
1.3. Εὐρώπη καὶ ἀλλαχοῦ
Ὁ τύπος κατοικίας πέριξ αὐλῆς φανερώνει ὅτι στὴν ἀνατολὴ καὶ τὸν μεσογειακὸ χῶρο ἄρχει, τοὐλάχιστο στὶς πόλεις, ἡ στενὴ οἰκόγενεια διὰ τὶς πλείονες κοινωνικὲς τάξεις. Ἀκόμη καὶ οἰ νομάδες ποὺ καταφθάνουν ἐκεῖ ἐνῷ μπορεῖ νὰ προσδίδουν στὸ οἰκονομικὸ σύστημα πλέον νομαδικὰ χαρακτηριστικὰ ὅπως τῆς κτηνοτροφίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, ἐντάσσονται δέ στὴν ὑφισταμένη οἰκουμένη τῆς οἰκογενειακῆς οἰκίας. Σημαντικὸς παράγων βέβαια εἶναι ὅτι τὸ Κοράνιο ὑιοθετεῖ στὸν ἰερὸ νόμο του τοῦτον τὸν ἑλληνιστικὸ τρόπο τῆς προσωπικῆς οἰκογένειας ποὺ χρὴ οἰκείου χώρου ὡς ἀσύλου καὶ ἀβάτου στοὺς ξένους, μὲ τὸ διττὸ δέον τῆς φιλοξενίας (ἀνδρωνῖτις, σελαμλίκι) καὶ τῆς ἀπομόνωσης (γυναικωνῖτις, χαρέμι), καίτοι ὁ δημόσιος χῶρος, ἡ ἀγορά, γίνεται ἀποκλειστικῶς ἐμπορικοῦ χαρακτῆρα. Τοὐναντίον, στὶς ἀραιότερες οἰκιστικῶς καὶ πτωχότερες περιοχὲς τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐπεκράτησε τὸ φρατριαρχικὸ σύστημα τῶν βαρβάρων φυλετῶν. Μόνον οἱ φεουδάρχες καὶ οἱ ἄρχοντες ἐν γένει, ἔχουν διακριτὴ οἰκογένεια, ἐπειδὴ ἔχουν ὀχυρὸ κάστρο ὡς κατοικία. Ἡ οἰκογένεια ὡς παραδοσιακὴ κοινωνικὴ ἀξία τῆς Εὐρώπης (ἢ τῆς λεγόμενης σήμερα West) εἶναι ἐπινόημα τῆς βικτωριανῆς περιόδου ―οἱ δυτικοὶ παραδοσιοκράτες εἶναι μᾶλλον οἱ χίπηδες παρὰ οἱ βικτωριανοί. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ προοδευτικὸ καθεστώς ἐκινήθη ἐχθρικῶς ἐπὶ τὴν οἰκογένεια, καθὼς ἡ ἔγγειος ἰδιοκτησία ποὺ συνδέεται μὲ αὐτὴν σήμαινε τὴν παλαιὰ ἄρχουσα τάξη (γαιοκτήμονες καὶ Ἐκκλησία). Διὰ τοῦτο τὸ διαμέρισμα ἔγινε κυρίαρχος οἰκητήριος τύπος ὄχι μόνον στὴν λεγομένη μοντερνιστικὴ ἀρχιτεκτονική, ἀλλὰ ἤδη ὑπὸ τὴν ἀστικὴ διακυβέρνηση τοῦ ιθ΄ αἰῶνα. Μποροῦμε νὰ συμπεράνωμε καὶ ἄλλα, ἄσχετα πρὸς τὴν παρούσα μελέτη, ὅπως πχ. τὴν ἀπουσία σεξουαλικῶν ἐγχειριδίων (ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἰνδία καὶ τὸ ἰσλάμ) καὶ τὴν ὁμοίωση τῆς σεξουαλικότητας μὲ τὴν σεξουαλικὴ διαστροφή (λιβερτινισμό) καὶ τὴν πολιτικοποίηση της κατὰ τὸ κ΄ αἰ. καὶ σήμερα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ οἰκογένεια ἀποκτάει κοινωνικὴ σημασία στὴν Ἰταλία ἅμα μὲ τὸν οὐμανισμό, καὶ στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη, κατὰ τὴν λεγομένη ἐποχὴ τῶν Φώτων. Ὅ τι ὀνομάζεται παρὰ τισὶν ὡς ἀνάδυση τοῦ ἀτόμου (Ernst Cassirer, Individuum und Cosmos in der Philosophie der Reinaissance) διαφαινομένη στὸν πολιτικὸ τύπο τοῦ signore (κυρίου, τυράννου) (Jacob Burckhardt, Die Cultur der Renaissance in Italien), εἶναι ἡ ἀνάδυση τῆς στενῆς γαμικῆς οἰκογενείας καὶ ἡ ὑποχώρηση τῆς φρατρίας. Στὸν διάλογο I libri della famiglia, ὁ L.B. Alberti παρουσιάζει τὴν σύζυγο (ἡ ὁποῖα πρέπει νὰ εἶναι ἀγνή, ἐνάρετος καὶ νὰ κάμῃ παιδιά) νὰ ἀναλαμβάνῃ τὴν διοίκηση τοῦ σπιτιοῦ παρὰ τοῦ ἀνδρός της ὁ ὁποῖος καὶ τὴν μαθαίνει τὴν οἰκονομία του ὅπως ἀκριβῶς στὸν οἰκονομικὸ τοῦ Ξενοφῶντος. Ἄλλωστε ἀναφέρει ὅτι ἀκολουθεῖ τοὺς ἀρχαίους, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα κατά τὸν Μεσαίωνα δὲν ἦταν οἰκουρὸς ἀλλὰ ἐκινεῖτο στὸν ἡμιδημόσιο χῶρο τῆς φρατρίας. Ὁ Richard Α. Goldthwaite σὲ κείμενό του περί τοῦ φλωρεντινοῦ παλατιοῦ ὡς οἰκιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς [The Florentine Palace as Domestic Architecture, 1972] παρατηρεῖ τὴν νεότοκο τότε ἐμμονὴ μὲ τὴν λατρεία τῆς Παναγίας ―Μadonna, ποὺ ἐκφράζεται στὶς πολυάριθμες ἀναπαραστάσεις της καὶ δεικνύει τὴν ἀνατίμηση τῆς μητρότητας. Ἐπίσης, ἐπισημαίνει περὶ αὐτοῦ τὴν σημασία τῆς ἀνέγερσης στὴν Φλωρεντία τοῦ ospedale degli innocenti, ὀρφανοτροφείου[i]. Παρομοία σημασία ἔχουν οἱ σπαργῶντες μαστοὶ τῆς γυμνόστηθης Marianne τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης κατὰ τὸν Richard Sennet [Flesh and Stone: The Body and the City in Western Civilization, 1996)]. Κατὰ τὸ ancien régime οἱ γυναῖκες, πλὴν τῶν πτωχοτέρων, δὲν ἐθήλαζαν τὰ νεογνὰ ἀλλά τὰ ἔδιδαν σὲ τροφούς· ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν δὲν ὑφίστατο καὶ ἀκόμη καὶ ἀρχοντόπουλα ἦσαν ῥακένδυτα καὶ τρέφονταν μὲ ἀποφάγια οἰκετῶν. Ἡ ὑψηλὴ παιδικὴ θνησιμότητα ἔκαμε τὶς μητέρες ἀδιάφορες[ii]. Τοῦτο ἀλλάζει ἅμα μὲ τὶς βελτιώσεις στὴν δημοσία ὑγιεινὴ καὶ τὴν μείωση τῆς παιδικῆς θνησιμότητας μετὰ τὸ 1730. Ὁ ἀββὰς François Fénelon ἤδη τὸ 1687 συγγράφει περὶ τῆς ἐκπαίδευσης τῶν κοριτσιῶν ὥστε νὰ τὰ ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὴν ματαιοδοξία τῆς φιλαρέσκειας καὶ τῆς μόδας. Στὸ πέμπτο βιβλίο τοῦ Émile [1762], τοῦ πονήματος τοῦ Jean-Jacques Rousseau περὶ ἐκπαίδευσης, ἡ Sophie ἀσχολεῖται μὲ ἐργασίες τοῦ φύλου της καὶ ἐκπαιδεύεται ἵνα ὑπηρετῇ τὸν ἄνδρα εἴτε ὡς παιδί, εἴτε ὡς σύζυγο, εἴτε ὡς πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀπεναντίας ἐκπαιδεύεται ἵνα γίνῃ πολίτης. Τὴν θέση τοῦ Rousseau ὡς πρὸς τὴν ἐκπαίδευση τοῦ κοριτσιοῦ ἀντέκρουσε ἡ ἔνθερμος ἀναγνώστριά του Mary Wollstonecraft [A Vindication of the Rights of Woman: with Strictures on Political and Moral Subjects,1792] ἀλλὰ καὶ αὐτὴ μὲ λόγο ὅτι ἡ γυναῖκα ὡς μητέρα ὀφείλει νὰ εἶναι πεπαιδευμένη ὥστε νὰ γυμνάζῃ τὰ παιδιά της. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἡρωίδες τῆς Jane Austen ἀγωνίζονται πῶς θὰ εἰσέλθουν σὲ κάποιον οἶκο, ποὺ ὁ Alasdair McIntyre βλέπει νὰ εἶναι πρὸς αὐτὲς ὅ τι ἡ ἀρχαία πόλις πρὸς τὸν πολίτη[iii]. Καὶ πράγματι ὁ Rousseau δὲν βλέπει ἀφελῶς τὸν βίο στὴν σύγχρονη πόλη. Ἅπαξ τὰ κράτη προαιροῦνται (polizei, policy) νὰ εὐνοήσουν τὴν μεταποίηση ὕπερ τὴν φυσικὴ γεωργία, πληθυσμὸς συνάγεται στὶς ἐμπορικὲς πόλεις. Ὁ ἠμιδημόσιος χῶρος καὶ χαλαρὸς χρονός τοῦ ἀγροτικοῦ βίου δίδει τὴν θέση του σὲ ἕνα μαυλιστικό, ἐχθρικὸ καὶ πιεστικώτερο περιβάλλον. Τότε, κατὰ τὰ μέσα τοῦ ιθ΄ αἰ. ἐμφανίζεται στὴν ἄρχουσα βουργησία τάξη ἕνας συνδυασμός φιλανθρώπων, κοινωνικῶν παιδευτῶν καὶ μεταρρυθμιστῶν ποὺ ἀρχικῶς θέλουν νὰ νουθετήσουν τὴν νέα ἐργατικὴ τάξη στὶς ἐφεστίες ἀρχὲς ποὺ οἱ bourgeois εἶχαν ὑιοθετήσει ὑπὲρ ἑαυτῶν, καὶ τοῦτες εἶναι τὰ νέα βικτωριανὰ ἤθη. Ὅμως στὸ τέλος, τοῦτο γίνεται διὰ τῆς ὠφελιμιστικῆς ἀντίληψης τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἠθικῆς. Ἐτσι, γράφει ὁ Christopher Lasch, τὰ οὕτως εἰπεῖν διακονικὰ λειτουργήματα [helping professions][iv], ἐπεισέρχονται στὶς οἰκογένειες διαιτόμενα ὑπὲρ τῶν ἀδυνάμων μελῶν αὐτῶν, τὰ παιδία. Ἔτσι αὐτὰ ἀπάγονται στὸ σχολεῖο καὶ οἱ μητέρες παύουν νὰ ἔχουν καθήκοντα στὸ σπίτι. Κατὰ τὸν Lasch ἡ παιδικὴ χειραφέτηση προηγεῖται τῆς γυναικείας. Τὸ κράτος πλέον μπορεῖ νὰ ἀναθρέψῃ τὰ παιδιὰ κατὰ τὴν δικὴ του ἰδεολογία, νὰ τὰ πέμψῃ στὸν πόλεμο κτλ. Οἱ γυναῖκες δέ, ἅμα μὲ τὴν ἔλλειψη ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ κατὰ τὸν Μέγα Πόλεμο θὰ κάλυψουν θέσεις ἐργασίας πέραν τοῦ ἀγροῦ καὶ τῆς φάβρικας: It must be recognized that women’s place is no longer in the home ἐδήλοι τότε συντηρητικὸς πολιτικός[v]. Τόσον τὰ παιδιὰ ὅσο καὶ οἱ γυναῖκες κινοῦνται ἕκτοτε ἐκτὸς σπιτιοῦ ἐκτεθειμένα σὲ παντὸς εἴδους ἐργασιακὴ ἢ σεξουαλικὴ ἐκμετάλλευση. Πρὸς ὅτι ἀφοράει ἑμᾶς, τὸ σπίτι χάνει τὸ νόημα του ὡς ἐφέστιον καὶ οἰκεῖο, καὶ ἀκόμη καὶ ἡ μονοκατοικία ἀκολουθεῖ τὸν ἁπλοῦν τύπο τοῦ διαμερίσματος διὰ τὸ ὁποῖο κάμει λόγο ὁ Joseph A. Schumpeter [Capitalism, Socialism & Democracy, 1942] ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀλλὰ τὸ ἐνδιαίτημα τῶν ἐργατῶν τοῦ φαραώ. Ὁ Bertrand Russell στὸ μοναδικὸ τοῦ κείμενο περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, Architecture and Social Questions[vi], προτείνει ὑπὲρ τῆς ἐργατικῆς τάξης κοινόβια μοναστηριακοῦ τύπου πέριξ αὐλῆς, μὲ κοινὸ μαγειρεῖο καὶ δειπνητήριο, αἴθουσα ψυχαγωγίας καὶ nursery διὰ νὰ φυλάσσονται τὰ παιδιά ὅσο λείπουν οἱ μητέρες στὴν δουλειά· μία κοινοβιακὴ mansion. Μόνο ἐμπόδιο θεωρεῖ τὴν ἀνάγκη οἰκειότητας ποὺ ἔχει ὁ γάμος, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι χωριστὰ διαμερίσματα καὶ κάποια πρόοδος τοῦ φεμινισμοῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσῃ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ κοινοῦ μαγειρείου καὶ τοῦ nursery. Τούτη ἡ σύλληψη του Russell συνάδει δὴ μὲ τὶς ἰδέες τοῦ σοσιαλιστοῦ βιομηχάνου Owen, ὅμως δὲν εἶναι ἀλλὰ ἡ μεσαιωνικὴ οἴκηση τῆς φρατρίας! Στὸν ἀντίποδα τέτοιων ἀπόψεων ὁ αὐστριακὸς ἀρχιτέκτων Adolf Loos ὑπέρμαχος τῆς ἰδιωτικότητας, θέλει ἀνὰ ἐργατικὴ οἰκογένεια σπίτι μὲ κῆπο.
Ἐν γένει τὸ ζήτημα τῆς ἰδιωτικότητας στὸν Πουνέντε εἶναι προβληματικὸ καὶ τοῦτο φαίνεται στὴν ἀναίμακτο ὑποχώρησή της ἐμπρὸς σὲ ἕνα μοντέλο πανόπτου κοινωνίας κατὰ τὸ panopticon, τὴν φυλακὴ τοῦ Bentham. Τὸ ὅτι ἡ περίφημη ἰδιωτικότητα τῆς bourgeoise κατοικίας περὶ τῆς ὁποίας σχετλιάζουν μαρξιστὲς ὅπως ὁ Lefebvre, ἀφανίσθη ἔτσι λάθρᾳ δὲν ὀφείλεται μόνον στὸ ὅτι τὸ ἴδιο τὸ bourgeois κράτος (καὶ οἱ φιλάνθρωποί του) εἶναι πράξει ὠφελιμιστικό, ἀλλὰ στὸ ὅτι τούτη ἦταν τυχαῖο ἀποτέλεσμα τῆς πρόσοψής της. Ἡ πρόσοψή της δὲν εἶναι ἵνα σῴσῃ τὸν οἰκογενειακὸ βίο ὀπίσω της ὅπως τὸ ἕρκος τοῦ ἑλληνορρωμαϊκοῦ καὶ τοῦ ἰσλαμικοῦ σπιτιοῦ ἀλλὰ νὰ δείξῃ ἕνα εὐπροσήγορο πρόσωπο στὴν κοινωνία. Τὸν ἀστὸ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νὰ προστατεύσῃ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, οὕτε νὰ ἀφήσῃ ἐλεύθερο τὸν ἑαυτό του στὸν φυσικό του αὐθορμητισμό ἔνδον τοῦ σπιτιοῦ σὰν τὸν ἀριστοκράτη του ιη΄ αἰ. ποὺ ἐνδύεται δὲ ἕνα προσωπεῖο στὸν δημόσιο χῶρο, ὅπως ἀναλύει ὁ Sennet [The Fall of the Public Man, 1974]· ἀλλὰ νὰ κατασκευάσῃ μία προσωπικότητα τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας του, ὡς συνείδηση, νὰ δώσῃ τὴν κοινωνικῶς ὀρθὴ εἰκόνα αὐτῶν. Στὸν κ΄ αἰ. δέ, ἐξασθενεῖ πλήρως ἡ διάκριση ἔσω καὶ ἔξω μὲ ἕναν τύπο ἀνθρώπου ποὺ προκειμένου νὰ ἐπιβιώσῃ τὸ λοιπὸν ἀνέστιος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σύρηται ἀπὸ συναισθήματα καὶ γνώμες,
ἐνηρμομένος μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἀγαθῶν ποὺ καταναλώνει, ἀφοῦ τὸ σπίτι σήμαινε τὴν σταθερὴ ἀγωγὴ ὡς ἤθος (χαρακτήρ). Ὅμως θὰ ἀσχοληθῶμε διεξοδικῶς σὲ παρακάτω κεφάλαιο. Εὐθὺς ἂς ἐκθέσωμε τοῦτες τὶς περιπέτειες τῆς οἰκειότητας στοὺς τύπους τῆς κατοικίας.
[ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ PALAZZO] Περὶ τὰ τέλη τοῦ ιβ΄ αἰῶνα καὶ κατὰ τὸν ιγ΄, ἅμα μὲ τὸν σχηματισμὸ τῶν comuni στὶς πόλεις τῆς βορείου ἰταλίας, ἐπανεμφανίζεται στὸν δημόσιο χῶρο ὁ τύπος τῆς στοᾶς (portico, loggia) πρὸς συνελεύσεις τοῦ δήμου ποὺ καλεῖται broletto. Ἀπαντᾶται σὲ δημόσια παλάτια ὅθεν διῴκει ὁ capetano del popolo, οἱ consuli (ὕπατοι) ἢ ὁ podestà τὰ ὁποια διετήρησαν οἱ signori, ἀλλὰ καὶ σὲ παλάτια συντεχνιῶν. Συγχρόνως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν comuni καὶ ἐνόσῳ ἧσαν ἀκόμη ἀνίσχυρες καὶ οἱ ἐσωτερικὲς διαμάχες συχνές, οἱ δυνατοὶ ὕψωναν τύρσεις (πύργους) ἵνα σημάνουν ἑαυτοὺς στὴν πόλη δίχως ν’ ἀποφεύγουν νὰ προκαλοῦν τὸ πολιτικὸ αἴσθημα. Οἱ δυνατὲς φρατρίες (consorteria) κατελάμβαναν γειτονιές τῆς πόλης, ἔτσι ὥστε σὲ περίπτωση συγκρούσεων νὰ δύνανται νὰ ἀπομονώνουν τὴν περιοχή. Τὰ palazzi δὲν εἶχαν διακριτὴ χρήση, μὲ μαγαζιά (bottegi) στὸ ἰσόγειο καὶ διαμερίσματα στοὺς ὀρόφους ὅπου ἦσαν σπαρμένα μέλη τῆς οἰκογενείας ἀλλὰ καὶ ἄλλων. Ὅταν ὁ ζάπλουτος Messer Pagolo di Baccuccio Vettori περιγράφει στὸ ἡμερολόγιό του τὸ σπίτι του, δὲν δύναται νὰ διακρίνῃ ποιοὶ χῶροι ἦσαν δικοί του καθὼς μεσοτοιχίες, στοές καὶ ὄροφοι ἦσαν κοινὲς μὲ τὸν γείτονα[vii]. Διὰ τοῦτο εἶναι δύσκολο νὰ συμπεράνωμε ὁτιδήποτε περὶ κτηρίων ἐκ τῶν καταστίχων τῆς πόλης, λέγει ὁ Goldthwaite. Οἱ Strozzi πχ. στὶς ἀρχὲς τοῦ trecento ἀγόρασαν γῆ στὴν Φλωρεντία πέριξ τῆς φερωνύμου πλατείας ―ὁμοῦ τῆς πλατείας[viii]. Βαθμηδὸν ἕνιοι ἀγοράζουν ὁλόκληρα κτήρια, τὰ διαμορφώνουν ἐσωτερικῶς (μὲ θολωτὰ κλιμακοστάσια, αἴθουσες, ὀρθογωνικὴ αὐλή, σχεδιασμό) καὶ ἐξωτερικῶς (μὲ rustico τοιχοποιΐες ἢ χρήση intonico καὶ ἑνίοτε μὲ διάκοσμο σὲ fresco ἢ sgrafito). Περὶ τοῦτης τῆς ἐξωτερικῆς συναγωγῆς ὑπὸ τὴν συμμετρία τῶν κλασικῶν ῥυθμῶν κάμουν λόγο ὁ Charles R. Mark καὶ ὁ Kurt W. Forster μὲ τὶς μελέτες τοῦ παλατιοῦ τῶν Rucellai, προϊόν πολλῶν ἰδιοκτησιῶν[ix]. Ἔτσι τὰ palazzi τῆς magnificènza καὶ τῆς δυναστικῆς ἀξίωσης μιᾶς οἰκογενείας, λέγει ὁ Goldthwaite, διαφέρουν τῶν δημοσίων παλατιῶν ἀλλὰ καὶ τῶν φρατριαρχικῶν οἰκιστικῶν συνόλων στὸ ὅτι εἶναι ἀφενὸς αὐστηρῶς κατοικίες καὶ ἀφετέρου ἰδιωτικοί χῶροι μίας καὶ μόνης γαμικῆς οἰκογενείας, παρὰ τὸ πελώριο μέγεθος αὐτῶν. Λείπει πλέον ὁ πύργος, ἐνῷ ἡ στοὰ ὅπου δέχονταν τοὺς πελάτες ὑποχωρεῖ σὲ ἔσω αὐλὴ ὡς περιστῷον. Ὅσες ἐξωτερικὲς στοὲς ἔμειναν ἔκλεισαν ἀργότερο. Τὰ μαγαζιὰ ποὺ εὑρίσκοντο στὸ ἰσόγειο ἀναπεπταμένα στὸν δρόμο ―ὅπως στὸν domus, ἐπίσης βαθμηδὸν ἐξαφανίζονται, καθὼς ἐσπίλουν τὶς μνημειακὲς ἀξιώσεις τῆς πρόσοψης. Τὸ παλάτι τοῦ γένους τῶν Mozzi (1260-1277) εἶναι τῶν ἐλαχίστων δειγμάτων τοῦ παλαιοῦ τύπου ποὺ ἀπέμειναν στὴν Φλωρεντία, ἐξωτερικῶς ἀπέριττο, μὲ πύργο καὶ ἐξωτερικὴ στοά. Ἔτσι λοιπὸν τὸ κλασικὸ ἀναγεννησιακὸ palazzo εἶναι κατοικία πέριξ αὐλῆς, μορφή ποὺ κρατύνεται παρὰ τῶν βιτρουβιανῶν περιστύλων τύπων τοὺς ὁποίους στέργουν οἱ οὐμανιστές. Καθὼς μάλιστα τὰ παράθυρα σχεδιάζονται ἀναλογικῶς πρὸς τὴν μνημειώδη ὄψη, οἱ ποδιὲς τῶν παραθύρων εἶναι ἀρκούντως ὑψηλὲς ὥστε νὰ μὴν ἐπιτρέπουν τὴν θέα πρὸς τὰ ἔξω καὶ αὐξάνουν ἔτσι τὸ αἴσθημα τοῦ ἰδιωτικοῦ[x]. Ὁ Goldthwaite καθὼς μελετάει τὰ κατάστιχα (catasti) τῆς Φλωρεντίας καὶ τὰ ἡμερολόγια (ricordanze) ἰδιοκτητῶν ὅπως τοῦ Ugolino di Niccolò Martelli, συμπεραίνει ὅτι ὅταν εἶναι πολλοὶ οἱ κληρονόμοι, διαμοιράζουν μεταξύ των τὰ ὑπάρχοντα ἔτσι ὥστε ἡ κατοικία νὰ μείνει σὲ ἕναν ὴ δύο τὸ πολύ ὥστε οἰκογενιακῶς νὰ ἔχουν εἰρήνη. Ὅταν βέβαια πεθαίνει ὁ ἀπομείνων ἰδιοκτήτης παρουσιάζεται πάλιν τὸ ἴδιο πρόβλημα. Συνήθως ὁ ὑγιὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του παρέμενε στὸ ἴδιο σπίτι μέχρι νὰ πεθάνει ὁ pater familias – dominus καὶ νὰ περάσῃ σὲ αὐτὸν τὸ σπίτι. Ἄρα ὑποστηρίζει ὁ Goldthwaite ἡ τάση εἶναι ἕνα σπίτι νὰ στεγάζῃ κατὰ τὸ δυνατώτερο τῆν οἰκογένεια ἑνός. Ἀκόμη καὶ ὅταν πρέπει νὰ διαμοιρασθῇ τὸ σπίτι μεταξὺ κάποιων χωρίζεται σὲ ἀνεξάρτητες κατοικίες μὲ διαμοιρασμένες εἰσόδους, κλιμακοστάσια, αἴθουσες, στάβλους κτλ. πρᾶγμα ποὺ μᾶς δεικνύει ἡ ὑψηλὴ δαπάνη ποὺ συνοδεύει τὴν καταγραφὴ τοῦ διαμοιρασμοῦ, λέει ὁ Goldthwaite. Παραδείγματα ποὺ προσφέρει: τὰ ἀδέλφια Jacopo καὶ Priore di Messer Giannozzo Pandolfini, ὁ Cristofano di Bernardo Rinieri καὶ ὁ ἀνεψιός του, τὰ ἐγγόνια τοῦ Pierfrancesco de’ Medici, Giovanni di Giovanni, Pierfrancesco di Lorenzo. Ἔτσι τὸ παλάτι τῶν Del Pugliese κατὰ τὸ cinquecento, καὶ τὸ παλάτι τῶν Spini κατὰ τὸ seicento ἦταν χωρισμένα σὲ δύο οἰκογένειες. Ὅμως σὲ ἄλλα μέρη δὲν ἦταν σπάνιο ἕνα σπίτι νὰ εἶναι δεσποτεία πολλῶν ὅπως τῶν Tolemei στὴν Σιένα σὲ ἑκατὸν καὶ εἴκοσι μερίδες. Ἑπομένως, ἡ αὔξηση τοῦ μεγέθους τῶν κατοικιῶν προκύπτει, καταλήγει ὁ Goldthwaite, ἕνεκα τῆς διάσπασης τῆς φρατρίας καὶ τῆς μείωσης τοῦ μεγέθους τῆς οἰκογενείας, πρᾶγμα τόσο εἰρωνικὸ ποὺ δυσαρεστεῖ τὸν ἴδιο τὸν Alberti ὅταν κάτι τέτοιο προκαλεῖ διπλᾶ ἔξοδα.
Τὸ διατὶ τὸ τεράστιο μέγεθος δὲν ἀντιστοιχεῖ σὲ ὁλόκληρη φρατρία φαίνεται στὸν ἀριθμὸ τῶν δωμάτων ποὺ δὲν εἶναι ἀνάλογος τοῦ μεγέθους τοῦ κτηρίου ἀλλὰ τῆς οἰκογενείας. Τὰ κατοικήσιμα δώματα ποὺ εὑρίσκονται στὸν piano nobile δὲν εἶναι ἄνω τῆς δωδεκάδας, καθὼς τὸ μέγεθoς καθ’ ἕκαστον αὐτῶν εἶναι ἀνάλογο τοῦ μεγέθους τοῦ ὅλου κτηρίου. Βλέπομε λοιπὸν ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναλογίας ποὺ διέπει τὸν κλασικισμό, δὲν εἶναι ἀποκλειστικῶς αἰσθητικὴ ἀπόφαση, ἀλλὰ ἔχει καὶ κοινωνικὴ καταγωγή: θέλει τις νὰ κτίσῃ μία οἰκία ποὺ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπὴς ὡσὰν δημόσιο κτήριο ἀλλὰ νὰ στεγάζῃ μίαν οἰκογένεια.

Παλάτι Davizzi (κατόπιν Davanzati)
Ὅμως, δὲν γνωρίζομε πολλὰ περὶ τῆς χρήσης τῶν χώρων. Τὰ κείμενα τοῦ Alberti και τοῦ Filarete, δύο φλωρεντινῶν ποὺ ἔζουν ἐκτὸς τῆς Φλωρεντίας, πέραν γενικῶν νουθεσιῶν περὶ μαγειρείων, στάβλων κτλ. δὲν μᾶς διαφωτίζουν πρὸς τὴν ὀργάνωση τῶν χώρων του σπιτιοῦ. Ὅσον πρὸς τὰ σκάριφα ἀρχιτεκτόνων ὅπως ὁ Ammanati καὶ ὁ Vasari δὲν ἀναγράφουν ἀλλὰ salone, sala, camera, περιγράφουν δηλαδὴ μέγεθος, ὄχι χρήση[xi]. Τὸ βιβλίο τοῦ Attilio Schaparelli, la casa fiorentina e i suoi arredi, nei secoli XIV e XV [1908] ποὺ μεταχειρίζεται ἀπογραφὲς τῆς οἰκοσκευῆς, βοηθεῖ κάπως ν’ ἀντιληφθῶμε τι. Κατὰ τὸ trecento πέντε μὲ ἕξ δώματα ἀρκοῦν σὲ εὐκατάστατο οἰκογένεια ἐνῷ μεγαλώτερα σπίτια δὲν ἔχουν πλέον τῶν δεκατριῶν μὲ δεκατεσσάρων δωμάτων. Κατὰ τὸν ἑπόμενο αἰῶνα οἱ κατοικίες πολλῶν δεσποτῶν εἶναι ἀκόμη εὐρύτερες: τῶν ἀδελφῶν Da Uzzano, εἶχε ἑννέα, στὸ ἰσόγειο, δέκα στὸν πρῶτο ὄροφο, καὶ ἕνδεκα στὸν δεύτερο. Στὸ ὑπόγειο καὶ ἀκόμη στὸ ἰσόγειο εὑρίσκοντο ἀποθήκες οἵνου ἢ ἐλαίου. Στὸ ἰσόγειο, ὄχι πανταχοῦ, ἀπαντᾶνται ἡ αὐλή [cordile quadrato] στὴν ὁποῖα προσβαίνει τις ἀπὸ ἔξω διὰ διαδρόμου [androne], καὶ πέριξ αὐτῆς ἡ ἔσω στοά, μὲ δοῦλα δώματα ὅπως στάβλοι [stalla], ξυλοθήκη [legnaia], θάλαμοι οἰκετῶν καὶ ἀποθήκες παντὸς εἴδους. Σὲ ἕνια παλάτια, ὅπως τῶν Devizzi, Scali, Medici, ἡ στοὰ ἀναπέπταται ὡς εἴθισται, στὸν δρόμο. Ὅταν τὸ σπίτι ἀναπέπταται σὲ κῆπο μπορεῖ τὰ δώματα τοῦ ἰσογείου νὰ εἶναι κύρια. Συνήθως ὅμως τοῦτα κεῖνται στοὺς ὕπερθεν ὀρόφους, ἤτοι, μεγάλες και μικρὲς αἴθουσες [sale e salette], θάλαμοι-κοιτῶνες [camere], προθάλαμοι [anticamere], σπουδαστήριο [studio o scrittoio], ὁπλοθήκη [sala d’ armi], μαγειρείο [cucina], διάδρομοι [androni], ἐξώστες [veroni] κτλ. Στὸ ὑπερῷον εὑρίσκονται ἄλλα δοῦλα δώματα, ἀρτοθήκη, σιτοθήκη, κοιτῶνες οἰκετίδων, σοφίτα. Σὲ κάποιες ἀπογραφὲς ἀναφέρονται μεσώροφοι [ammezzati, mezzani]. Ἡ κυρία αἴθουσα [sala] εὑρίσκεται στὸν piano nobile, εἶναι ὁ πλέον διακοσμημένος χῶρος καὶ συνήθως καταλαμβάνει ὅλην τὴν πλευρὰ πρὸς τὸν δρόμο ἢ τὴν πλατεία (viz. Davizzi, Medici, Pazzi, Guadagni). Ὕπερθε, δύναται νὰ κεῖνται μικρότερες αἴθουσες, salette καὶ salotti χαμηλοτέρου ὕψους καὶ καλυμμένες διὰ ξυλίνης ὀροφῆς ἀντὶ θολωτῆς. Τὸ μαγειρεῖο ἀπεναντίας, εὑρίσκεται συνήθως στὸ ἰσόγειο στὸ ὀπίσω μέρος τῆς αὐλῆς, κυρίως ὅταν τὸ κτήριο ἦταν ξύλινο διὰ τὸν φόβο πυρκαϊάς. Ἐλλείψει ἐπιτοιχίων ἑστιῶν καὶ καμινάδων σύνηθες ἐπίσης εἶναι νὰ τίθηται αὐτὸ στὸ ὑπερῷον ὥστε νὰ διαφεύγῃ ὁ καπνὸς τῆς στέγης, συνήθεια ποὺ ἀπέμεινε καὶ ὅταν τὰ σπίτια ἀπέκτησαν καμινάδες. Στὰ νεώτερα κτήρια αὐτὸ εὑρίσκεται στὸν piano nobile παρὰ τὸ δειπνητήριο. Στὰ μεγάλα σπίτια συχνὰ ἕνι μαγειρεῖο ἀνὰ ὄροφο. Οἱ οἰκογένειες τῆς μεσαίας τάξης, ἥτοι, μικρεμπόρων, μαϊστόρων, καπήλων, εἰ μὴ κατῴκουν ἐγκαταλελειμένα ἀρχοντικά, νοίκιαζαν μικρὲς κατοικίες μὲ δύο ἢ τρία δώματα ἀνὰ ὄροφο, ὕπερθε τοῦ οἰκείου μαγαζιοῦ ἢ ἐργαστηρίου. Κοινὸς πληθυσμός, πτωχοτέρων κοινωνικῶν στρωμάτων, ἴσως νὰ νοίκιαζαν τοὺς πλέον λυπροὺς χώρους στὰ σπίτια τῶν μεσαίων στρωμάτων ἢ ἰσόγειες καλύβες, σποράδες ἀνὰ τὴν πόλη, καλούμενες πολυτρόπως, ὅπως domus parva o bassa, casa bassa, domus terranea, domuucula[xii].
Ὁ F.W. Kent καὶ ἡ Brenda Preyer ἀντικρούουν τὴν γνώμη τοῦ Goldthwaite περὶ τοῦ ἀκράτως οἰκείου χαρακτῆρα τοῦ ἀναγεννησιακοῦ παλατιοῦ καὶ δεικνύουν ὅτι ἦσαν ἐξίσου χῶροι πολιτικῆς καὶ ἑορτῶν. Ὁ Kent στὸ κείμενό του Palaces, Politics and Society in Fifteenth-Century Florence [1987][xiii] ὑποστηρίζει, καθὼς μελετάει κείμενα τῆς ἐποχῆς, ὅτι καίτοι οἱ οἰκογένειες τῶν παλατιῶν δὲν ἦσαν οἱ παλαίτερες φρατρίες, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν γειτονιά τοῦ οἰκείου γένους οὔτε διέκοπταν μὲ τοὺς συγγενεῖς, ὅπως ὁ Giovanni Rucellai ποὺ συνηργάσθη μὲ τὰ ἐξαδέλφια του ὑπέρ τῆς ἀνοικοδόμησης κοινῆς οὶκογενειακῆς στοᾶς (λέσχης) ἔναντι τοῦ σπιτιοῦ του, μὲ τὴν ὁποία ἀσχολεῖται ὁ Kent σὲ παλαίτερο ἄρθρο του[xiv]. Ἐπιπλέον οἱ οἰκογένειες ἐνεπλέκοντο μὲ τὴν πολιτικὴ διαβούλευση, τὶς παράταξεις πελατῶν καὶ οἱ συνομιλίες καὶ οἰ λέσχες γίνονταν σὲ πλατεῖες, δημόσιες στοές, γωνίες ὁδῶν (canti), ταβέρνες πέριξ τῶν παλατιῶν. Ὁ Benedetto Dei κάμει μνεία σὲ δεκαπέντε πλατεῖες καὶ δεκαεπτὰ ἰδιωτικὲς στοὲς ἢ λέσχες ὅπου ὁ δῆμος κύβευε καὶ συνελέγετο περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων ἀλλὰ ἐκεῖ γίνονταν ἐπίσης οἱ γάμοι καὶ οἱ τελετὲς τῶν γενῶν τῆς πόλης. Ὅταν ἔκλεισαν αὐτές, τέτοια πράγματα μετεφέρθησαν στοὺς θράνους πέριξ τῶν παλατιῶν καὶ ἔνδον αὐτῶν. Ὁ Kent μνημονεύει ἐπιστολὴ τοῦ Μακιαβέλλι ποὺ ἀναφέρει ὅτι συνομιλεῖ σὲ ἔδρανο τῶν Capponi [ogni sera siamo [in] sul panchino de’ Capponi a ragionare di questo sponsalizio]. Ἂν κάποια οἰκογένεια ἀπώλλυε τὴν κοινωνική της ἐπιρροὴ ὑπέπεφτε σὲ γενικὴ δυσμένεια. Ἡ τιμὴ τοῦ γένους ἦταν ἡ βάση τῆς ἀνοικοδόμησης παλατιοῦ: ὁ Salvi Borgherinei ἔκτισε μὲν παλάτι ἀλλὰ στὸ τέλος ἐγκαθιδρύθησαν ἐκεῖ οἱ δυνατοὶ συγγενεῖς του, οἱ Acciaiuoli· οἱ πλούσιοι ἀλλὰ μέτοικοι Boni δοκίμασαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Φλωρεντία διὰ παλατιοῦ ἀλλὰ χρεοκόπησαν καὶ τὸ πώλησαν ἡμιτελές. Δηλαδὴ τὸ παλάτι ἦταν μέσο πολιτικῆς, καὶ εἶχε σημασία ἕνεκα αὐτῆς. Καὶ τοῦτο ἀφενὸς ἐπειδὴ ὐπήρχε στὴν πόλη. Ἀπετέλει σύμβολο πελατῶν, φίλων καὶ συγγενῶν τῆς οἰκογενείας ποὺ ἦσαν διατεθειμένοι νὰ πολεμήσουν ὑπὲρ αὐτῆς, μὲ ὀχυρό τὸ ἴδιο τὸ παλάτι (ὅπως στὴν περίπτωση τῆς δολοφονίας τοῦ Giuliano de’ Medici ὑπὸ τῶν Pazzi, τὸ Πάσχα τοῦ 1478). Ὡς πολιτικὴ δήλωση κεντρίζει τοὺς πολεμίούς της ποὺ ζηλοτύπως κτίζουν ὡσαύτως καὶ αὐτοί: οἱ Pitti, οἱ Pazzi, Neroni, οἱ Strozzi, πρώην φίλοι τῶν Μεδίκων κατόπιν ἐχθροί, κτίζουν καὐτοὶ μετὰ τὴν ἐκκίνηση τῆς ἀνέγερσης τοῦ παλατιοῦ τῶν Μεδίκων τὸ 1445.Ἥσσονες δυνατοὶ φίλοι καὶ τραπεζικοὶ πράκτορες τῶν Μεδίκων ἀκολουθοῦν ἐπίσης τὸ παράδειγμα τῶν Μεδίκων: Mellini, Cocchi-Donati, Portinari, Nori. Ἄλλοτε ὁ πάτρων ἀγόραζε τὸ παλάτι χάριν τῶν πελατῶν του ὅπως στὴν περίπτωση του παλατιοῦ τῶν Boni ἀπὸ τὸν Lorenzo de’ Medici χάριν τῶν Martelli. Ἀφετέρου, στὰ παλάτια συνηθροίζοντο οἱ πελάτες καὶ οἱ φίλοι εἴτε ἐπ’ εὐκαιρίᾳ γάμων καὶ ἑορτῶν, ἐπισκέψεων, πολιτικῶν συνθηκῶν.

