Александр Пушкин: Ευγένιος Ονέγκιν. Μυθιστορία σε στίχους

2ο κεφ.

XXV

Λοιπόν, λεγόταν Τατιανή.
Δὲν εἴλκυε τα βλέμματα
μήτ’ ἀπ’ τὴν ὀμορφιά τῆς ἀδερφῆς
μήτ’ ἀπ’ τὰ δροσερά της χρῶματα.
Ἄγρια, θλιμμένη, σιωπηλή
δορκάς του δάσους ντροπαλή,
στὴν οἰκογένεια τὴ δική της
σὰν ξένο ἕμοιαζε κορίτσι.
Δὲν ἤξερε πῶς νἀγκαλιάζει
τη μάνα της ἤ τὸν πατέρα∙
μὲς σὲ πλῆθος παιδιῶν παιδί ἡ ἴδια,
δὲν ἥθελε να παίζει ἢ νὰ πηδάει
καὶ ἔθασσε ὁλημερίς, συχνά
στὸ παραθύρι, σιωπηλά.

XXVII

Μά, κούκλα, στὰ πιὸ νέα της χρόνια
ἡ Τάνυα στὰ χέρια δὲν πῆρε∙
γιὰ νέα τῆς πόλης καὶ τὴ μόδα
δὲν τις ἔβαζε νὰ μιλοῦνε.
Καὶ οἱ φάρσες τῶν παιδιῶν τὴν ἦσαν
ξένες: τοῦ τρόμου παραμύθια
στὸ σκότος χειμερίων νυχτῶν
τὴν συνέπαιρναν πλειότερο.
Ὅποτε ἡ νένα εἶχε μαζέψει
γιὰ τὴν Ὄλγα, στὸ πλατύ λιβάδι
τοὺς μικροὺς φίλους της ὁμάδι,
κείνη δεν ἤθελε νὰ παίξει,
πλήττοντας ἀπ’ τὰ γέλια αὐτῶν,
τὸν ἀχὸ τῶν χαζῶν χαρῶν.

XXVIII

Στὸν ἐξώστη, ἀγάπαε, τὴν ἄνοδο
τῆς ἠοῦς νὰ προλαβαίνει
ὅταν στὸν κατάχλωμό οὐρανό
ὁ κύκλος τῶν ἀστέρων σβένει
καὶ ἤσυχα ὁ ὁρίζοντας φεγγίζει
καὶ ἡ αὔρα τὸ πρωί κηρύσσει
καὶ ἰδρύει σταδιακά τὴν μέρα.
Τὸν χειμῶνα, ποὺ οἱ ἥσκιοι τῆς νύχτας
ἔχουν τοῦ κόσμου τὸ ἥμισυ
καὶ σὲ σιωπὴ λιποθυμίας
κεῖται ἡ Ἀνατολὴ μὲ ὀκνηρία
κάτω ὑπὸ μιὰ σελήνη ἀχνή
ξύπναε τὴν συνηθή ὥρα
στῶν λυχναριῶν τὰ φῶτα.

XXIX

Ἀπὸ νωρὶς μυθιστορίες
ἀπ’ ὅ τιδήποτε, τῆς ἄρεσαν ∙
ἐρωτεύθη τὶς φαντασίες
τοῦ Richardson καὶ τοῦ Rousseau.
Ὁ καλός πατέρας της ἦταν
παληῶν ἐποχῶν ἀπομείνας ∙
δὲν ἔβλεπε στὰ βιβλία βλάβη ∙
δὲν εἶχε οὔτ’ ἕνα διαβάσει
τἆχε γιὰ μι’ ἀσχολία ἄχρηστη,
ποιὸν τόμο, δὲν τὸν ἔγνοιαζε,
κρυφά ἡ κόρη του κοίμιζε
στὸ μαξιλάρι ὥς τὴν αὐγή.
Ἡ σύζυγός του εἶχε καὶ αὐτή
μὲ Richardson ξεμυαλιστῆ.

3ο κεφ.

