Τὰ χέρια σου κεῖνται ἀνοιχτά στὸ νιόβλαστο χορτάρι,―
        τἀκροδάκτυλα διαβλέπουν σὰν ρόδινα ἄνθη:
        Eἰρήνη προσγελοῦν oἱ γλῆνες σου. Λάμπει καὶ σκιάζει
ἡ βοτάνη ὑπὸ κυματία οὐρανό ποὺ διαλύει καὶ συνάγει.
Πέριξ τῆς οἰκίας μας φωλιᾶς, ἕως ποὺ φθάνει τὸ βλέμμα
        εἶναι λειμῶνες καλάθων χρυσοῖ μὲ ἀργυρᾶν ἄκρη
        ὅπου ὁ ἄγριος φραγκομαϊντανός στὸ ἕρκος κραταίγου γειτνιάζει.
Εἶναι σιωπὴ ὁρατή, ἀτρεμὴς ὅπως ἡ κλεψύδρα.
Βαθιὰ στὶς συστάδες ποὺ ὁ ἥλιος σκοπεῖ, ἡ λιβελλούλα
αἰωρεῖται σὰν νῆμα κυανοῦν ποὺ σάλεψε ἀπ’ τὰ οὐράνια: ―
        Ἔτσι τούτη ἡ ὥρα ἡ πτερωτή ἐρρίφθη ἀπ’ ἄνωθε ’ς ἑμᾶς.
Ὦ! ἂς ἀσπασθῶμε στὶς ἰδίες καρδιές, ὡς προῖκα ἀθάνατη
τούτην τὴν ἄφωνο ὥρα ποὺ ἐγγύθε μᾶς συντροφεύει
        ὅταν διττὴ σιωπὴ ἦταν τοῦ ἔρωτος ὁ παιάν.
[ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]
γλῆνες: ὀφθαλμοί
βοτάνη: βοσκοτόπι
κυματία: κυματώδη, τρικυμισμένο
λειμῶνες καλάθων: λιβάδια μὲ τὸ κίτρινο ἄνθος caltha palustris
κραταίγων: ἀκανθώδων θάμνων (τρικοκιά, τσατσιά, ξαγκαθιά)