Arthur Rimbaud: Ο βοημικός μου βίος

Φαντασία

Ἔφευγα, κ’ εἶχα τὶς γροθιές στὰ σκασμένα θυλάκια·
μέχρι καὶ ἡ χλαίνα μου τούτη ἰδέα γινόταν ·
Ἔβαινα ὑπὸ τὸν οὐρανό, κ’ ἥμουν πιστός σου, Μοῦσα!
Πῶ! πῶ! τί λαμπροὺς ἔρωτες ὠνείρωξα!

Οἱ μόνες βράκες μου εἶχαν μέγα τρύπημα
―Ὀνειροπόλος κοντορεβιθούλης, ἐκκόκκιζά ’γω
ρυθμοὺς στὸν δρόμο μου. Εἶχα χάνι στὴν Μεγάλη Ἄρκτο
―Τἀστέρια μου στὸν οὐρανό θρόιζαν πολὺ γλυκά.

Καὶ τἄκουα καθιστός στὰ κράσπεδα τῶν δρόμων,
τοῦτα τὰ ὥρια σεπτεμβριανά βράδια ὅπου νιώθω
τὶς ψακάδες τῆς πάχνης στὸ μέτωπο, ὡς ἄκρατο οἷνο·

ὅπου, ὡς ἰάμβιζα μεταξύ φανταστικῶν εἰδώλων,
ἔτεινα τὶς χορδές, ὡς τῶν λυρῶν, τῶν καταπόνων
καλιγιῶν μου, πρὸς τὴν καρδιά μου, ἕναν πόδα πλησίον.

[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

 

θυλάκια=τσεπες

χλαῖνα=πανωφόρι

ψακάδες=σταγόνες

ἰάμβιζα=σκάρωνα, μίλαγα με ἰάμβους

καταπόνων=φθαρμένων

καλιγιῶν=παπουτσιῶν