Άγγελος Χ. Μπατουδάκης: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών (α)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Οι Khlysty

 

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η οργή της Αφροδίτης

1.  Ένας γάμος συμφέροντος -Η βίλα με τις κυρίες

1880, Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Ακούγεται το κλάμα ενός νεογέννητου. Ο πατέρας του ήταν έλληνας από την Κωνσταντινούπολη. Πήγε στην Σεβαστούπολη το 1856, μόλις τέλειωσε ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Έπιασε δουλειά σε έναν έλληνα έμπορο. Εκείνος του γνώρισε τις κεφαλές της παροικίας. Ο υπάλληλός του τους τύλιξε. Έγινε κισσός και σκαρφάλωσε πάνω τους.

Πήρε ρώσικο επίθετο. Έγινε ο Κονσταντίν Τσακάλωφ. Ήταν ένας πολλά υποσχόμενος. Ένας χαμογελαστός. Επί είκοσι χρόνια πλούτιζε. Το 1875 ήταν πια  καιρός να παντρευτεί. Έψαξε στις καλές οικογένειες της  παροικίας. Ήθελε  προίκα. Την βρήκε. Ανέλπιστα η νύφη ήταν όμορφη.

Εκείνη είδε στο πρόσωπό του ένα λιοντάρι. Θα υπερασπιζόταν την κοινωνική της θέση. Θα εγγυόταν την ευημερία της. Όλοι της έλεγαν το ίδιο: «Να κοιτάξεις πρώτα τον χαρακτήρα». Ο πνευματικός της συμφωνούσε: «Πρώτα έρχεται ο χαρακτήρας. Ο έρωτας έρχεται μετά».

Τα «πρέπει» ήταν ο Θεός, οι «επιθυμίες» ο διάβολος. Ήσουν ο Αβραάμ, ο Θεός ζητούσε την θυσία του Ισαάκ. Εσύ λυπόσουν το παιδί σου. Αυτό ήταν μια επιθυμία. Δεν την ακολουθούσες και το θυσίαζες. Ύστερα ο Θεός έβγαζε τη μάσκα του. Ήταν ο Βαάλ.

Έγινε ένας υπέροχος γάμος. Η Αφροδίτη όμως θύμωσε. Συγχωρούσε την πορνεία και τις μοιχείες, επειδή περιείχαν πάθος. Οι μικροϋπολογισμοί προσέβαλαν την εξουσία της. Δεν τους συγχωρούσε ποτέ.

Ο γαμπρός πήγαινε στην βίλα με τις κυρίες. Είχε φώτα και μουσική. Οι κύριοι έπαιζαν χαρτιά. Μιλούσαν για δουλειές. Σχολίαζαν τα πολιτικά. Κάποτε χάνονταν στα πίσω δωμάτια.  Ο Αλέξανδρος ο Α΄ είχε ερωμένη. Την εγκατέστησε στο παλάτι του. Η σύζυγός του έγινε φίλη της. Έπαιζαν μαζί μπριτζ. Μετά ο τσάρος μόνασε και έγινε άγιος.

Ο μεθεπόμενος τσάρος είχε ερωμένη μια φοιτήτρια. Ήταν από το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Συναντιόντουσαν στο Παρίσι. Τους συζητούσε όλη η Ευρώπη. Όταν πέθανε η τσαρίνα χάρηκαν πολύ. Ο Νικόλαος ο Β΄, είχε ερωμένη μια μπαλαρίνα. Τα μπαλέτα ανακάλυψαν το ταλέντο της. Δεν ήταν καλή στις πιρουέτες αλλά είχε εκφραστικότητα.  Κάποια στιγμή τον έκαναν και αυτόν άγιο.

Για τις κυρίες δεν υπήρχαν ανοχές. Όσες παραστρατούσαν έχαναν τα πάντα, περιουσία και παιδιά. Πηδούσαν στις ράγες των τρένων σαν την Άννα Καρένινα. Η μητέρα του  νεογέννητου ήταν δυστυχισμένη με το γάμο της. Όσο κυοφορούσε τον Πέτρο έπινε. Προσπαθούσε να ξεχωρίσει τον Ιεχωβά από τον Βαάλ. Μάλωνε τις υπηρέτριες. Το μωρό γεννήθηκε οργισμένο.

 

2. Η κυρία Τσακάλωφ βασάνιζε τα παιδιά της -Η υστερία

Η κυρία Τσακάλωφ έκανε συνολικά τέσσερα παιδιά. Πρώτα τον Αντρέι, τον πρωτότοκο. Ύστερα δυο δίδυμες κόρες. Τέλος, το 1880, εκείνο το μωρό. Ήταν όλα τους μπελάς. Έκλαιγαν και της ζητούσαν να τα αγκαλιάζει. Εκείνη ήθελε την ησυχία της. Για να κάνει τι; Δεν έκανε τίποτα, κοιτούσε συνέχεια το κενό.

Δεν είχε γάλα να τα θηλάσει. Συνέβαινε σε όλες τις κυρίες της εποχής της. Χρησιμοποιούσαν τις τροφούς. Ήταν απλές γυναίκες που είχαν μόλις γεννήσει. Κατά τρόπο παράδοξο, είχαν γάλα και για τα δικά τους μωρά και για τα ξένα. Η ιατρική δεν εξήγησε ποτέ  το παράδοξο. Τον επόμενο αιώνα αναπτύχθηκε περισσότερο σαν επιστήμη. Αλλά το φαινόμενο σταμάτησε. Δεν το εξήγησε ποτέ.

Η κυρία Τσακάλωφ έδενε τα χέρια των τριών μεγάλων στα κάγκελα των κρεβατιών τους. «Για να μην πιπιλάνε τα δάκτυλά τους», έλεγε. Ο ύπνος τούς γινόταν μαρτύριο. Κάποιες νύχτες έμεναν ξάγρυπνα. Έβαζε τις υπηρέτριες να τους κάνουν κρύα ντους. «Έκανε καλό στην υγεία», έλεγε. Το είχε διαβάσει στη Μεγάλη Ιατρική Εγκυκλοπαίδεια. Ένα καταχείμωνο έβγαλαν τον Πέτρο από την μπανιέρα μπλε.

Ο Κονσταντίν δούλευε μέχρι αργά. Η κυρία Τσακάλωφ άφηνε τα τρία μεγάλα στις γκουβερνάντες κι έτρεχε στους χωρούς. Έπαιρνε μόνο τον Πέτρο μαζί της, επειδή έκλαιγε. Στα σαλόνια, τον παρέδιδε στις υπηρέτριες. Εκείνες τον έβαζαν να κοιμηθεί. Οι κυρίες χόρευαν, χόρευαν, χόρευαν. Οι κύριοι βαριόντουσαν. Εκείνες τους τραβούσαν να σηκωθούν. Έπρεπε να χορεύουν, χορεύουν, χορεύουν. Ζούσαν μονάχα όταν στροβιλίζονταν.

Ήταν η εποχή μια νέας αρρώστιας: Της υστερίας. Οι κυρίες λιποθυμούσαν με την παραμικρή συναισθηματική κορύφωση. Σε κάθε χορό συνέβαινε και μια  λιποθυμία.  Η νόσος εμφανίστηκε κάπου το 1860. Στο δυτικό τμήμα του βορείου  ημισφαιρίου. Και προσέβαλε μόνο τις κυρίες. Είχε γεωγραφικό και ταξικό περιορισμό. Οι γιατροί ανακάλυψαν μια μέθοδο προσωρινής θεραπείας: Τις μαλάξεις της μήτρας. Κάποιοι διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους.

Το 1900, οι γιάνκηδες εφήρμοσαν την επιστημονική ανακάλυψη σε μια συσκευή. Έφτιαξαν ένα ηλεκτροκίνητο έμβολο. Το διαφήμιζαν δίπλα στα μοντέλα του φωνόγραφου. Οι λεζάντες έγραφαν: «Λειτουργεί και με συνεχές και με εναλλασσόμενο ρέυμα». Η ιατρική δεν νίκησε ούτε αυτή την νόσο. Της συνέβη ότι και με το μητρικο γάλα. Μόλις προόδευσε, η νόσος εξαφανίστηκε.

 

3. Οι τρεις θόρυβοι, η παγωνιά και το φως -Το γέλιο της Αφροδίτης

Η μανούλα χόρευε. Το μωρό ξυπνούσε και τσίριζε. Οι υπηρέτριες την καλούσαν. Η κυρία Τσακάλωφ έτρεχε και το έπαιρνε αγκαλιά. Το μάλωνε: «Πέτια, Πέτερ, Πέτρο, Πετράκη, Πετρούτσκα, θα αφήσεις ποτέ την μανούλα ήσυχη;». Ξεσπούσε σε γέλια. Γύριζε στο σαλόνι τρέχοντας στις μύτες των ποδιών της. Στη μνήμη του Πέτρου καταχωρήθηκαν τρεις θόρυβοι: Τα γέλια, το σύρσιμο του φορέματος της μητέρας του, το σύρσιμο των επίπλων -τα μετακινούσαν πριν από κάθε χορό. Επίσης η παγωνιά και το φως. Κρύωνε και τον τύφλωναν οι πολυέλαιοι.

Απέκτησε ένα συναίσθημα απόλυτης έκθεσης: Ένιωθε ότι  βρισκόταν στη μέση ενός πεδίου. Ότι έρχονταν από παντού παγωμένες αύρες και φως. Έγινε αγχωτικός. Έφτασε τα πέντε. Στα κρύα μπάνια προστέθηκε το δέσιμο των χεριών. Στα οκτώ του, έσπασε το εκκρεμές που είχαν στο σαλόνι. Το έφτασε βάζοντας μια καρέκλα. Ο Κονσταντίν Τσακάλωφ του ζήτησε τον λόγο. «Δεν άντεχα να το ακούω την νύχτα», του απάντησε ο Πέτρος. Κανείς δεν τον πίστεψε. Κανείς άλλος δεν το άκουγε. Έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο.

Ο πατέρας  κατέφευγε όλο και πιο συχνά στη βίλα. Μάταια, τα κομμάτια της ψυχής του παρέμεναν χωρισμένα. Με το χρόνο γίνονταν περισσότερα. Έχασε το  σθένος του. Ήταν όμως απαραίτητο για τις επιχειρήσεις του.  Το 1890 πτώχευσε. Οι Τσακάλωφ άλλαξαν πόλη. Πήγαν σε μια μικρότερη.

Ο Πέτρος ήταν δέκα ετών. Χάρηκε, θα ξέφευγε από τo φως, τον αέρα, τους τρεις θορύβους. Μα εκείνοι τον ακολούθησαν, μπήκαν στο νέο τους σπίτι. Η μητέρα σταμάτησε τους χορούς. Ο πατέρας δεν πήγαινε συχνά στην δουλειά του, έμενε σπίτι. Δεν έμπαινε πια στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμόταν σε έναν καναπέ. Έκανε δύο επιχειρήσεις ακόμα. Έχασε το μεγαλύτερο μέρος της προίκας. Εκτός από κάποια μισθώματα.

Η μητέρα στράφηκε στους δικούς της. Τους ζήτησε βοήθεια. Εκείνοι τρόμαξαν, είδαν την φτώχεια να κοντοζυγώνει. Την έδιωξαν. «Ότι πήρες, πήρες», της είπαν. Ο Κονσταντίν κλείστηκε στο σπίτι για πάντα. Διάβαζε μυθιστορήματα. Η Αφροδίτη έσκασε στα γέλια. Εκείνοι οι δύο την περιφρόνησαν για τα χρήματα. Έχασαν την δύναμη του έρωτα κι έμειναν απένταροι.

 

4. Ο χειρότερος μαθητής -το μαχαίρι

Την πρώτη μέρα στο νέο σχολείο, η δασκάλα ρώτησε τον Πέτρο για το προηγούμενο. Εκείνος απάντησε υπερήφανα ότι ήταν ιδιωτικό. Η δασκάλα χαμογέλασε παράξενα. Τον εξέταζε συνέχεια. Κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Ο «νέος μαθητής» δεν ήξερε ορθογραφία, δεν ήξερε συντακτικό, δεν μπορούσε να εκτελέσει ούτε μια μαθηματική πράξη. «Το ιδιωτικό σχολείο δεν σε έμαθε τίποτα», του έλεγε. Οι συμμαθητές του γελούσαν. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.  Η δασκάλα κατέληγε στο επόμενο συμπέρασμα: «Μη διαμαρτύρεσαι! Το ιδιωτικό σχολείο σου χάλασε και τον χαρακτήρα».

Οι μήνες περνούσαν. Ο Πέτρος ξέχασε να μιλάει. Άρχισε να τραυλίζει. Ήταν συνέχεια αφηρημένος. Στη μέση της χρονιάς, έγραψε την καλύτερη έκθεση. Η δασκάλα αποφάνθηκε ότι την αντέγραψε. Τα αποδεικτικά στοιχεία: Ένας μαθητής τον είδε να κρύβει το γραπτό του. Πέρασε ένας μήνας, ο Πέτρος έβρισε την δασκάλα. Μια άλλη μέρα έφυγε από την τάξη χωρίς να πάρει άδεια. Ήταν διάλειμμα και νόμισε ότι είχαν τελειώσει.

Λίγες μέρες αργότερα, οι συμμαθητές του τον είδαν με ένα μαχαίρι. Ήταν απόγευμα, περπατούσε στους δρόμους αφηρημένος. Το είχε κρυμένο στα ρούχα του, αλλά διακρινόταν η λάμα του. Η δασκάλα τρόμαξε. Η πόλη τους διατηρούσε μια φοβερή ανάμνηση: Κάποιος πολίτης είχε κρυφτεί στα δάση και τους επιτίθετο στα ξαφνικά. Είχε ένα μαχαίρι και κάρφωνε όποιον έβρισκε μπροστά του. Ύστερα το έβαζε στα πόδια. Τον κυνήγησε ο στρατός, οι πολίτες έβγαιναν παγανιά με όπλα και σκυλιά, αλλά εκείνος τους ξέφευγε συνέχεια. Οι επιθέσεις του κράτησαν τρία χρόνια.

Ο Πέτρος έκρυβε το μαχαίρι του σε ένα λάκκο.

 

5. Η γέννηση ενός τέρατος

Το μυαλό του Πέτρου γέμισε από μια ιδέα. Την επεξεργαζόταν επί χρόνια. Η κοινωνία είχε μόνο ένα σκοπό: Κάποιοι να νικήσουν τους άλλους και να τους ρίξουν στη θέση των ηττημένων. Το παιχνίδι το είχε χαμένο από την αρχή. Δεν θα γελούσε ποτέ μαζί με τους νικητές. Δεν θα γιόρταζε ποτέ στις γιορτές τους.. Δεν θα εντασσόταν ποτέ σε κάποια ομάδα. Ήταν μονήρης, ακοινώνητος, μισάνθρωπος. Έτσι θα ήταν πάντα με τους ηττημενους.

Κατάλαβε τον μισό Νίτσε -και δεν ήξερε καν το όνομά του. Κατάλαβε τι κρυβόταν πίσω από την ηθική του Καντ, πίσω από τον χριστιανισμό των μαζών, πίσω από τις ιερές λέξεις της γαλλικής επανάστασης. Τα κοπάδια ζητούσαν την ευτυχία τους, την «ευλογία του Θεού». Ήταν κτισμένη πάνω στη δυστυχία των άλλων. Οι λέξεις αγάπη, ειρήνη, ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη, δικαιοσύνη, πατρίδα, ήταν τα συμφέροντά τους, η κουκούλα του φονιά, η ασπίδα του και το μαχαίρι του.

Οι μάζες δεν ζητούσαν ισότητα με τους αρχηγούς τους. Αντίθετα, ζητούσαν να συγκεντρωθεί όλη η εξουσία σε αυτούς. Αναζητούσαν τον «καλό βασιλιά», τον σοφό Σολομώντα, εκείνον που θα έκανε δούλους τους τα γύρω έθνη. Θα τους έπαιρνε κάθε χρόνο εξακόσια εξήντα έξι τάλαντα και θα τα έδινε στο λαό του. Δεν ζητούσαν την ελευθερία τους απο τους αρχηγούς τους. Ζητούσαν την ανεξαρτησία της ομάδας τους από τις υπόλοιπες. Δεν ζητούσαν την δικαιοσύνη μέσα στην ομάδα τους, οι αρχηγοί τους μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν. Ζητούσαν δικαιοσύνη στη σχέση της ομάδας τους με τις άλλες.

Οι ιδεολογίες, ο κόσμος του πνεύματος, η τέχνη, η κουλτούρα, η θρησκεία, ήταν κοπάδια από πουλιά. Με τα κρωξίματα και το χτύπημα των φτερών τους σήκωναν θόρυβο. Κάλυπταν την βασική σχέση, την σφαγή, τον πόλεμο ποιοί θα είναι οι νικητές και ποιοί οι ηττημένοι. Κάλυπταν τις κραυγές των αιχμαλώτων, τα κλάματα των δουλων. Ο Πέτρος γελούσε. Όπως γελούσε και ο Νίτσε: «Εσείς τα πρόβατα λέτε ότι αγαπάτε. Ναι, αγαπάτε το κρέας των άλλων. Ε, λοιπόν και οι αετοί αγαπάνε. Αγαπάνε τα πρόβατα, αγαπάνε το κρέας σας». Βυθίστηκε στο μίσος. Η Αφροδίτη δεν ασχολήθηκε ξανά με τους Τσακάλωφ. Η εκδίκησή της είχε ολοκληρωθεί. Όπως στους αρχαίους μύθους, με τη γέννηση ενός τέρατος.

 

6. Ο άτυχος αδελφός -στολές και στρατιωτάκια

Ο Αντρέι, o πρωτότοκος, πήγε σε έναν πλούσιο θείο, ανύπαντρο και άκληρο. Η κυρία Τσακάλωφ είχε σχέδια: Ο Αντρέι να γίνει σαν γιός του και να τον κληρονομήσει. Ο θείος τον καλοδέχτηκε, μα λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκε. Έκανε δικά του παιδιά. Ο Αντρέι δεν πήρε τίποτα και οκτώ χρόνια μετά γύρισε στο σπίτι του. Στο εξής, η κυρία Τσακάλωφ θα τον αποκαλούσε «ο άτυχος».

Ο Πέτρος έγινε δεκατεσσάρων. Ανακάλυψε ότι του άρεσαν οι στολές. Ειδικά οι αγγλικές. Ήταν κόκκινες και μαύρες, είχαν τα πιο δυνατά χρώματα. Επίσης, η Ρωσία μισούσε τους άγγλους. Στον ίδιο βαθμό που συμπαθούσε τους γερμανούς. Η Ρωσία και η Αγγλία είχαν ανταγωνισμό παντού: Στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στην Ευρώπη, στην Κίνα. Η πραγματική αιτία του μίσους ήταν ο φόβος: Μήπως ο αγγλικός τρόπος επικρατούσε. Μήπως η Ρωσία των ευγενών και των στρατοκρατών, γινόταν μια χώρα των εμπόρων και των αστών.

Οι εφημερίδες και τα ζουρνάλ ήταν γεμάτα με τον αγγλικό στρατό. Ήταν παντού: Στο Κεμπέκ, στην βόρεια και νότια Αφρική, στην Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στην Ινδοκίνα, στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Ο Πέτρος συνέλεγε αποκόμματα. Η μητέρα του τον έβλεπε να διαβάζει σαν μεγάλος. Για κάποιο διάστημα τον καμάρωνε, έλεγε για αυτόν: «Ο Πέτια μου θα γίνει κάποτε σπουδαίος».

Ο Πέτρος απόκτησε ένα στρατό από μολυβένια στρατιωτάκια. Έπαιζε με τις ώρες. Έφτιαχνε και ο ίδιος από ξύλο και χαρτί. Έβαζε το ρωσικό ιππικό να επιτίθεται στους άγγλους. Οι αγαπημένοι του παρατάσσονταν, σχημάτιζαν τη διάσημη λεπτή γραμμή τους και θέριζαν τους συμπατριώτες του.

Τα παιχνίδια του γίνονταν αρρωστημένα. Οι άγγλοι βασάνιζαν τους ρώσους αιχμάλωτους. Πετούσε στρατιωτάκια σε λακουβίτσες και τους έβαζε φωτιά. Μια μέρα δεν βρήκε τα στρατιωτάκια του. Ρώτησε την μητέρα του που ήταν. «Τα πέταξα», του απάντησε. «Όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο».

7. 1880 -οι τρεις μοίρες

Το 1880, την χρονιά που γεννήθηκε ο Πέτρος, η Αγγλία νίκησε το Αφγανιστάν. Το 1910 θα κατείχε το ένα τρίτο της Γης. Ήταν η πρώτη κοινοβουλευτική δημοκρατία και έγινε η μεγαλύτερη αυτοκρατορία της ιστορίας. Αντιφατικό; Όχι, μια διαλεκτική σχέση. Το ίδιο έτος η Γαλλία προσάρτησε την Ταϊτή. Θα κατακτούσε και την Ινδοκίνα. Ήταν η πρώτη λαϊκή δημοκρατία. Προσπάθησε τρεις φορές να γίνει αυτοκρατορία. Η πρώτη ήταν με τον Ναπολέοντα τον Α΄, η δεύτερη με τον Ναπολέοντα τον Γ΄, το 1880 προσπαθούσε ξανά.

Την ίδια χρονιά πολέμησαν μεταξύ τους το Περού και η Χιλή. Πριν ανήκαν στους Ισπανούς, τότε είχαν ειρήνη. Τα έθνη ήταν οι μεσαίες τάξεις της βιομηχανικής εποχής. Η εθνική ενότητα ήταν η αντανάκλαση στη συνείδηση της οικονομικής και διοικητικής ενότητας. Η μεσαία τάξη προσπαθούσε να επεκταθεί. Ξεκινούσε ένα τεράστιο, διάχυτο έγκλημα. Η δημοκρατία ήταν το εργαλείο, η κουκούλα και το όπλο.

Ο δέκατος ένατος αιώνας είχε τρία ονόματα: Ήταν ο αιώνας των αυτοκρατοριών, ο αιώνας των εθνικών κρατών και ο αιώνας των δημοκρατιών. Τα μεγέθη αυτά ήταν παράλληλα. Ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε δημοκρατίας ήταν ο εσωτερικός. Το απέδειξαν οι εξεγέρσεις της Νέας Υόρκης, το 1863 και του Παρισιού το 1870. Οι διαφορές λύθηκαν με τα κανόνια. Το 1870, ο εθνικός εχθρός, οι Γερμανοί, κάθονταν έξω από το Παρίσι και κοιτούσαν.

Στην Ρωσία, η μεσαία τάξη ήταν παρδαλή. Σχεδόν κανείς τους δεν εργαζόταν πραγματικά. Αποτελείτο από στρατιωτικούς, μικρούς ευγενείς, διανοούμενους, «μανδαρίνους», κατώτερους δημόσιους υπαλλήλους που τους απέλυαν για να προσλάβουν στη θέση τους άλλους, κληρικούς, μοναχούς, απατεώνες και τους συγγενείς τους. Το 1880, όλοι αυτοί ζητούσαν σύνταγμα. Συγχρόνως, ήταν θιασώτες του ρώσικου ιμπεριαλισμού, κήρυκες του πανσλαβισμού, ιεροκήρυκες της ορθοδοξίας.

Πάνω από την κούνια του μωρού συγκεντρώθηκαν οι τρεις μοίρες: Η ιστορία, η κοινωνία και η οικογένεια.  Άπλωσαν τα ραβδάκια τους στο μωρό. Η πρώτη το ευλόγησε: Το 1880, η οικονομία περνούσε από την μαζική παραγωγή στη μαζική κατανάλωση. Άρχιζε η εποχή της τυποποίησης. Αναπτύσσονταν οι χώρες με τους συμπαγείς πληθυσμούς: Οι Πολιτείες της Αμερικής, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ρωσία.

Η πατρίδα του Πέτρου γέμισε εργοστάσια. Πλημμύρισε την Ευρώπη με σιτηρά και βούτυρο. Μέχρι τότε έφτιαχνε μονο σκούπες. Το 1950, ξεπέρασε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη. Έγινε η δεύτερη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη. Η ιστορία την έκανε ένα δυνατό άτι. Ο Πέτρος καβάλησε πάνω του.

Ακολούθησε το ραβδάκι της κοινωνίας: Όλοι στη Ρωσία ζητούσαν αλλαγές. Ήθελαν μια νέα ανισότητα: Να κυριαρχήσουν όσοι θα είχαν την πολιτική εξουσία. Ήθελαν μια νέα ανηθικότητα: Να κυριαρχήσουν οι αρχηγοί των πολιτικών ομάδων.  Το 1881, οι μηδενιστές δολοφόνησαν τον τσάρο. Το παλάτι ενίσχυσε την Οχράνα. Άπλωσε τα δίκτυα της παντού. Ο Πέτρος χρησιμοποίησε την Οχράνα και τη νέα ανισότητα, παραδόθηκε στη νέα ανηθικότητα.

Η τρίτη μοίρα ήταν η οικογένεια. Ο Πέτρος έγινε ένα τέρας. Μα ίσως να ίσχυσαν τα λόγια του ποιητή: Το τραύμα «να ήταν ένα θαύμα». Ίσως το κακό να λειτούργησε σαν δώρο.

 

8. Η λάμπα πυρακτώσεως και η διαλεκτική

Ο Πέτρος μισούσε τη μητέρα του, την οικογένεια του, την πατρίδα του και τον λαό της. Η Αγία Ρωσία ήταν γι’ αυτόν η πόρνη Βαβυλώνα. Τα παιδιά στην επαρχία πέθαιναν μωρά, επειδή οι μάνες τους τα τάιζαν λαρδί. Ήταν μια αλυσιδωτή αντίδραση που την προκαλούσε η ανέχεια. Πέθαιναν κατά εκατομμύρια. Γίνονταν πουλιά. Σκέπαζαν τον ουρανό.

Ο στρατός έκαιγε τα ξένα χωριά. Οι άγιοι στρατιώτες βίαζαν ομαδικά.  Προηγουμένως έκαναν τον σταυρό τους. Ο νεαρός Τσακάλωφ τους μισούσε. Τι σύμπτωση! Το 1882, ο Ερρίκος Ύψεν έγραψε τον Εχθρό του Λαού. Η «αρρώστια» του Πέτρου κυκλοφορούσε. Αργότερα, κάπου το 1917, ο Πέτρος άλλαξε γνώμη: Αισθάνθηκε την ενότητα των πάντων, αισθάνθηκε ότι οι μικρές ψεύτικες ενότητες ήταν είδωλα μιας μεγάλης αληθινής.