Παλάτι Μεδίκων, ἰσόγειο 1650. Πηγή: Brenda Preyer, Plannig for Visitors at Florentine Palaces (ASF,Guardaroba Mediceo 1016 Photo Artini)

Παλάτι Μεδίκων, piano nobile 1650. Πηγή: Brenda Preyer, Plannig for Visitors at Florentine Palaces (ASF,Guardaroba Mediceo 1016 Photo Artini)
Μὲ τοὺς χώρους τοῦ φλωρεντινοῦ παλατιοῦ μὲ κοινωνικὸ χαρακτῆρα ἀσχολεῖται ἡ Preyer στὸ Planning for visitors at Florentine palaces [1998][xv] ἡ ὁποία μεταχειρίζεται τὴν μέθοδο τῶν ἀπογραφῶν τῆς οἰκοσκευῆς ἀλλὰ καὶ ἄλλα κείμενα ὅπως ὁ Kent, καὶ παρατηρεῖ βεβαίως τὸ μέγεθος τῶν χώρων. Στὸ παλάτι τῶν Μεδίκων ἡ πλευρὰ τοῦ περιστύλου ποὺ εἶναι ἔναντι τοῦ androne (θυρωρείου) καὶ πρὸς τὸν κῆπο ἔχει διπλάσιο εὖρος τῶν ἄλλων πλευρῶν, καὶ φανέρωνει καθιστικὸ χῶρο στὴν περίμετρο τοῦ ὁποίου ἐτίθεντο 80 braccia ―ἔδρανα, ποὺ καταγράφει ἡ ἀπογραφὴ τοῦ 1492. Ἠ περιγραφὴ τοῦ γάμου τοῦ Lorenzo λέει ὅτι ἐκεῖ κάθονταν οἱ γέροντες, ἐνῷ ὄπισθε, στὴν loggia τοῦ κῆπου κάθονταν ἡ νύφη μὲ τὰ κορίτσια. Μία τρίτη loggia ὑπήρχε στὴν ἔξω γωνία τοῦ παλατιοῦ ποὺ ἔκλεισε ὁ Μιχαηλάγγελος τὸ 1517 μὲ finestre inginocchiate, τὸ πιθανότερο πρὸς τυχαῖες λέσχες ἀλλὰ καὶ σεμνές οἰκογενειακὲς τελετές ἡμιδημοσίας φύσης. Τέτοιες ἦσαν οἱ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ στοὲς στὰ παλάτια τῶν Spini καὶ Rucellai. Ἐν γένει κτίζονταν θράνοι ἔξω τῶν πυλῶν τῶν παλατιῶν ὥστε νὰ ἀναμένουν οἱ πελάτες πρὸ τῆς ἀκρόασης αὐτῶν. Ξένοι ἐδύνατο νὰ δεξιωθοῦν παρὰ τοῦ κυρίου καὶ στὸν piano nobile. Τὸ κλιμακοστάσιο δεξία τοῦ androne, ἀπὸ τὸ περίστυλο ὁδηγεῖ σὲ διάδρομο στὸν ὄροφο μὲ ἔδρανα στὴν μία πλευρά. Παρὰ τὴν κλίμακα στὴν γωνία τοῦ κτηρίου εἶναι ἡ σάλα μήκους εἵκοσι μέτρων καὶ ὕψους ἑπτά μὲ πέντε ἀπὸ τὰ δέκα. Ἐκεῖ στὸν γάμο κάθονταν ἡ μήτηρ του Lorenzo καὶ οἱ γηραίες κυρίες ἐνῷ οἱ νέοι κάθονταν σὲ ἀντίστοιχη σάλλα στὸ ἰσόγειο. Πάλιν οἱ ἀπογραφὲς δεικνύουν περιμετρικὰ ἔδρανα. Ἑξῆς τῆς μεγάλης σάλας εἶναι ἡ camera, ὁ κοιτὼν τοῦ κυρίου, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ὅ τι λέμε οἰκεῖος χῶρος, καθὼς ἐκεῖ μνημονεύονται πολιτικὲς συναντήσεις. Ὅταν ὁ ὑγιὸς τοῦ ρῆγα τῆς Νεαπόλεως ἐγκατέλειπε τὴν Φλωρεντία στὶς ἑπτὰ τὸ πρωὶ τῆς 27ης Ἰουνίου 1465 σταμάτησε στὸ παλάτι νὰ ἀποχαιρετήσῃ τὸν Piero di Cosimo de’ Medici τὸν ὁποῖο ηὗρε κοιμισμένο στὸ κρεβάτι του. Ἢ, ἄλλη ἀναφορὰ λέγει ὅτι κάπου τὸ 1494, στὸν προθάλαμο (anticamera) ὁ γάλλος πρεσβευτὴς ὡτακοῦστει τὴν συνομιλία τοῦ Piero di Lorenzo μὲ τὸν μιλανέζο πρεσβευτή. Σύνηθες ἔπιπλο τῆς camera στὶς ἀπογραφές, ἦταν τὸ lettuccio ―ἀνάκλιντρο. Ἄλλο παλάτι ποὺ ἐρευνάει ἡ Preyer εἶναι τῶν Gianfigliazzi (μὲ ἀπογραφὲς 1485-1511) ποὺ στερεῖται αὐλῆς καὶ ἔχει μόνον κῆπο στὴν μέση τοῦ οἰκοδομικοῦ τετραγώνου καὶ μία ἐπικουρικὴ αὐλη μὲ χωριστὴ εἴσοδο. Ἡ κυρία εἴσοδος γίνεται σὲ τετράγωνὴ αἴθουσα ποὺ πιθανὸν εἶχε ἔδρανα ἀμφοτέρωθε ἐπὶ τῶν τοίχων. Φωτιζόταν ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ θύρα ἢ κάποια θυρίδια ποὺ βλέπομε σὲ γκραβούρα. Παλαίτερο βεβαίως ὑπήρχαν θράνοι καὶ ἔξωθεν. Ὁ androne ὁδηγεῖ στὴν στοὰ loggia τοῦ κῆπου 49 πόδων, ὅσον περίπου ἡ ἀντίστοιχη στῶν Μεδίκων πρᾶγμα ποὺ κάμει τὴν Preyer νὰ τοπάσῃ ὅτι ἦταν χῶρος συνάθροισης καίτοι δὲν ἀναφέρονται ἔδρανα στὶς ἀπογραφές. Ὁ κῆπος ἐπίσης σὲ σκάριφο τοῦ ιϛ΄ αἰῶνα ἔχει ἔδρανα στὴν περίμετρο. Κλίμαξ ἀπὸ τὸν androne ὁδηγεῖ στὸν piano nobile ὅπου εὑρίσκονται ἑξῆς salla, camera anticamera, μὲ παράθυρα κατὰ μῆκος τῆς πρόσοψης. Ἄλλο κτήριο ποὺ παρουσιάζει ἡ Prayer ἀντικείμενο δὴ προσωπικῆς μελέτης της, εἶναι τὸ παλάτι τῶν Corsi, μεταβιβασθὲν παρὰ τῶν Alberti τὸ 1489, ἀνασκευασθὲν ὑπὸ τοῦ Giuliano da Sangallo ἢ τοῦ Simone del Pollaiolo καὶ τὸ ὁποῖο ἀναστηλώθη ὑπὸ τοῦ Herbert Percy Horne ποὺ τὸ ἀγόρασε ταὸ 1911. Εἶναι ταπεινοτέρου μεγέθους τῶν προηγουμένων ἀλλὰ χωρὶς νὰ ὑπολείπεται σὲ χλίδη ὅπως δεικνύουν τὰ γλυπτὰ στὸ κλιμακοστάσιο. Τὸ θυρωρεῖο ὁδηγεῖ στὴν στοὰ (μήκους σχεδόν ὁκτὼ μέτρων καὶ εὔρους μεγαλώτερο τῶν πέντε) τῆς μικρᾶς αὐλῆς (περὶ τὰ ἔξ ἐπὶ ἕξ μέτρα). Δεξιὰ τῆς στοὰς καὶ στὴν πλευρὰ τῆς αὐλῆς στεγασμένος διάδρομος (εὔρους δύο μέτρων) ὁδηγεῖταί τις στὸ κλιμακοστάσιο καὶ ἀπὸ κεῖ στὸν piano nobile, σὲ διάδρομο ποὺ ἔχει δεξιὰ τὸ μαγειρεῖο καὶ ἀριστερὰ τὴν sala στὴν βορειοδυτικὴ γωνία τοῦ κτηρίου μὲ δύο camere, μιὰ ἀναπεπταμένη πρὸς τὴν αὐλὴ καὶ μία πρὸς τὸν δρόμο. Ἡ σάλα εἶχε ἑστία καὶ acquaio, μνημειώδη κρήνη διὰ τελετουργικὸ πλύσιμο τῶν χειρῶν (εὑρίσκεται στὸ μουσεῖο A&V, ὁ Horne ηὗρε τὰ ἴχνη στὸν γῦψο). Acquaio εἶχε καὶ ἡ ἰσόγειος σάλα τοῦ παλατιοῦ τῶν Gianfigliazzi. Ὅλα τοῦτα, ἔδρανα, acquaio, δεικνύουν χώρους κοινωνικῶν συναθροίσεων ποὺ ἀντικρούουν τὴν ἄποψη τοῦ Goldthwaite καὶ συνηγοροῦν ὑπὲρ ἐκείνης τοῦ Kent ὅτι δηλαδή δὲν εἶναι κατοικίες αὐστηρῶς ἀπομονωμένες τοῦ δημοσίου χώρου, ἀσχέτως ἂν τέτοια εἶναι ἡ πρόθεση αὐτῶν· μὴν ἀπολησμονοῦμε τὴν πολιτικὴ βία μεταξὺ παρατάξεων οἰκογενειῶν ποὺ χαρακτήριζε τὶς ἰταλικὲς πόλεις. Ἔτσι ἡ ἀνοικοδόμηση ἰδιωτικῆς οἰκίας παρασύρει καὶ μέρος τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἔνδον τοῦ οἴκου μὲ βαθμοὺς ἰδιωτικοῦ ἀπὸ τὶς logge, στὴν sala καὶ τέλος στὴν camera.

Παλάτι Gianfigliazzi,ἰσόγειο.Πηγή: Brenda Preyer, Planning for Visitors at Florentine Palaces (Matthew K. Haberling)

Παλάτι Gianfigliazzi, piano nobile.Πηγή: Brenda Preyer, Planning for Visitors at Florentine Palaces (Matthew K. Haberling)

Παλάτι Corsi-Horne, ἰσόγειο.Πηγή: Brenda Preyer, Planning for Visitors at Florentine Palaces (Φανή Ρεβυθιάδου)

Παλάτι Corsi-Horne, piano nobile.Πηγή: Brenda Preyer, Planning for Visitors at Florentine Palaces (Φανή Ρεβυθιάδου)
Στὴν Ῥώμη ἐπίσης τὸ palazzo γίνεται μέσο προσωπικῆς παράστασης καὶ οἰκογενειακῆς φιλοδοξίας ὡς περιφανὴς κατανάλωση. Τέτοια εἶναι ἡ οἰκία τοῦ 17ου αἰ. τοῦ καρδιναλίου Giovanni Battista Pamphilj, μελλοντικοῦ Ἰννοκεντίου Ι΄ ποὺ ἐξετάζει ἡ Stephanie C. Leone[xvi] καὶ μποροῦμε νὰ ἐκθέσωμε ἐν κεφαλαίῳ ὡς παράδειγμα ἰταλικοῦ palazzo. Τὸ σπίτι πλησίον τοῦ σταδίου τοῦ Διοκλητιανοῦ ἢ τῶν Ἀγώνων ―Campo d’Agone (ἀργότερο ἡ piazza Navona) ἦταν κατοικία τῆς οἰκογενείας ἀπὸ τοῦ 1470 ὅταν ὁ Antonio Pamphilj τοῦ Gubbio μετεγκατεστάθη στὴν Ῥώμη καὶ διὰ στρατηγικῶν γάμων εἰσχώρησε σὲ λειτουργήματα τῆς πόλεως καὶ στοὺς gentiluomini romani. Ὅταν ἐπὶ Ἰουλίου Γ΄ (1554) ῥυμοτομήθη ἡ piazza di Pasquino ὥστε νὰ ἰσογραμμισθῇ μὲ τὴν via di Santa Maria dell’ Anima καὶ ἀπωλέσθη τμῆμα τῆς οἰκίας τῶν Pamphilj, ὁ Pamphilio, consevator τῆς πόλης ἀπεζημιώθη μὲ τὰ ἐρείπια δύο σπιτιῶν, 300 δουκάτα καὶ φορολογικὴ ἐξαίρεση. Ἔτσι ἡ casa τῶν Pamphilj προεκτάθη μέχρι τῆς piazza Navona κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτὴ ἀποκτάει ἀξία. Μολοντοῦτο τὸ σπίτι δὲν εἶχε ἀκόμη τὴν μεγαλοπρέπεια οἴκου πατρικίου ὅπως τῶν Mattei τοῦ γένους τῆς συζύγου τοῦ Παμφιλίου. Μετά, τὸ σπίτι ἐμοιράζετο μεταξύ τοῦ ἐγγονοῦ Pamphilio καὶ τοῦ θείου του καρδιναλίου Girolamo ἐνῷ ὁ ἄλλος ἐγγονὸς ἐπίσης στὴν ἐκκλησιαστικὴ σταδιοδρομία Giovanni Battista μετεκόμισε σπίτι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ θείου τὸ 1610. Δύο ἔτη ὕστερο ὁ Pamphilio ἐνυμφεύθη τὴν εἰκοσάχρονη χήρα Olimpia Maidalchini ἡ ὁποία καὶ κατῆλθε ἐκεῖ. Ὁ Giovanni Battista ὡς nunzio τῆς Ἐκκλησίας ὅμως ἐνοικίαζε τὴν ἑξῆς κατοικία τῶν Teofili τὴν ὁποία ὡς καρδινάλιος πλέον ἀγόρασε τὸ 1634.Ἔτσι διὰ τῆς ἐπέκτασης τούτης τὰ δύο ἀδέλφια κατάφεραν νὰ ζοῦν ὑπο τὴν αὐτὴ στέγη. Ἡ δαπάνη ἀγοράς ἦταν 22.000 σκοῦδοι καὶ ἡ ἀνασκεύη καὶ συνένωση τῶν δύο κατοικίων μεταξὺ 1636 καὶ 1638, 8.400, κατὰ τὰ misure e estime ποὺ ἀνακάλυψε ἡ Leone. Σὲ τοῦτες τὶς δαπάνες συνέβαλε καὶ ἡ νύφη του ἀπὸ τὴν προίκα της.

Παλάτι Pamfilj, ἰσόγειο. Πηγή: Stephanie Leone
Ὁ Peperelli ποὺ ἀνέλαβε τὴν κατασκευή, διήνοιξε ἀφενὸς τὴν παλαιὰ στενωπὸ μεταξὺ τῶν δύο σπιτιῶν σὲ ἐπικουρικὴ εἴσοδο (ὑπηρεσίας) ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὴν αὐλὴ τοῦ παλαιοῦ σπιτιοῦ καὶ ἀφετέρου στὸ νέο κτῆμα, τὴν κυρία, στὴν θέση ἑνὸς τῶν μαγαζιῶν τῆς πλατείας ποὺ τρέπεται σὲ θυρωρεῖο ―androne, μὲ σταυροθόλια. Διανοίγει ἐπίσης τὴν αὐλὴ τῶν Teofili σὲ διαστάσεις 14,6Χ15 μέτρων. Πέραν τῆς προαίρεσης μεγαλοπρέπειας καθὼς εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ἀπαντάει ὁ ξένος εἰσερχόμενος, σὲ τέτοιο εὖρος δύναται ἅμαξα νὰ περιστραφῇ καὶ νὰ ἐξέλθῇ ὅπως εἰσῆλθε ἑκ τῆς ὀπίσω εἰσόδου, κατ’ ἀντιπέραν τῆς κυρίας ποὺ εὑρίσκεται στὴν via di Santa Maria dell’ Anima. Τούτη ἡ αὐλὴ ἔχει στοὰ μόνον στὴν πλευρὰ τῆς κυρίας εἰσόδου καὶ ἀπ’ ἐκεῖθε ἐκκινεῖ ἡ μεγαλοπρεπῆς κλίμακα (scalene) ποὺ διεμόρφωσε ὁ ἀρχιτέκτων, μὲ χῶρο ἀναμονῆς μὲ ἔδρανα. Μεγαλοπρεπὲς κλιμακοστάσιο ἔλειπε τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, ἀπαραίτητο πλέον διὰ καρδινάλιο ποὺ θὰ γίνῃ πάπας. Καίτοι τὸ κλιμακοστάσιο φθάνει στὸν τελευταῖο ὅροφο διακοσμεῖται μέχρι τοῦ piano nobile. Αὐλὴ καὶ κλιμακοστάσιο ἔχουν ἁψιδώματα ἐπὶ παραστάδων τοσκανικοῦ ῥυθμοῦ στὸ ἰσόγειο, ῥωμαΐζοντος ἰωνικοῦ στὸν piano nobile, μὲ τὰ περιστέρια τῶν Pamphilj.

Παλάτι Pamfilj,piano nobile. Πηγή: Stephanie Leone
Ὕπερθε τῆς στοᾶς εἶναι διάδρομος μὲ δύο παράθυρα ὅθεν εἰσάγεται ὁ ξένος στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς ―sala dei palafrenieri, χῶρος ποὺ προέκυψε καθὼς συνηνώθησαν μικρότερα ἐπάλληλα δώματα τῆς οἰκίας Teofili ἀλλὰ καὶ δύο ὄροφοι, καὶ ἔδωσαν ἔκταση εὔρους 7,76 μέτρων καὶ μήκους 15,14 κατὰ μῆκος τῆς πρόσοψης καὶ ὕψος 5,54 μέτρων στὸν piano nobile. Ἐκεῖ μεγάλωσαν τὰ ἀνοίγματα ἐπὶ τῆς πλατείας καὶ ἔδωσαν τρία παράθυρα καὶ μία ἔνα θύρωμα σὲ ἐξώστη. Ἑξῆς εἶναι δύο προθάλαμοι (antecamere) ἐπίσης κατάκοσμοι ὅπως ἡ σάλα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν κοιτῶνα τοῦ καρδιναλίου ποὺ ἀναπέπταται στὴν πλατεία καὶ τὴν αἴθουσα ἀκροάσεως ―sala dell’ audienza, ποὺ ἀναπέπταται στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας Pamphilj. Τούτη εἶναι μεγαλωτέρα τοῦ κοιτῶνα καθὼς συγχωνεύει σύναμα μὲ τὸν δεύτερο προθάλαμο τὴν στενωπὸ μεταξὺ τῶν δύο σπιτιῶν. Τὰ δώματα πέραν αὐτῆς πρέπει νὰ εἶναι τὰ οἰκεία τοῦ καρδιναλίου, ὀλιγότερο διακεκοσμημένα, μὲ τὸ γωνιακὸ πιθανόν δοῦλο ἐνῷ τὸ νότιο δῶμα πρὸς τὴν via Pasquino ἴσως νὰ τὸ μεταχειριζόταν ὡς χειμερινὸ κοιτῶνα. Τὰ ἰταλικὰ palazzi ἐν γένει ἔχουν τέτοια μέριμνα διπλῶν δωμάτων (appartamenti doppij) μὲ δώματα ἀνὰ ἐποχὴ (ἀνατολικά, ἄνοιξη καὶ φθινόπωρο, βόρεια, θέρος, νότια, χειμῶνα). Μεταξὺ κλιμακοστασίου, προθαλάμων καὶ sala dell’ audienza κεῖται τὸ παρεκκλήσιο, προσβάσιμο ἐπίσης παρὰ τῶν διαμερισμάτων τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ καὶ τῆς συζύγου του ποὺ ἐκεῖντο πρὸς τὴν ἄλλη πλευρὰ ὡς τὸ palazzo di Pasquino. Στὰ palazzi τὰ διαμερίσματα τῶν συζύγων εἶναι εἴτε παράλληλα (πχ. palazzo Barberini) εἴτε σὲ διαφορετικοὺς ὀρόφους. Αὐτοῦ ὅμως, ἕνεκα περιορισμένης ἔκτασης, μοιράζονται τὸ ὀπίσθιο μέρος τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ εὔνοια πρὸς τὴν Olimpia φαίνεται, ὑποστηρίζει ἡ Leone, στὸ ὅτι τὰ δώματά της εὑρίσκονται παρὰ τὸ κλιμακοστάσιο τοῦ παλαιοῦ παλατιοῦ, μὲ τὴν «παλαιὰ σάλα πρὸς τὴν Pasquino» καὶ ἑξῆς, τὸν προθάλαμο καὶ τὴν Saletta di d.o Appartamento della Signora, ποὺ συνδέεται μὲ τὰ δώματα τοῦ συζύγου της. Παρὰ τὸν προθάλαμο εὑρίσκεται μία sala ποὺ κοινωνεῖ μὲ «κρεμαστὸ» κῆπο, ἤτοι ἕναν ἀκάλυπτο χῶρο ἐπάλληλο στὴν αὐλὴ τοῦ παλαιοῦ σπιτιοῦ, σύνηθες σὲ γυναικῶνες, ἂν καὶ αὐτοῦ, δύναται νὰ προσεγγίζεται ἐξίσου τῶν δωμάτων τοῦ καρδιναλίου καὶ τοῦ Pamphilio. Παρὰ τὴν σάλα τούτη εὑρίσκεται τὸ παλαιὸ παρεκκλήσιο τῶν Pamphilj. Μετά, κατὰ μῆκος τῆς Santa Maria dell’ Anima, κεῖνται, στὴν περιοχὴ τῆς παλαιᾶς οἰκίας, τὰ δώματα τοῦ Pamphilio. Ἑξῆς στὴν saletta τῆς κυρίας εἶναι ἡ stanzia τοῦ Sig[no]r Panfilio, κατόπι ὁ Salotto ἢ ἡ Stanza Grande καὶ ἡ Stanzia nel Pian Nobile accanto la Casa del Rossi. Στοὺς ὕπερθεν ὁρόφους ἐστεγάζετο τὸ προσωπικὸ τοῦ κυρίου, ἡ λεγομένη famiglia. Ὁ καρδινάλιος Pamphilj εἶχε στὴν δούλεψή του εἵκοσι καὶ πέντε, ὅταν ὁ καρδινάλιος Barberini εἶχε τεσσαράκοντα καὶ ἑπτά. Ὁ maestro di camera καὶ ὁ coppiero, ὁ οἱνοχόος ἦσαν ἐγκατεστημένοι στοὺς θαλάμους ὕπερθε τοῦ κοιτῶνα τοῦ καρδιναλίου ποὺ ἐκοινώνουν μὲ κρυφὴ κλίμακα. Ὁ εὔθυνος διὰ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ καρδιναλίου εὑρίσκετο στὴν saletta καὶ τὴν camera ὕπερθεν τῆς αἰθούσης ἀκροάσεων κοινωνὼν μὲ αὐτὴν διὰ σπειροειδοῦς κλίμακας. Στὸν τρίτο ὅροφο ἦταν ὁ σεκρετάριος, πιθανὸν στὸν θάλαμο ὕπερθε τοῦ μαγίστρου ἢ τοῦ οἰνοχόου, ἐνῷ ὁ ὑπόλοιπος ὄροφος δίδεται στὸν ἱματισμό τοῦ καρδιναλίου.

