδήποτε εκτός από αυτό που ήθελε να πει…»

Ted Hughes

Αφού δημιούργησε τον Κόσμο, ο Θεός είχε έναν εφιάλτη στη μορφή μιας Φωνής και ενός Χεριού που γελοιοποιούσε την δημιουργία και ιδιαίτερα το αριστούργημα του, τον Άνθρωπο.  Ο Θεός υποστηρίζει πως η δημιουργία ήταν μια πλήρης επιτυχία και ξεκινά μια συζήτηση που διακόπτεται από το μήνυμα που φθάνει από τον κόσμο πως ο Άνθρωπος θέλει από τον Θεό να του πάρει τη ζωή πίσω. Ο Θεός προκαλεί τον Εφιάλτη να τα κάνει καλύτερα, και η απάντηση του Εφιάλτη είναι να δημιουργήσει τον Κόρακα. Ο Θεός που αντικρίζει τον Κόρακα σαν φτωχό ανταγωνιστή του δείχνει τριγύρω το σύμπαν και του θέτει διάφορες προκλήσεις στο ρου των οποίων ο Κόρακας γίνεται όλο και πιο έξυπνος και πολυμήχανος. Στη διάρκεια των περιπετειών του ο Κόρακας αρχίζει να αναρωτάται ποιος είναι ο δικός του δημιουργός, και συναντά διάφορες γυναικείες φιγούρες που είναι είδωλα του δημιουργού του, αλλά που ουδέποτε αναγνωρίζει και πάντοτε χαλά τη στιγμή με χαζομάρες.

 

Ἐξέταση στὴν ἔξοδο τῆς Μήτρας

Ποιός κατέχει αὐτὰ τα κάτισχνα ποδαράκια; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει αὐτὸ τὸ χνουδωτό τσουρουφλισμένο πρόσωπο; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει αὐτὰ τὰ συνεχῶς ἐργαζόμενα πνευμόνια; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει αὐτὸν τὸν χρηστικό μανδύα τῶν μυῶν; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει αὐτὰ τἀκατονόμαστα σωθικά; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει αὐτὰ τἀμφισβητούμενα μυαλὰ; ὁ θάνατος
Ὅλ’ αὐτὸ το βρόμικο αἷμα; ὁ θάνατος
Αὐτά τὰ λιγοστῆς ἀποτελεσματικότητας μάτια; ὁ θάνατος
Αὐτή τὴν κακή γλωσσούλα; ὁ θάνατος
Αὐτή τὴν περιστασιακή συνειδητότητα; ὁ θάνατος
Δοθέντα, κλεμμένα ἤ σὲ κράτηση σ’ ἀναμονὴ δίκης; Σε κράτηση
Ποιός κατέχει ὅλη τὴ βροχερή βραχώδη γῆ; ὁ θάνατος
Ποιός κατέχει ὁλάκερο το χῶρο; ὁ θάνατος
Ποιός εἶναι πιὸ ἰσχυρός ἀπ’ τὴν ἐλπίδα; ὁ θάνατος
Ποιός εἶναι πιὸ ἰσχυρός ἀπὸ τὴ θέληση; ὁ θάνατος
Πιὸ ἰσχυρός ἀπὸ τὴν ἀγάπη; ὁ θάνατος
Πιὸ ἰσχυρός ἀπὸ τὴ ζωὴ; ὁ θάνατος
Ἀλλὰ ποιός εἶναι πιὸ ἰσχυρός ἀπὸ τὸν θάνατο;
######################################Ἐγώ, προφανῶς
Πέρασε, Κόρακα.

 

Ἡ πτώση τοῦ Κόρακα

Ὅταν ὁ Κόρακας ἦταν λευκὸς, ἀποφάσισε ὅτι ὁ ἥλιος ἦταν πολὺ λευκός.
Ἀποφάσισε ὅτι αὔγαζε πολύ λευκόχροα. 
Ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἐπιτεθῆ καὶ νὰ τὸν καταβάλει.

Πῆρε τὴ δύναμή του κατακόκκινος, σὲ πλήρη λάμψη.
Ἔδειξε τὰ νύχιά του καὶ φούσκωσε τὴν ὀργητά του
Στόχεψε τὸ ραμφί του εὐθὺς στὸ κέντρο του ἥλιου.

Γέλασε ὁ ἵδιος στὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ του

Καὶ ἐπετέθη.