Το 1880, έγινε κάτι ακόμα: Στην Αμερική εφευρέθηκε η λάμπα πυρακτώσεως. Ξεκίνησε η βιομηχανική της παραγωγή. Ο Πέτρος τις συμπαθούσε εκείνες τις Πολιτείες. Μετά το 1900, τις θεωρούσε την πρωτοπορία της ανθρωπότητας. Η λάμπα ήταν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της υλιστικής διαλεκτικής. Το φως νικούσε το σκοτάδι, με έναν τρόπο που δεν φαντάστηκαν ούτε οι ιερείς, ούτε οι φιλόσοφοι. Μέσα από τη διαλεκτική της καθημερινής πράξης, πραγματοποιείτο το αίτημα του Γκαίτε για «περισσότερο φως». Κάπου το 1917 ο Πέτρος κατάλαβε κάτι ακόμα, η πράξη θα επαναπροσδιόριζε το φως, θα επαναπροσδιόριζε και τον λαμπτήρα.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Εμπρηστής, αλήτης και πράκτορας

1. Οι νεκροί του χειμώνα -το κοριτσάκι νεοσσός -ο εμπρησμός

Η άνοιξη ξεσκέπαζε τους νεκρούς του χειμώνα: Ήταν νεαρές υπηρέτριες,  πλανόδιοι άνεργοι και ορφανά. Τα τελευταία σχημάτιζαν κοπάδια. Ήταν μια ρώσικη ιδιαιτερότητα, τα ανέφερε ο Τρότσκι στην Προδομένη Επανάσταση.  Ξεκίνησαν να σχηματίζονται τον δέκατο ένατο αιώνα, όταν κατέρρευσαν οι παραδοσιακές δομές. Διατηρήθηκαν μέχρι τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Σε κάποια απομνημονεύματα αναφερόταν μια συγκλονιστική σκηνή. Από ένα ποταμόπλοιο πέταξαν μουχλιασμένα ψωμιά στο ποτάμι. Η όχλη ζωντάνεψε. Εμφανίστηκε ένα κοπάδι παιδιά. Βούτηξαν στα νερά και έπιασαν τα ψωμιά.

Ο Πέτρος ταυτιζόταν με τους νεκρούς του χειμώνα. Τους θεωρούσε θύματα των ομάδων.  Έγινε δεκαπέντε. Ήρθε η άνοιξη. Τα απογεύματα καθόταν στην βεράντα τους.  Κάποιες φορές θυμόταν τα χαμένα του στρατιωτάκια. Ένα απόβραδο εμφανίστηκε ένα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι. Περπατούσαν στη μέση του δρόμου, κουβαλούσαν μπόγους, ήταν άνεργοι που άλλαζαν πόλεις. Το κοριτσάκι γύρισε και τον κοίταξε. Είχε δυο τεράστια μάτια. Έμοιαζε με νεοσσό.

Η γυναίκα άρχισε να βοηθάει στα σπίτια. Ο σύζυγός της ήταν συνέχεια κρυμμένος. Έναν μήνα μετά, τον προσέλαβαν στην δημοτική βιβλιοθήκη σα βιβλιοθηκάριο. Έτρεμε, η φωνή του μόλις έβγαινε, καθόταν συνέχεια δίπλα στην σόμπα. Αμέσως μετά αρρώστησε η γυναίκα, έμειναν πάλι με ένα μισθό. Ήρθε το καλοκαίρι. Η εποχή του οργώματος. Τα άλογα χαλούσαν τις φωλιές των πουλιών. Τσαλαπατούσαν τους νεοσσούς. Τα άροτρα τους έκοβαν στα δύο. Οι χωρικοί τους έλιωναν με τις μπότες τους. Ο κόσμος έφτιαχνε το ψωμί του.

Κάθε σούρουπο η βιβλιοθήκη έκλεινε. Το ζευγάρι με το κοριτσάκι έκαναν  περίπατο.  Περνούσαν μπροστά από την βεράντα του Πέτρου.

Το φθινόπωρο, η πόλη δέχθηκε μια δωρεά. Ήταν από μια κυρία που είχε κτήματα στην περιοχή. Περνούσε μια φορά το χρόνο να τα δει. Ήταν βιβλία που μάζευε ο γιός της -είχε μόλις πεθάνει: Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, οι ουμανιστές, οι ανθρωπιστές, οι μυθιστοριογράφοι του δέκατου όγδοου αιώνα, οι κλασσικοί του δέκατου ένατου, περίπου εκατό τόμοι.

Η πόλη προκήρυξε προς τιμή της ένα διαγωνισμό. Θα βράβευαν το καλύτερο μαθητικό διήγημα και θα της τηλεγραφούσαν το αποτέλεσμα. Η τελετή θα γινόταν στην βιβλιοθήκη. Ο Πέτρος σκέφτηκε να γράψει κάτι προσβλητικό: Για έναν ήρωα σκώτο λοχία στην Μπαλακλάβα ή για ένα διεφθαρμένο ηγούμενο.

Έπιασε το χαρτί και την πένα. Μα έμαθε κάτι και σταμάτησε. Τα διηγήματα θα τα διάβαζαν πρώτα οι δάσκαλοι. Θα παρουσίαζαν όσα άξιζαν. Άλλαξε σχέδιο. Έφτασε η παραμονή της βράβευσης. Πήγε στη βιβλιοθήκη την ώρα που έκλεινε, ζήτησε ένα βιβλίο στο τέλος της αίθουσας, ο πατέρας του κοριτσιού με τα μάτια του νεοσσού απομακρύνθηκε. Ο Πέτρος έριξε στη σόμπα ένα κύλινδρο. Είχε μέσα μπαρούτι από τα φυσίγγια του Κονσταντίν. Η σόμπα ήταν σβηστή, η χόβολη όμως κρατούσε. Ο πατέρας του κοριτσιού έφερε το βιβλίο. Ο νεαρός Τσακάλωφ το πήρε και τον χαιρέτησε. Βγήκε από το κτίριο. Στάθηκε σε απόσταση.

Ο πατέρας έκλεισε, πέρασε από μπροστά του, ήταν βιαστικός, θα πήγαινε στον περίπατο της οικογένειας. Ο Πέτρος κοίταξε τα παράθυρα. Ο κύλινδρος θα ζεσταινόταν, το μπαρούτι θα έκανε έκρηξη, τα κάρβουνα θα πετάγονταν παντού. Ο αέρας ήταν ζεστός, η αίθουσα ήταν γεμάτη χαρτιά, η βιβλιοθήκη θα έπιανε φωτιά.  Άκουσε έναν υπόκοφο θόρυβο. Περίμενε μέχρι να δει τις φλόγες. Τίποτα. Έφυγε για το σπίτι του. Ξαφνικά ο δρόμος φωτίστηκε. Γύρισε το κεφάλι του. Οι φλόγες έλαμπαν στα παράθυρα. Τα ξημερώματα έμεναν όρθιοι μόνο οι πρωτότειχοι.

2. Το γέλιο που πάγωσε -τέσσερα χρόνια στους δρόμους

Γελούσε επί δύο ημέρες. Την τρίτη είδε την οικογένεια. Περπατούσαν στη μέση του δρόμου, κρατούσαν τους μπόγους τους, έφευγαν. Το συμβούλιο είχε απολύσει τον πατέρα, τον είχε θεωρήσει υπαίτιο για την πυρκαγιά: «Δεν έσβησε την σόμπα πριν φύγει, για να βρει την αίθουσα ζεστή, σπάταλος και ανεύθυνος, κατέστρεψε την βιβλιοθήκη μας, ήταν το κόσμημα της πόλης μας».  Ο πατέρας ορκίστηκε, έκλαψε.

Ο Πέτρος σκέφτηκε τους νεκρούς του χειμώνα. Τι θα γινόταν αν οι γονείς δεν έβρισκαν δουλειά; Η γυναίκα θα έμενε νηστική, θα έδινε το φαγητό της στο κοριτσάκι, θα πέθαινε. Ο πατέρας θα έφευγε κρυφά, το κοριτσάκι θα κατέληγε στα κοπάδια των ορφανών.  Κάποιο καλοκαίρι οι χωρικοί θα σκόνταφταν πάνω του.

«Αυτό το παιδί έχει τεράστια μάτια», θα έλεγαν.

«Μοιάζει με νεοσσό. Σαν αυτούς που σκοτώνουμε».

Έβλεπε παντού το κεφάλι του κοριτσιού. Τα μάτια του τον κοίταζαν με οργή. Έγινε ανυπόφορος. Δυο μήνες μετά, άφησε το σπίτι του. Οι γονείς του ένιωσαν ανακούφιση. Στην αρχή του έστελνε χρήματα η μητέρα του. Της τηλεγραφούσε από τις πόλεις που άλλαζε. Σύντομα τα εμβάσματα σταμάτησαν. Έψαχνε για δουλειά, μα όποιος τον έπαιρνε, τον έδιωχνε. Έμεινε στο δρόμο τέσσερα χρόνια. Έπεσε πιο κάτω από τους τσιγγάνους, πιο κάτω από τους ζητιάνους, τις νύχτες αγκάλιαζε το κορμί του, περίμενε να βγει ο ήλιος να ζεσταθεί. Μια νύχτα, κάποιοι αστυνομικοί τον έβαλαν στο  κρατητήριο για να μην πεθάνει από το κρύο. Τον κράτησαν εκεί τρεις μέρες.

Περνούσαν μήνες για να κάνει μπάνιο και όταν το κατόρθωνε, ήταν σε ποτάμια. Τον πέμπτο χρόνο έφτασε στη Μόσχα, σωριάστηκε σε μια λεωφόρο. Τον βρήκαν ετοιμοθάνατο, τον πήγαν σε ένα νοσοκομείο.

 

3. Η ξαδέρφη και η Αγία Αδελφότητα

Στη Μόσχα ζούσε και μια ξαδέρφη του. Έδωσε τα στοιχεία της σε μια νοσοκόμα. Την βρήκαν. Εκείνη τηλεγράφησε στους δικούς του. Οι γονείς απάντησαν σκληρά: «Για εμάς είναι νεκρός». Μια αδελφή του ξεκίνησε να τον συναντήσει.

Φεβρουάριος του 1901. Μόσχα. Μια άμαξα σταμάτησε έξω από το νοσοκομείο που βρισκόταν. Κατέβηκαν δυο κυρίες, η μία ήταν ντυμένη επαρχιώτικα, ήταν η αδελφή του, η άλλη σαν παριζιάνα, ήταν η ξαδέρφη του. Ανέβηκαν τις σκάλες, προχώρησαν στους διαδρόμους, μπήκαν στον θάλαμο του Πέτρου. Η αδελφή του τον αγκάλιασε. Έβαλε τα κλάματα. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο τραύματα. Έδειχνε γέρος. Του χτένισε τα μαλλιά και τα γένια. «Πέτρο, γιατί το έκανες αυτό στον εαυτό σου;».

Ο άσωτος μεταφέρθηκε στο σπίτι της ξαδέρφης. Έμεινε εκεί ένα μήνα. Εκείνη  επικοινώνησε με την «Αγία Αδελφότητα». Ήταν μια οργάνωση των ευγενών της Πετρούπολης, το βαθύ κράτος με ρόμπα και παντόφλες. Έγραψε μια επιστολή στον μικρό σοφό της, τον Ιβάν Πεντρένσκι, του εξέθεσε το πρόβλημα. Η απάντησή του παραλήπτη ήρθε με ένα τηλεγράφημα: «O άσωτος υιός πρέπει να βρει δουλειά. Αυτό θα διορθώσει τα πάντα». Ακολούθησε η απάντηση της ξαδέλφης: «Μόνο εσείς μπορείτε να του βρείτε, Ιβάν».

Ο μικρός σοφός συνοφρυώθηκε. Υπήρχε πολύ δουλειά στην Πετρουπολη. Το ένα τρίτο του πληθυσμού ήταν εργάτες. Ήταν κάπου τετρακόσιες χιλιάδες. Τα εργοστάσια πλήθαιναν, μεγάλωναν, προσλάμβαναν συνέχεια. Δεν μπορούσε όμως να δουλέψει εκεί ένας άσωτος. Στον Πέτρο ταίριαζε η γραφειοκρατία. Οι υπάλληλοι του κράτους αύξαιναν όπως οι εργάτες. Από την ίδια διαδικασία: Η διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής διεύρυνε και το κράτος. Ο μικρός σοφός δούλευε στο Τρίτο Γραφείο. Ω, ναι, στην Οχράνα! Τηλεγράφησε στην ξαδέρφη: Ο άσωτος υιός θα δούλευε μαζί του. Η ξαδέρφη έβαλε τον Πέτρο στο τρένο.

 

4. Ο Ιβάν και ο Πέτρος -το μάθημα

Ο Πεντρένσκι ήταν ψηλός και λεπτός, με αυστηρό ύφος, μάγουλα ρουφηγμένα από τις νηστείες, καλοντυμένος και λιγομίλητος. Είχε παλιές αξίες, σταθερές θέσεις και απόλυτο χαρακτήρα. Ήταν στα είκοσι τέσσερα, τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Πέτρο. Τα μαλλιά του είχαν κιόλας άσπρα.

Ο μικρός σοφός και ο άσωτος υιός έγιναν φίλοι. Η φιλία τους κράτησε τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Ο Πέτρος ένιωθε ευγνωμοσύνη για τον Ιβάν αλλά τον αντιμετώπιζε με αμφισβήτηση και ειρωνεία. Ο σοφός είχε λίγη από την ανοησία της εποχής του και λίγη από την ανοησία της τάξης του.

Ο Ιβάν και ο Πέτρος ανέβηκαν σε μια άμαξα. Έκαναν μια βόλτα στην πόλη. «Μην παίρνετε θάρρος», είπε ο Ιβάν. «Ο μισθός σας θα είναι μικρός. Ίσως ποτέ να μην γίνει μεγάλος. Δεν πειράζει, θα αποκτήσετε γνωριμίες, θα μπορέσετε να ξεκινήσετε μια δεύτερη δουλειά». Ο άσωτος υιός κούνησε το κεφάλι του. Έδειξε ότι καταλάβαινε. Ο Ιβάν του ανέφερε κάποιους σπουδαίους επιχειρηματίες. Είχαν ξεκινήσει από πράκτορες και είχαν ανέλθει μέσα από την Οχράνα.

«Θα σας συμβούλευα, η δεύτερη δουλειά σας να είναι τίμια», είπε ο Ιβάν. «Να μην μπλέξετε με λαθρεμπόρια, εκβιασμούς, σωματεμπορία, τοκογλυφίες και εμπρησμούς».

Ο Πέτρος χαμογέλασε από μέσα του. Οι εμπρησμοί ήταν κάτι σαν έθιμο. Οι εμπρηστές συνεννοούνταν με τους πυροσβέστες. Οι τελευταίοι εκμαίευαν αμοιβές από τους ιδιοκτήτες. Γίνονταν και εμπρησμοί από τους πράκτορες. Ηρεμούσαν τα πνεύματα στις πόλεις. Οι κάτοικοι έφτιαχναν ξανά τα σπίτια τους, έχαναν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική.

Ο Ιβάν αναφέρθηκε στην βασική ιδεολογία: «Η πατρίδα μας είναι ο φρουρός της αληθινής πίστης». Η Ρωσία ήταν η Τρίτη Ρώμη, η διάδοχος της Κωνσταντινούπολης, της Δεύτερης Ρώμης. Ο τσάρος Ιβάν ο Γ΄ είχε παντρευτεί την Σοφία Παλαιολογίνα, ήταν η ανιψιά του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι Ρώσοι είχαν μια ιερή αποστολή, να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να έρθει κοντά στο Θεό. Ήταν οι φρουροί της ορθοδοξίας.

Ο Πέτρος χαμογέλασε από μέσα του. Στη Νέα Υόρκη, κάθε Τρίτη, ένας μπάρμαν έκανε ένα σόου: Οι πόρνες του μαγαζιού έψελναν χριστιανικούς ύμνους. Μετά διάβαζε τα ποιήματά του. Υπήρχε και μια φυλή στον Αμαζόνιο: Πίστευαν ότι ήταν παπαγάλοι.

 

5. Ο ρώσος που έγινε ιουδαίος

Ο άσωτος υιός παρουσιάστηκε στις προσλήψεις. Ο αξιωματικός τον κοίταξε με απέχθεια: «Εσείς οι έλληνες είσαστε χειρότεροι και από τους εβραίους. Ήρθατε σαν πρόσφυγες. Χώνεστε παντού. Το βυζαντινό όνειρο μας κόστισε πανάκριβα».

Τα λόγια του ήταν ξόρκι. Ο Πέτρος άρχισε να μετατρέπεται σε ιουδαίο. Αργούσε να βάλει το χέρι στην τσέπη. Κάθε φορά που το έβαζε, γκρίνιαζε. Έφτιαχνε κομπόδεμα, ήθελε να νιώθει ασφάλεια.  Οι συνάδελφοί του είχαν την προστασία των ομάδων τους, δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Εκείνος δεν κρατούσε φιλίες, δεν θα έκανε ποτέ έναν καλό γάμο, δεν θα κληρονομούσε ποτέ κάποιους θείους.

Ήταν σαν τους «εβραίους» των πόλεων. Απλώθηκαν πάνω του τα χαρακτηριστικά τους: Ο συντηρητισμός, η εργατικότητα και η πρακτική σκέψη. Έγινε μίζερος. Απέκτησε και το παρουσιαστικό τους: Το αξύριστο πρόσωπo, το αχτένιστο, λιγδερό κεφάλι, το προσεγμένο μα φτηνό και τριμμένο ντύσιμο. Μιλούσε με την προσποιητή ταπεινότητά τους. Εκπλήρωνε το κύριο ιουδαϊκό χαρακτηριστικό, εκείνο για το οποίο επέπληξε ο Βάγκνερ τον Μέντελσον:  «Πως τολμάτε να λέτε ότι είστε γερμανός, κύριε; Εσείς οι ιουδαίοι είσαστε ταπεινοί. Εμείς οι γερμανοί είμαστε λαός υπερήφανος».

Επίσης, εκδήλωνε μια αμφισβήτηση για όλες τις αξίες. Σαν «εβραίος» διανοούμενος. Δεν ζητούσε νέες αξίες στην θέση των παλιών. Τις αρνιόταν όλες. Σύριζε εναντίον τους ειρωνείες και μισόλογα. Άρχισαν να τον φωνάζουν «τσιφούτη». Στην αρχή σκωπτικά. Μετά υποτιμητικά. Στο τέλος ψυχρά. Τοποθετήθηκε στη μνήμη των συναδέλφων του σαν ο «Πέτρος ο εβραίος», δίπλα στον Βάσια την μαϊμού, στον Αλιόσα τον κουτσό, στον Σεργκέι τον περίεργο, στον Ιγκόρ τον μέθυσο, στον Λέοντα τον καθηγητή, δίπλα στον αγαπημένο όλων, τον Μπόρις την αρκούδα. Ο άσωτος υιός αποδέχτηκε την νέα του ταυτότητα.

Οι συνάδελφοί του αναρωτιόντουσαν: Πως ένας τέτοιος ήταν στην Οχράνα και μάλιστα της Πετρούπολης; Η Μεγάλη Αικατερίνη τους απαγόρευσε να έρχονται στην πόλη. Ο Αλέξανδρος ο Β΄ έδιωξε τους ιουδαίους κάτοικους, εκτός βέβαια από τους πλούσιους. Ο Πέτρος είχε έρθει από την επαρχία, πως προσλήφθηκε;  Κατέληξαν ότι είχε ισχυρούς προστάτες. Άρχισαν να τον σέβονται.

 

6. Οι φοιτητές και η ταυτότητα του ανθρώπου

Τον έβαλαν να παρακολουθεί τους φοιτητές. Πήγαινε στα μαθήματα και στις παρέες τους. Έπαιρνε το πιο ηλίθιο ύφος, άκουγε και δεν μιλούσε. Κάποιοι έλεγαν ότι οι άνθρωποι είχαν μόνο μια ταυτότητα, την ανθρώπινη. Ανέφεραν τον Αλέξανδρο Δουμά. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα, ήταν αφρικανός από την Αμερική. Οι παλιές γκραβούρες έδειχναν τον Αλέξανδρο Δουμά κατάμαυρο. Αλλά ήταν πιο γάλλος από τους γάλλους: Γλεντζές, μπριόζος και σωβινιστής.

Ανέφεραν και τον Αλέξανδρο Πούσκιν, την δόξα της ρώσικης λογοτεχνίας. Ένας πρόγονός του ήταν από το Καμερούν. Ήταν σκλάβος του σουλτάνου, έφτασε στην Ρωσία σαν δώρο στον Μεγάλο Πέτρο. Ο Πούσκιν είχε νέγρικα χαρακτηριστικά, μα οι ζωγραφιές τα έκρυβαν.

«Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια θάλασσα», έλεγαν. «Πάνω της υψώνονται οι λέξεις σαν κύματα: Άνδρας ή γυναίκα, ρώσος, ιουδαίος, κοζάκος, μορφωμένος ή αμόρφωτος. Τα κύματα χάνονται συνέχεια στη θάλασσα. Στη θέση τους υψώνονται άλλα». Κάποιοι άλλοι διαφωνούσαν. Επέμεναν ότι ήταν ρώσοι ή ιουδαίοι. Το θεωρούσαν καθήκον στους δικούς τους. Έλεγαν ότι κουβαλούσαν μια κοινή μνήμη, μια αλήθεια. Κάποιοι άλλοι αρνούνταν την κοινή μνήμη, την αποκαλούσαν «νεκρή παράδοση» που «συντηρούσε ένα ψέμα».

Κάποιοι τρίτοι δεν πίστευαν στις ταυτότητες, ούτε καν εκείνη του ανθρώπου, ούτε καν εκείνη των πραγμάτων. Πίστευαν μόνο στις «διαλεκτικές αντιθέσεις». Κατ’ αυτούς, η ταυτότητα προέκυπτε από τα υπόλοιπα. Ήταν η άρνησή τους. Το μαχαίρι ήταν εκείνο που δεν ήταν πηρούνι ή κουτάλι. Οι ιουδαίοι ήταν οι μονοθεϊστές ευρωπαίοι. «Κάθε ομάδα ιουδαίων έχει τις δικές της τελετές», έλεγαν. «Και δεν έχουν καμία σχέση με εκείνες του αρχαίου Ισραήλ. Οι ιουδαίοι της Ουκρανίας είναι απόγονοι των Χαζάρων».

Οι Χάζαροι ήταν μια μεσαιωνική μονοθεϊστική αυτοκρατορία. Κυριαρχούσαν στην Κασπία και ύστερα απορροφήθηκαν. «Οι γερμανοί Ιουδαίοι είναι απλά και μόνο οπισθοδρομικοί προτεστάντες», έλεγαν.

Οι Κόκκινοι αρνούνταν ότι ήταν ρώσοι. Έλεγαν ότι δεν είχαν πατρίδα.  «Είμαστε διεθνιστές», έλεγαν, «έχουμε πατρίδα όλη την Γη». Κάποιοι άλλοι Κόκκινοι ήταν πιο ακραίοι, διαφωνούσαν με τους προηγούμενους: «Η πατρίδα Γη είναι η πατρίδα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου», έλεγαν. «Είναι μια εγωιστική ιδέα, ο πραγματικός διεθνιστής έχει πατρίδα το μέλλον». Κάποιοι τρίτοι Κόκκινοι συμπαθούσαν τους εθνικιστές: «Ο εθνικισμός αναζητάει έναν κοινό προορισμό», έλεγαν. «Από πίσω του λανθάνει η τελική ενότητα της κοινωνίας».

Ο Πέτρος τους παρακολουθούσε και τους κατέδιδε. Ακόμα και εκείνους που συμπαθούσε. Κάποιοι συνελήφθησαν. Κάποιοι άλλοι εξορίστηκαν. Συγχρόνως σπούδαζε. Πότε εδώ και πότε εκεί. Οι «σπουδές» του κράτησαν μέχρι το 1905. Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν εντατικές.

 

7. Χρυσάφι και όπλα

Η επανάσταση στη Ρωσία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1917, στα μισά του α΄ παγκοσμίου πολέμου. Την άνοιξη του 1917, οι γερμανοί  έκαναν μια συμφωνία με τους μπολσεβίκους: Θα τους βοηθουσαν να πάρουν την εξουσία και εκείνοι θα έβγαζαν την Ρωσία από τον πόλεμο. Ο Κάιζερ έστειλε στη Ζυρίχη, ένα θωρακισμένο τραίνο, ήταν γεμάτο γερμανούς στρατιώτες και χρυσάφι. Παρέλαβε τον Λένιν και άλλους σαράντα μπολσεβίκους. Τους πέρασε από την Γερμανία, τη Σουηδία, την Φινλανδία και τους κατέβασε στην Πετρούπολη.

Όταν έφτασε το τρένο στη Ζυρίχη, το νέο μαθεύτηκε. Η πόλη ήταν γεμάτη με  ρώσους εμιγκρέδες. Πολλοί από αυτούς ήταν μπολσεβίκοι. Μαζεύτηκαν χιλιάδες στην προβλήτα του σταθμού. Έβριζαν εκείνους που έμπαιναν στο τρένο, τους έλεγαν προδότες. Ο Πέτρος ήταν ακόμα στην Οχράνα. Θυμήθηκε τις συζητήσεις του 1901: Για τον καλό και κακό εθνικισμό, την καλή και κακή πατρίδα, τον καλό και κακό διεθνισμό.

Πόσοι από τους παλιούς γνωστούς του ήταν άραγε στο σταθμό; Πόσοι παρακολουθούσαν την επιβίβαση στο τρένο; Ποτέ τους δεν κατάλαβαν τίποτα, όπως δεν κατάλαβε και ο ορθόδοξος, πανσλαβιστής, σοφός Ιβάν. Η ουσία της πολιτικής ήταν το χρυσάφι και τα όπλα.

 

8. Οι θάλαμοι των βασανιστηρίων -η αλλαγή ομάδας

Την άνοιξη του 1902, ο Πέτρος πήρε «προαγωγή». Πήγαινε στους θαλάμους των βασανιστηρίων. Κάθε μεγάλη πόλη είχε από έναν. Ήταν λίγοι οι πράκτορες που είχαν «την τιμή». Ο Ιβάν δεν πήγε ποτέ.  Εκεί πέρα, ο Πέτρος έχανε κάθε ταπεινότητα, συχνά έχανε και τον έλεγχο. Στο πρόσωπο αυτών που βασάνιζε τιμωρούσε τον παλιό του εαυτό. Εκείνον που έκανε τον εμπρησμό, που κατέστρεψε μια οικογένεια.

Οι επαναστάτες ήταν παλιάνθρωποι. Όσο ήταν ο ίδιος στα δεκαπέντε του. Οι πράξεις τους έκαναν πάντα κακό στους αθώους: Στα παιδιά και στις γυναίκες. Οι ιστορίες τους το επιβεβαίωναν. Στα βασανιστήρια φορούσε κουκούλα. Ήταν η συμβουλή ενός παλιού: «Δεν πρέπει να ξέρει κανείς το πρόσωπό σου».

Το καλοκαίρι του 1902, του άλλαξαν ομάδα. Ήταν μια δεύτερη προαγωγή. Πήγε στην ομάδα του Ιβάν. Εκεί είχαν αρχηγό μια ευγενή. Την έλεγαν Νάντια. Ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερή του.  Ήταν πανέμορφη. Εκείνη τον αντιπάθησε. Θεωρούσε την ντροπαλοσύνη του υποκριτική. Είχε δίκιο. Την θυμοσοφία του, έλλειψη φαντασίας.  Είχε άδικο. Στις συναντήσεις της ομάδας, ο Πέτρος παπαγάλιζε όσα άκουγε από τους φοιτητές. Εκείνη του απαντούσε στα γαλλικά και στα λατινικά. Ήθελε να του δείξει ότι ήταν αμόρφωτος.