Παλάτι Pamfilj,δεύτερος ὄροφος. Πηγή: Stephanie Leone

Παλάτι Pamfilj, τρίτος ὄροφος. Πηγή: Stephanie Leone
Ὁ Παμφίλιος καὶ ἡ Ὀλυμπία εἶχαν στὴν δούλεψή των περὶ τὰ δέκα καὶ πέντε ἄτομα ποὺ κατῴκουν ὡσαύτως στοὺς ὕπερθεν ὀρόφους, μὲ τὶς οἰκέτιδες ἀπομονωμένες τῶν οἰκετῶν, ἀλλὰ ἔτσι ὥστε νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν κυρία ποὺ ὑπηρετοῦν, σὲ μεσώροφο ὕπερθε τῆς stanzia τοῦ Παμφιλίου, χωρίς πρόσβαση στὸ ἄνω μέρος τῆς σάλας του. Τοὐναντίον, κλίμακα ἀπὸ ἐκεῖ ὁδηγεῖ στὸν ἐπόμενο τρίτο ὄροφο σὲ δώματα ποὺ χαρακτηρίζονται τοῦ Don Geronimo, κάποιου ἀκολούθου τοῦ Παμφιλίου εὑρισκομένα ὕπερθεν ἐκείνων τῆς Ὀλυμπίας. Στὸν τελευταῖο ὄροφο ἐκεῖντο πιθανόν τὰ δώματα τῶν τριῶν παιδιῶν τοῦ ζεύγους. Τὸ ἱσόγειο, πέραν τῶν χώρων δεξίωσης ξένων καὶ ἑορτασμῶν, ἔχει ἐμπορικὲς χρήσεις καὶ δοῦλες, σὲ μεσώροφο. Ἡ credenza (ἀποθήκη μὲ ἀσημικὰ καὶ σερβίτσια) καὶ ἠ bottiglieria τοῦ οἱνοχόου εὑρίσκοντο σὲ θαλάμους παρὰ τὸ πλατύσκαλο τῆς κυρίας κλίμακας· ἡ dispenza, ἡ ἀποθήκη τῶν προμηθειῶν, σὲ μεσώροφο ἐπίσης, ὕπερθεν τῆς εἰσόδου στὸ παλαιὸ παλάτι Paphlilj, μὲ ἀνοίγματα στὴν αὐλή. Προσηγγίζετο παρὰ μιᾶς τρίτης εἰσόδου ἐπὶ τῆς πλατείας, μεταξὺ τῶν μαγαζιῶν. Ἅμα μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ καρδιναλίου στὴν παπικὴ ἔδρα τὸ παλάτι συγχωνεύθη μὲ τὰ ὄμορα τῶν de Rossi (1645) καὶ Cibo (1646) ὁπότε καὶ προσετέθη τρίτη αὐλή. Μέτα τὸν θάνατο τοῦ Peperelli τὸ 1641, τὴν νέα συνένωση καὶ τὴν νέα ὄψη ἀνέλαβαν οἱ Girolamo Reinaldi καὶ ὁ Francesco Borromini.
Τὰ palazzi ἔκτοτε γίνονται ἔτι μᾶλλον μνημειακὰ στὸ περισσὸ ὕφος ποὺ οἱ Γάλλοι κάλεσαν baroque. Τὸ palazzo Barberini ἐκτίσθη ὡς προέκταση τοῦ palazzetto τoῦ καρδιναλίου Ἀλεξάνδρου Sforza ὁ ὁποῖος τὸ ἀγόρασε ἀπὸ τὸν Gulliano della Rovere, πάπα Ἰούλιο Β΄, καὶ μετὰ τὶς οἰκονομικές δυσχέρειες τοῦ Sforza πέρασε στὸν Maffeo Barberini, μελλοντικὸ πάπα Οὐρβανὸ Η΄. Ὁ περιβόητος Anthony Blunt μελέτησε τὶς σχεδιαστικὲς φάσεις τοῦ παλατιοῦ. Καταρχὰς ὁ Maderno σχεδίασε κτήριο πέριξ αὐλῆς μὲ περιστύλιο καὶ δύο μεγάλες αἴθουσες στὸν piano nobile, τῶν ὁποίων ἡ ἀνατολικὴ εἶναι ἐλλειψοειδής. Κάποιος Φλωρεντινὸς ἔγραψε ὑπόμνημα ὅπου προτείνει ἡ αὐλὴ νὰ μετατραπῇ σὲ κλειστὸ atrium κατὰ τὰ πρότυπα τῶν Serlio καὶ Palladio, μὲ salone ὕπερθε καὶ στὸν ὄροφο νὰ σχηματισθῇ ἀνοιχτὴ στοὰ πρὸς τὴν πλατεία ἔτσι ὥστε ἀφενὸς νὰ ἀνακόπτῃ τὸν θόρυβο τῆς πλατείας ἀφετέρου νὰ χρησιμεύῃ στὴν θέαση τῶν ἑορτῶν. Καὶ τὸ ἀναφέρει τοῦτο ὁ Blunt ἐπειδὴ ἀκριβῶς δεικνύει ὅτι ἡ λύση τούτη ἠκολουθήθη περίπου, ἤδη πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ Maderno, καθὼς ὁ διάδοχός του στὸ ἔργο ὁ τριακονταετὴς γλύπτης Bernini εἶχε ἐλάχιστη ἀρχιτεκτονικὴ ἐμπειρία καὶ βοηθεῖτο παρὰ τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Maderno, Borromini. Τὸ παλάτι ἐν τέλει, ἀντὶ τῆς κλασικῆς αὐλῆς σχηματίζει μία ὑποχώρηση πρὸς τὴν πλατεία μὲ τὶς ἑκατέρωθε πτέρυγες νὰ προβάλλουν. Στὸ μεσαῖο μέρος ἐπὶ τῆς πλατείας ἀνοίγεται στοὰ μὲ ἑπτὰ ἁψῖδες, μὲ δευτέρα σειρὰ πέντε, καὶ τρίτη, τριῶν, ἕνα ὑπόστυλο atrium ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐλλειψοειδὴ αἴθουσα. Ὁ Blunt ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς πρόσοψης τοῦ piano nobile μὲ τὸ salone νὰ ἔχῃ παράθυρα ὕπερθεν τῆς στοᾶς εἶναι ὁψιτέρα μετατροπὴ καὶ ὑποστηρίζει ὅτι στοὺς ὀρόφους ἐπαναλαμβάνεται ἡ στοὰ τοῦ ἰσογείου ὅπως δηλαδὴ στὸ ὑπόμνημα ποὺ άναφέρει.
Κατὰ τὸν ιϛ΄ αἰῶνα ἀρχιτέκτονες ὅπως ὁ Serlio καὶ ὁ Palladio ἐπινοοῦν ἕναν τύπο κατοικίας μὲ κεντρικὸ salone καὶ στοὲς ἢ πρόπυλα ἐξωτερικῶς ποὺ θὰ ἁρμόσῃ στὰ βορειότερα κλίματα.
[ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ HÔTEL] Ὁ τύπος τοῦ ἰταλικοῦ palazzo ἐμφανίζεται στὴν Γαλλία ὡς hôtel particulier. Εἶναι ἡ λέξη ostel τῆς λατινικῆς hospitale ἐκ τοῦ hospes, ὁ φιλοξενών, hospitium, φιλοξενία, ὅθεν καὶ λαμβάνομε τὴν λέξη σπίτι. Πρὸς τοῦτο καὶ τὸ hôtel ὡς στέγη ξένων πρεσβευτῶν (Hôtel de Ville) ἢ πτωχοκομεῖο (Hôtel de Dieu) καὶ κατ’ ἐπέκταση κρατικῶν λειτουργιῶν (Hôtel de la Monnaie, τὸ νομισματοκοπεῖο). Ἔτσι ὠνομάζετο ἡ ἑντὸς τοῦ ἄστεως κατοικία τοῦ ρηγὸς ὅπως τὸ hôtel Saint-Pol, ἢ ἀρχιεπισκόπων ὅπως τὰ hôtel de Cluny, hôtel de Sens. Κατὰ τὸν ιϛ΄ αἰ. καθὼς ὁ τύπος τοῦτος περνάει στὴν χρήση τῶν bourgeois, τὸ σχῆμα του γίνεται συμμετρότερο, προσηρμοσμένο στὸν πολεοδομικὸ ἰστό, καὶ λαμβάνει ἔξωθε κλασικοὺς ῥυθμοὺς ἰταλιστί.
L’hôtel est une habitation complexe qui comporte une salle d’armes, une chambre haute (solarium) servant de salle à manger, un cabinet du trésor, des chambres à coucher, mais encore une galerie de tableaux, une salle de musique, une salle de jeux, une chapelle comme l’hôtel du riche bourgeois Jacques Duchié.
Guillebert de Metz, Description de Paris au xve siècle, publiée pour la première fois par M. Le Roux de Lincy, Paris, G. Aubry, 1804, chapitre 25, p. 67
Τέτοια hôtels ἦταν ἡ προσωπικὴ κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Phillipe de l’Orme (σήμερα κατεδαφισμένο) καὶ τὸ hôtel τοῦ Jacques de Ligneris (1547) ποὺ σχεδίασε ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ Λούβρου Pierre Lescot, ὁλοκλήρωσε ὁ Jean Bullant καὶ ἀργότερο (1654) ἀνεμόρφωσε ἐπὶ τὸ κλασικώτερο ὁ François Mansart, ἐνῷ μετὰ τὸ 1880 στεγάζει τὸ μουσεῖο Carnavalet. Τὸ λεγόμενο Grand Ferrare στὸ Fontainebleau (κατεδαφίσθη ἐπὶ Ναπολέοντος) ποὺ σχεδίασε ὁ Σεβαστιανὸς Serlio, πρὸς χάριν τοῦ καρδιναλίου τῆς Φερράρας, Ἰππολύτου d’Este, εἶναι τυπικὸ δεῖγμα: τὸ κτήριο σχηματίζει πεῖ, μὲ τὸ κύριο σῶμα τοῦ οἰκήματος ―corps de logis, παράλληλο στὸν δρόμο, νὰ χωρίζῃ τοῦ κήπου [jardin], τὴν αὐλὴ ὑποδοχῆς [cour d’ honneur], ἑνῷ ἡ ἐκ δεξιῶν τῆς εἰσόδου πτέρυξ μὲ δοῦλα δώματα σχηματίζει τὴν ἐπικουρικὴ αὐλὴ μὲ τοὺς στάβλους. Ἡ ἐξ ἀριστερῶν ἐκτίσθη κάπως ἀργότερο καὶ συνεπλήρωσε τὴν συμμετρία του συνόλου μὲ εὐκτήριο οἶκο, στεγασμένο χῶρο σύναξης καὶ αὐλή. Τὰ δώματα συντάσσονται καθεξῆς (δίχως διάδρομο), γαλλιστὶ enfilade, προθάλαμος ―antichambre, θάλαμος ―chambre, cabinet, ὅπου ὁ προθάλαμος ὑποκαθιστάει τὴν μεσαιωνικὴ sallette. Ἔν γένει τὸ hôtel particulier ἐμφανίζει, ὅπως τὸ ἰταλικὸ palazzo, τὸ αἴτημα τοῦ οἰκείου, τῆς ἄνεσης καὶ τῆς ἰδιωτικῆς χλιδῆς τῶν ὁποίων στερεῖται τὸ μεσαιωνικὸ ἀρχοντικό. Ἔτσι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὸ κυρίως κτήριο κεῖται συνήθως στὸ βάθος τῆς αὐλῆς καὶ πέραν αὐτοῦ ἁπλώνεται ὁ κῆπος, κατὰ τὴν παράταξη μεγάλης αἰθούσης ―grande salle, καὶ διαμερίσματος ―appartement, μετὰ προθαλάμου, θαλάμου,

χάρτης Turgot, hôtel de Rambouillet
cabinet, ἱματιοθήκης ―garderobe, ἡ πρώτη, κληρονομιὰ τοῦ μεσαιωνικοῦ ἀρχοντικοῦ ἐκλείπει, καὶ διαμοιράζεται σὲ γαλαρία ―galerie, δειπνητήριο ―salle à manger, ὡς συνδυασμὸ σάλας καὶ προθαλάμου, salon ὡς συνδυασμό σάλας καὶ θαλάμου, γράφει ὁ Frédérique Lemerle [xvii]. Ἡ γαλαρία εἶναι συνήθως μία ἰδιωτικὴ πινακοθήκη στενόμακρου σχήματος σὰν εὐρύς διάδρομος, ποὺ τρέπεται ἔκτοτε σὲ χῶρο δεξίωσης ξένων. Tὸ hôtel de Rambouillet (ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Saint-Thomas du Louvre, συνεχωνεύθη στὴν ἐπέκταση τοῦ Λούβρου) πατρικὴ ἰδιοκτησία τῆς φερωνύμου μαρκησίας Catherine de Vivonne ἐπανεσχεδιάσθη ὑπ’ αὐτῆς. Τὰ διαμερίσματα τοῦ συζύγου καὶ τῆς ἰδίας, διεμορφώθησαν τὸ μὲν πρῶτο, ἰσόγειο, σὲ εἴσοδο καὶ αἴθουσα χοροῦ καὶ τὸ δὲ δεύτερο, ὕπερθε, σὲ διαμέρισμα ὅπου ἡ ἱματιοθήκη μετετράπη σὲ θάλαμο μὲ κόγχη, τὸ λεγόμενο γαλάζιο δωμάτιο, ὅπου ἐδέχετο κατακεκλιμένη τοὺς ξένους, καὶ ἐγκαινίασε τὸ πρῶτο φιλολογικὸ salon[xviii]. Ἐπίσης μετέφερε τὴν θέση τοῦ κυρίως κλιμακοστασίου (escalier d’honneur) ἀπὸ τὸ κέντρο, πλευρικῶς ὥστε ἐλευθέρωσε τὴν εἴσοδο καὶ διευκόλυνε τὴν κοινωνία μὲ τὸν κῆπο. Ὁ Lemerle ἐπισημαίνει ὡς νεωτερισμό, τὸν διπλασιασμὸ τοῦ κτηρίου μὲ ἀξονικὸ τοῖχο, μὲ δώματα ποὺ ἀναπέπτανται σὲ ἑκάστη κατὰ μήκος πλευρά, ἀντὶ ἀμφοτέρωθε, ἕτσι ὥστε διπλασιάζεται τὸ πλῆθος αὐτῶν, πρᾶγμα ποὺ ἐπιτρέπει τὴν διανομὴ διαφορετικῆς χρήσης χώρων μεταξὺ ἰσογείου καὶ ὀρόφου (hôtel de Jars, hôtel de Beauvais, hôtel de Matignon). Δὲν λείπουν καὶ hôtels μὲ ἰδιάζουσα κάτοψη ὅπως τὸ hôtel Amelot, διπλοῦ σώματος μὲ ἐλλειψοειδὴ αὐλή.
Στὸν περιώνυμο χάρτη τοῦ Turgot ἐντοπίζουμε πολλὰ τῶν hôtels, ὅμως πρὸς τὴν διανομὴ (distribution) τῶν χώρων κατὰ τὸν ιϛ΄και ιζ΄αἰῶνα, ἀπὸ τὸ μέσο σπίτι ἐκκλησιαστικῶν καὶ κρατικῶν ἀξιωματούχων ἢ ἐμπόρων (προφανῶς τὸ μεγαλώτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ κατῴκει σὲ ταπεινότερα ἐνδιαιτήματα) μέχρι τὸ hôtel particulier πλουσίων bourgeois καὶ ἀρχόντων μαθαίνομε εἴτε διὰ τῶν ἀρχείων τῶν νοταρίων ὅπως ὑποδεικνύει ὁ Braudel[xix], εἴτε διὰ βιβλίων ὅπως τοῦ βασιλικοῦ ἀρχιτέκτονα Pierre Le Muet, Μanière de bien bastir pour toutes sortes de personnes [1623, 1647] ὅπου ἐκθέτει τύπους κατοικιῶν ποὺ προτείνει ἀναλόγως πρὸς τὴν ἔκταση.
