Δημοφιλής μουσική και «ελίτ ακροατές» εν Ελλάδι
Το στερεότυπο είναι σκαλισμένο σε πέτρα. Από την μία υπάρχει μια «ποπ μουσική» (λαική-δημοφιλής-mainstream) η οποία απευθύνεται στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, τους μουσικά αγράμματους, τα έφηβα κορίτσια και τους «κάγκουρες» κατάλληλη μόνο για κατανάλωση, μια μουσική-τσιχλόφουσκα. Δεν προκαλεί καμία σκέψη, ουσιαστική σύνδεση ή «αυθεντική συγκίνηση». Είναι μια μουσική ταπετσαρία. Από την άλλη είναι η μουσική αυτών που «ξέρουν» από μουσική, έχει λιγότερους αλλά πολύ πιο αφοσιωμένους οπαδούς, διαφέρει είτε ως προς την ωμότητα/υφή του ήχου , την χρήση περίπλοκων ή απροσδόκητων (πάντα σχετικά με την πρώτη ) τεχνικών ή στρέφεται προς μια αυθεντική επιστροφή στις ρίζες/ προς ένα καινοτόμο μέλλον. Το θέμα είναι πως αυτή η μουσική έχει απαιτήσεις από τον ακροατή και δεν έχει στομάχι για τους τουρίστες οπαδούς. Επίσης έχει ένα κοινοτικό στοιχείο με τους οπαδούς να είναι πιο δεμένοι γύρω από την κοινή εκτίμηση αυτής της μουσικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πολιτισμικός «κοινοτισμός» των μεταλλάδων, όπου το κοινό ενδιαφέρον γύρω από μια μουσική σκηνή δημιουργεί μια νέας κοπής αδελφότητα/φυλή. Για εμάς που είμαστε μεταλλάδες φαίνεται αυτονόητο αλλά δεν είναι όσο φαίνεται. Στην τελική, αυτό συμβαίνει σε συγκεκριμένα μουσικά είδη και αυτά δεν είναι σίγουρα συμβατικά «ποπ».
Οι μεταλλάδες δεν είναι η μόνη κατηγορία που θεωρεί τον εαυτό της πάνω από τα πρόβατα του κυρίου ρεύματος. Από οπαδούς της ηλεκτρονικής μουσικής μέχρι οπαδούς των παραδοσιακών ήχων, υπάρχουν ένα σωρό αμφισβητίες ανά πάσα στιγμή του υπάρχοντος consensus. Βέβαια δημιουργείται ένα πρόβλημα. Υπάρχουν πάντα πολλοί που αμφισβητούν το καθεστώς, αλλά είναι το καθεστώς θεωρείται ένα. Ας πάρουμε την Ελληνική περίπτωση. Τι χωρίζει την “ασφαλή” λεγόμενη ‘σκυλο-ποπ’, από το πιο βαρύ λαϊκό τραγούδι που δεν είναι τόσο ευκολοχώνευτο για όλους (η ευκολία είναι το κριτήριο της ποπ μουσικής); Είναι το περίφημο έντεχνο μια εναλλακτική στην πολιτισμική ηγεμονία του γαυγίσματος, ή το άλλο πρόσωπο του ‘μισητού mainstream’ και εστία δικιάς του ύπουλης πολιτισμικής ηγεμονίας; Τα Losing my Religion και τα the Passenger, που μας έχουν πρήξει οι ροκ σταθμοί της Ελλάδας είναι εντός ή εκτός κυρίαρχων ακουσμάτων; Αυτά δείχνουν πως το κύριο ρεύμα έχει κάμποσα μικρά ρυάκια και διαβαθμίσεις.