 

 

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ομάδα της Νάντια

1. Η πτώση -η τυχερή θεία -η νέα Μεγάλη Αικατερίνη

Η Νάντια γεννήθηκε στην Φινλανδία, σε ένα παλάτι δίπλα σε μια λίμνη. Ανήκε σε οικογένεια ευγενών με τίτλους που έφταναν στο Πρώτο Ράιχ. Δυο συγγενείς της ήταν στο Λάντανγκ, το κοινοβούλιο της ημιαυτόνομης πατρίδας της, χώρας της, άλλοι δυο ήταν στρατηγοί στο ρώσικο στρατό.  Ανέβηκε στο άλογο στα πέντε, κράτησε όπλο στα δώδεκα, στα δεκαπέντε συμμετείχε στα κυνήγια. Έμαθε ξιφασκία. Είχαν μια αίθουσα γεμάτη βιβλιοθήκες. Ήταν το αγαπημένο της καταφύγιο. Έπαιζε πιάνο με ένταση, σαν να την κατείχαν πνεύματα.

Μικρή είχε τρεις νταντάδες και γύρω της έτρεχαν υπηρέτες. Τα Χριστούγεννα είχαν εκατοντάδες καλεσμένους. Στους κήπους υψώνονταν πυραμίδες από φρούτα και γλυκά. Έφερναν μπάντες με μουσικούς και τραγουδιστές. Μα όλα άλλαξαν γρήγορα. Στην εφηβεία της, τους συντηρούσαν οι συγγενείς τους. Στα δεκαοκτώ της τους άφησαν μόνους. Τότε ακριβώς, άρχισε να τρέχει η στέγη. Η επισκευή της άξιζε όσο το παλάτι ολόκληρο. Οι γονείς της και οι πρόγονοί της την καθυστερούσαν έναν αιώνα. Στα είκοσί της έσβησαν τα τζάκια. Ήταν τεράστια, γέμιζαν με κορμούς -ενώ των φτωχών με κουβάδες ξερόκλαδα. Οι πλούσιοι ήταν πάντα γεμάτοι αδιέξοδα. Οι γονείς της την έστειλαν στην Πετρούπολη. Σε μια πλούσια θεία. Την αποκαλούσαν «δούκισσα».

Εκείνη η θεία ήταν πολύ τυχερή, στα κοτέτσια της γεννούσαν και οι κόκορες.  Έπαιρνε τα νοίκια της στην ώρα τους. Είχε δώσει ένα δάνειο σε έναν βιομήχανο, την πλήρωνε κανονικά κάθε μήνα. Τα κτήματά της απέδιδαν. Στους υπόλοιπους  ευγενείς δεν απέδιδαν τίποτα. Τα χάριζαν στους χωρικούς τους. Μα εκείνοι δεν τα έπαιρναν.

Κάποιοι πίστευαν ότι ενεργούσε η θεία δικαιοσύνη.  Η «δούκισσα» στήριζε να σηκωθούν όσους γονάτιζαν. Ένας χωρικός έχασε το άλογό του, του χάρισε ένα άλλο. Στους ρακένδυτους χάριζε εισιτήρια για το θέατρο. Δεν έδινε όμως τίποτα στους ζητιάνους. Τους έλεγε: «Εγέρθητι. Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Μα όταν έβγαινε από τις εκκλησίες, άλλαζε. Μοίραζε όσα είχε πάνω της.

Όταν έφτασε η Νάντια, η «δούκισσα» έλειπε σε ταξίδι. Την έβαλαν στον ξενώνα. Η θεία επέστρεψε μετά από λίγες μέρες. Ήταν νύχτα, μπήκε αθόρυβα. Το πρωί έψαξε μια γωνιά με ήλιο. Την ακολούθησαν οι υπηρέτριες σηκώνοντας την καρέκλα της.  Έφτασαν στο σαλόνι της ξιφασκίας. Ένας αξιωματικός μονομαχούσε με ένα αγόρι. Η δούκισσα είδε τα αποτελέσματα.  Το αγόρι είχε τρεις νίκες, ο αξιωματικός καμία. Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Το αγόρι νίκησε και τέταρτη φορά. Έβγαλε τη μάσκα του. Ήταν η Νάντια.  Είχε ξανθά μαλλιά, λευκό δέρμα, κορμί αγροτόπαιδου. Συστήθηκε. Η θεία την θυμήθηκε. Της χάιδεψε τα μαλλιά.

«Δεν έχω δει πιο όμορφο πλάσμα», είπε στην ανιψιά της. «Είσαι κοντούλα σαν τη Μεγάλη Αικατερίνη». Η Νάντια το έδεσε. Το έλεγε παντού. Στην Οχράνα την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «η Μεγάλη Αικατερίνη».

 

2. Τα συνοικέσια και τα νέα κοσμήματα -οι μονόλογοι της θείας -το Χρυσό Πουλί της Φωτιάς

Η ανιψιά ήταν μια αδίστακτη πεντάμορφη. Η Πετρούπολη ήταν γεμάτη από τέτοιες. Έδειχναν εύθραυστες και αθώες. Μα είχαν καρδιά πληρωμένου φονιά. Η θεία εξέτασε το  «φινλανδικό πρόβλημα». Είχε μόνο μία λύση: Έναν πλούσιο γάμο. Όπως εκείνος που είχε κάνει και η ίδια στα νιάτα της. Και αν σύζυγος ήταν γέρος; Αν πέθαινε νωρίς; Η χήρα θα ξέπεφτε στους νεαρούς εραστές. Ήταν όλοι τους παλιάνθρωποι. Τέλος πάντων. Δεν μπορούσαν να ήταν όλα τέλεια.

Άρχισαν τα συνοικέσια. Η Νάντια μιλούσε επιτηδευμένα. Επεδείκνυε τις γνώσεις της. Επίσης, φορούσε τα «νέα κοσμήματα». Τις ιδέες από το Παρίσι και το Βερολίνο. Αιτία ήταν η ματαιοδοξία. Τα φορούσε επειδή τα φορούσαν όλοι οι νέοι ευγενείς. Τους έκαναν να νιώθουν σπουδαίοι. Οι υποψήφιοι όμως λάκιζαν. Η θεία της χάρισε ένα σταυρό με διαμάντια. «Να αφήσεις τα άλλα κοσμήματα», της είπε.

Η Νάντια δεν τα άφησε. Πίσω από εκείνες τις ιδέες κρυβόταν κάτι παντοδύναμο: Η επιθυμία της μεσαίας τάξης για εξουσία και ευτυχία. Η Νάντια είχε χάσει την παλιά της θέση. Ανήκε πια στους φτωχούς ευγενείς. Είχε αλλάξει προσδοκίες.

Η θεία υποστήριζε τον τσάρο και το καθεστώς. Αντιπαθούσε κάθε τι καινούργιο. «Μα τι θέλουν οι επαναστάτες;» μονολογούσε μεγαλόφωνα. «Ισότητα; Οι άνθρωποι είναι ήδη ίσοι. Ζουν όλοι εβδομήντα πέντε χρόνια. Κοιμούνται όλοι σε ένα κρεβάτι. Κανείς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ταυτόχρονα σε δυο. Αυτό το τελευταίο το παρατήρησε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο κόσμος είναι γεμάτος σκληρότητα, ναι. Δεν υπάρχει όμως ανισότητα. Ο Θεός έβαλε την ισότητα στον κόσμο από την αρχή».

Η Νάντια γινόταν κόκκινη από το θυμό της. Δεν άντεχε τα μαθήματα. «Οι επαναστάτες, θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο», μονολογούσε η θεία. «Μα όλα αλλάζουν συνέχεια». Είχε δίκιο. Επί τέσσερις αιώνες το Παλάτι έκανε μια «διαρκή επανάσταση, από τα πάνω». Πίεζε την μεσαιωνική Ρωσία να γίνει ευρωπαϊκό κράτος. Κυνηγούσε την Ευρώπη να την φτάσει. Ο Ιβάν ο Τρομερός δολοφόνησε αμέτρητους μπογιάρους. Το ίδιο έκανε και ο Μεγάλος Πέτρος. Σκότωσε τόσους πολλούς που τον έκαναν μύθο: Έλεγαν ότι μεταμφιεζόταν, ότι κρατούσε ο ίδιος το τσεκούρι.

Η επανάσταση «από πάνω» γινόταν και στην Αγγλία. Ήταν η «πρωτογενής συσώρρευση κεφαλαίου», του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα. Γινόταν και σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ο «μερκαντιλισμός». Ξεκίνησε τον δέκατο όγδοο αιώνα και έφτασε μέχρι τον δέκατο ένατο. Η κρατική ενίσχυση της βιομηχανίας έφτιαξε την Γερμανία και την Ιταλία. Στην  Ιαπωνία ο αυτοκράτορας Μεϊτζί έκανε το ίδιο. Στις Πολιτείες, η «επανάσταση από πάνω» κατέλαβε το μισό Μεξικό, έκανε τον εμφύλιο, έφτιαξε το δίκτυο σιδηροδρόμων, μοίρασε κρατικά εδάφη στους νέους αγρότες.

Οι άγγλοι μετέφεραν την επανάσταση στην Ινδία. Η επανάσταση «από πάνω» απλώθηκε παντού στον Τρίτο Κόσμο. Δημιούργησε τις μεσαίες τάξεις και τους εθνικιστές.

Η θεία άλλαξε κυνηγότοπους. Πήγαινε την ανηψιά της στους χορούς. Οι άνδρες κάρφωναν την Νάντια με τα μάτια τους, ρέμβαζαν. Επιτέλους, μια γυναίκα θεά! Υποσχόταν ένα μεγάλο έρωτα που θα οδηγούσε στη σωτηρία της ψυχής. Είχε ένα πόνο στο βλέμμα της. Σαν την Αναστάζια Φιλίποβνα στον Ηλίθιο. Την πλησίαζαν. Τα λόγια της τους μπέρδευαν.

Μια μέρα, η Νάντια κάθισε σε ένα πιάνο. Τα χέρια της τα οδήγησε ένα πνεύμα. Όλοι σώπασαν. Την πλησίασε ένας κύριος. «Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκι!» της είπε. «Έπαιζε σαν εσάς». Η Νάντια χαμογέλασε. Κολακεύτηκε. Ξεκίνησε ένα νέο κομμάτι. Όταν τελείωσε, τίναξε τα μαλλιά της. Κοίταξε τον κύριο. Ήταν ένας κομψός μεσήλικας. Είχε πλατινένια μαλλιά. Ήταν γοητευτικός.

Τον πλησίασε. Τον ρώτησε για την Μπλαβάτσκι. «Ήταν ένα πυροτέχνημα», της είπε. «Ανήκε στην πιο ευγενή οικογένεια. Είχε συγγενείς στα ανώτατα αξιώματα. Γύρισε τον κόσμο σαν αλήτης. Κατέληξε απατεώνας. Της άξιζε η φυλακή. Αλλά κανείς δεν είχε το κουράγιο να το κάνει».

«Ποιός είσαστε;» τον ρώτησε η Νάντια.

«Ο μοναδικός αξιωματικός της Οχράνα χωρίς γένια».

«Λένε, ότι είσαστε οι διάδοχοι των Οπρίτσνικι».

Ήταν η μαύρη σωματοφυλακή του Ιβάν του Τρομερού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Ναι, έτσι έλεγαν.

«Λένε, ότι το 1812 κάψατε την Μόσχα».

«Ναι, το έκαναν οι πράκτορες του τσάρου. Όμως δεν ήμασταν εμείς. Το Γραφείο μας ιδρύθηκε μισό αιώνα μετά».

«Λένε, ότι τότε απλώς λάβατε επίσημη υπόσταση».

Του ζήτησε να την βάλει στην Οχράνα. Ο συνομιλητής της έκανε ένα βήμα πίσω. Εξέτασε το πρόσωπό της. Υπέροχες γωνίες, θεληματικότητα και διανοητικότητα. Τα μάτια του την κατέφαγαν. «Δεν είσαι η Μπλαβάτσκι», της είπε. «Είσαι το Χρυσό Πουλί της Φωτιάς!». Ήταν ένα πνεύμα. Το συνάντησε σε μια πνευματιστική αναζήτηση.

Η θεία πλησίασε. Πήρε την Νάντια παράμερα. «Ο Νικήτα είναι παντρεμένος!» της είπε. «Έχει φιλήδονα χείλη. Πρόσεξε μην χάσεις την τιμή σου». Την επόμενη μέρα έφτασε στο μέγαρο μια ανθοδέσμη. Ήταν από σπάνια λουλούδια. Το μπιλιέτο έγραφε: «Στο Χρυσό Πουλί της Φωτιάς».

 

3. Το πογκρόμ του 1902 -η άνοδος της Γερμανίας -εβραίοι, ένα πραγματικό πρόβλημα με ένα ψεύτικο όνομα

Δεκέμβριος του 1902, Πετρούπολη, σταθμός του Πέτερχοφ. Η ομάδα περίμενε το τρένο. Μαζί της ήταν άλλες τρεις ομάδες. Ήταν συνολικά είκοσι τέσσερα άτομα. Θα έκαναν επίθεση σε ένα στεντλ, σε ένα χωριό σαν την Ανατέβκα στο Βιολιστή στη Στέγη. Θα γίνονταν επιθέσεις και σε άλλα στεντλ, από άλλους. Θα συνεργάζονταν και παρακρατικοί. Οι εφημερίδες θα έκαναν συνεχείς δημοσιεύσεις. Έπρεπε να τρομοκρατηθούν οι ιουδαίοι. Να μεταναστεύσουν. Να πάνε στην Ευρώπη ή στην Αμερική.

Η Νάντια έφτασε τελευταία. Ήταν προσωρινά η αρχηγός όλων τους. Είχε μαζί της τα χρήματα του ταξιδιού. Τους παράτησε. Πήγε στην πρώτη θέση. Οι ομάδες θα ταξίδευαν στην τρίτη.  Δεν πήρε μαζί της ούτε τον Αλεξέι Κορνίλοφ, τον ευνοούμενό της. Εκείνος τρύπωσε στο εστιατόριο. Θα μεθούσε για να μην καταλάβει την διαδρομή.

Το 1902, δεν υπήρχε το κράτος της Πολωνίας, η Γερμανία και η Ρωσία είχαν κοινά σύνορα. Οι γερμανοεβραίοι στη Βαλτική και την Πολωνία ήταν επικίνδυνοι. Πολιτισμικά ανήκαν στη Γερμανία, ήταν εύκολο να περιέλθουν στην επιρροή της. Επίσης συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα και πολιτικολογούσαν στους  φοιτητικούς συλλόγους. Άραγε το έκαναν σε ποσοστό μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα ρώσικα υποέθνη; Ίσως. Αλλά και αν συνέβαινε, η αιτία ήταν κοινωνική: Οι γερμανοεβραίοι δεν είχαν γνωστούς και συγγενείς στην άρχουσα τάξη. Δεν είχαν ασθήματα «ταύτισης» με το καθεστώς. Κάθε μέρα που περνούσε, γινόντουσαν ολοένα πιο επικίνδυνοι. Η αιτία ήταν η συνεχής άνοδος της Γερμανίας.

Μέχρι το 1860, η Γερμανία ήταν διαιρεμένη σε βασίλεια. Η ανάπτυξη προκάλεσε την οικονομική τους ένωση. Το 1863, οι πρώσοι έστειλαν έναν ανταποκριτή στο Γκέτυσμπουργκ. Αναμίχθηκαν και στην μάχη. Έδωσαν στους Νότιους ένα κανόνι με βεληνεκές που κάλυπτε όλο το πεδίο της μάχης. Ήθελαν τη διαίρεση των Πολιτειών.  Το 1864, νίκησαν τη Δανία. Το 1866, συνέτριψαν την Αυστρία. Το 1870, τα γερμανικά βασίλεια νίκησαν την Γαλλία. Ενώθηκαν σε ένα κράτος το 1871. Η συνθήκη της ένωσης υπεγράφη στις Βερσαλλίες. Ύστερα, ο γερμανικός στρατός παρέλασε στο νικημένο Παρίσι.

Τα επόμενα χρόνια η Γερμανία απλώθηκε στην Αφρική και στην Ασία. Το 1900, ο Κάιζερ επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Σήκωσε το σπαθί του χαλίφη, έγινε προστάτης των μουσουλμάνων, πέταξε το γάντι στους άγγλους. Συγκρούστηκε μαζί τους και στην Αφρική, πατρονάρισε τους Μπόερς. Το  1901, η Γερμανία συμμετείχε στην καταστολή των Μπόξερς στην Κίνα. Μοιράστηκε την χώρα μαζί με τα υπόλοιπα ξένα κράτη, ίδρυσε την ναυτική βάση του Τσινγκτάο, δημιούργησαν τον στόλο του Ειρηνικού.

Η Γαλλία και η Ισπανία συμφώνησαν να μοιραστούν το Μαρόκο. Ο Κάιζερ δήλωσε την ακεραιότητά του. Οι δύο ξένες χώρες υποχώρησαν. Η Γαλλία έδωσε στη Γερμανία λωρίδες στο Κονγκό. Οι Γερμανοί απέκτησαν και μια αποικία στην Ναμίμπια. Η επιρροή τους έφτασε μέχρι το Μεξικό. Το οργάνωσαν στρατιωτικά. Απειλούσαν τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Μετά από λίγα χρόνια, φυγάδευσαν τον μεξικανό πρωθυπουργό στο Βερολίνο.

Ο τσάρος Νικόλαος, ο Κάιζερ και ο βασιλιάς Γεώργιος της Αγγλίας ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ήταν ο Νίκι, ο Γουίλι και ο Τζώρτζι.  Έτσι τους φώναζε η γιαγιά τους, η βασίλισσα Βικτώρια. Ο Νίκι και ο Γουίλι, στις επιστολές τους χρησιμοποιούσαν τα χαϊδευτικά τους. Το ίδιο και στα τηλεγραφήματά τους. Τα τρία ξαδέλφια συναντήθηκαν όλα μαζί τον Μάιο του 1913. Ήταν στο γάμο της κόρης του Κάιζερ, της Βικτώριας Λουίζας. Ο άγγλος βασιλιάς φορούσε στολή γερμανού στρατηγού. Ήταν από τον οίκο του Ανόβερου, ήταν γερμανός όπως και οι τσάροι μετά την Μεγάλη Αικατερίνη.

Τα βασίλεια του Νίκι και του Τζώρτζι κατείχαν μαζί την μισή υδρόγειο. Σε εκείνο το γάμο, ο Κάιζερ κρυφάκουγε τους άλλους δύο. Αγωνιούσε για τις συνωμοσίες τους. Ένα χρόνο μετά ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος. Ο τσάρος έχασε τη ζωή του. Ο Γουίλι εξορίστηκε στην Ολλανδία.

Η άνοδος της Γερμανίας έκανε την Ρωσία να τρομάξει. Εντάχθηκε στον πολεμικό σχεδιασμό της Αγγλίας και της Γαλλίας. Τα νούμερα στους επιτελικούς χάρτες ήταν απογοητευτικά. Οι τρεις σύμμαχοι δεν ήταν αντάξιοι των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι δεύτερες ήταν συμπαγείς, πιο οργανωμένες και με σιδηροδρομικό δίκτυο.  Η γερμανική βιομηχανία είχε ξεπεράσει την αγγλική. Οι τσάροι φοβόντουσαν τους «γερμανοεβραίους» και γενικά τους «ιουδαίους».

Η Οχράνα θεωρούσε τους Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν και εκατοντάδες άλλους ως «εβραίους». Ο Πέτρος είχε διαφορετική άποψη. Ο κάθε άνθρωπος είχε δυο παππούδες και δυο γιαγιάδες. Τέσσερις προπάππους και τέσσερις προγιαγιάδες. Ιουδαίοι ήταν και οι τσάροι και μάλιστα «γερμανοεβραίοι». Όποιος το έψαχνε θα το εύρισκε. Υπήρχε μια υστερία. Η Υπηρεσία θεωρούσε τον Στάλιν ιουδαίο. Η αιτία ήταν, ότι κάποιος ιουδαίος που τον προστάτευε πλήρωσε για τις σπουδές του.

Το 1902, το Παλάτι ήθελε να εξαφανιστούν οι ιουδαίοι που ζούσαν στα δυτικά. Οι γερμανοεβραίοι στα σύνορα με τη Γερμανία και οι ουκρανοί ιουδαίοι στα σύνορα με την Αυστρία. Τα πογκρόμ ήταν «τέκνα της ανάγκης». Άσχετο αν η ανάγκη δεν ήταν αληθινή. Κάποιοι άλλοι ιουδαίοι αντιμετωπίζονταν διαφορετικά. Ήταν αγρότες από την Ολλανδία σαν τους Μπόερς. Αναζήτησαν τις ανοιχτές πεδιάδες στην Ρωσία. Ενώ οι Μπόερς τις αναζήτησαν στην Αφρική. Απέδιδαν μεγάλους φόρους στο τσαρικό καθεστώς. Τα αγροκτήματά τους είχαν τεράστια επιτυχία. Το καθεστώς τους απάλλαξε από την στρατιωτική θητεία.

 

4. Ο Καμβύσης –«Μη μιμηθείς τον Τσέχωφ»

Το τρένο ξεκίνησε. Ο Ιβάν Πεντρένσκι αποτραβήχτηκε. Άρχισε να προσεύχεται. Τον πλησίασε ο Ιγκόρ ο μέθυσος. «Όταν πίνω, βλέπω φρικτά πράγματα», του είπε. «Την ύπαιθρο στρωμένη νεκρούς. Τις πόλεις και τα χωριά να καίγονται». Ο Ιβάν συνέχισε να προσεύχεται, οι προσευχές πάντα βοηθούσαν, τουλάχιστον σε αυτό: Να γίνει η καταστροφή «με καλό καιρό».

Ο Ιγκόρ κοίταξε τον Πέτρο. Το μαύρο κακό σκυλί ήταν σκυμμένο, διόρθωνε  ένα γραπτό. Ήταν ένα θεατρικό έργο: Ο Καμβύσης. Ο καημένος ο φίλος του δεν τελείωνε ποτέ τα έργα του! Ο Καμβύσης ήταν ένας πέρσης βασιλιάς, που ανέφερε ο Ηρώδοτος. Ο στρατός του χάθηκε στην έρημο και οι στρατιώτες αλληλοφαγώθηκαν. Το έργο ήταν κωμωδία. Είχε και υπότιτλο: «Μεγάλη δημοκρατία, μεγάλο έγκλημα». Απέδιδε τις εμμονές του Πέτρου, γι’ αυτό που στις μέρες μας αποκαλείται «κοινωνικός κανιβαλισμός».

Το έργο είχε δυο πρωταγωνιστές, τον Καμβύση και τον Τισσαφέρνη. Ξεκινούσε από την εξέγερση των πεινασμένων στρατιωτών. Οι σκηνές άρχισαν να καίγονται, οι πρωταγωνιστές κατέφυγαν στο εγχειρίδιο του βασιλιά Κύρου «Οδηγίες προς Νέους Βασιλείς». Το κεφάλαιο πέντε επαινούσε την σταθερότητα της δημοκρατίας. Οι πολλοί καταπίεζαν τους αδύναμους, δεν γίνονταν επαναστάσεις. Ο Τισσαφέρνης ανακοίνωσε στους στρατιώτες την αλλαγή του πολιτεύματος: «Στο εξής θα έχουμε δημοκρατία» τους είπε. «Για την ζωή του καθενός θα αποφασίζουν οι πολλοί».

Οι αξιωματικοί κατάλαβαν, το πρόβλημα του φαγητού λύθηκε! Χωρίζονταν σε ομάδες και έκαναν κληρώσεις. Έσφαζαν και έτρωγαν όποιον έχανε. Οι κληρώσεις βέβαια ήταν στημένες. Κάθε φορά έχανε ο πιο ξεκρέμαστος. Η τάξη ήταν πια προς το συμφέρον όλων. Ήταν αυτή που τους επέτρεπε να φάνε. Ο στρατός αποδεκατιζόταν με ένα τρόπο που η εκάστοτε πλειοψηφία τον αποδεχόταν. Κάθε επόμενο πρωί επαναλαμβάνονταν οι στημένες κληρώσεις.

Στις ανώτερες βαθμίδες ο Πέτρος είχε περιστασιακές συμπάθειες. Είχε την μαύρη καρδιά τους και το μίσος τους για το λαό και τη δημοκρατια. «Πρόσεξε μη με θυμώσεις», τον απειλούσε η Νάντια, «θα τους πω ότι είσαι εβραίος». Ήταν πολύ κακό αυτό! Ο Μπόρις δεν του άπλωνε το χέρι του. Η «αρκούδα» τους διακατεχόταν από «φιλοσοφικό αντισημιτισμό». Θεωρούσε τους ιουδαίους μηδενιστές, τον Πέτρο το μεγαλύτερο από όλους. Το μαύρο σκυλί δεν καταλάβαινε τη λέξη «μηδενιστής», θεωρούσε ότι δεν σήμαινε τίποτα. Άλλωστε, πίστευε σε πολλά αλλά ήταν όλα μικρά. Για παράδειγμα, πίστευε στο περπάτημα, στην επανάληψη και στην οργάνωση. Πίστευε επίσης στα λόγια της μητέρας του: «Κάποτε θα γίνεις σπουδαίος».

Ο Ιγκόρ ήταν με το μέρος του, τον ενθάρυνε να γράφει. Ήταν ο πιο παλιός, δεν είχε κανέναν άλλο φίλο, μόνο τον Πέτρο.  Ο νεαρός Τσακάλωφ έγραφε θεατρικά και μυθιστορήματα. Αλλά δεν μπορούσε να τελειώσει τίποτα. Τους έκανε συνέχεια διορθώσεις, μέχρι που τα κατέστρεφε και τα παρατούσε. Πίστευε ότι ο Καμβύσης δεν θα είχε την ίδια τύχη.  Ο Ιγκόρ τον πλησίασε. «Μου είχες πει ότι δεν θα τον διόρθωνες ξανά», του είπε.

Ο Πέτρος σήκωσε το κεφάλι του, ήταν εξαντλημένος. «Πριν λίγες μέρες το απέρριψαν πάλι, χρειάζεται μερικές διορθώσεςι ακόμα». Ο Ιγκόρ χαμογέλασε. Δεν θα βρισκόταν ποτέ θίασος να το ανεβάσει. Έβριζε όλους τους ρώσους, τους αποκαλούσε κανίβαλους. Οι διανοούμενοι ήθελαν σύνταγμα και δημοκρατία, ο Πέτρος τα έβριζε και αυτά.

«Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει με τον Τσέχωφ, Ιγκόρ. Γράφει απλά. Αρέσει όμως σε όλους».

«Μεταδίδει την εσωτερική του ειρήνη».

«Τον παίζουν παντού. Ακόμα και στο εξωτερικό».