Οἱ στενώτερες κατοικίες εἶναι στὰ δώδεκα πόδια (12P) διώροφες μὲ σοφίτα καὶ ἕνα παράθυρο ἀνὰ ὄροφο στὴν πρόσοψη. Ἡ ἁπλουστέρα διάταξη (μὲ βάθος πλέον τῶν 21P) ἔχει στὸ ἰσόγειο σάλα εὔρους ἑννέα ποδῶν μὲ διάδρομο [passage] (3P) ποὺ ὁδηγεῖ ὀπίσω σὲ κλιμακοστάσιο ποὺ ἀναπέπταται σὲ στενὴ αὐλή, μᾶλλον φωταγωγό, καὶ ποὺ ὁδηγεῖ ἑξῆς σὲ κοιτῶνα ἀνὰ ὄροφο. Σὲ βάθος πλέον τῶν εἵκοσι καὶ πέντε ποδῶν (25P) προστίθεται cabinet σὲ κάθε ὄροφο. Σὲ εὖρος δέκα καὶ πέντε ἕως ὁκτὼ ποδῶν καὶ μισοὺ (15P-18P ½ ) καὶ βάθος πλέον τῶν τριάκοντα πέντε ποδῶν καὶ μισοῦ (35P ½ ) ὅπου ἡ σάλα ἔχει εὖρος δώδεκα ποδῶν, προστίθεται μαγειρεῖο στὸ ἰσόγειο καὶ ἱματιοθήκη στὸν ὄροφο, εἴτε ἀμφότερα στὴν πλευρὰ τῆς ὁδοῦ, εἴτε τῆς αὐλῆς, ὅταν τούτη καταλαμβάνῃ ὅλο τὸ εὖρος τοῦ οἰκοπέδου ὁπότε καὶ τὸ εὖρος μοιράζεται μεταξὺ τῶν δούλων χώρων τοῦ μαγειρείου καὶ τῆς ἱματιοθήκης (8P ½ ) καὶ τοῦ κλιμακοστασίου (6P). Σὲ τρίτη παραλλαγή, κλιμακοστάσιο καὶ δοῦλοι χῶροι εἶναι ἐμπρός, καὶ σάλα καὶ κοιτὼν ἀναπέπτανται στὴν ὀπίσω αὐλή. Σὲ εὖρος δέκα καὶ ὁκτὼ ποδῶν καὶ μισοῦ μέχρι εἵκοσι (18P ½ – 20P) καὶ βάθος πλέον τῶν τεσσαράκοντα (40P) στὴν διάταξη μὲ τὴν σάλα ἐμπρός και τὸν πλευρικὸ διάδρομο καὶ τὸ κλιμακοστάσιο μὲ τὸ μαγειρεῖο πρὸς στὴν αὐλή, προστίθενται στάβλοι στὴν ὀπισθία πλευρὰ τῆς αὐλῆς. Στὸν ὄροφο ὕπερθε τῶν στάβλων προστίθεται δεύτερος κοιτών ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸ κλιμακοστάσιο μὲ διάδρομο. Σὲ εὖρος εἵκοσι ποδῶν μέχρι τριάκοντα ποδῶν (τρία παράθυρα ἀνὰ ὄροφο) καὶ βάθος πλέον τῶν ἑξήκοντα καὶ ἑνὸς καὶ μισοῦ ποδῶν ἀπαντῶμε τὴν διάταξη μὲ δύο αὐλὲς ποὺ ἰδιάζει μὲ ἐκείνὴ τοῦ hôtel μὲ κῆπο: ἡ κατοικία ἀναπτύσσεται σὲ δύο παράλληλα σώματα [corps de logis], ἕνα ἐμπρὸς στὸν δρόμο μὲ ἕναν ὄροφο καὶ σοφίτα καὶ ἄλλο μεταξύ τῶν δύο αὐλῶν μὲ δύο ὀρόφους καὶ σοφίτα ταὰ ὁποῖα συνδέει κλιμακοστάσιο πλευρόθε τῆς πρώτης αὐλῆς. Στὸ ἰσόγειο τοῦ ἔμπροσθε οἰκήματος διανοίγεται συμμετρικῶς δίοδος [passage] ὠς θυρωρεῖο μὲ ἑκατέρωθε στάβλους καὶ μαγειρεῖο, ἐνῷ ὅλο τὸ ἰσόγειο τῆς δευτέρας διατίθεται ὡς σάλα. Στοὺς ὀρόφους εὑρίσκονται οἱ κοιτῶνες [chambres] μὲ τὶς ἱματιοθήκες [garde-robes] μὲ τοὺς μεγαλωτέρους στὸ δεύτερο οἴκημα.
Σὲ εὖρος ἀπὸ τριάκοντα (30P) μέχρι τριάκοντα καὶ ὁκτὼ πόδες (38P) καὶ βάθος πλέον τῶν πεντήκοντα ὁκτώ, ἡ σάλα κεῖται στὸ ἰσόγειο τοῦ ἔμπροσθεν οἰκήματος μὲ πλευρικὴ δίοδο πρὸς τὴν αὐλή, ἐνῷ ἀπολείπει δευτέρα αὐλή, ἢ ἀπολείπει τὸ δεύτερο οἴκημα ὁπότε ἡ ἔμπροσθε γίνεται διπλή, μὲ τὸ μαγειρεῖο νὰ ἀναπέπταται στὴν αὐλὴ καὶ δύο ἀντίνωτους κοιτῶνες ἀνὰ ὄροφο. Σὲ εὖρος τριάκοντα καὶ ὁκτὼ (38P) καὶ βάθος ἑκατὸ ποδῶν (100P) ἐμφανίζεται ὁ τύπος μὲ αὐλὴ καὶ κῆπο στὴν αὐτὴ διάταξη τοῦ τύπου τῶν δύο αὐλῶν, ἁπλῶς παρὰ τὴν σάλα τίθεται ἕνας ἐπιπλέον θάλαμος. Σὲ μᾶλλον τετράγωνο οἰκόπεδο (50PX58P) μὲ τέσσερα παράθυρα ἀνὰ ὄροφο τὸ κτήριο σχηματίζεται ὡς γᾶμμα μὲ τὸ κλιμακοστάσιο στὴν γωνία: τὸ ἰσόγειο ἔχει στάβλους, θυρωρεῖο, σάλα ἔμπροσθε καὶ μαγειρεῖο στὴν ἔσω πτέρυγα, οἱ ὄροφοι, δύο κοιτῶνες καὶ ἱματιοθήκη ἔμπροσθε καὶ ἕναν ὕπερθε τοῦ μαγειρείου. Δευτέρα λύση ποὺ προτείνει ὁ ἀρχιτέκτων εἶναι διπλοῦν σῶμα μὲ σάλα, θυρωρεῖο, στάβλους ἔξω, μαγειρεῖο, κλιμακοστάσιο, θάλαμος ἔσω στὴν αὐλή, καὶ ἀνὰ ὄροφο, δύο κοιτῶνες μὲ ἱματιοθήκη στὴν μέση ἐπὶ τοῦ δρόμου, τρίτος κοιτών καὶ cabinet ἑκατέρωθε τοῦ κλιμακοστασίου, ἐπὶ τῆς αὐλῆς. Τρίτη λύση στὶς αὐτὲς διαστάσεις, ἀξονικὸ θυρωρεῖο, καὶ ἑκατέρωθε, διαμπερὴς σάλα καὶ στάβλοι καὶ μαγειρεῖο. Στὸν ὄροφο, δύο σύμμετροι κοιτῶνες μὲ τὶς ἱματοθήκες στὴν ἐξωτερικὴ πλευρά μὲ μικρὸ cabinet μεταξύ των, στὸν ἄξονα τοῦ κλιμακοστασίου. Κατόπιν σὲ διαστάσεις οἰκοπέδου 57PΧ120P ἐμφανίζεται τὸ μικρὸ hôtel μὲ δύο παράλληλα σώματα οἰκήματος [corps de logis] ἄμφω τετραγώνου αὐλῆς καὶ ἐσώτερο κῆπο, μὲ γαλαρία νὰ συνδέει τὰ δύο σώματα καὶ κλιμακοστάσια σὲ ἕκαστο αὐτῶν. Στὴν ἔμπροσθε πτέρυγα κεῖνται ἑξῆς στάβλοι, θυρωρεῖο, ἐδεσματοθήκη [gardemanger], μαγειρεῖο. Στὴν διάμεσο γαλαρία, πρὸς τὸ μαγειρεῖο εἶναι τὸ κλιμακοστάσιο τοῦ ἔμπροσθε οἰκήματος ἐνῷ στὴν ἔσω πτέρυγα κεῖται κλιμακοστάσιο στὸν ἄξονα τῆς αὐλῆς μεταξὺ σάλλας καὶ θαλάμου. Δευτέρα λύση σὲ ἴδιο οἰκόπεδο εἶναι ἡ θέση τῶν κλιμακοστασίων ἑκατέρωθε τῆς τετραγωνικῆς αὐλῆς ὥστε νὰ ἐλευθεροῖ χῶρο στὰ οἰκήματα: στὴν μία πλευρὰ εὑρίσκεται τὸ μικρὸ κλιμακοστάσιο τοῦ ἔμπροσθε δούλου οἰκήματος μὲ γαλαρία, στὴν ἄλλη, τὸ κύριο (d’ honneur), μὲ τὴν ἐδεσματοθήκη στὸ ἰσόγειο καὶ vestibule ὕπερθε διὰ τὸν κοιτῶνα. Τρίτη λύση εἶναι τὸ μικρὸ κλιμακοστάσιο νὰ κεῖται παρὰ τὸ θυρωρεῖο ἔτσι ὥστε νὰ καταργῆται ἡ διάμεσος γαλαρία, ἐνῷ ἡ πλευρὰ τοῦ κυρίου κλιμακοστασίου διευρύνεται καὶ σχηματίζεται πρόσθετος κοιτὼν μὲ ἱματιοθήκη (συνολικῶς πέντε κοιτῶνες ἀνὰ ὄροφο). Τετάρτη λύση εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ δούλου κλιμακοστασίου, διεύρυνση τοῦ κυρίου καὶ μεγάλο vestibule στὴν θέση τοῦ ἐπιπλέον κοιτῶνα. Πέμπτη λύση εἶναι ὁ πλήρης χωρισμὸς τῶν δύο οἰκημάτων, μὲ ἀξονικὸ κύριο κλιμακοστάσιο στὴν ἔσω πτέρυγα, ἐντὸς τῆς αὐλῆς καὶ σχηματισμὸ δύο terraces ἑκατέρωθε. Σὲ μᾶλλον τετράγωνο οἰκόπεδο (72PX75P) ἀπαντῶμε τὴν παραδοσιακὴ διάταξη τοῦ hôtel σχήματος πεῖ (ἢ μᾶλλον ἦτα ἂν λογίσωμε δύο cabinets στὶς πλευρὲς τοῦ κῆπου). Στὶς πλευρικὲς πτέρυγες κεῖνται στάβλος καὶ θέση ἅμαξας στὴν μία, μαγειρεῖο καὶ ἔδεσματοθήκη στὴν ἔναντι. Τὸ κλιμακοστάσιο χωρίζει σάλα καὶ θάλαμο καὶ στὸν ὄροφο κοιτῶνα μὲ ἱματιοθήκη καὶ κοιτῶνα. Δὺο ἐπιπλέον κοιτῶνες εὑρίσκονται στὶς πλευρικὲς πτέρυγες. Στὴν τελευταῖα περίπτωση κατοικίας ἄστεως ποὺ δίδει ὁ Le Muet, εὔρους ἑβδομήκοντα καὶ δύο ποδῶν καὶ βάθους δίχως τὸν κῆπο ἑκατόν καὶ δώδεκα, τὸ hôtel μὲ τὰ παράλληλα σώματα οἰκημάτων ἔχει μία τρίτη πλευρικὴ στὸν κῆπο μὲ δύο θαλάμους σύν ἱματιοθήκες στὸ ἰσόγειο καὶ μία γαλαρία 18PX64P ὕπερθε.
Ὁ
Le Muet στὴν ἔκδοση τοῦ 1647 ἐκθέτει ἐπιπλέον καὶ κατασκευασμένα ἔργα ὅπως τὴν μικρὴ οἰκία τοῦ Jacques Tubeuf στὴν ὁδὸ de petits champs ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν τύπο τῶν παράλληλων οἰκημάτων μὲ διάμεσο πλευρικὴ πτέρυγα. Διὰ τοῦ θυρωρείου [passage] εἰσέρχεταί τις στὴν αὐλή. Στὰ δεξιὰ ἔχει τοὺς στάβλους, ἀριστερὰ τὸ ἐπικουρικὸ κλιμακοστάσιο ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸ μαγειρεῖο [cuisine] μὲ τὴν ἐδεσματοθήκη [gardemanger] καὶ τὴν οἰνοθήκη [sommellerie]. Ἑξῆς, στὴν πλευρικὴ πτέρυγα σχηματίζεται ὁ χῶρος στάθμευσης τῆς ἁμάξης [remize de carosse]. Κατὸπιν εἶναι ἡ εἴσοδος στὸ κύριο κλιμακοστάσιο, τὸ ὁποῖο συνδέεται μὲ τὴν σάλα ποὺ κεῖται ἀντιπέραν τοῦ θυρωρείου καὶ τῶν στάβλων καὶ μικρὸ δειπνητήριο [petit salle à manger] ποὺ ἅμα μὲ τὴν σάλα ἀναπέπταται ὁπίσω στὸν κῆπο. Στὸν ὅροφο, τὸ κλιμακοστάσιο κοινωνεῖ μὲ προθάλαμο [antichambre] (ὕπερθε τοῦ δειπνητηρίου) καὶ μεγάλο κοιτῶνα (ὕπερθε τῆς σάλας) στὸ βάθος τοῦ ὁποίου σχηματίζεται κόγχη [alcove] μὲ τὸ κρεβάτι παρὰ τῆς ὁποίας σχηματίζεται μικρὸ cabinet. Ἀντισυμμετρικῶς στὸν προθάλαμο σχηματίζεται παρεκκλήσιο [chapelle]. Στὴν πλευρικὴ πτέρυγα ἑξῆς στὸ κλιμακοστάσιο εἶναι κοιτὼν καὶ ἱματιοθήκη καὶ στὸ ἔμπροσθε οἴκημα δύο κοιτῶνες μὲ κοινὴ ἱματιοθήκη ἀντίνωτος στὸ ἐπικουρικὸ κλιμακοστάσιο. Τούτη εἶναι ἡ τυπικὴ νομή hôtel ποὺ ἀπαντῶμε σὲ ἄστεα ὅπως τὸ Παρίσι, ὅπως ἡ οἰκία τοῦ βασιλικοῦ ἀρχιτέκτονα (surintendant des bâtiments du roi) Jules Hardouin-Mansard, στὴν ὁδὸ des Tournelles πλησίον τῆς πύλης τοῦ St-Antoine ἢ τὸ μεγάλο hôtel Bretonvillers στὴν νήσο τῆς Notre Dame. Ὅμως δὲν λείπουν δείγματα ποὺ δύνανται νὰ εἶναι πολυπλοκώτερα ἵνα προσαρμοσθοῦν στὸ σχῆμα τοῦ οἰκοπέδου ὅπως στὴν αὐτὴ νῆσο, ἡ οἰκία τοῦ κυρίου Henselin που ἀναπτύσσεται σὲ σχῆμα γᾶμμα μὲ αὐλὴ καὶ κῆπο συνεχεῖς, ἡ οἰκία τοῦ προέδρου Lambert ὅπου ὁ κῆπος κεῖται πλευρικῶς τῆς αὐλῆς καὶ ψηλότερο ὥστε οἱ δοῦλοι χῶροι εἶναι ἰσόπεδοι στὴν αὐλὴ καὶ οἱ καλοὶ χῶροι σὲ ὄροφο καὶ ἰσόπεδοι στὸν κῆπο, ἢ τὸ στενόμακρο hôtel de Vauvray στὴν rue du Seine, ὅπου τὸ κύριο σῶμα τοῦ οἰκήματος εὑρίσκεται στὸ βάθος τῆς αὐλῆς μὲ τὴν στενὴ πλευρὰ πρὸς αὐτήν, ἐνῷ ἡ μακρὰ ἀναπέπταται στὸν κῆπο.
[PAVILLON, MAISON DE PLAISANCE] Ἄλλος τύπος κατοικίας εἶναι τὸ pavillon ποὺ μεγεθυμένο δίδει τοὺς τύπους τῆς maison de plaisance ―οἱκίας ἀναψυχῆς καὶ τοῦ ἀρχοντικοῦ τῆς ἐπαρχίας, τοῦ château. Τὸ σῶμα τοῦ κτηρίου δὲν κλείει κάποια αὐλή, ἀλλὰ κεῖται καταμεσής ἀνοικτοῦ χώρου, πανταχόθεν ἐλεύθερο. Τὸ pavillon εἶναι τὶ τὸ ἀνάλογο μὲ τὰ περίπτερα τῆς ἀνατολῆς, τὸ ἱαπωνέζικο, τὸ ἰνδικό, τὸ περσικό, καὶ τὸ ὀθωμανικὸ κιόσκι. Ἀρχικῶς σημαίνει τὴν στρατιωτικὴ σκηνή, ἀλλὰ λαμβάνει τὴν μορφὴ τῆς πολυτελοῦς ἀγροικίας, καὶ γίνεται κυνηγετικὸ περίπτερο καὶ οἴκημα ἀναψυχῆς, ἰσόγειο ἡ διώροφο μὲ σοφίτα. Τὸ pavillon συνήθως δὲν εἶναι αὐτόνομο οἴκημα ἀλλὰ ἐντάσσεται σὲ κήπους παλατιῶν, ὅπως τὸ pavillon τοῦ μικροῦ Trianon. Ὅμως μπορεῖ νὰ ἐξελιχθῇ σὲ μικρὴ οἰκία. Ὁ Le Muet λέει ὅτι τὸ pavillon συνίσταται σὲ κοιτῶνα μὲ ἱματιοθήκη ἐξ ἀριστερῶν καὶ σάλα ἐκ δεξιῶν καὶ μεταξὺ αὐτῶν κλιμακοστάσιο πρὸς ὄροφο καὶ σοφίτα καὶ vestibule, ἐνῷ ὀνομάζει διπλοῦν pavillon, ὅταν στὴν μέση κεῖται ἡ σάλα καὶ ἑκατέρωθε κοιτῶνες ὄπισθεν καὶ ἱματιοθήκη καὶ κλιμακοστάσιο ἔμπροσθε. Τὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ Jacques-François Blondel εἶναι περὶ τῆς νομῆς (διαρρύθμισης) τῶν οἰκιῶν ἀναψυχῆς, de la distribution des maisons de plaisance et de la décoration des édifices en général [τ. I 1737, τ. II 1738] ὅπου ἐκθέτει δικὰ του σχέδια τέτοιων κατοικιῶν ποὺ δὲν ἐκτίσθησαν. Καὶ σὲ τέτοια πανταχόθεν ἐλεύθερα οἰκήματα, τὸ σῶμα τοῦ οἰκήματος ὁρίζει δύο περιοχές, τὴν αὐλὴ ἢ terrace ἢ δρόμο [fer] ἐμπρὸς στὸ κτήριο, ὅπου κινοῦνται οἱ ἅμαξες μέχρι τὴν εἴσοδο τοῦ κτηρίου, καὶ τὸ ὀπίσω μέρος ποὺ εἶναι ὁ κῆπος, τὸ ὁποῖο καὶ φυλάσσεται πρὸς οἰκεία χρήση τῶν κατοίκων διὰ στοᾶς [gallerie couverte] ἢ ἀστεγοῦς βεράντας [terrace]. Στὰ μεγάλα δείγματα, πέραν τῶν κοιτώνων, τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ στὸ μέσο καὶ τοῦ vestibule, ἀπαντῶμε χώρους ὅπως: salle d’assemblée, προθάλαμο ἀναμονῆς· chambre de parade, θάλαμο μὲ κρεβάτι σὲ κόγχη ὅπου κάποιος δεξιοῦται φίλους· salle de compagnie, καθιστικό· παντὸς εἴδους cabinet μεγαλωτέρου τοῦ ἁπλοῦ ἀποθηκευτικοῦ χώρου μὲ εἰδικὲς χρήσεις (συλλογῆς πορσελάνων, βιβλίων, ἀρωμάτων κτλ)· chambre en niche, θάλαμο μὲ κόγχη· grande galerie, μεγάλη γαλαρία μὲ παρακείμενο σαλόνι. Ἐπίσης, ἕνεκα τοῦ ὅτι τὰ δώματα τίθενται καθεξῆς (enfilade) χωρίς κάποιον διάδρομο ἢ στοὰ νὰ ὁδηγῇ σὲ αὐτά, προκειμένου νὰ διασφαλισθῇ ἰδιωτικὴ πρόσβαση σὲ αὐτά, ἐπινοοῦνται στενὰ κρυφά περάσματα [passages] μεταξὺ τῶν τοίχων καλούμενα dégagements, ὑπὸ μορφῇ εἴτε διαδρόμων, εἴτε ἐνδιαμέσων δωματίων.
Ἂς ἴδωμε σχέδιο ἰσογείου οἰκήματος τοῦ Blondel ὑπὸ τοὔνομα Trianon. Τὸ σῶμα τοῦ οἰκήματος εἶναι διπλοῦν. Στὸ ἔμπροσθε κεῖται vestibule μὲ ἑκατέρωθε, ἐξ ἀριστερῶν, κοινὴ αἴθουσα [commun] καὶ μαγειρεῖο [cuisine], καὶ ἐκ δεξιῶν δειπνητήριο [salle à manger] και décharge μᾶλλον cabinet pour se retirer après le repas. Τὸ μαγειρεῖο κοινωνεῖ μὲ πλύσιμον [lavoir], μικρὴ αὐλὴ καὶ παρακείμενη μικρὴ ἐδεσματοθήκη [gardemanger]. Κατὰ τὸν ἄξονα τῆς εἰσόδου τὸ vestibule ὁδηγεῖ στὸν μεγαλώτερο χῶρο τοῦ σπιτιοῦ, τὸ sallon ποὺ ἀναπέπταται διὰ τριπλοῦ θυρώματος στὸν κῆπο. Στὰ ἀριστερά κεῖται αἴθουσα μπιλλιάρδου καὶ διὰ cabinet περνάει τις σὲ κοιτῶνα μὲ κρεβάτι σὲ κόγχη. Δεξιά, salle à jouir (αἴθουσα παιγνίων) μὲ σοφὰ σὲ κόγχη, cabinet pour le caffé καὶ στὸ πέρας, γαλαρία. Ἀπὸ τὸ δωμάτιο τοῦ καφφέ δύναταί τις διὰ ἐλλειψοειδοῦς cabinet νὰ βγεῖ σὲ ἀλσύλιο [bosquet]. Σὲ ἄλλη περίπτωση ποὺ τὸ ἐπίπεδο τῆς εἰσόδου καὶ τοῦ κήπου διαφέρουν, τὸ vestibule ὁδηγεῖ διὰ μνημειώδους κλιμακοστασίου χαμηλότερο, στὸν κῆπο, ὅπου εὑρίσκονται μαγειρεῖα καὶ λουτρά, ἐνῷ ἄλλο κλιμακαστάσιο ὁδηγεῖ στὸ σαλόνι ποὺ εὑρίσκεται στὸν ὄροφο ὕπερθε τοῦ vestibule. Ἀλλοῦ ἡ εἴσοδος γίνεται κατ’ εὐθείαν στὸ σαλόνι μὲ δύο κλιμακοστάσια στὰ ἄκρα. Ἢ πάλιν ὑπάρχει ὕπερθε του σαλονιοῦ στὸ κέντρο μεγάλο cabinet ἐν καθιστικοῦ εἴδει.