Στὴ μάχη, κραυγή, δέντρα ξάφνου γέρασαν.
Οἱ σκιές φαρδύναν.

Ὅμως ὁ ἥλιος λάμπρυνε-
Λάμπρυνε, καὶ ὁ Κόρακας γύρισε σ’ ἀσβολώδες μαῦρο.

Ἄνοιξε τὸ στόμα του, ἀλλ’ ὅ, τι βγῆκε, ἦταν ἀσβολῶδες μαῦρο.

‘ἐκεῖ πάνω,’ συνέχισε,
‘ὅπου τὸ λευκὸ εἶναι μαῦρο καὶ τὸ μαῦρο εἶναι λευκό, κέρδισα’

 

Τὸ τραγούδι του Κόρακα γιὰ τὸν ἑαυτό του

Ὅταν ὁ Θεὸς σφυρηλάτησε τὸν Κόρακα
Ἔφκιαξε τὸ χρυσάφι
Ὅταν ὁ Θεὸς ἔψησε τὸν Κόρακα στὸν ἥλιο
Ἔφκιαξε τὸ διαμάντι
Ὅταν ὁ Θεὸς γκρέμισε τὸν Κόρακα ἀπὸ τὰ ὕψη 
Ἔφκιαξε τὸ οἰνόπνευμα
Ὅταν ὁ Θεὸς ἔσκισε τὸν Κόρακα σὲ κομματάκια
Ἔφκιαξε τὸ χρῆμα
Ὅταν ὁ Θεὸς τίναξε τὸν Κόρακα στὸν ἀέρα
Ἔφκιαξε τὴν ἡμέρα
Ὅταν ὁ Θεὸς κρέμασε τὸν Κόρακα σ’ ἕνα δεντρὶ
Ἔφκιαξε τὸν καρπό
Ὅταν ὁ Θεὸς ἔθαψε τον Κόρακα στὴ γῆ
Ἔφκιαξε τὸν ἄνθρωπο
Ὅταν ὁ Θεὸς ἐδοκίμασε νὰ κόψει τὸν Κόρακα στὰ δύο
Ἔφκιαξε τὴ γυναίκα
Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε: ‘κερδαίνεις, Κόρακα,’
Ἔφκιαξε τὸν Λυτρωτή.

Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφυγε ἀπελπισμένος
Ὁ Κόρακας ἀκόνισε τὸ ράμφος του κ’ ὤρμησε στοὺς δυὸ ληστές. 

 

Παιδιάστικη πλάκα

Τὰ κορμιὰ τ’ ἀντρὸς καὶ τῆς γυναικός κείνταν ἄψυχα,
βαριεστημένα χάσκοντας, ἠλιθιωδῶς κοιτώντας, ἀδρανή
ἐπάνω στ’ ἄνθη τῆς Ἐδέμ.
Ὁ Θεός ἐσυλλογίσθη.

Τὸ πρόβλημα ἤτανε τόσο μεγάλο, τὸν ἐτράβηξε να κοιμηθῆ.

Ὁ Κόρακας ἐγέλασε.
Δάγκασε τὸν Σκώληκα, τὸ μονογενὴ ὑιὸ του Θεοῦ,
Σὲ δυὸ σπαρταριστὰ μισὰ.

Ἔχωσε στὸν ἄντρα  τὸ οὐριαῖο μισό
Μὲ τὸ πληγωμένο τελείωμα νὰ κρέμεται ἔξω.

Ἔχωσε τὸ πρόσθιο μισὸ, μὲ τὸ κεφάλι, στὴ γυναίκα
Κ’ αὐτὸ γλίστρησε βαθύτερα καὶ πρὸς τὰ πάνω
Νὰ τηράσει ἔξω, μέσα ἀπὸ τὰ μάτια της
καλώντας τὸ οὐριαῖο μισό του νὰ ἐνωθῆ γρήγορα, γρήγορα
γιατί ὦ! ἦταν ἐπώδυνο.

Ὁ ἄντρας ἐξύπνησε συρόμενος μέσα ἀπὸ τα χορτάρια.
Ἡ γυναίκα ξύπνησε γιὰ νὰ τὸν δεῖ νά ‘ρχεται.
Κανείς τους δὲν ἤξερε τὶ εἶχε συμβῆ.

Ὁ Θεὸς ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται.

Ὁ Κόρακας ἐξακολούθησε νὰ γελᾶ.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)