«Ο Τσέχωφ είναι ψυχούλα. Μην προσπαθήσεις να τον μιμηθείς. Θα αποτύχεις».

«Λέω να τα ρίξω όλα στη φωτιά, να μην γράψω ποτέ ξανά».

«Μην γίνεις ψεύτικα καλός. Έχεις να πεις κάτι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω τι ακριβώς αλλά είναι σπουδαίο σαν προφητεία».

 

5. Η επίθεση

Κατέβηκαν στον προορισμό τους. Κατέλυσαν στο πιο φτηνό πανδοχείο. Η Νάντια έμεινε στο διοικητήριο. Είχε μαζί της τις Ουπανισάδες. Κοίταζε όποιον την πλησίαζε ενοχλημένη. Το επόμενο απόγευμα πήραν δυο κάρα. Εκείνη δεν τους ακολούθησε. Έφτασαν στο στεντλ. Θα ορμούσαν μέσα στην νύχτα. Θα τους ενίσχυαν και οι κοζάκοι.

Οι άντρες σχολίαζαν την απουσία της αρχηγού. «Είμαστε όλοι ισότιμοι», έλεγαν, «κανένας δεν μπορεί να διατάξει τον άλλο, είμαστε ακέφαλοι». Έγινε σκοτάδι. Πλησίασαν στις παρυφές. Βγήκε το φεγγάρι, το φως του απλώθηκε παντού. Κανείς δεν το περίμενε. Ο Μπόρις έβρισε.  Ο Ιβάν είδε τα χαμηλά σπιτάκια, τις χορταριασμένες στέγες τους, τα πονεμένα πρόσωπα των συντρόφων του. Στο στήθος του ανέβηκε μια παράκληση. Ένιωσε ότι η κάθε αναπνοή του ήταν αμαρτία. Τα σκυλιά του χωριού άρχισαν να γαβγίζουν, οι αγελάδες να μουγκανίζουν. «Τα ζώα μας μυρίστηκαν», είπε κάποιος.

Εμφανίστηκαν φώτα στα παράθυρα. Οι άνδρες ακούμπησαν τα αυτιά τους στο έδαφος μήπως ακούσουν άλογα. Περίμεναν τους κοζάκους. Είδαν μια γυναίκα στο δρόμο. Έτρεχε προς το μέρος τους κρατώντας ένα ξύλο και στρίγκλιζε. Ήταν σε απόγνωση. Οι πράκτορες έπεσαν πάνω της. Ο Ιβάν έμεινε ακίνητος. Ο Πέτρος τον μιμήθηκε. Οι σύντροφοί τους έριξαν τη γυναίκα κάτω. Την ποδοπάτησαν. Την σκότωσαν χωρίς να το καταλάβουν.

Άναψαν τους πυρσούς τους. Όρμησαν ουρλιάζοντας. Έβαλαν φωτιά στις στέγες. Το χωριό απάντησε με κατάρες και γαυγίσματα. Τα σπίτια άρχισαν να καίγονται. Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν, ετοιμάστηκαν να αντεπιτεθούν. Οι πράκτορες έβγαλαν τα πιστόλια τους. Έριξαν στον αέρα. Το πλήθος υποχώρησε. Κάποιοι πράκτορες έβαλαν μερικές φωτιές ακόμα. Τα πρόσωπά τους ήταν χαρούμενα. Οι χωρικοί αντιστάθηκαν, έπρεπε να υποφέρουν.

6. Η αιτία του κακού ήταν το καλό -Ο ένοχος Θεός – τα άγια εγκλήματα -η αγία Ταϊτή

Πήραν το τρένο της επιστροφής. Ο Πέτρος έπιασε ξανά τον Καμβύση. Ο Ιβάν τον παρατηρούσε, τον δικαιολογούσε. Οι πράκτορες έβλεπαν παντού το κακό. Εκείνο το απλό που έκανε ο ένας άνθρωπος στον άλλο. Επειδή ζούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο μέσος άνθρωπος δεν έβλεπε το κακό που δεν είχε όνομα. Και το κακό συνήθως το μάθαινε από τις εφημερίδες. Οι πράκτορες μετρούσαν τα κλαμένα πρόσωπα των κοριτσιών, τα στόματα με την αποστροφή της αηδίας, τα ρουφηγμένα μάγουλα.

Το κακό ήταν συνυφασμένο με την κάθε πράξη. Με την κάθε στιγμή. Είχε αιτία μια απλή ιδέα: «Να περάσω λίγο καλύτερα». Οι πράκτορες έβλεπαν το απέραντο βάθος του. Ο ιδεολόγος ήταν ο χειρότερος πατέρας. Ο άγιος πήγαινε στα πορνεία. Οι «άνθρωποι του πνεύματος» έτρωγαν περισσότερο από τους άλλους. Η ζωή ενός μοναχού ήταν πιο ακριβή από την ζωή ενός πολίτη. Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη από δούλους. Μια «ταξική κοινωνία» δεν σωζόταν με την εξομολόγηση.

«Τέκνον μου, τι αμαρτίες έχεις να μου πεις;».

«Ανήκω σε ένα παρασιτικό, προνομιούχο στρώμα, πάτερ».

«Δεν έχω ακούσει ποτέ αυτή την αμαρτία. Τέλος πάντων, μην την κάνεις ξανά».

«Είναι αδύνατο, ο παρασιτισμός μου γίνεται ολοένα πιο έντονος, τα προνόμια μου γίνονται ολοένα πιο αδικαιολόγητα. Η ανισότητα στις ανταλλαγές μου συνεχώς μεγαλώνει».

Το κακό δεν βρισκόταν στην ανθρώπινη φύση. Ο Χόμπς είχε άδικο. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος ήταν αθώος. Το κακό βρισκόταν στην κίνηση που είχε προηγηθεί. Όμως αυτή η κίνηση ήταν βαθιά και σύνθετη, ήταν σαν φύση. Η αμαρτία ήταν μια κοινωνική και ιστορική καταδίκη. Έπαιρνε την μορφή πολλών μικρών πράξεων. Ταυτόχρονα, η αιτία της κίνησης ήταν η αναζήτηση της πληρότητας, της ελευθερίας, της ειρήνης, της ευτυχίας, η αναζήτηση των αποχρώσεων του Θεού.

Ο νους κινείτο προς τον Θεό. Γεννούσε το θνητό τμήμα της ψυχής. Εκείνο εξέπιπτε στην σύνδεσή του με ένα μικρό μέρος του κόσμου. Αναζητούσε μια μικρή ευτυχία. Ακόμα και η εκδίκηση κινείτο προς τον Θεό. Αναζητούσε την ισότητα. Ήθελε την αποκατάσταση της αρχαίας δόξας. Το κακό ήταν ένα καλό κατώτερο των περιστάσεων. Μια μικρή αγάπη.

Δέκα μητέρες έφτιαχναν έναν φράχτη για τα παιδιά τους. Το ξένο παιδί θα καρφωνόταν στα παλούκια του. Η αθώα Κίττυ ήθελε ένα καινούργιο φόρεμα. Ο ερωτευμένος έκλεβε για να της το αγοράσει. Ο κτηματίας ήθελε ένα σερβίτσιο από πορσελάνη, αποζητούσε την αναγνώριση. Η οικογένεια ήθελε ένα ταξίδι στην ιερά μονή, στον στάρετς Ζωσιμά. Το πρώτο ποιήμα γράφτηκε για το βόδι. «Είναι τόσο καλό», έλεγε, «σας κάνει όλες τις δουλειές και εσείς το χτυπάτε».

Επιθυμίες από αγάπη. Για την Κίττυ, τους άλλους, την σωτηρία της ψυχής. Έπρεπε να εκπληρωθούν. Κάποιος πούλησε πιο ακριβά το παλτό. Εκείνος που το αγόρασε, άφησε κάποιον νηστικό. Κάποιος ήθελε περισσότερο νοίκι. Πέταξε κάποιον στον δρόμο. Το τσαρικό καθεστώς το έκτιζαν εκατομμύρια μικρές αγάπες. Ο πατέρας του μεγάλου κακού ήταν εκείνες οι μικρές αγάπες. Ο δημιουργός του κακού ήταν ο Θεός. Έδινε την ύπαρξη. Η ύπαρξη προσπαθούσε να γίνει «τα πάντα εν τοις πάσιν».

Ο Θεός δεν έδινε μόνο την ύπαρξη, την συντηρούσε. Εκτός από δημιουργός του κακού ήταν και συνένοχος στα πάντα. Ο κόσμος ήταν σκοτεινός σαν τον κόσμο του Χομπς. Μα συγχρόνως απέραντα φωτεινός. Ο Ιβάν κοίταξε πάλι τον Πέτρο. Ο νεαρός έλληνας κάποτε θα καταλάβαινε. Δεν έφταιγαν οι μικρές αγάπες που δεν ήταν μεγάλες. Θα καταλάβαινε ότι το κακό δεν είχε ουσία. Τότε θα συγχωρούσε. Ήταν η ιδέα της ουσίας που τον δαιμόνιζε. Άρχισε να προσεύχεται ξανά.

Η Ρωσία θα αποκτούσε σύνταγμα και Βουλή. Αλλά δεν θα γινόταν καλύτερη. Οι πράκτορες δεν είχαν διαβάσει Γκυ ντε Μωπασάν. Είχαν όμως πιο καλοδουλεμένους αφορισμούς. Το καλύτερο πολίτευμα το είχε η Ταϊτή. Εκεί δεν έκλαιγαν τα κοριτσάκια. Εκεί όμως δεν είχαν καν πολίτευμα. Αγία Ταϊτή λοιπόν; Όχι Αγία Ρωσία;

Οι τακτοποιημένοι θεωρούσαν ότι η χώρα τους είχε αγιάσει. Αντιμετώπιζαν τα εγκλήματα του συστήματος σαν άγια. Επέτρεπαν στην άγια χώρα να λειτουργεί. Άγια διαφθορά, άγια εκμετάλλευση, άγια βαρβαρότητα. Θυμήθηκε τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, πριν είκοσι πέντε χρόνια. Η Ρωσία επιτέθηκε στην Τουρκία. Δημιούργησε την Ρουμανία, την Σερβία και την Βουλγαρία. Οι ρώσοι στρατιώτες διέπραξαν απίστευτες ωμότητες. Δολοφόνησαν χιλιάδες αμάχους. Δεν πολέμησαν από φιλοπατρία.  Οι αρχές τους άρπαζαν από τα σπίτια τους, καθώς έφευγαν οι συγγενείς τους τούς έκαναν την τελετή της κηδείας τους. Δεν θα τους έβλεπαν ποτέ ξανά.

Εκείνος ο πόλεμος δημιούργησε ποτάμια προσφύγων. Πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι. Οι πανσλαβιστές, τα μέλη της «Αγίας Αδελφότητας», ζητωκραύγαζαν. Χαρακτήριζαν τις ωμότητες «ιστορική αναγκαιότητα». Έλεγαν ότι είχαν την ευλογία του Χριστού και της Παναγίας. Οι βολεμένοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους μικρούς αγίους. Θεωρούσαν λογικό να έχουν γύρω τους μεγαλύτερους άγιους. Ο Ιωάννης της Κρονστάνδης ήταν ο πιο κοντινός. Κυκλοφορούσε με άμαξα. Ο Ιγκόρ είχε πάει να τον δει. Τους είπε ότι ήταν  ψεύτικος. Όχι ότι μπορούσε κανείς να βασιστεί στα λόγια του.

Κανείς στην «Αγία Αδελφότητα» δεν σήκωσε τα βάρη των κοινών ανθρώπων.  Ούτε με το μικρό του δαχτυλάκι. Είχαν μια αγιότητα χωρίς σταυρό.

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών

1. Το μπιλιέτο -ο ανθρωποθεός -η συνάντηση με τον διευθυντή

Βρήκαν την Πετρούπολη παγωμένη, γεμάτη κρυστάλλους που έλαμπαν. Η Νάντια ανέθεσε στον Πέτρο την αναφορά τους. Θα έπρεπε να κρύψει την αποτυχία τους.  Οι ιουδαίοι δεν έφυγαν την άλλη μέρα, ξεκίνησαν να φτιάχνουν τις σκεπές τους. Ο Πέτρος πήγε γραμμή στην πολυκατοικία του. Ήταν χειρότερη από το τρένο, γεμάτη από καυγάδες, μεθυσμένους και κλάματα μωρών. Έγραψε την αναφορά τους μέχρι την μέση. Έβαλε δίπλα της τον Καμβύση να τον διορθώνει παράλληλα. Η θυρωρός του χτύπησε την πόρτα. Του έδωσε ένα μπιλιέτο. Το είχε φέρει ένας αμαξάς.

Ήταν από τον Αλεξέι Κορνίλοφ. Έπρεπε να πάει να τον βρει, τον περίμενε στο διαμέρισμά του. Ξεκίνησε με τα πόδια. Η άμαξα ήταν πολυτέλεια. Ήταν συνηθισμένος στις μακρινές διαδρομές από τα χρόνια της αλητείας. Ποτέ δεν τις σταμάτησε. Τις νύχτες έπαιρνε τους δρόμους, κάλυπτε απίστευτες αποστάσεις. Τον έβλεπαν να μιλάει στον άνεμο, να γελάει μόνος του, να κουνάει τα χέρια του.

Ο Αλεξέι ζούσε με μια καλή συνοικία, σε μια καινούργια πολυκατοικία. Κρατούσε πέντε δωμάτια με λουτρό. Περνούσαν πολλά λεφτά από τα χέρια του αλλά τα ξόδευε όλα και είχε χρέη. Ο Πέτρος χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια υπηρέτρια. Βρήκε τον Μπόρις στο σαλόνι, στο μπιλιάρδο.  Η αρκούδα έτρεφε γενειάδα, είχε σεβασμό στην παράδοση και γνωριμίες στο Παλάτι. Η Νάντια τον αντιμετώπιζε με σεβασμό. Ήταν ερωτύλος και σπάταλος, ανοικονόμητος σαν τον Αλεξέι. Η δεύτερη δουλειά του ήταν οι κρατικές προμήθειες. Αλλά τα του έτρωγαν όλα οι συνεργάτες του, αυτόν τον είχαν μόνο για μπροστινό.

Ο Πέτρος πήγε στην κάβα. Ο Αλεξέι είχε μια συλλογή από λικέρ. Ήταν κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, λευκά, μαύρα, όλα τα χρώματα. Τα μπουκάλια τους ήταν περίτεχνα σαν εκείνα που φύλαγαν τα τζίνι.  Τα άνοιξε το ένα μετά το άλλο. Πήρε ένα ποτήρι και έριξε μέσα του λίγες σταγόνες από το καθένα. Θα τα έπινε όλα μονομιάς. Το είχε σχεδιάσει από καιρό.

«Τον τέλειωσες τον Καμβύση;» τον ρώτησε ο Μπόρις. Η φωνή του ήταν γεμάτη κακία. Ο Πέτρος δεν του απάντησε, τον κοίταξε θυμωμένος.

«Είσαι αμόρφωτος», του είπε ο Μπόρις. «Γιατί παριστάνεις το συγγραφέα; Απορώ με το θράσος σου. Αλήθεια, διάβασες ποτέ σου Ντοστογιέφσκι;»

«Δεν τον θεωρώ σπουδαίο».

«Οι περισσότεροι διευθυντές μας τον έχουν διαβάσει».

«Αν με υποστήριζαν οι τσάροι, θα ήμουν σαν αυτόν. Εγώ δεν κάθισα ποτέ μου στο ίδιο τραπέζι με τους τσάρους».

«Είσαι ο μεγαλύτερος παλιάνθρωπος που γνώρισα!», του είπε ο Μπόρις.

«Και ο πιο χυδαίος», τον προκάλεσε ο Πέτρος.

«Ξέρεις τι σημαίνει “ανθρωποθεός”; Είναι μια λέξη που χρησιμοποίησε ο Ντοστογιέφσκι. Ψάχνω κάποιον να μου την εξηγήσει».

Είχε γράψει ότι δεν πίστευε στον Θεάνθρωπο αλλά στον «ανθρωποθεό».

«Δεν σημαίνει τίποτα», απάντησε ο Πέτρος. «Το νομίζετε βαθειά φιλοσοφία επειδή το έγραψε εκείνος».

«Ούτε ο Ντοστογιέφσκι ήξερε τι σήμαινε», ακούστηκε μια φωνή δίπλα τους. «Το αισθανόταν όμως».

Ήταν ο Αλεξέι. Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα με χρυσό κορδόνι. Οι παντόφλες του ήταν βελούδινες. Όλα εισαγωγής, προφανώς από την Αγγλία. Ήταν στεφανωμένος με τα ξανθά μαλλιά μου. Είχε και εκείνο το ξανθό γενάκι. Έμοιαζε με λόρδο. Ή και τον ίδιο το Χριστό.

«Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ένας προφήτης», είπε ο Αλεξέι. «Μοιράστηκε μαζί μας μια μυστική του εμπειρία».

«Και γιατί να μην συμβαίνει και σε εμένα το ίδιο;», ρώτησε ο Πέτρος. «Να γράφω ότι μου κατεβαίνει και οι άλλοι να το ψάχνουν;».

«Επειδή δεν μας έπεισες ότι το αξίζεις!» του απάντησε ο Μπόρις.

«Είναι μια συνωμοσία της κοινωνίας εναντίον σου», του είπε ο Αλεξέι.

Έβαλε τα γέλια. Ο Μπόρις τον ακολούθησε. Ο Αλεξέι σοβάρεψε.

«Η Νάντια και ο διευθυντής μας σε περιμένουν», είπε στον Πέτρο. «Άφησαν τα ζεστά τους σπίτια και πήγαν στο σταθμό μας για χατήρι σου».

Η Οχράνα δεν είχε τότε κεντρικό, είχε μόνο σταθμούς. Κεντρικό απέκτησε μετά από λίγα χρόνια. Ήταν στην κακόφημη συνοικία Φοντάνκα.

«Θα σε βρίσουν, Πέτρο», του είπε ο Μπόρις. «Έχεις καθυστερήσει πολύ».

«Έπρεπε να μου το πείτε πιο νωρίς», παραπονέθηκε ο Πέτρος.

«Σε ψάξαμε στην διεύθυνση που δηλώνεις», του απάντησε ο Αλεξέι. «Δεν σε βρήκαμε. Ευτυχώς, ήξερε τη νέα σου διεύθυνση ο Ιβάν».

«Μαλώνει συνέχεια με τους σπιτονοικοκυραίους του και τον διώχνουν», είπε ο Μπόρις.

Ο Πέτρος βγήκε πάλι στο δρόμο. Άρχισε να τρέχει. Κάθε λίγο κοίταζε το ρολόι του. Στα αυτιά του βούιζαν οι φωνές του διευθυντή και της Νάντια. Είχε και ένα δεύτερο λόγο να τρέχει: Ήταν ερωτευμένος με την αρχηγό τους. Ήθελε να την βλέπει συνέχεια. Ήταν ένας έρωτας καταδικασμένος. Δεν θα γινόταν ποτέ πλούσιος για να την παντρευτεί.  Στον σταθμό η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ανέβηκε εκεί που είχε φως. Τον περίμεναν σε ένα γραφείο. Ένας ιπποπόταμος με γενειάδα και ένα παραδείσιο πουλί.

«Αυτός είναι που έγραψε τις επιστολές του Βλαντίμιρ Καρπόφ;», ρώτησε ο διευθυντής την Νάντια. Εκείνη το επιβεβαίωσε. Οι επιστολές ήταν πλαστές και ο Καρπόφ ανύπαρκτος.  Η ιδέα ήταν ενός διευθυντή. Την υλοποίησε ο Πέτρος με τον καλύτερο τρόπο. Ο Καρπόφ ήταν επαναστάτης, ουκρανός και ιουδαίος. Απηύθυνε τις επιστολές του στους συντρόφους του. Περιέγραφε τα εγκλήματά τους:  Εμπρησμούς, βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες. Οι επιστολές είχαν δημοσιευθεί στις σοβαρότερες εφημερίδες. Είχαν προκαλέσει σάλο.

«Αυτός είναι που γράφει τις αναφορές σας;» ρώτησε ο διευθυντής.

«Σχεδόν σε όλες τις ομάδες», απάντησε η Νάντια. «Για λίγα καπίκια».

«Είναι όλες ίδιες», είπε ο διευθυντής.  «Είναι όμως πειστικές».

«Συνδέω τα πάντα με μικρούς συσχετισμούς», πετάχτηκε ο Πέτρος.

«Δεν κάνετε τίποτα σωστό!», γαύγισε ο διευθυντής. «Τζάμπα τρώτε το ψωμί σας».

Γύρισε στη Νάντια.

«Είναι πράγματι αυτός που χρειαζόμαστε;»

«Δεν υπάρχει κάποιος καλύτερος. Αυτός ζει για να γράφει. Άλλωστε, θα τον επιβλέπει ο Ιβάν Πεντρένσκι. Εκείνος είναι μορφωμένος».

Ο διευθυντής πλησίασε τον Πέτρο, τον άγγιξε με το κεφάλι του.

«Γιατί μυρίζεις;», τον ρώτησε. «Γιατί δεν πλένεις τα ρούχα σου με σαπούνι; Είσαστε όλοι ζώα, τρώτε τους μισθούς σας στο ποτό. Το Παλάτι νομίζει ότι τους υπεξαιρούμε».

Η αρχηγός γύρισε στον Πέτρο.

«Θα έρθω να σε πάρω αύριο το πρωί».

 

2. Τα Πρωτόκολλα -μόλις έγινες μεγάλος συγγραφέας

Ο Πέτρος επέστρεψε στο σπίτι του. Είπε στη θυρωρό την ώρα που έπρεπε να τον ξυπνήσει. Τέλειωσε την αναφορά και άρχισε την εργασία ενός γιατρού. Θα την έφτιαχνε κλέβοντας αποσπάσματα από πέντε άλλες. Κοιμήθηκε το ξημέρωμα. Η Νάντια ήρθε με μια άμαξα. Ο Πέτρος  κάθισε απέναντί της.

«Θα γράψεις ένα βιβλίο», του είπε. «Θα δημοσιευτεί παντού. Είναι τα πρακτικά ενός συνεδρίου των εβραίων, το έκαναν στην Ελβετία, σχεδίασαν την καταστροφή της Ρωσίας».

«Γιατί να γράψουν πρακτικά;», αντιμίλησε ο Πέτρος. «Θα πάνε όποιον δεν τα τηρήσει στα δικαστήρια;».

«Μου φέρνεις πονοκέφαλο, σκάσε!».

«Γράφω τα πρακτικά σε μια εταιρεία, ξέρω τι λέω. Πρέπει να μου πείτε ποιός  τα υπογράφει».

«Δεν τα υπογράφει κανείς!».

«Θα σκεφτώ κάποια ονόματα μόνος μου. Όλα τα πρακτικά έχουν υπογραφές στο τέλος».

Την κοίταξε με παράπονο. Η επιδερμίδα της ήταν κατάλευκη, το πρόσωπό της μπιμπελό. Φορούσε ένα καπέλο και πανωφόρι από γούνα. Έκρυβε τα χέρια της σε ένα στρογγυλό γουνάκι. Ο Ιβάν έλεγε ότι η αρχηγός τους είχε τρεις δαίμονες: Ένα κόκκινο, ένα μαύρο και ένα κίτρινο.

Η Νάντια είδε το βλέμμα του. Ο μαύρος δαίμονας θύμωσε. Ο Πέτρος ήταν παρακατιανός. Ο κίτρινος δαίμονας ξύπνησε στην απρόσιτη κορυφή του. Εκείνος ο ξένος είχε έρθει για να την ενοχλήσει. Το πρόσωπό της σκλήρυνε. Οι δυο δαίμονες ξεφύσησαν με οργή: Γιατί ο Πέτρος καθόταν μαζί τους στην ίδια άμαξα, γιατί του ανέθεσαν το βιβλίο; Εξοργίστηκαν.

«Τα πρακτικά συνιστούν μια ομολογία!», φώναξε η Νάντια. Μπορείς να τα αρνηθείς μόνο με έναν τρόπο: Αν ισχυριστείς ότι όλο το βιβλίο είναι πλαστά».

Η ιδέα ήταν δική της. Την θεωρούσε πανέξυπνη.

«Ήθελαν να γράψουμε τις αναμνήσεις μιας χριστιανής, που τάχα είχε εβραίο εραστή. Που τάχα τον συνόδευσε στο συνέδριο. Ή τις αναμνήσεις του πνευματικού της. Τα έμαθε από την εξομολόγησή της και προειδοποιούσε τον ρώσικο λαό. Βλακείες».

Ο Πέτρος συμφώνησε. Ο κόσμος ήθελε κάτι απλό.

«Το βιβλίο σου θα λέγεται Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», του είπε η Νάντια. Το βλέμμα της σκοτείνιασε ξανά. «Εγώ θα κατέβω Πέτρο, θα συνεχίσεις μόνος σου. Η άμαξα θα σε πάει σε ένα ανάκτορο. Σε περιμένουν ο Ιβάν και τρεις κύριοι. Είναι πολύ σπουδαίοι. Θα σημειώνεις ότι σου λένε. Ύστερα θα γυρίσεις στο διαμέρισμά σου και θα γράψεις το βιβλίο σου. Δεν θα σταματήσεις αν δεν τελειώσεις. Σου δίνω μόνο τρεις μέρες».

Ακούμπησε την πλάτη της και ξέσπασε: «Θα βάλουμε φωτιά στον ορθόδοξο Δον. Οι κοζάκοι τροχίζουν τα σπαθιά τους». Η φωνή της ήταν χαρούμενη. Θα είχε στηρίξει πολλές ελπίδες σε εκείνο το βιβλίο. Ίσως να πίστευε ότι με αυτό θα έμπαινε στο Παλάτι. Είχε μεταπτώσεις, κάποιοι στην Υπηρεσία έλεγαν ότι ήταν τρελή. Ο Πέτρος άφησε να του ξεφύγει ένα γελάκι. Η Νάντια τον κοίταξε σηκώνοντας τη μύτη της. Είχε μεταπτώσεις, κάποιοι στην Υπηρεσία έλεγαν ότι ήταν τρελός. Τον είχαν δει να συνομιλεί με αόρατους ανθρώπους.

«Μόλις έγινες μεγάλος συγγραφέας», του είπε η Νάντια. «Τα Πρωτόκολλα θα τα διαβάσει όλη η Ρωσία». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια: «Εσύ που θα τα γράψεις είσαι ένας εβραίος. Γιατί είσαι τόσο τσιφούτης;»

«Πρέπει να μαζέψω χρήματα. Εσείς  ακουμπάτε στους συγγενείς και στους φίλους σας».

«Όλοι σε κοροϊδεύουν».

«Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη τους. Έχω δημιουργήσει ένα απόθεμα. Μπορώ να ζήσω δυο χρόνια χωρίς εισόδημα».