XXV

Ἡ κοκέττα ψυχρόαιμα κρίνει,
ἡ Τατιάνα χωρίς παιχνίδια
ἀγαπᾶ, χωρίς ὅρους ἐνδίδει
στὴν ἀγάπη, ὅπως ἡ παιδούλα .
δὲν λέει : «ἂς ἀναβάλωμε― ἔτσι
ἀνατιμᾶμε τὴν ἀγάπη
καὶ στὸ δίχτυ μας θὰ τὴν σύρωμε∙
πρῶτον, τὴν ματαιοδοξία διώκομε
ἀπ’ τὴν ἐλπίδα, γεννῶμε ἐμπλοκή,
παιδεύουμε τὴν καρδιὰ, κἔπειτα
θὰ ζωπυρώσωμε τὴ ζήλεια∙
πλήττοντας ἀπ’ την ἡδονή
δύναται ὁ πονηρὸς δεσμώτης
κάθε στιγμή νὰ δραπετεύσει.»

XXVI

Μιὰ δυσκολία ἀκόμη προβλέπω:
Γιὰ νὰ περισώσω της γῆς μας
τὴν τιμὴ, ὀφείλω νὰ μεταφράσω
τὴν ἐπιστολή της Τατιάνας.
Ἤξερε ἄσχημα ρωσικά,
δὲν διάβαζε περιοδικά
δικά μας, μὲ κόπο ἐκφραζόταν
στὴν ἴδια μητρική της γλῶσσα,
ἔτσι, ἔγραψε στὰ γαλλικά…
Τὶ νὰ κάνει! Τὸ ξαναλέω:
Ἕως τώρα τῶν γυναικῶν ὁ ἔρως
δὲν εἶχε ἐκφρασθῆ ρωσικά,
Ἕως τώρα ἡ πέρφανή μας γλῶσσα
δὲν εἶχε ἐπιστολογραφία.

XXXI

Τὸ γράμμα αὐτὸ τῆς Τατιανῆς
μπρός μου ἔχω φυλάξει μ’ εὐλάβεια
Τὸ μελετῶ ὅλο μὲ κρυφή
θλίψη, ξανὰ καὶ ξανὰ ἀκούραστα.
Ποιὸς τὴ δίδαξε τέτοια γλύκα
τέτοια λατρευτή ἀπρονοησία;
Ποιὸς, αἰσθαντικές ἀνοησίες
καρδιῶν παράλογες συνομιλίες,
γεμάτες γοητεία καὶ κίνδυνο;
Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω. Ἀλλὰ νά,
ἡ ἀνίσχυρη ἐλλιπής μεταφορά
ὠχρὸ ἀντίγραφο ζῶντος πίνακος,
Freischutz ποὺ παίζουν δάκτυλα
μιᾶς ντροπαλής μαθήτριας.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΝΕΓΚΙΝ
«Σᾶς γράφω —τὶ ἄλλο πιὸ πολύ;
Τι ἄλλο μπορῶ νὰ πῶ; καὶ τώρα
ξέρω, εἶναι στὴ δική σας διάθεση
νὰ ἐκδικηθῆτε ἐμὲ μὲ καταφρόνια.
Μὰ ἂν γιὰ τὴν ἄμοιρη μεριά μου
μιὰ στάλα οἴκτου ἔχετε φυλάξει,
δὲν θα μἀφήσετε μονάχη.
Ἀρχικά ἤθελα νὰ σωπάσω∙
τὴν ντροπή μου, πιστέψτε μέ,
δὲν θὰ μαθαίνατε ποτέ
ἂν εἶχα τὴν ἐλπίδα, σπάνια,
ἔστω μιὰ φόρα τὴ βδομάδα
νὰ σᾶς ἔβλεπα στὸ χωριό μας
νἀκούω μόνο τὴν λαλιά σας
μιὰ λέξη νὰ σᾶς λέω, κατόπι
νὰ σκέπτομαι ἕως τὴν ἐπομένη
ἀντάμωση αὐτό, μέρα νύχτα.
Μὰ, ὥς λένε, εἶστ’ ἀκοινώνητος∙
ἔρημη τὴν ἐπαρχία βρίσκετε,
ἑμεῖς… δὲν λάμπομε, ὡστόσο
τὴν εὐθυμία μας θερμά δέχεστε.
Γιατί πισκεφθήκατε ἑμς;
Σὲ ξεχασμένου χωριοῦ βύθη
ποτὲ δὲν θα σᾶς γνώριζα
βάσανο δὲν θἆχα γνωρίσει
τῆς ἀπειρίας οἱ συγκινήσεις
μὲ τὸν πολὺν καιρὸ θὰ φεύγαν
θαὕρισκα φίλο τῆς καρδιᾶς μου
καὶ μιὰ πιστή σύζυγος θἆμουν
καὶ μία ἐνάρετη μητέρα.
Ἄλλον! … οὐδέποτε στον κόσμο
ἄλλος θἄπαιρνε τὴν καρδιά μου!
Ἐξέδωσε τὸ ἄνω συμβούλιο
γιὰ πάντα…τὸ θέλημα τοῦ Ἐμπυρέου:
δική σας εἶμαι∙ ἡ ζωή μου ἐγγύη
μπῆκε γι’αὺτὸ τὸ «χαῖρε» σας∙
Ξέρω, ὁ Θεὸς σᾶς ἔχει στείλει
νὰ μεἶστε ἕως μὲ τὸν τάφο φύλακας… 
Ἐφανεροῦσθε στὰ ὄνειρά μου
κἀόρατο, σᾶς ἀγάπαγα ἤδη
μἐπόναε ἡ ὑπέροχη σας ὅψη
καὶ ἤχει ἡ φωνή σας στὴν καρδιά μου
καιρό πρίν…καὶ δὲν ἦταν ὕπνος!
Μπήκατε, καὶ τἀντελήφθην ὅλα

