Charles Baudelaire: Όψιμη ενοχή

Ὅτε κοιμηθῇς, σκοτεινή    ὀμορφονιά μου σύ,
στὸ βάθος μνημείου κτιστοῦ   ἀπὸ μάρμαρο μαῦρο,
καὶ ὅτε οὐδεμιὰ ἔχῃς ἐρωτική     κόγχη ἢ ἔπαυλη
ἐξὸν ἔνα κελάρι βροχερό    καὶ ἕνα σκαμμένο λάκκο·

ὅτε ἡ πέτρα ποὺ τὸ δειλό      στέρνο σου πιέζει
καὶ τὰ νεφρὰ ποὺ θελκτική   νωχέλεια μαλακώνει,
ἐμπόδιο θἆναι στὴν καρδιά    νὰ κτυπᾷ καὶ νὰ θέλῃ,
καὶ νὰ δράμουν τὰ πόδια σου     δρόμο περιπετειώδη,

ὁ τάφος, τοῦτος  ὁ ἔμπιστος   στἀπέραντο ὄνειρό μου
(καθὼς ὁ τάφος πάντοτε    τὸν ποιήτη κατανοεῖ),
στὴν διάρκεια τῶν μακρῶν νυκτῶν    ποὺ τὸν ὕπνο ἀποδιώχνουν,

Θὰ εἴπῃ: «Τὶ σἐξυπηρετεῖ,     ἑταίρα σὺ ἀτελής,
νὰ μὴν ἔχῃς γνωρίσει αὐτό    ποὺ θρηνοῦν οἱ νεκροί;»
—Καὶ ἡ εὐλὴ τὸ δέρμα σου    θὰ κατατρώει σὰν ἐνοχή.

[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

εὐλή:  τὸ σκουλήκι ποὺ τρώει τὰ πτώματα