Το βλέμμα της έγινε άγριο, πεινασμένο. Ζούσε κυνηγημένη από τα χρέη. Περίμενε να κληρονομήσει την θεία της. Αλλά εκείνη δεν έλεγε να πεθάνει. Σταμάτησε την άμαξα δίπλα σε μια αλέα. Κατέβηκε και πλησίασε έναν καλοντυμένο νεαρό. Ήταν ο Αλεξέι! Τον φίλησε. Εκείνος ανταποκρίθηκε αγέρωχα. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Πίστευε στον μωσαϊκό δεκάλογο, ότι η ζωή ήταν δέκα συνταγές.  Ο Πέτρος τον κοίταξε με μίσος. Από μέσα του βγήκαν κατάρες.

3. Ο Δόκτωρ Φάουστ -η υπαγόρευση -οι μπροσούρες

Η άμαξα έφτασε σε ένα μέγαρο κυκλωμένο από κήπους.  Ο αμαξάς του έδειξε έναν παράδρομο. «Βρισκόμαστε στο πίσω μέρος του ανακτόρου», του είπε. «Θα μπεις μέσα από την πόρτα που θα δεις μπροστά σου». Πέτρος διέσχισε το προαύλιο και έφτασε στην πόρτα. Του άνοιξε ένας υπηρέτης. Φορούσε λιβρέα και λευκή περούκα. Πέρασαν από ένα χολ που φωτιζόταν από βιτρό. Έφτασαν σε μια αίθουσα με χάρτες, τοιχογραφίες και πίνακες. Ο ένας της τοίχος ήταν από τζάμι. Είχε θέα σε ένα γαλλικό κήπο. Στο βάθος της ήταν ένα τραπέζι με τέσσερις άνδρες. Ο ένας ήταν ο Ιβάν. Ο Πέτρος πλησίασε. Ο φίλος του τον σύστησε στους υπόλοιπους. Δεν ανέφερε τα ονόματά τους. Είπε μόνο τις ιδιότητές τους. Ο ένας ήταν επιχειρηματίας. Ο δεύτερος καθηγητής. Ο τρίτος, ο οικοδεσπότης.

Ο υπηρέτης έβγαλε την λιβρέα και την περούκα και κάθισε δίπλα τους. «Είναι ο μεσιέ Γκολοβίνσκι», είπε ο Ιβάν στον έκπληκτο Πέτρο. «Ο δόκτωρ Φάουστ». Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα πρόσωπα της Υπηρεσίας. Ο πατέρας του ήταν παλαιός αριστοκράτης, προσωπικός φίλος του πρίγκιπα Ντοστογιέφσκι. Όπως και εκείνος, ήταν μέλος του Κύκλου Πετρασέφσκι. Συνωμότησαν μαζί, καταδικάστηκαν μαζί, μετανόησαν μαζί, τέθηκαν μαζί υπό την προστασία του στέματος.

«Έχω ακούσει ότι ο Δόκτωρ Φάουστ είναι μέλος της Αγίας Αδελφότητας», είπε ο Πέτρος. «Όπως και εσύ, Ιβάν».

«Ναι είμαστε», παραδέχθηκε ο Φάουστ. «Μόνο που εγώ δεν πιστεύω στις αρχές της. Πιστεύω μόνο στους σκοπούς της».

Ο Ιβάν χαμήλωσε το βλέμμα του.  Εκείνη η αδελφότητα ήταν η μεγαλύτερη αμαρτία της ζωής του. Την είχε κάνει πολύ νέος. Ήταν σε άγνοια. Και ας τον αποκαλούσαν «σοφό». Αλλά για εκείνη την αμαρτία δεν υπήρχε οδός μετανοίας.

«Το βιβλίο θα το έγραφα εγώ, Πέτρο», του είπε ο Φάουστ. «Αλλά έχω χτυπήσει». Σήκωσε το δεξί του χέρι. Η παλάμη του είχε έναν επίδεσμο. Ο Πέτρος ήταν σίγουρος. Δεν είχε χτυπήσει. Ο επίδεσμος ήταν σαν την περούκα. Θα τον έβγαζε μετά την συνάντηση.

Ο Πέτρος κάθισε στη θέση με τα χαρτιά, το μελάνι και τις πένες. Οι άγνωστοι έπιασαν μια συζήτηση στα γαλλικά. Ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας. Ανέφεραν το όνομα του Πιοτρ Ρακόφσκι. Πριν λίγα χρόνια ήταν το πιο σπουδαίο πρόσωπο στην Υπηρεσία. Ήταν αριστοκράτης. Είχε αναλάβει τις πιο υψηλές δημόσιες θέσεις. Είχε ακολουθήσει την μόδα της εποχής: Προδοσία, τιμωρία, μετάνοια. Τον αποκατέστησαν και τον έστειλαν στο Παρίσι, στο άντρο των αντικαθεστωτικών. Διέλυε τις οργανώσεις τους. Έκανε τα μέλη τους πράκτορες. Έστελνε πλαστές επιστολές από τον έναν αρχηγό στον άλλο, γεμάτες με κατηγορίες και βρισιές. Τους έκανε να σκοτώνονται μεταξύ τους. Ζούσε σαν άρχοντας. Ήταν ανώτερος από τον ρώσο πρέσβυ. Μεσολαβούσε ανάμεσα στην γαλλική κυβέρνηση και τον τσάρο.

Οι τρεις άγνωστοι έβαλαν μπροστά τους δυο βιβλία. Λογομαχούσαν στα γαλλικά και υπαγόρευαν ασυναρτησίες στα ρώσικα.  Ο Ιβάν και ο Φάουστ παρίσταναν ότι άκουγαν. Ο οικοδεσπότης ήταν συνέχεια αφηρημένος. Κατέστρεφε την ροή με άκαιρες παρεμβάσεις. Ο καθηγητής χρησιμοποιούσε πολύπλοκες εκφράσεις. Προσπαθούσε να διασφαλίσει το κύρος του. Ο επιχειρηματίας θεωρούσε ότι ήταν αλάνθαστος. Ήταν εκνευριστικά επίμονος. Πέρασαν ώρες. Ο Πέτρος τους προλάβαινε με δυσκολία. Έγραφε τις λέξεις μισές. Γέμισε ένα πακέτο κόλες. Κάποια στιγμή ο Φάουστ σηκώθηκε. Του είπε να τον ακολουθήσει. Μπήκαν σε ένα διπλανό δωμάτιο. Είχε στο πάτωμα ένα μεγάλο λευκό τομάρι.

«Είναι λιοντάρι;», ρώτησε ο Πέτρος.

«Είναι πολική αρκούδα. Βρίσκεσαι στο καλύτερο σπίτι της Πετρούπολης». Ο Φάουστ τέντωσε το χέρι του. «Η δουλειά μας είναι ένα παιχνίδι, μια ευκαιρία για καλή ζωή, για ταξίδια και περιπέτειες. Την Ρωσία την προστατεύει ο Θεός. Ο ρόλος μας είναι ασήμαντος. Μην παίρνεις τίποτα στα σοβαρά. Γλέντησε. Εμπιστεύσου το ένστικτό σου».

Μιλούσε με αγάπη. Ήταν ίσως λόγια από τον ουρανό. Ο Πέτρος τα ενστερνίστηκε. Ένιωσε το βαθύτερο νόημα. Οι υπαγορεύσεις συνεχίστηκαν. Οι ώρες περνούσαν. Εκείνος έγραφε ότι προλάβαινε. Δεν νοιαζόταν για τίποτα, ούτε για τις παραλήψεις, ούτε για τα λάθη. Είχε όμως το πιο σοβαρό ύφος. Απολάμβανε τις στιγμές. Έφαγε τα γλυκά που του σέρβιραν και ήπιε τρεις κούπες τσάι. Κάποια στιγμή ο Φάουστ τους διέκοψε. Έκανε μια προσθήκη στο κείμενο: «Εμείς οι εβραίοι θα έχουμε τα χέρια μας παντού. Θα είμαστε τα εκατό χέρια του θεού Βισνού». Ήταν το πιο ποιητικό που γράφτηκε στα Πρωτόκολλα. Συγχρόνως, ήταν το πιο λάθος από όλα. Ήταν μια φράση που θα την έλεγαν μόνο οι ευγενείς της Κεντρικής Ευρώπης. Σε καμιά περίπτωση οι ιουδαίοι ραβίνοι.

Κάποια στιγμή ο Πέτρος ένιωσε να καταρρέει. Υπήρχε πολύ αρνητική ενέργεια. Ο Φάουστ το πρόσεξε. Είπε ότι θα κρατούσε τις υπόλοιπες σημειώσεις ο ίδιος. Αυτός και ο Ιβάν συνόδευσαν τον Πέτρο στην έξοδο.

«Τις δικές μου σημειώσεις ξέχνα τες», του είπε ο Φάουστ. «Δεν θα γράψω τίποτα. Και μετά από εδώ θα πάμε με τον Ιβάν να φάμε. Θα τον κάνω να  διακόψει την νηστεία του».

«Τράβα στο σταθμό μας», του είπε ο Ιβάν. «Θα βρεις τις κατασχεμένες μπροσούρες. Κάνε ένα ανακάτεμα με όσα σου υπαγόρευσαν. Αυτό θέλουμε και εμείς. Να φανούν οι επαναστάτες υποχείρια των εβραίων».

Ο Πέτρος προχώρησε στον κήπο. «Πιες ένα μπουκάλι κρασί», του φώναξε ο Φάουστ. «Φθόνησε, μίσησε, τρόμαξε. Νιώσε τους τρεις δαίμονες. Άσε τους να μπουν στο βιβλίο σου». Πως ήξερε για τους τρεις δαίμονες; Θα τους είχε ακούσει από τον Ιβάν. «Θέλουμε όποιος διαβάζει τα Πρωτόκολλα να δαιμονίζεται», του φώναξε ξανά ο Φάουστ. Ξέσπασε σε γέλια. Ο Πέτρος πήγε στο σταθμό τους. Πήρε μια ντουζίνα προκηρύξεις. Ύστερα αγόρασε λίγη βότκα. Μπήκε στο διαμέρισμά του και κατέβασε δυο ποτήρια.

 

4. Ο δυτικός ανθρωπισμός -οι τρεις δαίμονες -οι μπροσούρες -η κίτρινη φυλή

Έκανε μια λίστα με τα θέματα του βιβλίου. Για κάθε θέμα ξεχώρισε τρεις κόλλες. Θα μετέφερε πάνω τους το σκόρπιο υλικό. Ξεκίνησε με τον πρόλογο. Έγραψε μια υπαγόρευση του καθηγητή: «Γνωρίζουμε ότι οι ιδέες κατευθύνουν τη δράση και διαμορφώνουν τον κόσμο». Ήταν το ανθρωπιστικό μοντέλο της Δύσης. Η ιστορία παρουσιαζόταν σαν συνειδητή πράξη. Πολλές φορές ενός συλλογικού υποκειμένου, κάποιου έθνους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ιουδαίων. Τα υποκείμενα υπήρχαν και σκέφτοταν πριν από την κοινωνία.

Πρόσθεσε τα λόγια του Χομπς, για το κακό μέσα στον άνθρωπο. Ανήκαν στο ίδιο μοντέλο. Το κακό προϋπήρχε του κόσμου:  «Οι άνθρωποι έχουν την κακία μέσα τους. Το κράτος βγάζει τον άνθρωπο από την κατάσταση της αταξίας». Σύμφωνα με το μοντέλο, το κράτος έφερνε τον νόμο και την τάξη. Κάποιοι φοιτητές διαφωνούσαν. Γι’ αυτούς, το κράτος ήταν η οργάνωση των ιδιωτικών κακών. Η αποκορύφωσή τους. Κατά τους ίδιους, το κράτος μεγάλωνε την αταξία. Μερικοί επαναλάμβαναν τα λόγια του Ρουσσώ: Ότι ο άνθρωπος ήταν από την φύση του καλός. Ότι τον διέφθειρε ο «πολιτισμός».

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Πέτρος διατύπωσε τη δική του θέση: Το κράτος ήταν η αποκορύφωση της κακίας των ομάδων. Το όργανο όσων επικρατούσαν. Αλλά συγχρόνως ήταν και ο συμβιβασμός των ομάδων. Ο συμβιβασμός μεταξύ τους και ο συμβιβασμός των γενικών επιδιώξεων. Οι γενικές όμως επιδιώξεις ήταν σε μεγάλο μέρος αγαθές. Το κράτος επέβαλε πρόσκαιρα τα συμφέροντα των ισχυρών -που διαρκώς άλλαζαν- μεσοπρόθεσμα την τάξη και την ανοχή και μακροπρόθεσμα τις ηθικές επιδιώξεις.

Ακολούθησαν τα λόγια του οικοδεσπότη: «Το πλήθος, ο λαός, είναι τυφλός και άφρων, μόνο ο τσάρος, που έχει προετοιμαστεί από την παιδική του ηλικία, γνωρίζει πως να κυβερνά». Εκείνα τα λόγια ολοκλήρωναν το ανθρωπιστικό μοντέλο: Ο κόσμος ήταν υποκειμενική δράση. Υπερείχε η δράση των ειδικών. Βασιζόταν στην επιστήμη και τις ειδικές γνώσεις. Δεν κυβερνούσαν όμως οι άνθρωποι. Κυβερνούσαν οι καταστάσεις. Τις αντιμετώπιζε η γραφειοκρατία. Αυτή μπορούσε να κάνει μόνο εξισορροπήσεις και μόνο συμβιβασμούς. Όλα γίνονταν στα τυφλά και μπάλωναν τα προβλήματα. Κανείς δεν ήθελε και κανείς δεν μπορούσε κάτι περισσότερο. Το αστείο ήταν ότι ο τσάρος Νικόλαος ο Β΄ είχε ανέβη νέος στο θρόνο. Δεν ήξερε τίποτα από τα θέματα της κυβέρνησης. Όχι ότι αν ήξερε θα άλλαζε τίποτα.

Ο Πέτρος έγινε Φάουστ. Διάβαζε τις σημειώσεις στα πεταχτά. Έγραφε ελεύθερα. Ξεπήδησαν οι φόβοι της αριστοκρατίας. Χώθηκε στο κείμενο ο μαύρος δαίμονας. Οι ιουδαίοι ήταν η προσωποποίηση της αστικής και της εργατικής τάξης. Ήθελαν την κατάργηση της κληρονομικής αριστοκρατίας, ήθελαν κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήθελαν τον περιορισμό της στρατοκρατίας.  Ήθελαν μια διαρκή ειρήνη.

Το τελευταίο το είχαν σχεδόν πετύχει. Ο τελευταίος ευρωπαϊκός πόλεμος έγινε  το 1870.  Κράτησε μόνο λίγους μήνες. Η Ρωσία έχανε την διεθνή της θέση. Την χρωστούσε στο μέγεθος του στρατού της. Οι πολίτες ζητούσαν την μείωση των στρατιωτικών δαπανών. Αυτό θα σήμαινε την ανεργία των φτωχών ευγενών. Ήταν εκείνοι που συγκροτούσαν το σώμα των αξιωματικών.

Οι ιουδαίοι ήθελαν την επιστήμη, την μόρφωση του λαού, τις νέες ιδέες. Προπαγάνδιζαν τον Δαρβίνο, τον Μαρξ και τον Νίτσε.  Ήθελαν να διαφθείρουν την Ρωσία με την πορνογραφία. Ο Πέτρος κατέβασε μερικές γουλιές. Τα πράγματα ήταν πολύπλοκα. Η Ρωσία είχε ήδη διαφθαρεί. Δεν κινδύνευε. Οι μισοί διατηρούσαν ερωμένες, πλούσιοι και φτωχοί. Οι πολίτες ξεφύλλιζαν γερμανικά βιβλιαράκια με πονηρές ζωγραφιές ή γαλλικά με άσεμνες ιστορίες.

Τα αρχοντικά φιλοξενούσαν το αντίγραφο ενός γαλλικού πίνακα: Ήταν η γυμνή ερωμένη κάποιου Λουδοβίκου σε άσεμνη στάση. Εκείνο το αντίγραφο εξαπλωνόταν στην Ευρώπη επί δύο αιώνες. Οι οικοδεσπότες το έκρυβαν με τεχνάσματα. Ο Πέτρος το είδε στο δωμάτιο ενός ιεροδιακόνου. Ήταν τοποθετημένο πίσω από την πόρτα. Μόλις η πόρτα άνοιγε, το πορτόφυλλο τον έκρυβε.

Ακολούθησε ο κίτρινος δαίμονας. Ζούσε απρόσιτος. Δεν τον άγγιζε ο ξένος πόνος. Τον ένοιαζε μόνο να διατηρήσει την μοναξιά του. Οι ιουδαίοι κατέστρεφαν την ρωσική βιομηχανία. Οι εργάτες δεν έπρεπε να ζητούν αυξήσεις, έπρεπε να αρκεστούν στους χαμηλότερους μισθούς της Ευρώπης. Κατηγορούσε τους ιουδαίους για τα εικονογραφημένα βιβλία. Ήθελαν να διαδώσουν την ανάγνωση. Να μάθει ο κόσμος ορθογραφία και συντακτικό. Ετοίμαζαν και εικονογραφημένη εγκυκλοπαίδεια. Θα γίνονταν όλοι κατάλληλοι για τα δημόσια αξιώματα. Τρία χρόνια μετά, το 1905, οι ευγενείς έκαναν ένα νομοθετικό πραξικόπημα. Απέκλεισαν τις άλλες τάξεις από την ανώτερη εκπαίδευση. Έτσι οι δημόσιες θέσεις θα παρέμεναν σε αυτούς.

Ο δαίμονας αγωνιούσε και για την μεγάλη γαιοκτησία. Οι ιουδαίοι ήθελαν να την καταστρέψουν. Οι τράπεζες χορηγούσαν συνέχεια δάνεια. Είχαν γεμίσει τα ακίνητα με υποθήκες. Τα ίδια έκαναν και στο κράτος. Το γέμιζαν δάνεια. Τα τοκοχρεωλύσια άδειαζαν τα ταμεία. Οι ιουδαίοι ήθελαν να καταστρέψουν και την μικρή βιομηχανία. Γέμιζαν την Ρωσία με ξένα εμπορεύματα. Έφερναν στη χώρα ξένους επιχειρηματίες. Εκείνοι αγόραζαν τις μετοχές στις ρώσικες βιομηχανίες. Γέμισαν τη Ρωσία μασόνους. Οι αριστοκράτες μισούσαν τις μυστικές οργανώσεις της αστικής τάξης. Ήθελαν μόνο τις δικές τους.

Ο Πέτρος κάλεσε τον κόκκινο δαίμονα, πήρε στα χέρια του τις μπροσούρες: «Μόλις καταλάβουμε την εξουσία θα έχουμε άφθονα χρήματα. Για να κάνουμε το καλό». Εξουσία, χρήματα, καλό! Το τρίπτυχο των επαναστατικών κειμένων. Από την Πετρούπολη μέχρι το Βερολίνο και το Παρίσι.  Πάλι ο δυτικός ανθρωπισμός. Το ηρωϊκό υποκείμενο. Οι πράξεις του με την «χυδαία ιουδαιοχριστιανική έννοια». Οι πράξεις που έπλαθαν τον κόσμο. Οι άνθρωποι όμως ήταν υπάρξεις. Οι πράξεις τους είχαν απέραντο πλάτος και βάθος. Εξέφραζαν τον γενικότερο και ειδικότερο λόγο. Στο τέλςο οι επαναστάτες γίνονταν τα νέα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Πραγματοποιούσαν το λόγο της ιστορίας. Οι ήρωες ούτε ήξεραν, ούτε  μπορούσαν, ούτε ήθελαν, ούτε υπήρχαν.

Ο Πέτρος αντέγραψε κάποια αποσπάσματα. Οι ιουδαίοι ήθελαν ότι και οι Κόκκινοι, την αναμόρφωση του συστήματος των φόρων, την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, την προοδευτική αύξηση των φόρων. Μια μπροσούρα έγραφε για την ποινική δικονομία. Την κατηγορούσε ότι έδινε περιθώρια ελιγμών στους εγκληματίες. Ο Πέτρος γέλασε. Θα την έγραψαν οι ναρόντνικοι, οι «φίλοι του λαού», οι Ντοστογιέφσκηδες.  Εκείνοι που διάβαζαν το Έγκλημα και Τιμωρία. Αντέγραψε ένα ακόμα απόσπασμα: H ισότητα των νόμων δεν εγγυάτο την γενική ισότητα. Η δημοκρατία ήταν ψεύτικη. Η γνωστή φρασεολογία των φοιτητών.  Πρόσθεσε τις επιθέσεις στην βότκα. Την μισούσαν οι μισές μπροσούρες. Η κυβέρνηση είχε το μονοπώλιο. Ο κόκκινος δαίμονας την κατηγορούσε. Επειδή τάχα δηλητηρίαζε τον λαό. Ο Πέτρος άλλαξε λίγο τις  λέξεις: Οι εβραίοι χρησιμοποιούσαν τη βότκα για να δηλητηριάζουν τη Ρωσία.

Το μονοπώλιο απέφερε τεράστια έσοδα. Κάθε μεθύστακας γινόταν ένας σκλάβος χρέους και ένας εν δυνάμει εγκληματίας. Η βότκα πλήρωνε τα πάντα: Τους δημόσιους υπαλλήλους, τα κρατικά δάνεια, τις κρατικές προμήθειες, τα πανεπιστήμια, τους καθηγητές, τα σεμινάρια. Οι φοιτητές δεν έπρεπε να την κατηγορούν, έπρεπε να της στήσουν άγαλμα.

Ο Πέτρος κοιμήθηκε το άλλο μεσημέρι. Σηκώθηκε σε λίγες ώρες. Έγραψε για τα κινέζικα και τα ιαπωνικά κανόνια. Θα τα χρησιμοποιούσαν οι ιουδαίοι εναντίον της Ρωσίας. Το 1900, η Ιαπωνία κατέλαβε το Πορτ Άρθουρ. Ήταν ένα κινέζικο λιμάνι. Θα εξυπηρετούσε τα επεκτατικά της σχέδια. Τα ευρωπαϊκά κράτη απαίτησαν να το επιστρέψει. Εκείνη συμμορφώθηκε. Αμέσως μετά το αγόρασε ο τσάρος. Εγκατέστησε σ’ αυτό τον ρώσικο στόλο του Ειρηνικού. Η Ιαπωνία εξοργίστηκε. Οι ευρωπαίοι είχαν συνωμοτήσει εναντίον της. Κινδύνευαν οι συγκοινωνίες της με την Κίνα. Η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη.

Η Ρωσία είχε πολεμήσει στο παρελθόν και με την Κίνα. Θεωρούσε τα δυο «κίτρινα έθνη» σαν ένα, σαν φυσικούς συμμάχους που θα πολεμούσαν εναντίον της. Τα  Πρωτόκολλα έκαναν τους φόβους «προφητεία». Παρουσίασαν τους ιουδαίους σαν υποκινητές της «κίτρινης φυλής». Δεν έκαναν όμως καμία «προφητεία» για τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν εκείνος που έριξε το τσαρικό καθεστώς. Εκείνος που επέβαλε στο μεγαλύτερο χριστιανικό έθνος την επίσημη αθεϊα. Εκείνος που απέσπασε την Παλαιστίνη από την Τουρκία και δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ. Κανείς στην Υπηρεσία δεν περίμενε αυτό τον πόλεμο. Όμως τον περίμεναν όλοι οι άλλοι. Τα ευρωπαϊκά έντυπα ήταν γεμάτα από την επικείμενη θύελλα.

Το βιβλίο του Πέτρου εμφανίστηκε σε μια εφημερίδα. Ύστερα κυκλοφόρησε σε όλη την Ρωσία.

 

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο χαζούλης Πέτια, το Μεγάλο Αυτί, το Ραπτόπουλο

1. Το συνδικάτο του παπά -οι πίθηκοι -η Ματωμένη Κυριακή

Οι εργάτες ήταν σαν τους πιστούς. Έτοιμοι να ακολουθήσουν τον καθένα. Ένας ιερέας ένιωσε την τυφλή δύναμη. Κατάλαβε την ομοιότητα. Τον έλεγαν Γκαμπόν. Έφτιαξε ένα εργατικό συνδικάτο. Η Οχράνα πήρε το συνδικάτο του υπό την προστασία της. Ίσως να ήταν εκείνη που του έβαλε την ιδέα να το κάνει. Ήθελε έναν αντίπαλο στα κόκκινα συνδικάτα. Ύστερα βοήθησε το συνδικάτο του Γκαμπόν να μεγαλώσει.

Είχε βάλει στον ιερέα έναν όρο: Να μην ανακατευτεί με την πολιτική. Να μην ζητήσει σύνταγμα και κοινοβούλιο. Να περιοριστεί στις εργατικές διεκδικήσεις, την μείωση του ωραρίου και την αύξηση των μισθών. Η Οχράνα υποστήριζε και άλλα συνδικάτα. Συνέβαινε το εξής παράδοξο: Η Υπηρεσία υποστήριζε έναν φυσικό εχθρό του καθεστώτος, τα συνδικάτα, εναντίον ενός φυσικού συμμάχου του, των εργοδοτών.

Πιο δυτικά, το κλίμα ήταν πολιτισμένο: Οι κυρίες του αμερικάνικου Νότου διάβαζαν Όλιβερ Τουίστ. Οι Άγγλοι ήταν σύμμαχοι του βιομηχανικού βορρά. Ο Ντίκενς ξεμπρόστιαζε την κακία του κόσμου τους. Οι κυρίες του αμερικάνικου Βορρά, διάβαζαν την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά. Το βιβλίο εξέθετε την βαρβαρότητα του κατακτημένου Νότου. Τους τιμωρούσε ο Θεός. Οι αγγλίδες διάβαζαν την Τζέιν Ώστιν. Περιστασιακά, εξέθετε την ζωή των αριστοκρατών, έδειχνε την ηθική ανωτερότητα της μεσαίας τάξης.

Στην Ρωσία όμως κυριαρχούσε η απορία της στιγμής. Δεν υπήρχαν ούτε ιδεολογίες, ούτε σταθερές φιλίες. Όλοι ήταν εναντίον όλων. Όλοι έψαχναν ευκαιριακούς συμμάχους. Όλοι πρόδιδαν και μετά φίλιωναν ξανά. Μετά το 1902, οι μοναρχικοί είχαν μόνο μια προτεραιότητα: Να αποφύγουν το Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο.

Το 1904, η ιαπωνική πρεσβεία προσεταιρίστηκε τους Μπολσεβίκους. Άρχισε να τους χρηματοδοτεί. Οι τελευταίοι όσο δυνάμωναν οργανώνονταν. Όσο οργανώνονταν εξέπιπταν. Επέβαλαν εισφορές, έκαναν υποχρεωτική την αγορά των εντύπων τους, κατέφευγαν σε εκβιασμούς και ληστείες, ακόμα και στην εκμετάλλευση πορνών. Οι κατώτεροι της φράξιας ήταν δούλοι των ανώτερων. Κάποτε ο Πέτρος πήγε στο σπίτι ενός Κόκκινου, σε ένα υπόγειο. Πέρασε από έναν διάδρομο. Είχε στο μήκος του στοιβαγμένα έντυπα της φράξιας. Ο Κόκκινος αναλάμβανε κάθε μήνα να πουλήσει μια ποσότητα. Όσα περίσσευαν τα αγόραζε. Του έπιναν το αίμα.