ἔκπληκτη, σὲ μία λάμψη μέσα
καὶ στὴν σκέψη μου εἶπα: εἶν’ ἐκεῖνος!
Δεν εἶναι ἀλήθεια; γὼ σᾶς ἄκουα:
ὡμιλεῖτε μοῖ στὴν σιωπή
ὅταν τοὺς φτωχοὺς βοήθαα
ἤ μὲ τὴν προσευχή ὑγίαζα

τῆς ψυχῆς τὴν  μαύρη χολή.
Σεῖς σ’ ἐμέ, μὲ χαρά κἀγάπη
δὲν ψυθίζατε ἐλπίδας λέξεις;
Εἶστε ὁ φύλακας ἄγγελός μου
ἤ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς πλάνους τοὺς δόλιους;
τὴν ἀπορία μοῦ διαλευκάντε.
ἴσως εἶν’ ὅλο μια δόξα κενὴ
ποὺ ξεγελᾶ μι’ ἄπειρη ψυχῆ!
καὶ ἄλλο τὸ πεπρωμένο νἆναι …
Ἔστω! σὲ σᾶς ἀπ’ δῶ καὶ ἐμπρός
τὴ μοίρα μου ἐμπιστεύομαι
καὶ μπρὸς σας δάκρυα χύνω γὼ
τῆς προστασίας σας δέομαι…
Φανταστεῖτε: ἐδῶ εἶμαι ὁλόμονη
κανεὶς δὲν με καταλαβαίνει,
ἡ λογική μου εἶν’ἀδύναμη
καὶ νὰ χαθῶ στὴ σιωπή πρέπει.
Σᾶς ἀναμένω: μὲ ἕνα σᾶς βλέμμα
τὶς ἐλπίδες τῆς καρδιᾶς μου ἀναθάλψτε
ἤ τὸν βαρύ ὕπνο μου διακόψτε
ἀλὶ,  μ’ἄξια κατηγορία! 
Τελειώνω! Τρέμω τὴν ἀνάγνωση
ντροπή καὶ φόβος μὲ πεθαίνουν
κὅμως ἡ τιμή σας μεἶναι ἐγγύηση
καὶ μὲ θάρρος σ’ αὐτὴν πιστεύω…
 onegin3

 

onegin1(απόδοση Γ.Α.Σιβρίδης)