Ὑπὸ τοιούτῳ τύπῳ εἶναι ἡ οἰκία τοῦ κυρίου Dunoyer στὸ τέλος τῆς ὁδοῦ de la Roquette ἐν Faubourg St-Antoine σχεδιασμένη ὑπὸ τοῦ ἀρχιτέκτονα Dulin ποὺ ἐκθέτει ὁ Blondel στὸ δεύτερο τόμο του ἔργου του περὶ γαλλικῆς ἀρχιτεκτονικῆς l’architecture françoise ou receuil des plans, élévations, coupes et profiles [1752]. Vestibule μὲ ἑκατέρωθε κλιμακοστάσιο καὶ cabinet σχηματίζουν προεξοχὴ [avant-corps] πρὸς τὴν αὐλὴ μὲ καμπύλες γωνίες. Στὸ κέντρο, πρὸς τὸν κῆπο κεῖνται σαλόνι καὶ δειπνητήριο [salle à manger]. Ἑξῆς τοῦ σαλονιοῦ εὑρίσκονται δύο cabinets τὸ μεγάλο μὲ χρήση salle de compagnie καὶ τὸ μικρό, σπουδαστηρίου [cabinet d’étude]. Ἑξῆς τοῦ δειπνητηρίου κεῖνται τὰ δώματα τοῦ μαγειρείου.
[ΣΧΗΜΑ, ΑΝΕΣΙΣ & ΩΡΑΙΟ] Ἐνῷ μέχρι τοῦδε βλέπομε ὅτι τὸ σῶμα τοῦ κτηρίου ἀναπτύσσεται κατὰ μῆκος μὲ δώματα καθεξῆς σὲ μία ἢ δύο σειρές, λογικὴ ποὺ ὑποβάλλει καταρχὰς ἡ στέγη, κατὰ δεύτερο τὸ ἄνοιγμα πρὸς κάποια αὐλὴ ἢ κῆπο. Ἅμα μὲ τὴν υἰοθέτηση τοῦ νεοκλασικισμοῦ τὰ κτήρια λαμβάνουν μᾶλλον περίκεντρο μορφή καὶ τετραγωνικὴ κάτοψη στὸ πρότυπο τῶν ἐπαύλεων τοῦ Palladio. Τέτοιος συμπαγέστερος ὄγκος σημαίνει καὶ κάποιον περιορισμὸ στὸ μέγεθος τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ ἀρχοντικοῦ σχήματος (τῆς ostentation ποὺ λέγει ὁ Lemerle) ὑπὲρ τοῦ ὡραίου, κατηγορίας ὄχι κοινωνικῆς ὅπως ἡ μεγαλοπρέπεια, ἀλλὰ αἰσθητικῆς. Τέτοια μεταβολὴ θυμίζει τὴν ἀντίστοιχη στὴν ἰαπωνέζικη κατοικία (ἀπὸ τὸ κινέζικο ὕφος, στὸ σίντεν, τὸ σόιν καὶ τὸ σακίγια). Κατὰ τὴν ἐποχὴ τὴς ὑπεροχῆς τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ΄, ποὺ καθὼς θέλει νὰ ἀνταγωνισθῇ ἄλλα κράτη υἰοθετεῖται τὸ baroque σύναμα μὲ ὅλη τὴν τεχνουργία τῶν πομπῶν· ἅμα μὲ τὴν χρεοκοπία τῶν πολέμων, τὸ ἐλαφρὸ baroque (και λιγότερο δαπανηρό) ποὺ εἶναι ὁ ῥυθμὸς τοῦ roccoco, ὅπου ὁ παροξυσμὸς τῆς μορφῆς ὑποχωρεῖ πρὸς ἐκεῖνον τῆς ἐσωτερικῆς διακόσμησης (ἄλλο ἡ λατόμηση τῆς πέτρας, ἄλλο ὁ γύψος), τὸ δραματικὸ σχῆμα πρὸς τὸ χαρίεν. Καὶ στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη ὁ γενικώτερος πληθωρισμὸς ὁδηγεῖ, σημειώνει ὁ Braudel σὲ οἰκονομία τῶν χώρων καὶ προτίμηση στὸ οἰκεῖο καὶ τὴν ἄνεση παρὰ στὴν παράσταση καὶ τὴν ἐπίδειξη[xx]. Στὸ ἐγχειρίδιο τοῦ Charles- Étienne Briseux, Architecture moderne, ou, L’art de bien bâtir pour toutes sortes de personnes : tant pour les maisons des particuliers que pour les palais τοῦ 1728, ἄρχει ἡ πρακτική, ἔτσι ὥστε σὲ ἕνιες distributions ἀπολείπει τὸ salon, χωρὶς νὰ λείπῃ ὅμως ἡ salle à manger. Ἐπίσης δύναται νὰ συγχωνεύεται τὸ vestibule μὲ τὸ κλιμακοστάσιο, ἐνῷ οἱ διαστάσεις εἶναι μᾶλλον ταπεινές. Ὁ νεοκλασικὸς ῥυθμὸς ἔτσι ποὺ ἀκολουθεῖ δηλοῖ τὴν στροφὴ στὴν φυσιοκρατία ―τὸ κλασικὸ πρότυπο εἶναι ἄλλωστε ἡ πρωταρχικὴ καλύβη. Ἂν στὴν ἁπλῆ ἀγροικία ἐφαρμόζεται τότε στιπτὸ χῶμα, οἱ πλούσιες κατοικίες ἀποκτοῦν λιτὴ ἔκφραση, καὶ ἂν ἡ roccoco maison de plaisance, μὲ τὴν ὀνομασία Sans Souci ―ἡ Ἀπραγόπολις τοῦ Φρειδερίκου Β΄, ἐκφράζει τῆν φυσικὴ ἐλευθερία ὡς ἀνάπαυλα ἀπὸ τὸ θέατρο καὶ τὶς συμβάσεις τῆς πολιτικῆς, τὸ κλασικὸ ἀξιοῖ νὰ εἶναι ἡ παρὰ Rousseau ὁσιότης τῆς φύσεως. Τῶν πρώτων γνωστῶν νεοκλασικῶν στὴν Γαλλία εἶναι τὸ Petit Trianon (1762-1768), ποὺ ἔκτισε ὁ Λουδοβῖκος ΙΕ΄ πρὸς χάριν τῆς παλλακίδoς του, Madame de Pompadour (προστάτιδoς τόσο τῶν καλλιτεχνῶν τοῦ ροκοκό ὅσο καὶ τῶν Φυσιοκρατῶν) καὶ ὁ ῥυθμὸς τοῦτος γνώρισε ἐπιτυχία ἐπὶ ῥεπουβλικανῶν. Παρὰ ὅμως τὴν διαφορὰ ὕφους, οἱ τύποι παραμένουν οἱ ἴδιοι ὅπως βλέπομε στὶς συλλογὲς τοῦ Jean-Charles Krafft, τὴν τρίγλωσση (μὲ τὸν χαράκτη Charles Ransonette) plans, coups, élévations des plus belles maisons et des hôtels construits à Paris et dans les environs [1801] καὶ τὸ recueil d’ architecture civile,contenant les plans, coupes et élévations des chateaux, maisons de campagne, et habitations rurales, jardins anglais, temples, chaumières, kiosques, ponts, etc., situés aux environs de paris et dans les départemens voisins, avec les décorations intérieures , et le détail de ce qui concerne l’embellissement des jardins [1812]. Ἂς ἴδωμε δείγματα καταρχὰς τῆς πρώτης συλλογῆς. Κοινό νεοκλασικὸ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὅλοι οι κύριοι χῶροι εὑρίσκονται στὸν ψηλοτάβανο piano nobile ἢ ἀνώγειο (πρῶτο ὅροφο ἢ ὑπερυψωμένο ἰσόγειο) μὲ συνήθως μνημειώδη ἐξωτερικὸ ἀναβαθμό. Ἔτσι σχηματίζεται ἡ καθ’ ὕψος τριμέρὴς δομὴ βάση-κορμός-στέψη. Κογχωτοὶ πρόδομοι μὲ ἡμισφαιρικοὺς θόλους, τρουλοστεγεῖς κεντρικὲς αἴθουσες καὶ ἡμικυλινδρικὲς προεξοχὲς εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὰ τέτοιας revolutionaire ὅπως ὠνομάσθη, ἀρχιτεκτονικῆς.
Ἡ οἰκία τῆς κυρίας Brunoy (πιν. I) στὰ Champs Elysées τοῦ ἀρχιτέκτονα Boullée (1772) ἔχει τυπικῆ διάταξη hôtel μὲ κεντρικὴ εἴσοδο σὲ πεταλόσχημη αὐλὴ μὲ στάβλους, ἄνοδο στὸν piano nobile διὰ ἀναβαθμῶν πλευρικῶς τῆς αὐλῆς καὶ κῆπο, ἀγγλικοῦ τύπου, κατόπι τοῦ κυρίου σώματος τοῦ κτηρίου. Σὲ αὐτό, πρὸς τὴν αὐλὴ κεῖνται προθάλαμοι, ἐνῷ πρὸς τὸν κῆπο, ὄπισθε μνημειακοῦ προστῴου, ψηλοτάβανο salon de compagnie καὶ ἑκατέρωθε salle à manger καὶ κοιτών. Στὶς πλευρές τοῦ κῆπου ἀπὸ τὸ δειπνητήριο συνεχίζει χαμηλὴ πτέρυγα μὲ λουτρὰ καὶ θερμοκήπιο, καὶ ἀπὸ τὸν κοιτῶνα, boudoir καὶ βιβλιοθήκη.
Ἡ οἰκία τῆς δεσποινίδος Dervieux (πιν. VII), rue Chantereine, κατόπι, Victoire, τοῦ ἀρχιτέκτονα Brongniart (1774) μὲ τὶς πλαγίες προσθήκες τοῦ Bellanger (1789) παρομοίως, μὲ ἐπιπλέον πλευρικὴ αὐλή, ἐνῷ ὁ κῆπος εἶναι ἰταλικός. Στὸν ἄξονα τῆς εἰσόδου ἔχει vestibule μὲ κλίμακα πρὸς ὄροφο ἢ σοφίτα (attic) καὶ κυκλικὸ οἶκο [salon de compagnie]. Ἐκ δεξιῶν εἶναι κοιτὼν ἀναπεπταμένος σὲ ψυκτήριο (πέργκολα) μὲ πλευρικῶς αὐτοῦ τὰ λουτρὰ καὶ ἡ τουαλέττα τῆς κυρίας. Ἐξ ἀριστερῶν, αἴθουσα μουσικῆς [salle de musique] καὶ σὲ προσθήκη τὸ δειπνήτηριο [sale à manger]. Ὕπερθε τοῦ κυκλικοῦ καθιστικοῦ εὑρίσκεται αἴθουσα μπιλιάρδου μὲ ἀμφοτέρωθε, κοιτῶνες.Ἡ κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Vavin (πιν. XXVI) (rue Notre-Dame-des-Champs, 1790) μεταξὺ αὐλῆς καὶ κήπου ἐπίσης, σὲ σχῆμα πεῖ, ἔχει κυκλικὸ σαλόνι πρὸς τὸν κῆπο ἐνῷ ἀντιστοίχως πρὸς τὴν αὐλὴ εἶναι ἡ salle à manger στὴν ὁποία εἰσέρχεταί τις ἀπὸ τὸ vestibule ποὺ εὑρίσκεται στὰ δεξιά ὁμοῦ μὲ τὸ μαγειρεῖο ποὺ ἀναπτύσσεται σὲ πτέρυγα στὰ πλάγια τῆς αὐλῆς. Στὰ ἀριστερὰ ἡ salle à manger κοινωνεῖ μὲ τὸν κοιτῶνα τοῦ κυρίου ὁ ὁποῖος συνδέεται μὲ τὴν βιβλιοθήκη ποὺ ἀναπτύσσεται σὲ πτέρυγα συμμετρικὴ στὸ μαγειρεῖο. Ὁ κοιτὼν τῆς κυρίας δε, κοινωνεῖ μὲ τὸ σαλόνι στὴν δεξιὰ πλευρά. Ἡ κατοικία τοῦ Ἀμερικανοῦ Hosten (πιν. X) (rue St-George, 1799) τοῦ ἀρχιτέκτονα Le Doux, ἔχει περίκλειστο αὐλὴ καὶ ὑψηλότερο κύριο σῶμα κτηρίου πρὸς κῆπο.
Στὴν οἰκια Tamcy (πιν. VIII) rue Province, τοῦ ἀρχιτέκτονα Itasse (1789), ὁ κῆπος εὑρίσκεται ἐμπρὸς καὶ ἡ αὐλὴ ὀπίσω μὲ δρόμο διὰ τὶς ἅμαξες. Ἡ κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Chevalier (πιν. IX) (bas de Chaillot, 1784) εἶναι πανταχόθεν ἐλευθέρα καὶ εὑρίσκεται στὸ βάθος κῆπου ποὺ ἀναδεικνύει ἔτσι τὸ κτήριο. Ἡ κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Olivier (πιν. III) (rue de la Pépinière, fauxbourg St-Honoré 1799) ἔχει καθεξῆς αὐλή, κῆπο καὶ κτήριο στὸν ὀπίσω μεσότοιχο (ἤτοι ἀναπέπταται μόνον στὸν κῆπο). Στὴν οἰκία Lakanal (πιν. XI) (rue Mont-Blanc, 1795) τοῦ ἀρχιτέκτονα Henry, ἐνῷ προηγεῖται περίκλειστος αὐλή, ἡ ἴδια ἡ κατοικία εἶναι ἀνεξάρτητο corps de logis σὰν pavillon ἢ maison de plaisance, μὲ τὴν salle de compagnie σὲ ροτόντα στὸν ἄξονα προδόμου καὶ κλιμακοστασίου τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὸ κέντρο μὲ φεγγίτη (oculus). Ἡ salle à manger κεῖται ἐκ δεξιῶν τοῦ προδόμου. Ἡ κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Damesme (πιν. XII) (rue Richer, 1795) κεῖται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ μὲ τὴν αὐλὴ ὀπίσω καὶ φυλλάδα στὸ βάθος. Ἡ δίοδος ἀπ’ ἔξω γίνεται διὰ δρόμου ἐν pòrtego εἴδει, μὲ ἀμφοτέρωθε τὸ μαγειρεῖο, δούλους θαλάμους καὶ τὸ κλιμακοστάσιο. Στὸν ὄροφο ἡ salle à manger ἀναπέπταται πρὸς τὰ ἔσω, ἐνῷ ἡ κυκλικὴ salle de compagnie πρὸς τὰ ἔξω.
Στὴν οἰκία Thuille (πιν. XIII) (rue Poissonière, 1788) τοῦ ἀρχιτέκτονα Durand, ὁ ἔσωθε κῆπος εἶναι χαμηλότερο τῆς ἔξωθε αὐλῆς. Πρόδομος συνδέει τὸν κῆπο μὲ τὸ ἔμπροσθε κλιμακοστάσιο τοῦ vestibule . Στὶς δύο πλάγιες πλευρὲς τοῦ σπιτιοῦ εὑρίσκεται τὸ ἁμαξοστάσιο καὶ ὁ στάβλος. Τὸ μαγειρεῖο εὑρίσκεται ἰσογείως μὲ τὴν αὐλὴ παρὰ τὸ vestibule ἐνῷ salle de compagnie, salle à manger κεῖνται στὴν πλευρὰ τοῦ κῆπου. Ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ σπίτια ποὺ ἔχουν κλιμακοστάσιο στὸ κέντρο, ἡ πρόσβαση στὸ σαλόνι γίνεται διὰ προθαλάμων ἐνῷ τὰ νῶτα τῆς κλίμακας καταλαμβάνουν ἱματιοθήκη, cabinet à l’ anglaise, ἤτοι ἀβιτώριο μὲ καμινάδα ἐξαερισμοῦ ―ἐπινόηση στὸν βορρὰ τοῦ Sir John Harrington (1596). Ὡσαύτως, στὴν κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα D’ Orliane (πιν. IXX) (rue de Montparnasse, 1777), τοῦ ἀρχιτέκτονα Le Doux (πιν. XX, πιν. XXXII) (fauxbourg Poissonière, 1780), τοῦ ἀρχιτέκτονα Chevalier, ἡ οἰκία Gourmont (πιν. LVII) (rue de Surene, 1789) τοῦ Chevalier, ἡ οἰκία Le Duc (πιν. XIV) (boulevard Mont-Parnasse, 1788) τοῦ Demesme καὶ ἀλλοῦ. Μὲ ὑψομετρικὴ διαφορὰ μεταξύ αὐλῆς καὶ κήπου ἀλλὰ μὲ ἀναβαθμὸ πρὸς τὸν κῆπο. εἶναι καὶ ἡ οἰκία Epinée (πιν.XXVIII) (rue Pepinière, 1796) τοῦ ἀρχιτέκτονα Olivier.
Δὲν πρέπει νὰ παραλείψωμε κατοικίες ποὺ κτίζονται ἐπὶ τῶν ὁδῶν ὅπως οἱ μεταγενέστερες πολυκατοικίες τῶν βουλεβάρτων τοῦ Hausmann: τὴν οἰκία Montmorency (πιν. XL) ποὺ ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Le Doux στὴν γωνία τῆς ὁδοῦ Mont-Blanc τὸ 1772 μὲ διαγώνιο ἄξονα προδόμου καὶ vestibule, καὶ κῆπο πλευρικῶς· ἢ τὴν τριώροφο (σὺν μεσόροφο) κατοικία τοῦ ἀρχιτέκτονα Henry (πιν. LII) τοῦ 1795 στὴν γωνία τῆς ὁδοῦ Michaudière μὲ τὴν αὐλὴ ὅπου κεῖται τὸ κλιμακοστάσιο, νὰ μειοῦται σὲ ἀκάλυπτο χῶρο προσβάσιμο διὰ διόδου θυρωρεῖου. Ὁ νεοκλασικισμὸς εὐνοεῖ ἐπινοήσεις, ὅπως στὴν οἰκία τῆς δεσποινίδος Guimard (πιν. XLIX) (rue Mont-Blanc 1770) τοῦ Le Doux ὅπου ἡ salle à manger κεῖται μεταξὺ τοῦ σώματος τῆς εἰσόδου καὶ τοῦ σώματος σαλονιοῦ καὶ κοιτῶνα ὥστε λαμβάνει φωτισμὸ διὰ φεγγίτου ὥς αἴθριο. Ἔτσι ὄροφος εἶναι δυνατὸς μόνον ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω καὶ ἐνδιαμέσως μόνον ὕπερθεν τοῦ buffet, χῶρο ποὺ συνδέει ἄλλωστε καὶ τὸ vestibule μὲ τὸ σαλόνι. Ἄλλο πάλι εἶναι ἡ κυκλικὴ κατοικία Vassale (πιν. XVI) (rue Pigalle, 1788) τοῦ Henry. Οἱ ἀρχιτέκτονες ἐν γένει τοῦ νεοκλασικισμοῦ προτιμοῦν νὰ ἐλευθερώνουν ὅσον τὸ δυνατὸν τὸ σῶμα τοῦ κτηρίου τῶν πλαγίων ὁρίων.Ἔτσι δὲν λείπει ἡ μορφὴ τοῦ pavillon – maison de plaisance. Ἐνδεικτικῶς στὰ προάστια τοῦ Παρισιοῦ: οἰκία Frontin (πιν. XXXIII) (fauxbourg St-Honoré, 1795) τοῦ Brunau, οἰκία παρὰ τὸ Clos-Payen, τοῦ 1762 (πιν. XXXVIII) κτισθείσα ὑπὸ Peyre, οἰκία Beaugeon (πιν.XLVI) (faubourg du Boulé, 1781), pavillon Bossière (πιν. LV) (rue Riché, 1767) τοῦ Carpenter. Στὴν ἴδια συλλογὴ ἀπαντῶμε καὶ ἁπλούστερα σπίτια τετράγωνης κάτοψης μὲ ὅροφο καὶ σοφίτα. Τέτοια εἶναι τὰ πλευρᾶς μόλις τεσσάρων toises (~8 m) ποὺ ἔκτισε ὁ Charles Aubert, ἡ οἰκία Lanchère (πιν. LVIII) (Chaillot, 1801) μὲ salle à manger καὶ κλίμακα ἑκατέρωθε τῆς εἰσόδου ποὺ ὁδηγεῖ στὴν salle de compagnie καὶ ἡ οἰκία Varin (πιν. LX) (Champs Elysées, 1797) ὅπου ἡ πρόσβαση στὴν salle de compagnie δὲν γίνεται ἀμέσως ἀλλὰ λοξῶς διὰ τῆς salle à manger, ἐνῷ χωράει καὶ κοιτῶνα παρὰ τῆν πρώτη. Μαγειρεῖο καὶ ἄλλοι δοῦλοι χῶροι εὑρίσκονται στὸ ὑπόγειο.