Η Ιαπωνία ήταν αυτοκρατορία. Ήθελε το μερίδιό της στις αποικίες. Πίστευε ότι της αναλογούσε ένα τμήμα της Άπω Ανατολής. Ήθελε πίσω το Πορτ Άρθουρ. Η λευκή Ευρώπη στήριζε την λευκή Ρωσία. Ο Γουίλι ήταν στο πλευρό του Νίκι. Άλλωστε είχε και εκείνος ναυτική βάση στην Κίνα, το Τσιανγκτάο. Η Αγγλία παρενέβη. Ήθελε να μειώσει τα δύο ξαδέλφια. Η Ιαπωνία έπρεπε να μεγαλώσει εις βάρος της Ρωσίας. Έκανε αμυντική συμφωνία μαζί της. Θα την προστάτευε από τις ξένες επιθέσεις. Ο τσάρος έχασε την ψυχραιμία του. Έβρισε τους ιάπωνες διπλωμάτες. Τους αποκάλεσε  «πίθηκους».

Η Ρωσία απείχε από τον Ειρηνικό μια ήπειρο. Έφτανε εκεί με μια μονή σιδηροδρομική γραμμή, σταματούσε το ένα τρένο για να περάσει το άλλο. Οι Ιάπωνες επιτέθηκαν με αντιτορπιλικά στο Πορτ Άρθουρ, χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, όπως έκαναν αργότερα στο Περλ Χάρμπορ. Βύθισαν τα μισά ρώσικα πολεμικά. Ύστερα αποβίβασαν στρατό. Μετά από επικές μάχες το κατέλαβαν. Η Ρωσία συνταράχθηκε. Η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του τσάρου.

22 Ιανουαρίου του 1905, Πετρούπολη. Το συνδικάτο του Γκαμπόν οργάνωσε μια διαδήλωση. Συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες και πολίτες. Κάποιοι κρατούσαν εικόνες αγίων. Ο ιερέας πήρε μαζί του τους πραιτωριανούς του. Ήταν εκατοντάδες και οπλισμένοι. Ήθελαν να συναντήσουν τον τσάρο. Θα του παρέδιδαν μία λίστα με τις λαϊκές διεκδικήσεις. Το εγχείρημα ήταν παράλογο. Προφανώς η κρίση και η φτώχεια έκαναν το πλήθος να χάσει την ψυχραιμία του. Προφανώς, παρέσυρε και τους αρχηγούς του. Ανάμεσα στους πραιτωριανούς ήταν και ένας νεαρός ιουδαίος. Χάρη στον ιερέα είχε αναδειχθεί στον συνδικαλισμό και στους εσέρους.

Η μέρα έμεινε στην ιστορία σαν «Ματωμένη Κυριακή». Η αστυνομία και ο στρατός πυροβόλησαν. Οι πραιτωριανοί απάντησαν. Θερίστηκαν. Το πλήθος έγινε τυφλό κοπάδι, ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον, σκοτώθηκαν εκατοντάδες, τραυματίστηκαν χιλιάδες. Ο Γκαμπόν βρέθηκε περικυκλωμένος από πτώματα. Μαρμάρωσε. Ο νεαρός ιουδαίος τον άρπαξε και τον φυγάδευσε. Ύστερα έφυγε για το Παρίσι. Ένα μήνα μετά, δολοφονήθηκε ο Μεγάλος Δούκας με βομβιστική επίθεση. Ήταν θείος του τσάρου.

 

2. Ο χορός στα ανάκτορα -ο τρόμος -οι ανωμαλίες των ελλήνων

Τέλη Μαϊου του 1905, η Ρωσία και η Ιαπωνία πολεμούσαν ήδη ένα χρόνο.  Ο Ιβάν και ο Πέτρος ήταν στα χειμερινά ανάκτορα, σε μια αίθουσα χορού. Κρύσταλλα, μάρμαρα και χρυσός. Οι δυο φίλοι χάζευαν. Γύρω τους κυκλοφορούσαν στολές, τουαλέτες και πανάκριβα κοστούμια. Τα στήθη των ανδρών ήταν γεμάτα παράσημα, των γυναικών γεμάτα κοσμήματα. Ο Ιβάν χρωστουσε την πρόσκληση στην Αγία Αδελφότητα. Ο Πέτρος στα Πρωτόκολλα. Το όνομά του είχε μπει σε μια λίστα, δίπλα στα πιο σημαντικά πρόσωπα της πρωτεύουσας. Η υπόλοιπη ομάδα είχε αγνοηθεί.

Προσπαθούσαν να εξηγήσουν την πρόσκληση του Πέτρου. Έβλεπαν τα Πρωτόκολλα παντού. Ήξεραν ότι ήταν της Υπηρεσίας, δεν ήξεραν όμως τον συγγραφέα και την σπουδαιότητα που τους έδιναν κάποιοι. Ο πρώτος που έμαθε τον συγγραφέα ήταν ο Ιγκόρ, λίγα χρόνια αργότερα. Με τη σειρά του, το είπε στους υπόλοιπους. Η Νάντια έμαθε για την πρόσκληση και πήγε τον Πέτρο σε ένα ραφτάδικο. «Θα  σου φτιάξω ένα κοστούμι», του είπε. «Αν εμφανιστείς έτσι, θα μας εκθέσεις». Δύο μέρες μετά ο Πέτρος έκανε πρόβα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Ήταν ένας κύριος. Ο μεσιέ του ραφτάδικου του έκανε διορθώσεις. Ύστερα η Νάντια τον πήγε σε ένα παπουτσάδικο.

Οι άνθρωποι χόρευαν με προσποίηση. Τους κατείχε ένας υπόγειος τρόμος. Ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την ιστορία. Η αλήθεια τους και η πραγματικότητά τους είχαν κρατήσει μόλις έναν αιώνα. Έπνιγαν τον τρόμο τους στην έκσταση: Στην θρησκευτικότητα, στον μυστικισμό, στις ασωτίες. Έπαιζαν χαρτιά και ρουλέτα.  Έπιναν. Οργάνωναν ταξίδια και κυνήγια. Ενέδιδαν σε όλα αυτά ταυτόχρονα. Είχαν στα κομοδίνα τους τον Ισαάκ τον Σύρο, δίπλα του μια σημαδεμένη τράπουλα, ακόμα πιο δίπλα, στα κρεβάτια τους, έκανα όργια. Ο Ιβάν τους δικαιολογούσε: Οι άνθρωποι ήταν δέντρα. Άπλωναν τα κλαδιά τους δεξιά και αριστερά. Δεν υπήρχαν σχιζοφρενή δέντρα. Ούτε δέντρα υποκριτές. Ο Πέτρος τον χτύπησε στον ώμο. Η Νάντια!

Την συνόδευε ένας γέρος. Στο στήθος του είχε δυο μεγάλα παράσημα. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο, τα μαλλιά του πλατινένια. «Είναι ανώτερος αξιωματικός στην Υπηρεσία», είπε ο Ιβάν. Δεν είπε περισσότερα, ο Πέτρος θα έκανε καμιά χαζομάρα, θα κατέληγε σε καμιά εξορία. Η αρχηγός τους άρχισε να χορεύει με έναν αξιωματικό. Ήταν παχύς και πανύψηλος. Ανήκε στα συντάγματα της φρουράς.

«Κάνει σαν να της αρέσει», είπε ο Πέτρος.

«Αποπνέει δύναμη και νιάτα», είπε ο Ιβάν. «Αυτοί της αρέσουν. Θα τον κάνει εραστή της για μερικούς μήνες».

Ο Πέτρος βούρκωσε.  Η Νάντια είχε τον Αλεξέι, τον κρατούσε από το χέρι, αντάλλασσαν φιλιά, τον κολάκευε, έκαναν περιπάτους. Εκτός από εκείνον είχε και ευκαιριακούς;

«Ο δόκτωρ Φάουστ!» είπε ο Ιβάν. Ο μεσιές Γκολοβίνσκι φορούσε ένα αψεγάδιαστο φράκο. Τους πλησίασε, έβγαλε το καπέλο του, έκανε μια υπόκλιση. «Το χειροφίλημα το κρατάω για τις κυρίες», τους είπε. Έσκασε στα γέλια. Προσπάθησε να καλμάρει τον Πέτρο. «Η Νάντια είναι απρόβλεπτη», τους είπε. «Γεμάτη πάθος. Ένα Χρυσό Πουλί της Φωτιάς. Έτσι την λένε στον πνευματιστικό της κύκλο».

Τους περιέγραψε τους πνευματιστές: Έμπαιναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, έπιαναν ο ένας το χέρι του άλλου, άρχιζαν να αιωρούνται, γύρω τους αιωρούνταν και τα έπιπλα. Έτσι ισχυρίζονταν. Επικαλούνταν πνεύματα, άγγελους και δαίμονες, συνομιλούσαν με ιστορικές διασημότητες.  «Η Νάντια μιλάει με την Μπλαβάτσκι. Μια φορά μίλησε και με τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Οι μισοί είναι απατεώνες και οι άλλοι μισοί φαντασιόπληκτοι. Να, σαν τους Κόκκινους».

«Η αρχηγός μας είναι αθώα σαν παιδί», του είπε ο Ιβάν. «Κάποιες στιγμές γενναία και έντιμη σαν ιππότης στα μυθιστορήματα. Γι’ αυτό την επέλεξαν για αρχηγό μας, για τα χαρίσματά της».

«Χάρη στις γνωριμίες της», αντιμίλησε ο Πέτρος.

«Όλοι οι υποψήφιοι είχαν γνωριμίες», είπε ο Φάουστ. «Η Νάντια ξεχώρισε για τα ψυχικά της χαρίσματα. Στην Οχράνα την έβαλε ο Νικήτα. Είναι ο ίδιος που την έβαλε και στον πνευματιστικό κύκλο. Όμως δεν την βοήθησε παραπέρα».

«Ο Νικήτα είναι φίλος του πατέρα της;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Όχι, μόνη της τον βρήκε», απάντησε ο Φάουστ. «Είναι εραστής της».

Ο Ιβάν του έκανε νόημα με το κεφάλι να σταματήσει. Ο Φάουστ απάντησε με το κεφάλι του αρνητικά. Θα έβαζε το νυστέρι στην πληγή.

«Ο Νικήτα έχει χρήματα, εξουσία και γνωριμίες, Πέτρο. Η Νάντια θέλει να φτάσει ψηλά. Κάθε της κίνηση είναι υπολογισμένη. Άκου! Ο Νικήτα συναντιέται μαζί της μια φορά την εβδομάδα. Κοιμόνται μαζί για τρεις με τέσσερις ώρες. Είναι αυτός που πληρώνει τα λούσα της, τα ακριβά της εστιατόρια και τις άμαξες. Όμως παραδόξως, η αρχηγός σας νιώθει γι’ αυτόν κάποια τρυφερότητα».

«Τότε τι τους θέλει τους περιστασιακούς;».

«Η ζωή είναι γεμάτη περιστάσεις», απάντησε ο Φάουστ.

«Έχει τον Αλεξέι».

«Η αρχηγός σας είναι όπως κάθε άνθρωπος», του απάντησε ο Φάουστ. «Πνεύμα, σώμα και ψυχή. Έχει το θάρρος να αφήνει την διαίρεσή της να εκφράζεται. Έχει ανάγκη από τρεις τύπους εραστών. Ο Αλεξέι είναι για την ψυχή. Προσφέρει τρυφερότητα και ομορφιά».

«Είναι ένας παλιάνθρωπος», είπε ο Πέτρος.

«Με τα δικά σου κριτήρια. Όχι με τα δικά της. Όσο για εσένα, δεν πρόκειται να σε συμπαθήσει ποτέ. Είσαι ο μόνος που δεν της δείχνει σεβασμό».

«Την αφήνω να μου μιλάει άσχημα, της συγχωρώ τα πάντα, δεν είναι αυτό σεβασμός;»

«Όχι! Σεβασμός είναι να την θεωρείς ανώτερη, Εσύ έχεις  το θράσος των ελλήνων. Δεν περάσατε από το στάδιο της φεουδαρχίας, δεν μάθατε ποτέ ότι η κοινωνία διαιρείται σε τάξεις. Η ανισότητα στον κόσμο αντανακλά την τάξη του ουρανού, την ανισότητα που υπάρχει εκεί. Στον ουρανό κάνει κουμάντο ο Θεός Πατέρας. Έχει πρωθυπουργό και επιτελάρχη, το Άγιο Πνεύμα και τον Υιό.».

«Αυτό είναι αίρεση», είπε Ιβάν.

«Δεν δίνω δυάρα», απάντησε ο Φάουστ. «Έτσι τα καταλαβαίνει ο κόσμος. Πιο κάτω είναι οι τάξεις των αγγέλων. Πρώτα τα σεραφείμ, τα χερουβείμ και οι θρόνοι, ύστερα οι κυριότητες, οι δυνάμεις και οι εξουσίες, μετά οι αρχές, οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι».

Έκλεισε τα μάτια του. Τα άνοιξε και συνέχισε:

«Οι έλληνες έχουν την ανισότητα για αμαρτία. Έχουν έναν τέταρτο Θεό, την Παναγία. Πιστεύουν ότι λέει στον Θεό τι να κάνει, την βάζουν πάνω και από τον Θεό».

Πήρε μια ανάσα. Κοίταξε τον Πέτρο οργισμένος:

«Υποφέρεις χωρίς λόγο. Είσαι αφηρημένος, σκέφτεσαι συνέχεια, το μυαλό σου γυρίζει σε όλα τα θέματα. Αυτή η ανωμαλία συμβαίνει μόνο στους Έλληνες. Ο καθένας σας παριστάνει τον φιλόσοφο. Στους άλλους λαούς φιλοσοφούν μόνο οι  καθηγητές. Όι υπόλοιποι περιορίζονται στο επάγγελμά τους».

Ο Ιβάν είδε κάποιον γνωστό του. Πήγε να τον χαιρετήσει.

«Ποιός είναι ο Νικήτα, Φάουστ;», ρώτησε ο Πέτρος.

«Να φτιάξεις την ζωούλα σου! Να βρεις κάποια της τάξης σου».

Τους πλησίασε ένας αξιωματικός, πήρε τον μεσιέ Γκολοβίνσκι. Αναμίχθηκαν με τους χορευτές. Ο Φάουστ άρχισε να χορεύει σαν τρελός. Θα ένιωθε τον ίδιο τρόμο με τους υπόλοιπους.

 

3. Ο Αλεξέι

Ο Αλεξέι ήταν απατεώνας. Ξεκίνησε ζητώντας δανεικά, πείθοντας κάποιους να εγγυηθούν ότι θα τα πλήρωνε. Χρησιμοποιούσε δάκρυα και παρακάλια. Σπαταλούσε τα δάνεια ασυλλόγιστα. Οι δανειστές πληρώνονταν από τους εγγυητές του. Μετά βελτίωσε την φάμπρικα. Οι δανειστές του ήταν εικονικοί, συνήθως πράκτορες της Οχράνα, μοιραζόταν μαζί τους την λεία.

Με τον καιρό άλλαξε τους τόπους κυνηγιού: Στόχευε τις ανύπαντρες. Τις έκανε να τον ερωτευτούν. Ήταν πανέμορφος για τα γούστα της εποχής του. Ήταν ψηλός, λεπτός, με ώμους, είχε ξανθά μαλλιά και γένια, λεπτό ευγενικό πρόσωπο. γαλανά μάτια, μακριά δάχτυλα. Οι γυναίκες έκαναν σαν τρελές. Ω! Υπήρχε ένα πρόβλημα για να παντρευτούν: Ένα χρέος. Τους μιλούσε με μια πληγωμένη αξιοπρέπεια. Χρησιμοποιούσε πάλι τους εικονικούς δανειστές. Οι ερωτευμένες πλήρωναν. Ύστερα τους αποκάλυπτε ένα χρέος ακόμα. «Ω, δεν το είχε πει. Δεν ήθελε να τις πληγώσει!». Τις απογύμνωνε. Τότε άλλαζε. Σάρκαζε, πρόσβαλε, έβριζε, απειλούσε, χτυπούσε. Δεν ήταν πιο έξυπνος από τα θύματά του. Απλώς είχε ένα know how, χάρη στον ιερέα πατέρα του. Εκμεταλλευόταν την ανάγκη για πίστη.

Οι απάτες του χρηματοδοτούσαν την πλούσια ζωή του. Νοίκιαζε τεράστια διαμερίσματα, αγόραζε έπιπλα από τα καλύτερα καταστήματα, γέμιζε τους τοίχους με πίνακες, έστρωνε τα πατώματα με χαλιά. Οι λαβές στις πόρτες ήταν επιχαλκωμένες, έβαζε μάρμαρα και καθρέφτες. Και είχε πάντα υπηρέτες.

 

4. Η ανακοίνωση της ήττας -όλα αλλάζουν

Οι χορευτές έκαναν χώρο. Εμφανίστηκε ανάμεσά τους μια ομάδα αξιωματικών. Φορούσαν στολές του επιτελείου. Διέσχισαν την αίθουσα και στάθηκαν δίπλα στον τσάρο. «Έχουν κακά νέα», είπε ο Φάουστ στον Ιβάν και τον Πέτρο. «Δεν τολμάει κανείς να τα ανακοινώσει μόνος του». Οι Ιάπωνες νικούσαν συνέχεια. Οι απώλειες των Ρώσων ήταν πάντα μεγαλύτερες. Οι κοζάκοι αναχωρούσαν για την Μαντζουρία, η μια μονάδα μετά την άλλη, υπήρχε κάτι εκεί που τους κατάπινε.

Τελευταίος έφυγε ο στόλος της Βαλτικής. Ήταν ο πιο ισχυρός της αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε από την Κροστάνδη, το νησί λιμάνι της Πετρούπολης. Έγινε ένας αποχαιρετιστήριος χορός στα καταστρώματα των θωρηκτών. Τα πλοία πέρασαν τα στενά της Δανίας, βγήκαν στον Ατλαντικό, έκαναν τον περίπλου της Αφρικής, διέσχισαν τον Ινδικό.  Οι Άγγλοι τα παρακολουθούσαν από την Ινδία, την Σιγκαπούρη και το Χονγκ -Κονγκ. Ενημέρωναν τους Ιάπωνες για το κάθε μίλι. Ο στόλος της Βαλτικής θα έκοβε τις θαλάσσιες συγκοινωνίες της Ιαπωνίας, θα την υποχρέωνε να συνθηκολογήσει.

Στην αίθουσα απλώθηκε μια δόνηση. Ξεκίνησε από το σημείο που καθόταν ο τσάρος. Ο στόλος είχε βυθιστεί. Ο ρώσος ναύαρχος είχε τραυματιστεί, είχε παραδοθεί. Η κακή πορεία του πολέμου έφερε ταραχές.  Τον Ιούλιο του 1905, έγινε γενική απεργία στην Οδησσό. Ακολούθησαν τρεις ανταρσίες: Του θωρηκτού Ποτέμκιν, του στόλου της Μαύρης Θάλασσας και της Οδησσού. Ο στρατός σκότωσε χιλιάδες ναύτες και πολίτες. Οι πρωταίτιοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Ακολούθησαν εξεγέρσεις σε όλες τις πόλεις.

Ξεσηκώθηκαν τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα: Οι αγρότες για την φορολογία. Οι εργάτες για την άθλια ζωή τους και τους μισθούς. Οι πολίτες για τον αποκλεισμό από τις σπουδές. Πίσω τους ακολουθούσαν οι φτωχοί και οι άνεργοι. Ανάμεσα στους εξεγερμένους ήταν και αρκετοί με ανώτερη κοινωνική θέση. Ζητούσαν  σύνταγμα και κοινοβούλιο. Οι δρόμοι γέμισαν με διαδηλωτές.

Η επανάσταση έφτασε στην Πολωνία. Τα εθνικά αιτήματα ενώθηκαν με τα κοινωνικά. Η μοναρχία κατέβασε την Μαύρη Εκατονταρχία και την Οχράνα. Ο Πέτρος έμαθε να χρησιμοποιεί το ρεβόλβερ του. Ήταν «φυσικός ηγέτης», ενέπνεε τους συντρόφους του και έπαιρνε γρήγορες αποφάσεις. Απόκτησε αυτοπεποίθηση. Απέβαλε το αίσθημα μειονεξίας του.

Οι εξεγέρσεις του καλοκαιριού πρόσθεσαν χιλιάδες νέους νεκρούς. Το φθινόπωρο του 1905, οι ταραχές κορυφώθηκαν. Ακολούθησε το «Μανιφέστο του Οκτώβρη», ο τσάρος υποσχέθηκε σύνταγμα και κοινοβούλιο.  Η κυβέρνηση ενίσχυσε την Οχράνα. Άπλωσε το δίκτυο της σε όλη την χώρα. Έφτιαξε σταθμούς και στο εξωτερικό. Το σύνολο των σταθμών έφτασε τους εξήντα. Οι ανώτερες θέσεις πολλαπλασιάστηκαν.

Το 1906, η Ρωσία απέκτησε σύνταγμα. Έγιναν οι πρώτες εκλογές. Συγκλήθηκε η πρώτη Δούμα με πεντακόσιους βουλευτές. Η λειτουργία της διήρκεσε δυο μήνες. Τον Ιούλιο ο τσάρος την διέλυσε. Τον Αύγουστο, οι εξτρεμιστές χτύπησαν τον πρωθυπουργό Στολίπιν. Έριξαν βόμβες στην ντάτσα του την ώρα μιας εκδήλωσης, σκοτώθηκαν είκοσι οκτώ άτομα, ανάμεσά τους ήταν η κόρη του, τραυματίστηκε ο γιός του.

 

5. Ο χαζούλης Πέτια – το Μεγάλο Αυτί – ο μουγκός Ιγκόρ

Το 1906, ο Πέτρος έγινε ο «χαζούλης Πέτια». Ήταν κακοντυμένος, είχε μακριά γενειάδα, χαμογελούσε ασταμάτητα, έδειχνε αδαής και αμόρφωτος. Δεν μάλωνε με κανέναν, δεν είχε άποψη σε τίποτα και πίστευε τα βασικά: Έπρεπε να γίνει η επανάσταση, έπρεπε να συγκεντρωθεί όλη η εξουσία στους αντιπροσώπους. Όλη η εξουσία,  να μην μείνει τίποτα απέξω. Δεν έβαλε ποτέ υποψηφιότητα για κάποια θέση.  Ήταν ακίνδυνος και καλός σαν γάιδαρος. Θα μπορούσε να τον καβαλήσει ο καθένας. Τον αγάπησαν όλοι οι Κόκκινοι της Πετρούπολης. Ο Νίτσε είχε δίκιο, οι χριστιανοί αγαπούσαν τους μικρούληδες. Οι επαναστάτες ήταν γεμάτοι με χριστιανικό πνεύμα.

Ήταν αόρατος. Κανείς δεν συνέδεε την παρουσία του με κάποια σύλληψη. Τα αυτιά του απομόνωναν τις ομιλίες. Η Νάντια τον αποκαλούσε «το Μεγάλο Αυτί». Ήταν ένα ειρωνικό λογοπαίγνιο. «Μεγάλο Αυτί» σήμαινε «ο ταυτισμένος με το Ταό».

Το 1907, ο «χαζούλης Πέτια» εξαφανίστηκε. Αντικαταστάθηκε από τον «μουγκό Ιγκόρ». Ήταν ο Ιγκόρ ο μέθυσος. Τον είχε υπό την καθοδήγησή του ο Πέτρος. Ο «μουγκός Ιγκόρ» με δυσκολία άρθρωνε μια λέξη. Οι Κόκκινοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο. Μονομαχούσαν με λόγους στις συνελεύσεις. Ο «μουγκός Ιγκόρ» ήταν περισσότερο ακίνδυνος από τον «χαζούλη Πέτια». Έγινε πιο αγαπητός.

Ο Πέτρος ξυρίστηκε με επιμέλεια. Άφησε μακριές αγγλικές φαβορίτες. Άρχισε σουηδική γυμναστική. Το σώμα του έγινε ανδρικό. Ήταν στα είκοσι οκτώ. Ο μισθός του ήταν πια καλός. Ο κόσμος έμοιαζε δικός του.

 

6. Οι αγιότητες, οι παράδεισοι, τα πρόσωπα του Αντιχρίστου

Ο Αλεξέι κατηγόρησε τον Πέτρο σαν παλιάνθρωπο: «Πηγαίνει στους θαλάμους των βασανιστηρίων», είπε στην ομάδα τους. «Χαίρεται με τον πόνο τον άλλων. Του αρέσει να ρίχνει τους κρατούμενους στο πάτωμα και να τους πατάει με τις μπότες του».

«Κανείς δεν μπορεί να τους βασανίσει όσο τους αξίζει», απάντησε ο Πέτρος. Έβγαλε ένα λογίδριο: Οι πιο φανατικοί Κόκκινοι ήταν οι πτωχευμένοι αριστοκράτες, οι κακομαθημένοι πρωτότοκοι, οι φοιτητές των σεμιναρίων. Ζούσαν όλοι τους χωρίς να δουλεύουν.  Έτρωγαν τις περιουσίες των γονιών τους και τις προίκες των αδελφών τους. Άρπαζαν τα κοσμήματα των συζύγων τους και τις έβαζαν να δανείζονται. Ύστερα τις χώριζαν. Γλεντούσαν, οργίαζαν, σκορπούσαν παιδιά και τα άφηναν απροστάτευτα. Έριχναν βόμβες για να δικαιολογήσουν την άθλια τους ύπαρξη. Σκότωναν γυναίκες και παιδιά.

«Τους μισείς επειδή τους φθονείς», του είπε ο Αλεξέι. «Επειδή πιστεύεις ότι ζουν καλύτερα από εσένα. Είσαι τόσο τυφλωμένος που δεν βλέπεις μπροστά σου. Πρώτη φορά έχουμε τόση φτώχεια».

«Πρώτη φορά έχουμε τόσο πλούτο», απάντησε ο Πέτρος. «Οι φτωχοι πριν πενήντα χρόνια δεν είχαν σιδηρόδρομο. Δεν έτρωγαν γλυκά. Δεν ήξεραν καν τι σημαίνει η λέξη «ζάχαρη». Δεν είχαν τόσα ρούχα να φορέσουν. Δεν υπήρχαν οι πλεκτικές μηχανές. Περπατούσαν σε σκοτεινές πόλεις. Δεν υπήρχε δημόσιος φωτισμός. Ούτε υπήρχαν τα τραμ. Μουσική άκουγαν μόνο οι πολλοί πλούσιοι. Τώρα είναι παντού. Την ακούμε στα γραμμόφωνα. Οι σημερινοί φτωχοί είναι πιο πλούσιοι από τους παλιούς πλούσιους».

Οι σύντροφοί του εντυπωσιάστηκαν. Όλα αυτά που έλεγε ήταν μπροστά τους. Μόνο όμως το μαύρο σκυλί τα έβλεπε. Ο Πέτρος τους είπε για τον αδελφό του, τον Αντρέι: «Πήγε στην Αμερική να γίνει πλούσιος. Εκεί γίνονται θαύματα».