Το πρόβλημα με την κατανόηση μιας ποπ μουσικής στην Ελλάδας είναι ο «έξυπνος» διαχωρισμός όχι ανάμεσα σε ελληνική λαϊκή και αγγλόφωνη ποπ μουσική, αλλά σε ελληνικά (ποπ) και ξένα («ψαγμένα»). Μια ωραία κατηγοριοποίηση που περιλαμβάνει την εκκλησιαστική μουσική στα «ελληνικά» και την μογγολική λαϊκή μουσική στα «ξένα» αν το καλοσκεφτείς. Προφανώς αυτός που λέει αυτήν την φράση δεν εννοεί τόσο ευρείες κατηγορίες. Επίσης η χρυσή εποχή της ελληνικής αγνής «ποπ» μουσικής μάλλον είναι πίσω στο παρελθόν, στην δεκαετία του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Παρ’ ότι το «ποπ-σκυλάδικο» είναι αρκετά μαζικό, έχει έναν επιθετικό χαρακτήρα που δεν το βάζει τετράγωνα σε αυτό που λέμε ποπ μουσική. Αν μη τι άλλο το bel canto (άλλος έχει το όνομα άλλος την χάρη) του λεγόμενου έντεχνου είναι πιο κοντά σε αυτό που λέμε ποπ – και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι Έλληνες ελίτ ακροατές το σνομπάρουν χειρότερα από τον λαϊκότερο συναγωνιστή του.
Χαρακτηριστικό των Ελλήνων ελίτ ακροατών από την οπτική του τυπικού ακροατή είναι πως τυπικά η μουσική που ακούει είναι «ξένη» – για την ακρίβεια μη ελληνόφωνη. Αυτό λαμβάνεται ως μια τάση εξωτισμού αλλά και περιφρόνησης του «προϊόντος» της τοπικής καλλιτεχνικής σκηνής καθώς και των οπαδών του. Πέρα από το ότι όντως περιφρόνηση υπάρχει, καλό είναι να πούμε πως ελληνική μουσική σκηνή δεν είναι μόνο τα ελληνάδικα/εντεχνά. Αν εθνική καταγωγή είναι κριτήριο τότε οι Rotting Christ και οι Septic Flesh είναι εξίσου Έλληνες με τον Κιάμο. Και στην τελική γιατί αυτοί που κατηγορούν όσους προτιμούν τους Radiohead (π.χ.) από τον Χατζηγιάννη να μην ακούσουν την επίσης ελληνική εκκλησιαστική μουσική; Αν αρνούνται, αυτό περιφρόνηση είναι. Καλώς ή κακώς η Ελληνική mainstream μουσική βιομηχανία προσφέρει μια πολύ μικρή ποικιλία ήχων. Δεν γίνεται σε όλους να αρέσουν τα δύο πιάτα (πια) που παράγει στην μητρική μας γλώσσα. Κάποιοι θα στραφούν άλλου να βρουν άλλους ήχους. Αναμφίβολα κάποιος ελιτισμός είναι γελοίος. Δεν μπορείς εν έτει 2015 να ακούς R.E.M. ή Scorpions στον Rock F.M. και να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο παντογνώστη σε σχέση με τους «άλλους». Όμως καλώς ή κακώς στον χώρο των «σνομπ» υπάρχουν άνθρωποι που ψάχτηκαν και βρήκαν τις συνταγές που σέρβιρε η ελληνική μουσική βιομηχανία και σταθμοί. Όχι πως ως μουσική είναι απαραίτητα απεχθής και το τέλος του ελληνικού πολιτισμού. Αλλά δεν την βρήκαν επαρκή.
Για να κλείσω θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση καθώς το να βλέπεις με τα μάτια του άλλου είναι σημαντικό ώστε να τιθασεύεις την αλαζονεία σου και τις ξερόλικες σου τάσεις. Ένα κοινό που έχω παρατηρήσει σε φίλους μου που ακούνε κλαμπίστικη μουσική είναι πως ανεβάζουν διαρκώς καλλιτέχνες των οποίων όχι απλώς δεν έχω ακούσει την μουσική, αλλά δεν έχω ακούσει καν. Το ίδιο θα σκέφτονται όταν ανεβάζω εγώ τα δικά μου. Η σημασία της μουσικής δεν είναι η προβολή μιας ανέφικτης εξάλλου παντογνωσίας και ανωτερότητας, αλλά η ίδια η μουσική και τα συναισθήματα που προκαλεί στον καθένα.