Dante: Καινή Ζωή [Vita Nuova, XIX]

«Μὲ ποιό τέλος σὺ ἀγαπᾷς τούτη σου τὴν κυρά, ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξῃς τὴν παρουσία της; Πές μας, γιατὶ σίγουρα τὸ τέλος ἑνὸς τέτοιου ἔρωτα πρέπει νἆναι πολύ νεόκοτο. » Κ’ ἀφοῦ μ’ εἶπε τοῦτα τὰ λόγια , ὄχι μόνον αὐτή, μὰ ὅλες οἱ ἄλλες, ξεκίνησαν ν’ ἀκοῦν θεάμωνες τὴν ἀπάντησή μου. Τότε τες εἶπα τὰ λόγια τοῦτα:
« Κυρές, τὸ τέλος τοῦ ἔρωτά μου ἦταν κάποτε ὁ χαιρετισμὸς τούτης τῆς κυρᾶς περί τῆς ὁποίας πιθανόν νὰ ὁμιλήτε, καὶ ’ς αὐτὸν τὸν χαιρετισμό ἐνέκειτο ἡ μακαριότης μου, γιατί ἦταν αὐτὴ τὸ τέλος ὅλων μου τῶν ἐπιθυμιῶν. Μὰ ἀφοῦ, τὴν εὐχαρισθῆ νὰ μ’ἀρνῆται, ὁ κύριος μου ὁἜρως, μὲ τὴ μεγάλη του ἀγαθότητα, ἔθεσε ὅλη μου τὴν μακαριότητα ’ς αὐτὸ ποὺ δεν μπορεῖ νὰ μοῦ λείψῃ.»
Τότε τοῦτες οἱ κυρὲς ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἀναμεταξύ των·καὶ ὅπως ἐνίοτε τηροῦμε τὸ νερό νὰ πέφτῃ ἀναμεμιγμένο μὲ ὡραῖο χιόνι, ἔτσι μ’ἐφαίνετο νὰ ἀκούω τοὺς φθόγγους των ἀναμεμιγμένους μὲ ἀνασασμούς. Κ’ ἀφοῦ εἴχαν ὁμιλήσει ἀρκετὰ μεταξύ των, πάλι ἡ κυρὰ ποὺ μ’ εἶχε πρότερον ὁμιλήσει, μ’ εἶπε τὶς λέξεις τοῦτες: «Παρακαλοῦμε σᾶς νὰ μᾶς πῆτε, ποῦ εὐρίσκεται τούτη σας ἡ μακαριότης.» Καὶ ἐγώ, ἀπαντώντας ‘ς αὐτές, εἶπα ἀπλώς: «Μὲς τὰ λόγια ποὺ ἐπαινοῦν τὴν κυρά μου.» Τότε μ’ἀπήντησε αὐτὴ ποὺ μ’ὡμίλει: «Ἂν μᾶς ἔλεες τὴν ἀλήθεια, κεῖνα τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἴπες ὅταν μᾶς σημείωνες τὴν κατάστασή σου, τὰ χρησιμοποιήσες μ’ ἄλλην σημασία.»

Κυρὲς σεῖς ποὺ νοεῖτε τὴν ἀγάπη
θέλω σὲ σᾶς γιὰ τὴν κυρά μου νὰ εἴπω
ὄχι ἐπειδὴ ἔτσι τὸν αἶνο της κλείνω
μὰ τὸ πνεῦμα γλυκαίνει συζητῶντας.
Λέω, ὅτι νοώντας τὶ τὴν ἀξία τὴς κάνει,
γλυκὰ αἰσθητὸς πολύ με γίνετ’ ὁ Ἔρως
ὅτι ἂν ἔτσι δὲν εἶχα χάσει θάρρος
τοὺς ἀνθρώπους θὰ πάθιαζα μιλῶντας.
Καὶ δὲν μιλῶ σὲ τόνο ὑψηλό
μὴν ἀπὸ τὸν φόβο μου δειλός γίνω·
μὰ τὴν εὐγενή θέση της νὰ ἐγγίσω
μ’ἐλαφρότητα καὶ μὲ σεβασμό
μὲ σᾶς, κυρές, δέσποινες ἐρωτευμένες,
για’ μ’ ἄλλον πράμα νὰ μιλῇς δὲν εἶναι.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)