Τους έγραφε, ότι σε λίγα χρόνια θα ζούσαν όλοι σε βίλες. Ότι οι μηχανές θα ήταν οι εργάτες και οι υπηρέτες. Ότι οι πόλεις θα είχαν δέκα εκατομμύρια κατοίκους. Ότι τα κτίρια θα ήταν ψηλά σαν τον καθεδρικό του Αγίου Βασιλείου.  Ότι οι άνθρωποι θα πετούσαν με ιπτάμενες μηχανές. Ότι θα γεννιόταν ο κόσμος του Ιούλιου Βερν.

«Ο φτωχός, ο πραγματικά φτωχός, δεν θέλει την επανάσταση», είπε ο Ιγκόρ. «Οι πιο καταπιεσμένοι είναι οι φτωχές γυναίκες. Είναι όλες τους πιστές στον τσάρο».

«Και πηγαίνουν στην εκκλησία», είπε ο Μπόρις.

«Οι άνθρωποι νομίζουν ότι το κακό βρίσκεται στην φτώχεια», είπε ο Ιγκόρ. «Ότι είναι ζιζάνια στο χωράφι. Ότι θα το ξεριζώσουν με τα χέρια τους».

«Η φτώχεια είναι η απόσταση από τον Χριστό», είπε ο Ιβάν. «Το κακό είναι το μικρό καλό. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός έλεγε ότι δεν υπάρχει κακό. Ότι κάθε ύπαρξη είναι αγάπη. Ακόμα και ο διάβολος».

«Οι Κόκκινοι λένε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί», είπε ο Αλεξέι. «Ότι θα γίνει μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Ότι ο σοσιαλισμός είναι η μόνη σωτηρία. Μα αυτό δεν λέμε και εμείς οι χριστιανοί; Δεν πιστεύουμε στην καταστροφή του κόσμου και στη Δευτέρα Παρουσία;».

«Μόνο εκείνοι που σταυρώνονται σώζονται», είπε ο Ιβάν. «Τα κράτη δεν είναι άνθρωποι, δεν σταυρώνονται, δεν θα σωθούν ποτέ. Το είπε και ο Χριστός».

«Τι είπε;» τον ρώτησε ο Αλεξέι.

«Ότι θα έχουμε πάντα τους φτωχούς μαζί μας, μέχρι να επιστρέψει ξανά».

Τους είπε ότι υπήρχαν τρεις αντιλήψεις για τη χώρα τους: Η πρώτη ήταν της «Αγίας Ρωσίας». Θα οδηγούσαν τον κόσμο ή έστω την ανατολική Ευρώπη, θα έφταναν σε έναν επίγειο ορθόδοξο παράδειο. Η δεύτερη ήταν αυτή της «αγίας Προόδου». Η Ρωσία θα ακολουθούσε την Δύση, θα γινόταν μια χώρα του μέλλοντος, ένας επίγειος παράδεισος της προόδου και την επιστήμης. Η τρίτη ήταν της «αγίας Επανάστασης». Η Ρωσία θα δημιουργούσε τον επίγειο παράδεισος της ισότητας και της δικαιοσύνης. Οι τρεις επίγειοι παράδεισοι ήταν τα τρία πρόσωπα του Αντιχρίστου. Οι άνθρωποι τους λάτρευαν στη θέση του Χριστού, για χάρη τους δέχονταν κάθε έγκλημα.

 

7. Παρίσι -ο θάνατος του Γκαμπόν -ο Πέτρος αλλάζει κι άλλο -τα δάκρυα

Ο ιουδαίος φίλος του Γκαμπόν έμεινε στο Παρίσι τρία χρόνια. Ο σταθμός της Οχράνα έστελνε τα νέα του. Ανέβηκε στην ιεραρχία και έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς. Οι γάλλοι πολιτικοί αντιμετώπιζαν τους εμιγκρέδες με σεβασμό. Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος σύμμαχος της χώρας τους. Ήθελαν να τα έχουν καλά και με τους τσάρους και με τους πιθανούς διαδόχους τους. Καλουσαν τους εμιγκρέδες στις  δεξιώσεις τους. Ο Λένιν και ο ιουδαίος μπαινόβγαιναν στα σπίτια του Ζωρές και του Κλεμανσώ. Ο δεύτερος έγινε πρωθυπουργός το 1906. Έμεινε  μέχρι το 1909. Έγινε ξανά πρωθυπουργός, όταν κυβέρνησαν οι μπολσεβίκοι.

Το 1908, ο ιουδαίος επέστρεψε στην Πετρούπολη. Τον εντόπισε ο μουγγός Ιγκόρ. Τον πλησίασε ο Ιβάν σε ένα βιβλιοπωλείο. Του είπε πως είχε μια σημαντική πληροφορία. Ο ιουδαίος τον ακολούθησε. Βρέθηκαν μπροστά στον Πέτρο. Εκείνος του αποκάλυψε τον διπλό ρόλο του Γκαμπόν.

«Συκοφαντίες», του απάντησε ο ιουδαίος. «Έκανε μια ολόκληρη εξέγερση. Μας πυροβόλησε ο στρατός. Χάθηκαν εκατοντάδες».

Ο Πέτρος του έδειξε τις φωτογραφίες που κρατούσε. Του είπε για τη σχέση της Οχράνα με το συνδικάτο.

«Ο φίλος μου δεν είναι παλιάνθρωπος», του είπε ο ιουδαίος.

«Αν ήξερες πόσο παλιάνθρωπος είσαι, θα ήξερες πόσο είναι και εκείνος», του είπε ο Πέτρος.

«Δεν ξέρεις ποιός είμαι».

«Τα ξέρουμε όλα για το Παρίσι», του απάντησε ο Πέτρος. Του έδειξε φωτογραφίες με τον Λένιν, τον Ζορές και τον Κλεμανσώ. Τις είχε στείλει ο σταθμός με το ταχυδρομείο. Έβαλε στον ιουδαίο την ιδέα να σκοτώσουν τον Γκαμπόν. Τις περισσότερες εκτελέσεις επαναστατών τις έκαναν οι δικοί τους.

Ο ιουδαίος συνάντησε τον Γκαμπόν. Ο ιερέας παραδέχθηκε τα πάντα. Του πρότεινε να τον κάνει πράκτορα, όπως ήταν αυτός. Έλεγε ψέματα για να κερδίσει χρόνο. Μετά το 1905 τον είχαν διώξει από την Υπηρεσία. Ο ιουδαίος και ο ιερέας κανόνισαν μια νέα συνάντηση. Ο ιουδαίος τον παρέσυρε στην εξοχή, σε ένα σπίτι. Εκεί τους περίμεναν τρεις εκτελεστές.

Το 1908, ο Πέτρος είχε μια δεύτερη επιτυχία: Ξετρύπωσε ένα ναύτη του θωρηκτού Ποτέμκιν. Το έσκασε από τη Ρωσία μετά την ανταρσία του θωρηκτού. Το 1980 επέστρεψε ξανά. Οι αρχές τον εκτέλεσαν.

Ο νεαρός Τσακάλωφ έκανε την δουλειά του παιχνίδι. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, έπαιρνε τις πόζες του Φάουστ, μιμείτο τις εκφράσεις του. Απαλλάχθηκε από τις συναισθηματικές φορτίσεις, αδιαφορούσε για όλα, ακόμα και για την πτώση του καθεστώτος. Η Ρωσία βυθιζόταν στην κατάθλιψη, πνιγόταν στη βότκα και στο λαρδί, εκείνος έκανε δίαιτα και σουηδική γυμναστική.

Ξεκίνησε να μαθαίνει γαλλικά. Μιλούσε κατευθείαν στην ιεραρχία. Έκανε τον αρχηγό στην ομάδα τους. Σήκωνε τα βάρη που δεν μπορούσαν να σηκώσουν οι άλλοι. Η Νάντια είχε καταρρεύσει. Δεν είχε κοτορθώσει κανέναν από τους στόχους της. Ήταν τριάντα και ανύπαντρη. Η θεία της παρέμενε αγέραστη. Στις συναντήσεις της ξέφευγε το παράπονό της: «Αντί να την θάψω, θα με θάψει εκείνη», τους έλεγε. Κάποτε μπήκε στον πειρασμό να την δηλητηριάσει. Τους το αποκάλυψε και ύστερα έβαλε τα γέλια. Ότι τάχα ήταν αστείο.

  1. Ο Ιβάν και ο Πέτρος έξω από μια εκκλησία. Η λειτουργία έφτασε στο τέλος. Εμφανίστηκαν στην έξοδο η θεία, οι φίλες της και οι υπηρέτριες. Τους ακολουθούσαν η Νάντια και ο Αλεξέι. Κρατούσαν από ένα μαντήλι. Έκλαιγαν.

«Είναι συγκινημένοι από την τελετή», είπε ο Ιβάν.

«Παριστάνουν τους ευσεβείς».

«Τα δάκρυα τους είναι αληθινά».

Η Νάντια και ο Αλεξέι δεν άντεχαν τη ζωή τους. Είχαν πάθος με τα τυχερά παιχνίδια. Η ένταση έκανε το μυαλό τους να σταματά. Μόνο σε αυτά εύρισκαν λίγη γαλήνη. Έχαναν όμως πολλά και συνέχεια. Ο Ιβάν τους αντιπαρέβαλε με τον Ντοστογιέφσκι. Χανόταν και εκείνος στα παιχνίδια, στα καζίνο του Βισμπάντεν. Έχανε και εκείνος πολλά. Εξαπατούσε τους φίλους του. Έστελνε εκβιαστικά γράμματα στη σύζυγό του. Απαιτούσε να του βρει λεφτά. Την πρόσβαλε. Την παρότρυνε σε κάθε ταπείνωση και θυσία. Και όλα αυτά, ενώ εκείνη περίμενε το παιδί τους.

4. Οι Δούμες -ο Ράπτης -το Ραπτόπουλο -η τέταρτη Δούμα

Από το 1906 μέχρι το 1917, συγκλήθηκαν τέσσερις εθνοσυνελεύσεις. Οι ρώσοι τις έλεγαν Δούμες. Οι βουλευτές εκλέγονταν από τους πολίτες. Δεν είχαν όμως όλες οι ψήφοι ίση αξία. Επίσης, οι Δούμες ψήφιζαν μόνο τους νόμους. Τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς τους διόριζε ο τσάρος. Οι νόμοι που ψηφίζονταν ίσχυαν εφόσον τους ενέκρινε το Κρατικό Συμβούλιο και δεν ασκούσε βέτο ο τσάρος.

Οι συνελέυσεις γίνονταν στο ανάκτορο της Ταυρίδας, στην Αγία Πετρούπολη. Η πρώτη Δούμα διήρκεσε μόνο λίγους μήνες. Ο τσάρος διέταξε την παύση της. Η δεύτερη συγκλήθηκε το 1907. Οι επαναστάτες εκπροσωπούνταν από το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ). Αποτελείτο από δύο φράξιες: Τους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους. Υπήρχαν πληροφορίες ότι κάποιοι βουλευτές ετοίμαζαν ένοπλη εξέγερση. Ο τσάρος την έπαυσε.

Αμέσως μετά, το ίδιο έτος, το 1907, συγκλήθηκε η τρίτη Δούμα. Οι βουλευτές της ανήκαν στις ανώτερες τάξεις. Ήταν ευγενείς, γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες.  Τον Σεπτέμβριο του 1911, δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό Στολίπιν. Ο δολοφόνος του τον πυροβόλησε μέσα στην όπερα του Κιέβου. Είχε πάει να συμμετάσχει στις γιορτές για την κατάργηση της δουλοπαροικίας.  Ο δολοφόνος του ήταν πρώην πληροφοριοδότης της Οχράνα. Τον άφησαν να περάσει με όπλο, ενώ απαγορευόταν. Λίγους μήνες μετά, το 1912, ο τσάρος έπαυσε και την τρίτη Δούμα.

Ξεκίνησαν οι εκλογές για την τέταρτη Δούμα. Σε αυτήν θα έλαμπε το άστρο ενός βουλευτή των μπολσεβίκων: Του Ρομάν Μαλινόφσκι.

Ο Μαλινόφσκι ήταν συνομίληκος του Πέτρου. Οι βίοι τους κάπως παράλληλοι. Έμεινε ορφανός στα δεκαπέντε, το 1900, είκοσι ετών, έγινε ληστής. Φυλακίστηκε για έναν βιασμό, αποφυλακίστηκε και κατετάγη στον στρατό, στο περίφημο σύνταγμα Ισμαηλόφσκι. Εκεί παρακολουθούσε τους αξιωματικούς και τους φαντάρους για λογαριασμό της Οχράνα. Μα πως κατετάγη αφού ήταν πρώην κατάδικος; Κατά την επίσημη εκδοχή, ξεγέλασε την στρατολογία με πλαστοπροσωπία: Έδωσε σαν δικά του, τα στοιχεία ενός ξαδέλφου του. Ο Πέτρος πίστευε άλλα: Στην φυλακή έγινε ρουφιάνος του διευθυντή. Αμέσως μετά έγινε πληροφοριοδότης στην Οχράνα. Ήταν εκείνη που τον έχωσε στο Ισμαηλόφσκι.

Το σύνταγμα συμμετείχε στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Όταν τέλειωσε, ο Μαλινόφσκι αποστρατεύτηκε.  Εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη. Έγινε τορναδόρος και μέλος της Ένωσης Μεταλλουργών. Πότε μαθήτευσε; Ο Πέτρος πίστευε ότι βρήκε δουλειά χάρη στην Οχράνα, ότι ήταν εκείνη που τον προώθησε στον συνδικαλισμό. Ακολούθησε η είσοδός του στην πολιτική. Έγινε μέλος του ΡΣΔΕΚ.

Το 1910, η Οχράνα τον συνέλαβε. Και μετά τον άφησε. Ο Πέτρος πίστευε ότι αυτό έγινε προληπτικά για να φοβάται, για να μην μπει στον πειρασμό να ανεξαρτητοποιηθεί.  Το ίδιο έτος, ο Μαλινόφσκι έγινε μπολσεβίκος. Απέκτησε την συμπάθεια του Λένιν.  Ανέβηκε στην ιεραρχία της φράξιας. Η Οχράνα του έβγαλε μισθό. Όσο  μεγάλωνε η επιρροή του έπαιρνε αύξηση. Στα αρχεία της Υπηρεσίας τον καταχώρησαν με το συνθηματικό  «Ράπτης».

Το 1911, ο Πέτρος έγινε ο σύνδεσμος της Υπηρεσίας με το Μαλινόφσκι. Κάποιοι συνάδελφοί του θύμωσαν, τον κατηγόρησαν ότι τους άρπαξε τη θέση. Την θεωρούσαν προσοδοφόρα. Μια νύχτα του επιτέθηκαν, ο Πέτρος χρησιμοποίησε τις γροθιές του, τους έδειξε το όπλο του. Το 1912, με την υποστήριξη του Λένιν, ο Ράπτης έγινε μέλος της κεντρικής επιτροπής της φράξιας. Μετά την παύση της τρίτης Δούμας, ανακοινώθηκαν οι εκλογές του Οκτωβρίου του 1912. Οι ρώσοι θα ψήφιζαν τους βουλευτές της τέταρτης Δούμας. Οι μενσεβίκοι και οι μπολσεβίκοι κατέβηκαν ξανά σαν ΡΣΔΕΚ. Ο Ράπτης, με την υποστήριξη του Λένιν, ανακηρύχθηκε υποψήφιος βουλευτής της φράξιας.

Η Υπηρεσία κινητοποιήθηκε. Θα τον βοηθούσαν να εκλεγεί. Έκρυψαν τον ποινικό του φάκελο. Δεν έγινε ποτέ βιασμός, δεν μπήκε ποτέ φυλακή. Ο Πέτρος του έγραψε δέκα πολιτικούς λόγους. Ο Ράπτης παρέδωσε στην Υπηρεσία μια λίστα, είχε τα ονόματα των ανταγωνιστών του στις εκλογές. Η Υπηρεσία τους συνέλαβε, ο Μαλινόφσκι εκλέχτηκε πανηγυρικά. Ο Λένιν τον έκανε αρχηγό στους επτά μπολσεβίκους βουλευτές. Ο Πέτρος απέκτησε νέο προσωνύμιο. Στην Υπηρεσία τον αποκαλούσαν καροϊδευτικά «το Ραπτόπουλο».

Η Υπηρεσία έλαβε μια νέα εντολή, να σπείρει στην τέταρτη Δούμα τη διχόνοια. Έπρεπε να υιοθετήσουν ένα κόμμα και να το βάζουν να ξεκινάει εμφύλιους πολέμους. Επέλεξαν τους μπολσεβίκους, επειδή ο αρχηγός των βουλευτών τους ήταν ο Μαλινόφσκι και ο γενικός αρχηγός ο Λένιν. Τον πρώτο τον ήλεγχαν και ο δεύτερος ήταν ένας παθολογικός καυγατζής.

Ο Ράπτης έγινε αναπληρωτής πρόεδρος στο ΡΣΔΕΚ. Η Υπηρεσία ανέβασε το μισθό του στις οκτώ χιλιάδες ρούβλια το χρόνο. Ήταν χίλια πάνω από αυτόν ενός διευθυντή. Ο Πέτρος πίστευε τα δικά του: Κάποια από αυτά τα ρούβλια «κολούσαν» στα χέρια εκείνων που τα έδιναν. Αυξήθηκε και ο δικός του μισθός. Έφτασε κοντά στο μισθό του διευθυντή. Άρχισε να πηγαίνει στα κουρεία, αγόραζε ρούχα από ακριβά μαγαζιά, εγκαταστάθηκε σε μια καινούργια πολυκατοικία, σε ένα διαμέρισμα με λουτρό.

Μπαινόβγαινε στο ανάκτορο της Ταυρίδας. Παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις. Έκανε παρέα με τους βουλευτές. Έλεγε τη γνώμη του και την υποστήριζε. Χρησιμοποιούσε τα τσιτάτα των φοιτητών. Έβγαλε μπιλιέτα. Κάτω από το όνομά του έγραφαν «ποιητής». Στην πραγματικότητα δεν του άρεσε η ποίηση. Ούτε του άρεσαν οι ποιητές, τους θεωρούσε μαλθακούς.

Εκτιμούσε μόνο την αρχαία ποίηση και δυο στίχους του Φρανσουά ντε Βιγιόν. Εκείνους που έγραψε πηγαίνοντας στην κρεμάλα:  «Και τώρα κεφάλι μου, ήρθε η ώρα να μάθεις το βάρος του κώλου μου».

Οι εχθροί του έμαθαν για την αύξηση που πήρε. Του επιτέθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά ήταν πιο οργανωμένοι. Γύρισε στο διαμέρισμά του ματωμένος και με σκισμένα ρούχα. Κούτσαινε, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μελανιές, δεν άνοιγε το ένα του μάτι. Παρήγγειλε στη θυρωρό μια μπριζόλα. Την έβαλε στο πρόσωπό του. Κέρασε τον εαυτό του ένα λικέρ. Άνοιξε το παράθυρο προς τον κήπο. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Θυμήθηκε τα κρύα μπάνια, τις νύχτες με τα χέρια δεμένα στα κάγκελα, την χρεοκοπία του πατέρα του, την δασκάλα που τον ταπείνωνε, το μαχαίρι, τον εμπρησμό, τα χρόνια του σαν αλήτης.  Ύψωσε το ποτήρι στην υγειά του: «Καλά τα καταφέραμε», είπε στον εαυτό του.

Ήρθε στο μυαλό του η Νάντια. Δεν κατάφερε ποτέ της τίποτα. Ήρθε στο μυαλό του ο Μαλινόφσκι. Ήταν ολότελα αγράμματος. Πριν δώδεκα χρόνια ήταν κατάδικος. Τώρα ήταν αναπληρωτής πρόεδρος στο ΡΣΔΕΚ.  Τα κατάφερε καλύτερα από όλους. Το μοναδικό προσόν του ήταν ότι ήταν κάθαρμα. Τα καθάρματα γύρω του τον εκτιμούσαν ακριβώς γι’ αυτό. Τον βοηθούσαν και τους βοηθούσε. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι όλα λειτούργησαν «αξιοκρατικά».

 

9. Ο Πέτρος γίνεται μπολσεβίκος και αρθρογραφεί στην Πράβντα

Ο Ράπτης έγινε Καίσαρας στο νόμιμο τμήμα της φράξια. Ο Λένιν έμεινε  Καίσαρας στο εξωτερικό: Στη Γαλατία, στην Ιβηρική, στη Γερμανία και στην Αγγλία. Είχε υπό τις διαταγές του τον Τρότσκι. Ο Στάλιν κατέληξε Καίσαρας της ανατολής, της παρανομίας. Ήταν μια στην εξορία, μια στη φυλακή, μια φυγάς.  Ο Ράπτης έγινε απαραίτητος σε όλους. Κατείχε την θέση «κλειδί». Η φράξια έμενε ενωμένη χάρη σε αυτόν. Και χάρη σε αυτόν ήλεγχε ο Λένιν την μητέρα Ρωσία. Επίσης, χάρη σε αυτόν η φράξια παρέμενε στο ΡΣΔΕΚ.  «Είσαι ανώτερος από τον Λένιν», του είπε κάποια στιγμή ο Πέτρος. «Είσαι ο πρώτος Καίσαρας, ο Καίσαρας Οκτάβιος, ο μέλων Αύγουστος, ο αρχηγός της Τριανδρίας».

Ο Μαλινόφσκι αποφάσισε να κατοχυρώσει τη θέση του. Κατέδωσε τα μεγάλα ονόματα που ήταν στην παρανομία. Ο ταπεινός μεταφορέας των πληροφοριών ήταν ο Πέτρος. Συνελήφθησαν ο Ορδονικίτζε, ο Στάλιν, ο Σβερντλόφ και μερικοί ακόμα. Τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα τρομοκρατήθηκαν, δραπέτευσαν στην Ευρώπη. Ο Ράπτης έκανε τον Πέτρο δεξί του χέρι. Το όνομα του Πέτρου ανταγωνιζόταν πια εκείνο του Φάουστ. Στις αρχές του 1913, ο Ράπτης έκανε το Ραπτόπουλο μέλος της φράξιας.  Του πλήρωνε μάλιστα ο ίδιος και την συνδρομή. Ο Μαλινόφσκι συμπαθούσε τον Τσακάλωφ. Συγχρόνως τον φοβόταν. Έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

Άνοιξε όμως ένα άλλο στόμα. Ήταν του Ιούλιου Μαρτέφ, του αρχηγού των μενσεβίκων. Κατηγόρησε τον Ράπτη ότι ήταν πράκτορας. Οι κατηγορίες έφτασαν στις κομματικές εφημερίδες. Οι μπολσεβίκοι πήραν το μέρος του αρχηγού τους. Πρώτος από όλους τον υπερασπίστηκε ο Λένιν. Τον ακολούθησε ο Στάλιν. Απείλησε τους συγγενείς του Μαρτέφ. Τους είπε ότι αν δεν σταματήσει ο θόρυβος «θα πάθαιναν κακό». Γιατί άραγε έχασε την ψυχραιμία του; Ο Πέτρος πίστευε ότι ήταν και εκείνος  κάποτε πράκτορας. Το έδειχναν κάποιες ληστείες και αποδράσεις του. Ξέκοψε όμως όταν ανέβηκε στην ιεραρχία της φράξιας. Ο θόρυβος του Μαρτέφ τον πανικόβαλε.

Ο Μαλινόφσκι επέκτεινε τον έλεγχό του στην Πράβντα, στην επίσημη εφημερίδα της φράξιας. Σχεδόν χωρίς να το επιδιώξει. Το ήθελε ο Λένιν. Ο αρχηγός φοβόταν μήπως πάρει τον έλεγχο ο Στάλιν. Ο Πέτρος άρχισε να δημοσιεύει άρθρα. Ο μαρξισμός τον ενδιέφερε πάντα. Σαν φιλοσοφία. Η εφαρμογή του στην πολιτική ήταν ένα κακό ανέκδοτο. Θύμιζε τους μαθητές του Πλάτωνα στην Σικελία.

Πίστευε ότι ο Μαρξ έκανε μια στροφή στη δυτική σκέψη, εισήγαγε ξανά την ψυχή σαν καθολικότητα. Κάποτε θύμιζε τον βουδισμό και την χριστιανική νηπτική θεολογία. Ας πούμε με την επιμονή της ιδέας της αυταπάτης. Ή με την ιδέα ότι η πράξη στο παρόν γεννούσε το κατώτερο μέρος της ψυχής, το μέλλον και το παρελθόν. Μετά την ψυχή εισήγαγε και τον Θεό. Με την μορφή της μεγάλης κοινωνίας που τα περιέκλειε όλα και της ιστορίας. Άλλωστε αυτός δεν ήταν ο πραγματικός χριστιανικός Θεός; Δεν ήταν ένας «ντροπαλός» Θεός -Λόγος; Τα άρθρα του ήταν δυσνόητα. Όταν τα διάβαζε τυπωμένα απογοητευόταν. Παρδόξως, οι αναγνώστες του τα εκτιμούσαν. Κάποιοι μπολσεβίκοι τα θαύμαζαν.

 

10. Η σύλληψη του Στάλιν -η αντικειμενική γνώση -ο καγχασμός του Λένιν -ο κόσμος του Βαν Γκογκ

Το 1913 ο Στάλιν δραπέτευσε πάλι. Η κατάσταση γινόταν γελοία. Η μισή Υπηρεσία άρχισε να κατηγορεί την άλλη μισή. Ο Μαλινόφσκι σχεδίασε την σύλληψή του. Οργάνωσε ένα κομματικό χορό. Έπεισε τον δραπέτη να παρευρεθεί. Είπε στον Πέτρο τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο αναγνώρισης: «Θα είναι αυτός που θα φιλήσω». Μιμήθηκε τον Ιούδα. «Εγώ θα ντυθώ μπολσεβίκος χωριάτης», του είπε ο Πέτρος. «Μόλις σε δω θα σου κάνω σινιάλο».

Ήρθε η μέρα του χορού. Ο Στάλιν φοβόταν να πάει. Ο Ράπτης τον μετέπεισε. Του έδωσε ένα κοστούμι και μια μεταξωτή γραβάτα. «Οι αρχηγοί μας πρέπει να είναι καλοντυμένοι», του είπε. Ο Πέτρος χοντρά ρούχα και φθαρμένες μπότες. Έβαλε στο κεφάλι του ένα τριμένο, βρώμικο καπέλο. Έδεσε μια ψεύτικη γενειάδα. Ο κομψός ποιητής εξαφανίστηκε. Ο καθρέφτης του έδειξε έναν αγριάνθρωπο. Τον παρέλαβε ένα αυτοκίνητο της Υπηρεσίας. Πρώτη φορά ανέβαινε σε κάτι τέτοιο. Τον άφησε λίγο πριν την αίθουσα του χορού. Συναντήθηκε με τον Ιβάν. Μπήκαν μαζί στην αίθουσα. Τους ακολούθησαν άλλοι δέκα.

Ο Μαλινόφσκι χόρευε. Είδε τον αγριάνθρωπο. Ο αγριάνθρωπος του έκανε συνιάλο. Επιτέλους, είχαν έρθει! Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΡΣΔΕΚ διέκοψε και κάθισε. Μαζεύτηκαν γύρω του καμιά δεκαριά. Έκανε στον Στάλιν μια ερώτηση. Η απάντησή του τον ενθουσίασε. Τον άρπαξε και τον φίλησε.  Ο Ιβάν χώθηκε στην παρέα τους. Ο Στάλιν είδε τον σταυρό του και εκνευρίστηκε.

«Φοίτησα σε ιερατική σχολή!», είπε υψώνοντας την φωνή του. «Η μητέρα μου ήθελε να γίνω ιερέας. Μετά όμως διάβασα το Δαρβίνο. Τον κόσμο δεν τον δημιούργησε ο Θεός».

«Βεβαίως», συμφώνησε ο Μαλινόφσκι. «Ο κόσμος δημιουργήθηκε μόνος του».

«Ο άνθρωπος προέρχεται απο τον πίθηκο», είπε ο Στάλιν.

«Ο Θεός Πατέρας δίνει την ύπαρξη», είπε ο Ιβάν. «Ο Λογος δίνει τη μορφή. Το Άγιο Πνεύμα δίνει τη ζωή».

«Σε λίγο θα γίνουμε εμείς οι θεοί!», του απάντησε ο Στάλιν. «Χάρη στην επιστήμη».

«Είμαστε ήδη θεοί», είπε ο Ιβάν. «Όσο για την σημερινή επιστήμη, δεν θα καταλήξει πουθενά».

Η σταθερότητα της φωνής του προκάλεσε συμπάθεια. Ένας νεαρός και μια γερμανίδα πήραν το μέρος του.

«Ο σύντροφος έχει ένα δίκιο», είπε ο νεαρός. «Η σημερινή επιστήμη δεν θα καταλήξει πουθενά. Όλες οι θεωρητικές της βάσεις θα ανατραπούν. Δεν υπάρχει αντικειμενικός κόσμος, ούτε υπάρχει αντικειμενική γνώση, ούτε υπάρχει αντικειμενική επιστήμη. Καθώς αλλάζει η κοινωνία αλλάζουν και αυτά».

«H Αγγλία και η Γερμανία έχουν από τριακόσια πολεμικά πλοία η καθεμιά», είπε η γερμανίδα. «Η τεχνολογία στα μεγάλα θωρηκτά είναι αδιανόητη. Δεν γίναμε όμως ούτε πιο δυνατοί, ούτε πιο έξυπνοι. Οι άγγλοι και οι γερμανοί ναύτες είναι οι πιο αδύναμοι και χαζοί άνθρωποι. Αύριο τα θωρηκτά θα εξαφανιστούν. Ο κόσμος θα γεμίσει αυτοκίνητα. Θα γίνουμε όλοι μας ακόμα περισσότερο αδύναμοι και χαζοί. Η επόμενη ανάπτυξη θα φέρει την χρήση των ιπτάμενων μέσων. Δεν θα γίνουμε θεοί. Θα πέσουμε ακόμα πιο χαμηλά. Θα γίνουμε προεκτάσεις μηχανών».

«Ο σοσιαλισμός είναι η μόνη μας ελπίδα», είπε ο Μαλινόφσκι. Κάρφωσε το βλέμμα του στον αγριάνθρωπο. Γιατί καθυστερούσαν; Ο Πέτρος του έκανε ξανά σινιάλο, του χαμογέλασε. Ο νεαρός πήρε πάλι το λόγο:

«Μόνο με τον κομμουνισμό οι επιστήμονες θα δουν τον πραγματικό κόσμο».

«Εγώ πιστεύω στην αντικειμενική γνώση», του απάντησε ο Στάλιν. «Θα σας θυμίσω την Μαρία Κιουρί. Πήρε το νόμπελ φυσικής πριν δύο χρόνια. Χάρη στα πειράματά της, μάθαμε ότι ο κόσμος αποτελείται από άτομα. Αυτό το είπε ο  Δημόκριτος, ο πρώτος υλιστής φιλόσοφος».

«Ο Λένιν αρνείται την θεωρία των ατόμων», είπε ο νεαρός. «Λέει ότι είναι παροδική, ότι στο μέλλον θα αλλάξει, ότι η σωστή θεωρία για την φύση θα εμφανιστεί μαζί με τον κομμουνισμό».

«Την θεωρία των ατόμων την επιβεβαίωσε ο Ράδερφορντ», παρενέβη μια κυρία με καρέ μαλί. «Το άτομο είναι σαν το ηλιακό μας σύστημα. Ο πυρήνας του αποτελείται από μια μάζα υψηλής συγκέντρωσης, όπως ας πούμε είναι ο ήλιος. Στην περιφέρεια του η μάζα είναι μικρότερη, όπως ας πούμε είναι η μάζα των πλανητών. Η σύνδεση πυρήνα και περιφέρειας γίνεται από τον μαγνητισμό, όπως ας πούμε στο ηλιακό σύστημα γίνεται από την βαρύτητα».

«Ο Ράδερφορντ διέστρεψε τα πειράματα της Κιουρί», της απάντησε ο νεαρός. «Ο κόσμος εκπέμπει μια τεράστια ενέργεια. Η ενέργεια προηγείται από την μάζα. Είναι αυξομειούμενη. Η ύλη συμπεριφέρεται σαν μια μεταβαλλόμενη θέληση, σαν να μην υπακούει σε νόμους, σαν να προηγείται από αυτούς».

«Οι ίδιοι νόμοι που υπάρχουν στο ηλιακό μας σύστημα υπάρχουν και στο άτομο», επέμεινε η κυρία με το καρέ.

«Ο Λένιν θα κάγχαζε», είπε ο νεαρός. «Τι σύμπτωση! Ο ατομικισμός και οι σχέσεις εξουσίας έγιναν πλανήτες και βαρύτητα. Μετά έγιναν ακόμα πιο αφηρημένες, άτομο και μαγνητισμός. Ο Ράδερφορντ αναπαρήγαγε τις προκαταλήψεις της εποχής μας. Ήταν ένας άξιος συνεχιστής του Νεύτωνα. Συμπτωματικά, ήταν και οι δύο άγγλοι. Ο πρώτος  δημιούργησε την έννοια της μάζας. Είναι κάτι σαν το κεφάλαιο στην οικονομία. Μια ουσία με δύναμη. Φοβερές συμπτώσεις! Αυταπάτες κυρίες και κύριοι! Κοινωνικές προκαταλήψεις που μεταμορφώθηκαν σε επιστημονικές αυταπάτες!».

«Ενώ ποιά είναι η αλήθεια;», ρώτησε ο Στάλιν.

«Το κεφάλαιο δεν υπάρχει, δεν έχει κέντρο, είναι μια σχέση. Προϋποθέτει μια ολόκληρη κοινωνική διαδικασία. Και για να δημιουργηθεί και για να διατηρηθεί. Για όλα αυτά έγραψε εκτενώς ο Μαρξ. Σας ερωτώ, οι σιδηρόδρομοι της Αμερικής είναι κεφάλαιο;».

«Ναι, είναι», απάντησε ο Στάλιν.

«Όταν τα φορτηγά θα αντικαταστήσουν τα τρένα, θα χάσει τη μισή του μάζα. Μετά ίσως να εξαφανιστεί. Η εμφάνιση μιας πόλης κάνει την χέρσα γη κεφάλαιο. Αν είναι η Νέα Υόρκη, γίνεσαι δισεκατομμυριούχος. Μετά η πόλη εξαφανίζεται. Γίνεσαι ξανά φτωχός. Το βιομηχανικό κεφάλαιο υπάρχει επειδή υπάρχουν οι φτωχοί των πόλεων, οι προλετάριοι. Προηγουμένως, η μόνες μεγάλες παραγωγικές μονάδες ήταν οι φυτείες ζάχαρης και μπαμπακιού. Επειδή δεν υπήρχαν προλετάριοι, εισήγαγαν δούλους από την Αφρική».

Η γερμανίδα πήρε ξανά το μέρος του νεαρού:

«Αυτό που λέει ο σύντροφος, το λένε οι μισές εφημερίδες του Παρισιού. Λένε ότι ο Ράδερφορντ κατασκεύασε μια ψεύτικη θεωρία. Ότι η ύλη συμπεριφέρεται σαν να είναι ζωντανή. Επανήλθε ο υλοζωισμός των αρχαίων ελλήνων».

Ο Μαλινόφσκι προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα:

«Οι εφημερίδες του Παρισιού χαϊδεύουν τα αυτιά των καθολικών. Οι χριστιανοί θέλουν να καταργήσουν τους νόμους. Θέλουν να επαναφέρουν το Θεό».

«Οι χριστιανοί να αρκεστούν στο παλιό παραμύθι τους», είπε η κυρία με το καρέ, «ότι τους νόμους τους έβαλε ο Θεός».

«Τον κόσμο τον κατάλαβε ο Βαν Γκογκ», είπε η γερμανίδα.

Τους είπε για τον πιο  αντιπροσωπευτικό του πίνακα, τον  Έναστρο Ουρανό. Ο οουρανός είχε κέντρα. Ίσως με κάποιες γεωμετρικές ή μαθηματικές αναλογίες. Γύρω από το κάθε ένα παρουσιάζονταν σπείρες ύλης. Αυτές οι σχέσεις δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ενός πλανήτη ή ενός αστεριού. Όμως τα κέντρα ήταν κενά. Οι σπείρες ήταν όμοιες με εκείνες ενός μαγνητικού πεδίου. Δεν υπήρχαν οι μάζες του Νεύτωνα. Υπήρχε μια πολύπλοκη σχέση με το σύμπαν, μια διαταγή, να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο κάποιες παρουσίες.

«Μα και αυτές οι παρουσίες τι είναι;», ρώτησε η γερμανίδα. «Κενά που έχουν γύρω τους ακόμα μικρότερες παρουσίες. Οι δυνάμεις έλξης, η βαρύτητα και ο μαγνητισμός, δεν προέρχονται από το κέντρο κάποιας μάζας. Είναι τα αποτελέσματα από πολύπλοκες σχέσεις. Και η μάζα δεν υπάρχει πουθενά. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω από σχήματα. Επανέρχονται τα τρίγωνα του Πλάτωνα».

Απλώθηκε σιωπή. Όλοι προσπάθησαν να καταλάβουν τα λόγια της.

«Ο Θεός έλκει τα πάντα», είπε ο Ιβάν. «Είναι παντού, τα πάντα θέλουν να γίνουν τα πάντα για να τον συναντήσουν. Αυτό γίνεται μαγνητισμός και ηλεκτρισμός. Αλλά γίνεται και εξέλιξη των όντων και ανθρώπινη ιστορία».

«Είμαστε υλιστές!» φώναξε ο Στάλιν.

«Εμείς οι μαρξιστές δεν είμαστε οι κλασικοί υλιστές!», απάντησε η γερμανίδα.

«Είμαστε άθεοι!» φώναξε ξανά ο Στάλιν.

Ο Μαλινόφσκι χάρηκε με τις απαντήσεις του. Τον άρπαξε και τον φίλησε ξανά. Με την άκρη του ματιού του κοίταξε τον Πέτρο.

«Η ενέργεια που εκπέμπει το ουράνιο αυξομειώνεται», είπε ο νεαρός στον Στάλιν. «Πως το εξηγεί αυτό ο ευρωπαϊκός υλισμός σου σύντροφε;».

«Σαχλαμάρες!», φώναξε ο Στάλιν.

Ο Μαλινόφσκι ενθουσιάστηκε. Φίλησε τον Στάλιν για τρίτη φορά. Ο Πέτρος έκανε ένα νόημα. Ο Καίσαρας της παρανομίας είδε γύρω του δέκα άτομα. Οι πράκτορες τον άρπαξαν και τον γονάτισαν. Τρόμαξε, άρχισε να φωνάζει. Ο Μαλινόφσκι άπλωσε τα χέρια του. Ήθελε τάχα να εμποδίσει την σύλληψη.

«Είμαι βουλευτής», φώναξε στους πράκτορες. «Αφείστε τον ελεύθερο. Σας διατάζω!». Εκείνοι τον έσπρωξαν μακριά. Ο Ράπτης έκανε πως παραπάτησε. «Μην φοβάσαι!», φώναξε στον Στάλιν. «Θα σε ελευθερώσω! Έχω γνωστούς μου όλους τους υπουργούς!».

 

11. Το τέλος του Μαλινόφσκι και της Οχράνα

Ο Στάλιν προσπάθησε να αποδράσει. Το έμαθε ο Μαλινόφσκι και το κάρφωσε στον Πέτρο. Η απόδραση απέτυχε. Ο Ράπτης έγινε αλαζονικός. Νόμισε ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Ήταν όμως μόνο το αποτέλεσμα κάποιων συγκεκριμένων σχέσεων. Fall comes after pride. Παράτησε την ερωμένη του χωρίς αποζημίωση. Νόμιζε ότι ήταν μια ασήμαντη γυναικούλα. Εκείνη όμως είπε το μυστικό του στους συντρόφους του: «Ο Ρομάν είναι ένας μισθοδοτούμενος πράκτορας».

Ο αναπληρωτής πρόεδρος δραπέτευσε στη Γερμανία. «Είναι αδιάφορο τι ήταν», απεφάνθη ο Λένιν. «Ήμασταν εμείς που κερδίσαμε από την δράση του, όχι η αστυνομία». Οι δημοσιογράφοι της Πράβντα ενημέρωσαν τον Πέτρο. Ο κομψός ποιητής εξεπλάγη: «Τον ξέρω τόσα χρόνια, μου φαίνεται αδιανόητο αυτό που μου λέτε».  Του παρουσίασαν τις αποδείξεις. Ο ποιητής τις εξέτασε με δυσπιστία.

Το ίδιο έτος, η Δούμα ζήτησε την διάλυση της Οχράνα. Το Παλάτι έκλεισε τους περισσότερους σταθμούς. Ανάμεσά τους τους τρεις σπουδαιότερους: Της Μόσχας, της Πετρούπολης και της Βαρσοβίας. Η ομάδα κατάλαβε, ήρθε το τέλος της. Ο Ιγκόρ τους είπε κάτι εύθυμο: Η τσαρίνα διάβαζε μια θεολογική μελέτη που απενοχοποιούσε τον ελεύθερο έρωτα.

Το 1914, ξεκίνησε ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος. Οι γερμανοί έβαλαν τους ρώσους εμιγκρέδες σε στρατόπεδα. Ο Μαλινόφσκι βρέθηκε πίσω από τα σύρματα. Ο Λένιν του έστειλε ρούχα. Λίγο αργότερα άλλαξε στάση. Άρχισε να τον βρίζει. Έλεγε ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν. Τα επόμενα δυο χρόνια, η Ρωσία έχασε δεκάδες μάχες και εκατομμύρια στρατιώτες. Η τσαρίνα άφησε την θεολογία και άρχισε τους διορισμούς. Διόρισε τον ένα μετά τον άλλο τέσσερις πρωθυπουργούς, πέντε υπουργούς εσωτερικών, τρεις υπουργούς εξωτερικών, τρεις υπουργούς πολέμου, τρεις υπουργούς μεταφορών και τέσσερις υπουργούς γεωργίας. Υπήρχε η υποψία ότι δεν ήθελε σταθερή κυβέρνηση για να μην ρίξει το Παλάτι.

Όλοι ζητούσαν αλλαγές. Οι περισσότεροι ήθελαν επανάσταση. Έλεγαν ότι μόνο αυτή μπορούσε να τις πραγματοποιούσε. Τα επαναστατικά συμβούλια γέμισαν αστούς. Νοέμβριος του 1916. Ο αρχηγός των φιλελεύθερων δημοκρατών, ο Κερένσκι, ανέβηκε στο βήμα. Ο κομψός ποιητής ήταν στο ακροατήριο. Ο λόγος του ήταν πολύ βίαιος. Ζητούσε έναν Βρούτο για να σκοτώσει τον Καίσαρα. Δηλαδή ζητούσε την δολοφονία του τσάρου. Η Δούμα διέγραψε τον λόγο του από τα πρακτικά. Ο Πέτρος τα μετέφερε όλα στην Υπηρεσία.

«Πρέπει να γίνει επανάσταση», του απάντησε ο διευθυντής που τον άκουσε.  «Χρειαζόμαστε έναν ηγέτη σαν τον Ιβάν τον Τρομερό. Ο τωρινός τσάρος είναι άβουλος». Τα Χριστούγεννα, μίλησε ένας βουλευτής της Μαύρης Εκατονταρχίας. Κατηγόρησε την μοναρχία για ανικανότητα. Ο τσάρος δεν είχε πια συμμάχους.

Το 1918 ο πόλεμος τελείωσε. Ο Ράπτης ελευθερώθηκε. Γύρισε στη Ρωσία. Έκανε ξανά πλαστοπροσωπία. Εμφανίστηκε στα συνέδρια των Μπολσεβίκων με άλλο όνομα. Προσπάθησε να γίνει ξανά βουλευτής. Τον αναγνώρισε όμως ο Ζηνόβιεφ.  Οι μπολσεβίκοι τον εκτέλεσαν.

 

12. Ο Σέργιος Νείλος -δημοκρατία και διαφθορά -οι Khlysty

Χριστούγεννα του 1916. Η θεία κάλεσε την ομάδα τους στο εορταστικό τραπέζι. Το μέγαρο ήταν φωτεινό, ζεστό και πεντακάθαρο. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα και οι υπηρέτες χαμογελαστοί. Γύρω από τη θεία σχηματίστηκε μια ομάδα. Ο Ιγκόρ έδειξε στον Πέτρο κάποιον δίπλα της. Ήταν ντυμένος σαν πλούσιος επαρχιώτης, στιβαρός, με μακριά μαλλιά και γένια. «Είναι ο Σέργιος Νείλος», του είπε. Του έδωσε μια σύντομη περιγραφή: Ανήκε στη λούμπεν τάξη που πλαισίωνε το καθεστώς. Είχε μια θέση στην εκκλησιαστική διανόηση.

Ο Ιγκόρ συνέχισε σαρκάζοντας. Ο Νείλος νέος σπούδασε νομικά. Προοριζόταν να δουλέψει στη γραφειοκρατία. Τι άλλο; Προσλήφθηκε ειρηνοδίκης στον Καύκασο. Κληρονόμησε τους γονείς του και σταμάτησε να εργάζεται.  Όπως όλοι του είδους του. Τα έφαγε όλα, χρεωκόπησε και τον παράτησε η ερωμένη του. Συνηθισμένο. Υποχρεώθηκε να αναζητήσει δουλειά. Διάλεξε τον περίβολο του Ναού του Σολομώντα, έγινε συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Γνωρίστηκε με όλους τους στάρετς. Αυτοδιαφημιζόταν σαν μυστικός και πρόβαλε τα θαύματα που του είχαν συμβεί.

«Το μεγαλύτερο θαύμα ήταν η  οικονομική του ανάκαμψη», ειρωνεύτηκε ο Ιγκόρ. «Το 1906, παντρεύτηκε μια κυρία των τιμών της αυτοκράτειρας». Του άνοιξαν όλες οι πόρτες. Το 1907, μετακόμισε στο μοναστήρι της Όπτινα.  Σε ένα σπιτάκι δίπλα του. Υποτίθεται ότι έμεινε εκεί πέντε χρόνια. Ανακάλυψε τα χειρόγραφα κάποιου Μοτοβίλοφ. Υποτίθεται ότι ήταν κτηματίας και κατά Χριστόν σαλός. Υποτίθεται μαθητής του Σεραφείμ του Σάρωφ. Το χειρόγραφο περιείχε τους διαλόγους του Μοτοβίλοφ με τον Σάρωφ.

«Έχεις ανταγωνιστές, Πέτρο», είπε ο Ιγκόρ. «Γράφουν και άλλοι πλαστά κείμενα».

«Ναι, αλλά οι άλλοι βγάζουν λεφτά».

«Θα βγάλεις και εσύ».

Η ομάδα γύρω από την θεία μεγάλωσε. Κάποιος κατηγόρησε τον τσάρο.             «Ο τσάρος είναι το ευγενέστερο στον κόσμο μας», του απάντησε η θεία. Τους διηγήθηκε ένα περιστατικό για τον Αλέξανδρου τον Α΄ και τους αδελφούς του. Κανείς δεν ήθελε  να πάρει το θρόνο. Τελικά έπεισαν τον Αλέξανδρο.

«Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, έγινε μοναχός», είπε η θεία.

«Πέθανε», αντιμίλησε ένας μεσήλικας.

«Στο φέρετρο του ήταν ένας αξιωματικός», είπε η θεία. «Έγινε μοναχός όπως ο Κάρολος ο Ε΄, στην ακμή της δόξας του».

Συνέχισε με τον τσάρο Νικόλαο:

«Αυτοκτόνησε από την λύπη του για την ήττα στην Κριμαία».

«Πέθανε», διαφώνησε ο μεσήλικας.

«Οι τσάροι συγχώρεσαν πολλές φορές τους εχθρούς τους», είπε η θεία.

Έφερε παράδειγμα την Βικτώρια της Αγγλίας. Η πρώτη έδωσε χάρη στον επίδοξο δολοφόνο της και τον έστειλε στην Αυστραλία.

«Οι δημοκρατίες και οι επαναστάσεις δεν συγχωρούν ποτέ. Ο εικοστός αιώνας θα είναι ο αιώνας τους, ο αιώνας των στρατοπέδων και των εκτελέσεων».

Ζούσαν ακόμα με την ανάμνηση του πόλεμου των Μπόερς. Οι άγγλοι έβαλαν τους άμαχους σε στρατόπεδα. Πέθαναν είκοσι έξι χιλιάδες γυναίκες και παιδιά. Όλοι λευκοί της μεσαίας τάξης. Η γερμανική προπαγάνδα είχε ξεσηκώσει την κοινή γνώμη.

«Η θεία μου περιφρονεί την δημοκρατία», εξήγησε η Νάντια στους άλλους.

«Πριν διαφθείρονταν μόνο οι ευγενείς», απάντησε η θεία. «Ο απλός κόσμος παρέμενε σχετικά αγνός. Η δημοκρατία τους διαφθείρει όλους».

«Πρέπει να διώξουμε τον τσάροί», είπε ο μεσήλικας.

«Παραμένει στον θρόνο επειδή λυπάται την Ρωσία», απάντησε η θεία. «Θα παραιτηθεί, όμως. Θα το κάνει με ευχαρίστηση. Ύστερα θα σφάξετε ο ένας τον άλλον».

Οι καλεσμένοι πήγαν στους μπουφέδες. Η Νάντια έδειξε τον Πέτρο στον Νείλο. Εκείνος τον χαιρέτησε με ενθουσιασμό.

«Ω, είσαστε ο συγγραφέας, ο συγγραφέας!», είπε με δυνατή φωνή.

«Ο κύριος Νείλος εξέδωσε ένα βιβλίο», είπε η Νάντια. «Το Μεγάλο στο Μικρό και ο Αντίχριστος.  Στις τελευταίες εκδόσεις του πρόσθεσε τα Πρωτόκολλα».

«Σαν δωδέκατο κεφάλαιο», είπε ο Νείλος. «Συγκέντρωσα όλες τις εκδόσεις τους. Η κάθε μια ήταν διαφορετική».

Τους άκουσε ένας καλεσμένος. «Κάποιοι λένε ότι τα Πρωτόκολλα είναι πλαστά», τους είπε. «Λένε ότι δεν γράφτηκαν στην Ελβετία αλλά στη Ρωσία».

«Ο Στολίπιν έκανε μια έρευνα», του απάντησε η Νάντια. «Αποδείχθηκε ότι είναι γνήσια. Κυκλοφορούσαν στο Παρίσι από το 1898».

Ο κύκλος της θείας σχηματίστηκε ξανά. Έπιασαν συζήτηση για τους Μοτοβίλωφ και Σάρωφ.

«Ο στάρετς αποκάλυψε τον σκοπό του χριστιανού», είπε ο Νείλος. «Είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».

«Το ίδιο λένε και οι Khlysty», αντιμίλησε ο Πέτρος.

Οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν. Η πίστη τους ήταν εγγυημένη. Οι Khlysty ήταν αιρετικοί, οι χειρότεροι. Ξεκινούσαν τις τελετές τους με ύμνους, συνέχιζαν με τρελούς χορούς, τελείωναν με όργια. Κήρυτταν την αμαρτία και την ασωτία, έλεγαν ότι οδηγούσαν στη μετάνοια.

«Είμαστε ίδιοι», είπε ο Πέτρος. «Σκοτώνουμε την μάνα μας για τα λεφτά. Τα θέλουμε για να αγοράσουμε την ασωτία. Έχουμε όλοι μας εραστές και κάνουμε δυο και τρεις γάμους. Η τσαρίνα πιστεύει στον ελεύθερο έρωτα και ο τσάρος την απατά με μια μπαλαρίνα. Δεν μας ενοχλούν οι αμαρτίες μας, λέμε ότι μας κάνουν ταπεινούς. Είμαστε Khlysty σαν το Γκριγκόρι Ράσπουτιν».

Η Νάντια του τράβηξε ένα χαστούκι. Τον έσπρωξε παράμερα.

«Εντάξει την χάλασες την γιορτή, Πέτρο. Τους έκανε όλους δυστυχισμένους, σαν εσένα».

«Το Άγιο Πνεύμα είναι λευκό.  Ο Χριστός ήταν κόκκινος. Μας λέγατε να ενωθούμε με τον Χριστό. Τώρα μας λέτε να ενωθούμε με το Άγιο Πνεύμα».

«Είναι το ίδιο πράγμα, Πέτρο!».

«Όχι! Το Άγιο Πνεύμα είναι εύκολο. Αρκεί λίγη βότκα. Ύστερα γίνονται όλα λευκά. Με το τρίτο ποτήρι αγαπάς. Έχετε το σύνθημα «αγάπα και κάνε ότι θες». Το Άγιο Πνεύμα είναι ευχάριστο. Ο Χριστός είναι πόνος και αίμα. Παίρνετε το Άγιο Πνεύμα και πηγαίνετε διακοπές στις λουτροπόλεις. Ο Χριστός είναι υπομονή, εργασία και οικονομία. Είναι πολλές μικρές λεπτομέρειες».

«Γιατί είσαι ακόμα οργισμένος, Πέτρο; Σε λίγο θα παίρνεις επτά χιλιάδες ρούβλια».

«Είμαστε ωραία εδώ πέρα. Οι φτωχοί όμως δεν μπορούν να αγοράσουν ψωμί».

«Θα ζητήσεις ταπεινά συγγνώμη από όλους και δεν θα ξαναμιλήσεις!».

«Δεν ζητάω συγγνώμη από κανένα!».

Κατέβασε το κεφάλι του. Πήγε στην πόρτα. Στα αυτιά του έφταναν οργισμένοι ψίθυροι. Βγήκε στο δρόμο. Τον ακολούθησε ένας υπηρέτης.

«Η δούκισσα λέει ότι έχετε δίκιο», του είπε.

 

[συνεχίζεται]