Στὴν δεύτερη συλλογή του, ὁ Krafft ἐκθέτει κτήρια τῆς ἐξοχῆς, pavillons, châteaux καὶ ἀγροικίες. Τὸ pavillon τῆς κυρίας Dubarry (πιν. I) ποὺ ἔκτισε ὁ Le Doux στὴν Louveciennes στὸ ὕψωμα Marly μὲ θέα στὸν Σηκουάνα εἶναι τετραγωνικὸ πλευρᾶς περὶ τὰ δέκα toises (~20m), ἰσόγειο μὲ ὑπόγειο, μὲ τυπικὴ διανομή, προστῴο, sale à manger (ἐλλειψοειδὴς ἵνα φωτίζηται πλαγίως), σαλόνι, μὲ ἑκατέρωθεν τοῦ τελευταίου, boudoir καὶ salle des jeux. Παρόμοιο σπίτι ἀλλὰ μὲ ὅροφο ἔκτισε ὁ Le Doux διὰ τὸν κύριο De Mézières στὴν Aubonne (πιν. VIII). Τὸ châteaux τοῦ Προέδρου D’Hormois (πιν.VII) στὴν Πικαρδία ποὺ ἔκτισε ὁ ἀρχιτέκτων Huvé τὸ 1780 ἀκολουθεῖ ἰδία διανομὴ μὲ τὸ τριπλοῦν σαλόνι (salle de musique, salon, salle des jeux) μὲ τὴν κεντρικὴ salle à manger ὅμως διπλοῦ ὕψους μὲ τροῦλο μὲ φεγγίτη κατὰ τὸ παλλαδιανὸ πρότυπο, καὶ ὄροφο πέριξ αὐτοῦ μὲ κοιτῶνες. Ὁ ἴδιος ὁ Huvé ὅμως στὴν δικὴ του θέτει πλευρικῶς τὴν salle à manger καὶ τὸ σαλόνι κυκλικό, ὕπερθε τῆς εἰσόδου (πιν. XIII). Ἡ οἰκία τοῦ κυρίου Moitte στην Mantes (πιν. XVII-XVIII) τοῦ ἀρχιτέκτονα Happe εἶναι ὡσαύτως μὲ κεντρικὴ τρουλοστεγὴ salle à manger, μὲ ἐλλειψοειδὲς ὅμως σαλόνι προεξέχον. Ἐγγυτέρως στὴν παλλαδιανὴ βίλλα, ἔχει ἐξωτερικὲς βαθμῖδες στὶς τέσσερις πλευρὲς ἐντείνοντας τὸ σταυροειδὲς σχῆμα. Ἡ εἴσοδος δὲν γίνεται στὸν ἄξονα ἀλλὰ καθέτως σὲ αὐτόν. Σταυροειδές εἶναι καὶ τὸ ἰσόγειο pavillon τῆς κυρίας Elisabeth (πιν. XIV) στὶς Βερσαλλίες τοῦ ἀρχιτέκτονα Chalgin, μὲ καθεξῆς ἀναβαθμό, vestibule, κυκλικὴ sale à manger στὸ κέντρο καὶ ὁκταγωνικὸ σαλόνι ποὺ μὲ διπλὴ κλίμακα κοινωνεῖ μὲ τὸν κῆπο. Σύμμετροι θάλαμοι κοιτῶνα καὶ boudoir εὑρίσκονται στὶς πλευρές. Ἡ ἐξοχικὴ κατοικία [maison de campagne] τοῦ κυρίου Epinay (πιν. XVI) τοῦ ἀρχιτέκτονα Soufflot le Romain στὸ Scaux ἔχει μορφὴ pavillon μὲ vestibule, salle à manger, σαλόνι, κοιτῶνα σὲ διάταξη σταυροῦ καὶ μικρότερα δωμάτια καὶ τὸ κλιμακοστάσιο στὶς γωνίες. Κυκλικὴ κεντρικὴ αἴθουσα εὑρίσκεται στὸν ὄροφο μὲ τράπεζα μπιλιάρδου, ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸν προθάλαμο καὶ τρεῖς κοιτῶνες στοὺς ἄξονες. Πέραν τῶν περίκεντρων παλλαδιανῶν κατοικιῶν δὲν λείπουν κάποιες στὸ παραδοσιακὸ στενόμακρο σχῆμα. Ἡ κατοικία στὴν Courbevoye τῶν χονδρεμπόρων [négociants] Piau καὶ Conseil (πιν. XIX, XX, XXI) ποὺ ἔκτισε ὁ ἀρχιτέκτων Bien-Aimé, ἔχει στὸν κεντρικὸ σηκό τὴν εἴσοδο μὲ κλιμακοστάσιο, προθάλαμο πρὸς τὴν αὐλή, καὶ τριπλοῦν σαλόνι πρὸς τὸν κῆπο, σὺν δύο δώματα στὰ ἄκρα, κοιτῶνα καὶ δειπνητήριο σὲ ἐλαφρὰ προεξοχή ἀμφιπλεύρως. Στὸ ἀρχικὸ σχέδιο οἱ δύο τοῦτοι χῶροι ἔκλειναν πρὸς τὸν κῆπο ἀπὸ τὸ ἄνδηρο μνημειωδῶν ἀναβαθμῶν ποὺ ὁδηγοῦν στοὺς ὕπερθεν κοιτῶνες τοῦ ὀρόφου. Μεταξὺ αὐτῶν, ἄνωθε τοῦ σαλονιοῦ ἔνι αἴθουσα μπιλιάρδου. Ἴδιον ὅμως τοῦ νεοκλασικισμοῦ εἶναι εἴπαμε ἡ ἔφεση στὶς ἐπινοήσεις. Τὸ château στὸ Montumfard (πιν. XXVII-XXVIII) πoῦ σχεδίασε ὁ de Wailly πρὸς χάριν τοῦ κυρίου Voyer-d’Argenson μήκους ὁγδοήκοντα toises καὶ εὔρους ἑπτά, ἔχει κεντρικὸ κυκλικὸ vestibule ὁγδοήκοντα ποδῶν μὲ περιμετρικὴ κλίμακα εὔρους ἑπτὰ ποδῶν ποὺ ὁδηγεῖ σὲ κυκλικὸ τρουλοστεγὲς περιστύλιο μὲ χρὴση θερινοῦ σαλονιοῦ. Ἑκατέρωθε αὐτοῦ, δυὸ τετράγωνα pavillons: στὸ μὲν ἰσόγειο ἀπαντῶμε διαμέρισμα (μὲ προθάλαμο, σαλόνι, δειπνητήριο, κοιτῶνα) καὶ τὴν πτέρυγα τῶν δούλων χώρων (κοινό, μαγειρεῖο, ἐδεσματοθήκη), στὸν δὲ ὅροφο, ταὐτὸ διαμέρισμα καὶ buffet, μεγάλο δειπνητήριο καὶ κοιτῶνα. Ἄλλο παράξενο οἴκημα εἶναι ὁ ἐπιλεγόμενος καὶ Ναός τῆς Σιωπῆς, οἰκία ἀναψυχῆς «ἐν ἀρχαιοπρεπεῖ σχήματι» ποὺ σχεδίασε ὁ Lequeu πρὸς χάριν τοῦ κόμητος Bouville (πιν. XXXVII-XXXIX) σὲ μορφὴ ἀρχαίου ἀμφιπροστύλου ἑλληνικοῦ ναοῦ. Ἡ salle à manger βεβαίως στὸ μέσο.
Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ Krafft, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ΄ στὴν προσπάθεια νὰ μιμηθοῦν τὸ κλέος τῶν ἀρχαίων μὲ τὴν ἔγερση μνημείων, οἱ γάλλοι ἀρχιτέκτονες ἠμνημόνησαν τὴν νομὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀκόμη καὶ στὰ σπίτια, καὶ μόνον ἐπὶ Λουδοβίκου ΙΕ΄ ἐσκέφθησαν νὰ συνδέσουν τὸ ὠφέλιμο μετὰ τοῦ τερπνοῦ καὶ νὰ προμηθεύσουν τὸ ἐσωτερικὸ μὲ ἀνέσεις. Ὅμως, συνεχίζει, ὡδηγήθησαν στὸ ἀντίθετο, νὰ θυσιάζουν τὶς ἀρχὲς τῆς ἀρχιτεκτονικῆς στὸν βωμὸ τῆς ἄνεσης, καὶ θεωρεῖ τὸ μέγα βιβλίο τοῦ Blondel τέτοιο δεῖγμα. Ὁ νεοκλασικισμὸς ποὺ ἐκθέτει ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἐξισορρόπηση τῆς πρακτικῆς καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Πράγματι κατὰ τὴν Régence γράφεται ὅτι
Τὰ μικρὰ ἐνδιαιτήματα μὲ ἐπιπλέον σῶμα εἶναι ἀνετώτερα· ἔχεις πολλὰ πράγματα σὲ μικρὸ χῶρο καὶ εἶν’ αὐτοῦ ποὺ ἐμφαίνεται ἡ ἰδιοφυία. Οἱ δεσπότες προσκολλῶνται μᾶλλον στὴν νομὴ (τῶν χώρων) παρὰ στὸ ἔξω. Ἡ γυναίκα θέλει πολὺ δωμάτιο καλωπισμοῦ καὶ λουτροῦ, ἀλλὰ δὲν ἀποδίδει τὴν αὐτὴ σημασία τοὺς δωρικοὺς κίονες.
[Les petits logements à plus de corps sont plus commodes ; on a beaucoup de choses dans très peu d’espace, et c’est là o`y le génie se montre. Les propriétaires sont plus attachés à la distribution, qu’au dehors. Une femme veut bien un cabinet de toilette et de bains, mais ne met pas la même valeur à des colonnes doriques.]
καὶ παρὰ τοῦ συγγραφέως τοῦ ἀδεσπότου dialogues sur la peinture: ὁ ἀρχαῖος τρόπος εἶναι πολὺ ἀκριβός· οὐδεῖς εἶναι ἀρκούντως πλούσιος σήμερον.[xxi]
Τὴν σχέση τούτη μεταξὺ ἄνεσης καὶ παράστασης μποροῦμε νὰ ἵδωμε στὴν ἀνάλυση τοῦ Richard Sennet στὸ The Fall of the Public Man. Καταρχὰς εἶναι μόλις τὸν ιη΄ αἰ. στὴν Εὐρώπη ποὺ τὸ παιδὶ παύει νὰ θεωρεῖται ἐνήλιξ κατὰ τὴν θέση τοῦ Philippe Ariès (L’ enfant et la vie familiale sous l’ancien régime,1960). Πλείστες μαρτυρίες βεβαιώνουν ὅτι τὸ παιδὶ συχνὰ δὲν μεγάλωνε στὸ ἴδιο σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς του (πχ. Talleyrand) ἢ στὶς εὐρωστότερες οἰκογένειες παρεδίδετο μετὰ τὶς θεραπαινίδες, στὸ κολλέγιο. Ὁ οἰκογενειακὸς βίος ἀνακαλύπτεται μὲ τὰ φυσικὰ δικαιώματα τῆς ἐποχῆς τῶν Φώτων (ὁ Montesquieu στὴν ἔκθεση τῶν εἰδῶν νόμου ἀντιγράφει τὰ ἰουστινιάνια ἰνστιτοῦτα ὅπου τὸ παράδειγμα τοῦ φυσικοῦ νόμου εἶναι ὁ γάμος) καὶ ὁ οἰκιακὸς χῶρος εἶναι ὁ οἰκεῖος χῶρος, ἐκεῖ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι φυσικὸς καὶ νὰ δράῃ κατὰ τὴν φυσικὴ συμπάθεια καὶ νὰ ἀνατρέφῃ ἔτσι τὰ παιδιά του. Τοὐναντίον, ὁ δημόσιος χῶρος εἶναι ὁ κοινὸς χῶρος τῆς παράστασης, τῆς βούλησης καὶ τοῦ τεχνήματος. Τὸ κοινό (δημόσιο) εἶναι ἀνθρώπινο δημιούργημα, τὸ οἰκεῖο (ἰδιωτικό) εἶναι ἡ ἀνθρώπινη κατάσταση.[xxii] Τοῦτο σημαίνει ὅτι στὸν δημόσιο χῶρο ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται κάποιο ἤθος (χαρακτῆρα) ὡσὰν ἡθοποιός, ἐνῷ στὸν ἰδιωτικὸ εἶναι ὅπως ὅλοι τοῦ εἴδους του. Ὅθεν ἴσως καταλαβαίνομε διατὶ ὁ κῆπος εὑρίσκεται στὸν ἰδιωτικὸ χῶρο καὶ διατὶ οἱ οἰκιακὲς χρήσεις εἶναι κοινὲς πανταχοῦ. Πρὸς τι ὅμως ὑπάρχει διάκοσμος ὄπισθε τοῦ φράγματος τοῦ hôtel; Τὸ φράγμα μὲ τὸ θύρωμα (τὸ μόνο κεκοσμημένο) δεικνύει τὴν κοινωνικὴ θέση τοῦ ἄρχοντα ἢ τοῦ πλουσίου, ἡ πρόσοψη ἢ ἡ καλὴ σάλλα ἀνήκει ὅμως ἐπίσης στὴν δημόσια παράσταση καθὼς ἐκεῖ δέχεται τοὺς ξένους. Τὸ ὅτι ὁ διάκοσμος ὅμως ἔχει νὰ κάμῃ καὶ μὲ τὴν ἀνάπαυλα (ὅταν δημιουργεῖ ἔναν εὐχάριστο χῶρο) εἶναι ἂν λέγαμε, ἡ στιγμὴ τοῦ ροκοκό. Εἶναι τὸ σημεῖο ἀλληλοχωρίας τοῦ τεχνήματος καὶ τοῦ φυσικοῦ ποὺ ὁ μὲν Diderot βλέπει ὡς τὸ παράδοξο τοῦ ἠθοποιοῦ (ποὺ ἐκφράζει συναίσθημα ἀλλὰ τεχνηέντως), ὁ δὲ Rousseau, ὡς διαφθορὰ τῆς τριφῆς.Ὁπότε, ἂν τὸ baroque εἶναι ἡ ρητορεία κάποιου δραματικοῦ χαρακτῆρα ἀπευθυνομένου στὸν δῆμο καὶ τὸ roccoco, τὰ καπρίτσια τῆς παλλακίδος, τὸ λιτὸ σχῆμα τοῦ κλασικισμοῦ ἀξιοῖ νὰ εἶναι ἡ ἀρετὴ τοῦ κατὰ φύσιν βίου. Ἔνθα ἡ φύσις ἔχει τὴν πλατωνικὴ σημασία ὡς ἀντανάκλαση μεταφυσικῆς οὐσίας καὶ ὄχι ὡς ἀγρία, ἀρχέγονη φυσικὴ κατάσταση κατὰ Hobbes. Σὲ τούτη τὴν τελευταία ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον τὸ παράδειγμα τοῦ ἐκλύτου λιβερτίνου ποὺ νιώθει ἐλεύθερος ἐντὸς τοῦ ίδιωτικοῦ του χώρου νὰ φθάσῃ μέχρι τοῦ σαδικοῦ ἐγκλήματος. Ὅπως γράφει καὶ ὁ Sennet, ἡ σύμβαση τοῦ κοινοῦ, δημοσίου χώρου καὶ τοῦ φυσικοῦ τοῦ οἰκείου ίδιωτικοῦ ἦταν δύο ἀλληλεξαρτώμενα μόρια ποὺ ἀφοῦ ἔσπασε ἡ σχέση αὐτῶν ἅμα μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ἰδέας τῆς ἐλευθερίας, μόνον στὴν οὐτοπία τοῦ Rousseau δὲν ὡδήγουν. Τοὐναντίον, ὡδήγησαν στὸν ἐφιάλτη του: στὴν βιομηχανικὴ μητρόπολη τοῦ τέλους ιθ΄ αἰ. τὰ μέσα ἐκείνου ποὺ ὀνομάζουμε κοινωνικότητα, εἴτε εἶναι καλοὶ τρόποι, ἔνδυμα ἢ πρόσοψη κτηρίου, τὶ κἂν εἶναι σὲ πλῆθος παρηγμένα καὶ πανομοιότυπα, δὲν προστατεύουν ὡσὰν τοίχος τὸν προσωπικὸ βίο, ἀλλὰ τρόπον τινά ἐκφράζούν τι, προσωπικότητα, χειραφέτηση. Κατὰ ἀναλογία μὲ τὴν πλάνη τοῦ ἐμπορεύματος ―ἡ παρὰ Marx Mystifikation, ἡ προσωπικότης εἶναι μυστήριο πρὸς λύση καὶ κατὰ τὸν Sennet δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ψυχανάλυση καὶ τὸ ἀστυνομικὸ μυθιστόρημα γεννῶνται τὸν ιθ΄ αἰῶνα. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ σημασία τῆς ἱστορίας ὡς νοσταλγίας κάποιας ἐποχῆς ἀθωότητας[xxiii]. Ἔτσι ἡ bourgeoise Kultur ἐνδύεται ὡς ἰδεολογία ἱστορικοὺς ῥυθμούς. Τὰ λεγόμενα hausmannien κτήρια στὸ Παρίσι, δηλαδή ὅσα ἐκτίσθησαν μετὰ τὴν πολεοδομικὴ διαμόρφωση τῆς πόλης ὑπο τοῦ βαρώνου Hausmann, ἐπάρχου τοῦ Λουδοβίκου Ναπολέοντος Γ΄, δὲν εἶναι ἀλλὰ τετραώροφες (μὲ μεσόροφο) πολυκατοικίες (insulae) μὲ τὸν bourgeois δεσπότη νὰ διαμένῃ στὸν piano nobile καὶ νὰ ἐνοικιάζει τὴν boutique (taberna) ἐπὶ τῆς ὁδοῦ καὶ τὰ διαμερίσματα τοὺς λοιποὺς ὀρόφους, ἐνδύονται ὅμως κάποια ἱστορικὴ μορφή ἵνα ὁμοιάζουν μὲ ἰδιωτικὰ παλάτια. Τῆς ἐποχῆς τούτης (1867) εἶναι ἡ συλλογὴ τῶν Léon Isabey καὶ Leblan, villas, maisons de ville et de campagne composée sur les motifs d’habitation de Paris moderne dans le styles ses XVIe, XVIIe, XVIIIe, XIXe siècles et sur un choix des maison les plus rémarquables de l’étranger ποὺ ὅπως γράφουν στὸν πρόλογο, δίδουν πρότυπα σπιτιῶν πρὸς ἀρχιτέκτονες καὶ ἰδιοκτήτες σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἀφενὸς ἡ ἐπανάσταση στὶς γνώμες [goûts] τῶν πλέον ἐνεργῶν καὶ πεφωτισμένων κατοίκων τοῦ ἄστεως τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἐξοχή, καὶ ἀφετέρου ποὺ ὁ κάθεὶς πλέον δύναται νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης γῆς [propriétaire foncier]. Πρόκειται περὶ ἐξοχικῶν κατοικιῶν ἀναψυχῆς στὸν τύπο τοῦ pavillon, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων παρομοίου μεγέθους, μέ, ἐκτὸς τῶν βασικῶν χώρων, αἴθουσα μπιλιάρδου καὶ κάποιο δωμάτιο ἐργασίας ἢ βιβλιοθήκη.
[ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ: GRACHTENPAND ΚΑΙ ΠΑΛΛΑΔΙΑΝΕΣ ΕΠΑΥΛΕΙΣ] Μαθητὴς τοῦ Blondel ὁ ἀπὸ Βαλλωνίας ὠρμόμενος Jean-François de Neufforge ἀρχιτέκτων καὶ χαράκτης ἐκδίδει καὶ αὐτὸς συλλογὴ μὲ ῥυθμοὺς καὶ σχέδια προσόψεων καὶ κατόψεων σὲ ὁκτὼ τόμους (1757-1768) μὲ τίτλο receuil élémentaire d’ architecture ὅπου εἰσάγει καὶ τὸν νεοπαλλαδιανὸ ῥυθμό. Ταξινομεῖ τὶς κατόψεις ὅπως ὁ Le Muet, κατὰ μέγεθος (ἀπὸ δύο toises πρόσοψη μέχρι εἴκοσι τριῶν). Κἄν ἠργάσθη στὸ Παρίσι τὰ σχεδιἀ του ἐμφανίζουν διαφορὲς τῶν μέχρι τότε γαλλικῶν. Καταρχὰς οἱ χῶροι εἶναι ἴδιοι μέν, διανενεμημένοι συμμέτρως δέ, κατὰ τὸ παλλαδιανὸ πρότυπο. Δεύτερον, στὶς στενόμακρες κατόψεις υἰοθετεῖται ἀφενὸς διάδρομος σὺν κλίμακα (ἀντὶ χωριστοῦ κλιμακοστασίου) ἐνῷ τὴν πλευρὰ πρὸς τὴν δημοσία ὁδὸ καταλαμβάνει ἐμπορικὸ μαγαζί (boutique), στοίχεια βεβαίως συνήθη ἀργότερο στὰ κτήρια τοῦ ἄστεως τοῦ ιθ΄ αἰ. Τέτοιες πρακτικότερες λύσεις πρέπει νὰ ἔχουν τὴν καταγωγὴ στὶς ἐλεύθερες πόλεις τῆς Φλάνδρας ποὺ κατέκτησε ὁ Καρολος ὁ Τολμηρός, δοὺξ τῆς Βουργουνδίας, μετέπειτα ἰσπανικὲς δεκαεπτὰ ἐπαρχίες ποὺ ἐχωρίσθησαν στὶς Ἑπτὰ Ἐπαρχίες τῶν Κάτω (Νερτέρων) Χωρῶν (Republiek der Zeven Verenigde Nederlanden) καὶ τὶς προσηρτημένες στὴν Γαλλία Φλάνδρα καὶ Βαλλωνία. Σὲ τέτοιες ἐμπορικὲς πόλεις τὰ σπίτια συνδυάζουν τὴν ἐμπορικὴ μὲ τὴν οἰκητική χρήση ὅπως στὴν Βενετία. Τέτοιο εἶναι τὸ grachtenpand, τὸ σπίτι ἐπὶ τῆς διώρυγας. Συνήθως ὑπερυψωμένο μὲ ἀναβαθμὸ λίγων βαθμίδων σὲ bel-étage διὰ τὸν φόβο τῶν ἐπικλύσεων, ἔχει ἐμπορικὸ μαγαζὶ ἐπὶ τῆς παροχθίας ὁδοῦ καὶ σάλλα κατόπι νὰ φωτίζεται διὰ φωταγωγοῦ, ἐνῷ διάδρομος μὲ κλίμακα ὁδηγεῖ στὴν ὀπίσω σάλλα τοῦ κῆπου, καὶ στοὺς ὀρόφους, ποὺ φθάνουν συνολικὰ τοὺς πέντε ὑπὲρ τὸ ὑπόγειο. Σὲ τοῦτο εὑρίσκονται δοῦλοι χῶροι καὶ τὸ μαγειρεῖο. Στὸν ἀριθμὸ 187 τῆς Kaizergracht (ἀκριβῶς: βασιλικὴ διώρυξ) σὲ κτήριο ἠγορασμένο τὸ 1714 ἀπαντῶμε στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου petit salon καὶ grand Salon de réception ὅπως τὸ διέμορφωσε ὁ δεσπότης του Matthijs Beuning ὁ ὁποῖος μετεκόμισε ἀπὸ τὸ πατρικό του στὸ πλαϊνὸ 185. Στὰ σπίτια τῆς Φλάνδρας καὶ τῶν ἑπτὰ ἡνωμένων ἐπαρχιῶν ὅπως βλέπομε σὲ ζωγραφικοὺς πίνακες τῶν ιε΄, ιϛ΄, ιζ΄ αἰώνων, ἡ μεγάλη σάλλα περιέχει τράπεζα φαγητοῦ καὶ κρεβάτι μὲ αὐλαία (baldaquin, baldacchino) πλησίον τῆς ἑστίας. Τοῦτο, γράφει ὁ Braudel ἦταν τρόπος νὰ ἐπιτυγχάνουν μεγαλοπρεπεῖς χώρους σὲ μέσης ἔκτασης κατοικίες. Στὸ grachenpand ὁ χῶρος τοῦ ἀναβαθμοῦ καὶ τοῦ μαγαζιοῦ εἶναι περιοχὴ ἀλληλοχωρίας δημοσίου καὶ ἰδιωτικοῦ. Ὅμως δύναται νὰ ὑπάρχουν κοινοὶ χῶροι καὶ ἐσωτέρω ὅπου κατοικοῦν πλέον τῆς μίας οἰκογενείας, ὅπως φανερώνουν ἀρχεῖα μαρτυρίων δικαστικῶν πράξεων μεταξὺ 1656 καὶ 1791 ὅπου ὑποδεικνύονται χώροι διενέξεων[xxiv]. Ἂν ἐξαιρέσωμε τοὺς ἄρχοντες, δὲν ὑπάρχει ἄκρατος χωρισμὸς ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου (ὅπως πχ. στὸ σπίτι πέριξ αὐλῆς) παρὰ κάποιο status quo καὶ πρὸς τοῦτο οἰ δίκες. Βεβαίως κατεξοχὴν χῶρος τῆς πολιτικῆς εἶναι ὁ δρόμος, καὶ κατεξοχὴν οἰκεῖος χῶρος εἶναι ὁ τῆς γενετήσιας πράξης. Ἐκτὸς τῶν συνεχομένων κατοικιῶν τοῦ ἄστεως ἀπαντῶται πανταχόθε ἐλεύθερα κτήρια σὲ παλλαδιανὴ πρὸς κέντρο συμμετρία (ἢ πρὸς ἄξονα) ὅπως ἐκεῖνα ποὺ σχεδίασε ὁ Pieter Post καὶ έξέδωσε τὸ1715 ὡς les ouvrages d’ architecture ordonnées par Pieter Post: τὴν οἰκία τοῦ πρίγκηπα J. Maurice τοῦ Nassau, τὴν Sale d’Orange (Sael van Orange) τῆς πριγκηπίσσης Ἀμαλίας, τὴν οἰκία ἐν Swanenburg, τὴν οἰκία ἐν Ryxdorp ποὺ μόλις διαφέρουν ἀπὸ ἕνα δημόσιο κτήριο ὅπως τὸ stadt-huis τοῦ Maastricht.
[ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ: HALL, SOLAR, PARLOUR] Ἤδη στὰ τέλη τοῦ ιϛ΄ αἰ. καὶ καθ’ ὅλον τὸν ιζ΄, σχέδια λεπτομερειῶν καὶ τεχνῖτες τῶν Κάτω Χωρῶν ἀπαντῶνται στὴν γειτονικὴ Ἀγγλία μὲ δεῖγμα τὸ κτήριο τοῦ Royal Exchange (Βασιλικό Ἐμπόριο, χρηματιστήριο) τοῦ Sir Thomas Gresham, κτισμένο ὑπὸ τοῦ Hans Hendrik van Paesschen, ἀρχιτέκτονα άπὸ τὴν Ἀμβέρσα. Τὸ θέμα θίγει μελέτη τοῦ H.J. Louw, Anglo-Netherlandish Architectural Interchange c. 1600-c. 1660 τοῦ 1981[xxv]. Οἱ ἐπιρροὲς εἶναι κυρίως διακοσμητικῶν στοίχειων, artisan mannerisms, ὅπως τὸ περίφημο Dutch gable, τὸ κυματιστὸ ἀέτωμα ποὺ ἐπενοήθη ὡς τέτοια ἐπιτήδευση στὴν Φλάνδρα. Ἄλλο, εἶναι ἡ διπλοῦ ὕψους πλινθίνες δωρικές παραστάδες στὴν πρόσοψη, ἐκ τοῦ λιθίνου γαλλικοῦ προτύπου. Ὅμως καὶ τὰ ἔργα τοῦ Inigo Jones ἐλήφθησαν ὡς πρότυπα, ὅπως στὸ σπίτι τοῦ διπλωμάτου καὶ ποιητοῦ Constantijn Huygens με τοὺς ἐπαλλήλους ῥυθμοὺς καὶ τὸ κεντρικὸ ἀέτωμα κατὰ τὸ Banqueting Hall. Ὁ ἀρχιτέκτων του καὶ εἰσηγητής τοῦ παλλαδιανοῦ ῥυθμοῦ στὶς Ἡνωμένες Ἐπαρχίες ἦταν ὁ Jacob van Campen τὸν ὁποῖον κληρονομοῦν ὁ Post ἢ ὁ Arent van’s Gravesande.
Ἡ Ἀγγλία λοιπὸν ἦταν καὶ αὐτὴ χῶρα στὴν ὁποῖα ἔφθασαν οἱ μορφὲς τῆς ἰταλικῆς ἀναγέννησης, διὰ Φλάνδρας ἢ ἀπευθείας, ὅμως, ὅπως καὶ στὴν Γαλλία ὑπήρχε τί τὸ ἐγγενὲς στὴν νομὴ τῆς κάτοψης. Τοῦτο εἶναι καταρχὰς ἡ hall(e), (σαξωνιστί heall, γερμανιστί halla, βαταβιστί, hal) ποὺ σημαίνει αἴθουσα, συνήθως διπλοῦ ὕψους ἄφου πρωταρχικῶς εἶχε ἄνοιγμα στὴν ὀροφὴ πρὸς διαφυγὴ τοῦ καπνοῦ τῆς ἑστίας (ὅπως τὸ μέγαρο καὶ τὸ αἴθριο). Ἡ ἀνοικτὴ hall εἶναι ὁ χῶρος ποὺ συνηθροίζετο ἡ φρατρία, ἀλλὰ καὶ μισθωτὲς τῆς γῆς καὶ οἰκέτες τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ λέξη hall ὅπως καὶ ἡ court χρησιμοποιοῦνται ἐναλλαξ μὲ τὴν λέξη house ἵνα δηλώσουν τὸ ἀρχοντικὸ σπίτι. Τέτοια εἶναι ἡ συμβολικὴ σημασία ὥστε ἕνιοι (καὶ μὴ ἄρχοντες) νὰ τὴν κρατοῦν τύποις πρὸς εὐδοξία, ὅταν πλέον ἀχρηστεύται. Ἐκτότε τὸ σύνηθες εἶναι νὰ διαμοιράζηται σὲ δώματα ἢ νὰ χαμηλώνῃ ἡ ὀροφή του[xxvi].
Ἡ βασικὴ τρίμερης κατανομὴ ποὺ μετεχειρίσθημε στὴν ἀνάλυση τοῦ ἀγγλικοῦ βικτωριανοῦ σπιτιοῦ στὸ τρίτο κεφάλαιο, κοινωνικὸς χῶρος, ἰδιωτικὸς χῶρος καὶ δοῦλος χῶρος, ἔχει ἱστορικῶς στὰ μεσαιωνικὰ ἀρχοντικὰ καὶ κάστρα τῆς Βρεταννίας καὶ τῆς βορείου Γαλλίας ὡς hall, solar και μαγειρεῖο. Τὸ solar εἶναι λοιπὸν τὸ δεύτερο χαρακτηριστικό, ὁ οἰκεῖος χῶρος τοῦ κυρίου καὶ τῆς κυρίας μακρὰν του θορύβου τῆς hall καὶ τῶν ὀσμῶν τοῦ μαγειρείου. Τὸ ἔτυμον τῆς λέξης εἶναι ἀσαφές, μπορεῖ νὰ προέρχηται ἐκ τοῦ λατινικοῦ solarium (ἡλιακός) ἀλλὰ πιθανώτερο εἶναι ἐκ τοῦ γερμανικοῦ salą, φραγκικοῦ sali ποὺ δίδει τὴν salle, sala, salon. Στοὺς πύργους, στὸ ἰσόγειο εἶναι τὸ μαγειρεῖο, στὸν πρῶτο ὄροφο εἶναι ἡ hall καὶ στὸν ὑψηλότερο, τὸ solar. Μᾶς θυμίζει τὸ αἰγυπτιακὸ ὑπερῷο ἢ τὴν γυναικωνίτιδα. Αὐτοῦ εἶναι ὡσὰν βίγλα, τὸ μέρος ποὺ ὑποχωρεῖ ἡ οἰκογένεια σὲ κάποια ἐπίθεση ἵνα προφυλαχθῇ. Ἀλλὰ δύναται νὰ εἶναι καὶ μόνος πύργος. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἐλαφρὸ διάφραγμα [screens-passage] ποὺ δημουργεῖ πέρασμα ἐγκαρσίως στὴν ἄκρη τῆς hall. Τὸ parlour πάλιν, εἶναι κάποιο οἰκειότερο τῆς hall καθιστικὸ δῶμα συνήθως παρὰ τὴν hall. Προθάλαμος δὲν ὑφίσται καθὼς ἡ ἴδια ἡ hall ἔχει τέτοια χρήση, ἐκτὸς κάποιου vestibule-προδόμου στὴν εἴσοδο, στὴν ἄκρη τῆς hall καὶ συχνὰ σὲ προεξοχή, ἀπαραίτητου ὥστε νὰ μὴν εἰσέρχεταί τις κατευθείαν ἀλλὰ καὶ νὰ διακόπτῃ τὰ ῥεύματα τοῦ ἀνέμου.
Σὲ σπίτια οἰκισμῶν ποὺ ἐκθέτει ὁ William Abel Pantin στὸ Medieval English Town-House Plans (1962)[xxvii], τὸ solar ἀπαντᾶται εἴτε ὡς πτέρυξ παρὰ τὴν hall, μάλιστα καθέτως ὥστε νὰ σχηματίζῃ γᾶμμα καὶ νὰ ὁρίζῃ αὐλή (Old Warden’s house, Oxford), εἴτε ἄνωθε κάποιου parlour (Scaplen’s court, Poole, μὲ περίκλειστη αὐλὴ καὶ κῆπο), εἴτε σὲ μεσόροφο ὕπερθε τῆς hall (Beam Hall, Oxford) ἢ τοῦ μαγειρείου (46, Broad Street Oxford). Ὅταν ἐπὶ τοῦ δρόμου εὑρίσκονται μαγαζία καὶ ἡ hall ἀναπέπταται σὲ ὀπίσω αὐλή, τὸ solar μπορεῖ νὰ εὑρίσκεται ὕπερθε αὐτῶν (Tackley’s Inn, Oxford, 40, Jordan Well, Coventry, 8, Gosford street, Coventry).

σχέδιο του Pantin
Ἡ λίθινη ἀγροικία στὸ Hodley τοῦ ιϛ΄ αἰ. ποὺ περιγράφει σὲ ἄλλη μελέτη του ὁ Pantin (Houses of the Oxford Region, 1960)[xxviii], περικλείει αὐλὴ μὲ εἴσοδο κατὰ βορρᾶ, ἔχει μεγάλη αἴθουσα στὴν νότια πλευρά, πιθανὸν τὴν hall, σειρὰ parlours στὴν ἀνατολικὴ πλευρά μὲ solars ὕπερθε αὐτῶν καὶ μαγειρεῖο καὶ λοιποὺς δούλους χώρους στὴν δυτική. Οἱ προσανατολισμοὶ καὶ βεβαίως τὰ ἀνοίγματα δεικνύουν ὅτι οἰ χῶροι ἡλιάζονται ἀπ’ ἔξωθε καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αὐλή ὅπως συμβαίνει στὰ σπίτια μὲ κέντρο τὴν αὐλὴ ποὺ εἴδαμε. Ἐπίσης κατὰ τὸν ιθ΄ προσετέθη διάδρομος στὰ δώματα τοῦ ὀρόφου τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς, ἀπὸ πλευρᾶς τῆς αὐλῆς. Εἶναι ἡ κατοικία τῆς οἰκογενείας Gregory, οἰκογένειας yeoman, ποὺ ηὔξησε τοὺς πλούτους της ἐπὶ Ἐλισάβετ Α΄ μὲ τὸν τότε πληθωρισμό καὶ σταθερὲς τὶς δαπάνες (ἡ νοθευμένη στερλίνα ὕψωσε τὶς τιμές ἀρχικῶς καὶ ἡ εἰσαγωγή ἰσπανικοῦ ἄργυρου τὶς σταθεροποίησε ἔκει ποὺ ἦσαν) ποὺ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀγοράσουν κτήνη. Στὴν ἀπογραφή τοῦ 1717 τοῦ Thomas Gregory ὅπου ἀναγράφονται οἱ κλίνες, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ κύριος κοιτῶν εἶναι στὴν ἀνατολική πλευρά, ἐνῷ τῶν οἰκετῶν στὴν δυτική τῆν ὀποία καὶ ἐξυπηρετεῖ δευτέρα κλίμακα. Μεταξὺ τούτης καὶ τῆς hall κεῖται τὸ μαγειρεῖο, στὴν δυτικὴ γωνία.

Πηγή: Pantin & Jope
Τέλος, ὁ Pantin μὲ τὸν E.M. Jope[xxix] μελέτησαν κατὰ τὴν κατεδάφιση τοῦ γεωργιανοῦ Clarenton Hotel τὴν δεκαετία τοῦ 1950 στὴν Ὀξφόρδη τὰ προϋπάρχοντα ξυλοπαγῆ πανδοκεῖα, τὸ Star Inn (στὴν θέση του Marshall Inn, 1550-60, νέα πρόσοψη 1778) καὶ τὸ King’s Head (στὴ θέση τοῦ Pyry Hall, μόλις νωρίτερα τοῦ 1613). Ἀμφότερα ἔχουν πλευρὰ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, τὸ μέν Star Inn σχηματίζει κλειστὴ αὐλή, τὸ δὲ King’s Head σὲ σχῆμα γᾶμμα ἀναπτύσσεται κατὰ μῆκος τῆς στενόμακρης αὐλῆς ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς στάβλους. Ἀμφότερα ἔχουν στοές στὸ ἰσόγειο καὶ διαδρόμους ὕπερθε ἵνα ὁδηγοῦν στὰ δώματα.
[CASTLE, LODGE, PRODIGY HOUSE] Ὅπως καὶ στὴν Γαλλία, τὰ ἀρχοντικὰ τὰ ὁποῖα καὶ λαμβάνουν τὶς ἐπιτηδεύσεις τῶν ἰταλικῶν ῥυθμῶν εἶναι κάστρα ποὺ ἐγκαταλείπουν τὴν ὀχυρὴ μορφή. Ὅμως στὴν Ἀγγλία δὲν συμπεριλαμβάνεται ἡ αὐλὴ ὅπως στὸ hôtel particulier ἀλλὰ εἶναι ὁ συμπαγής πύργος, ὁ γουλᾶς (donjon, keep) ποὺ εὑρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ κάστρου. Ἴσως τὸ ὅτι ὁ τύπος τοῦ βορείου σπιτιοῦ ποὺ ἐπεβλήθη διεθνῶς εἶναι ἐξωστρεφὴς ὁφείλεται μᾶλλον σὲ τοιαύτη καταγωγὴ παρὰ στὸν παλλαδιανὸ σύμμετρο τύπο ποὺ προσηρμόσθη σὲ αὐτό. Τέτοια μεταμόρφωση τοῦ πύργου ἦταν ὁ μακρὸ σπίτι, ὅπως εἶναι τὸ Aubourn Hall στὸ Lincolnshire (μετὰ τὸ 1628, πιθανῶς τοῦ Smythson) ἀρχικῶς σὲ σχῆμα γᾶμμα μὲ hall, parlour ἐμπρὸς καὶ κλιμακοστάσιο ὀπίσω, τὰ Caberswall Castle στὸ Staffordshire (μετὰ τὸ 1611), τὸ Kiplin Hall στὸ βόρειο Yorkshire (1619), τὸ Treowen στὸ Gwen (1627) τοῦτα μὲ ἐγκάρσιο διάδρομο ἀρχόμενο τῆς εἰσόδου ποὺ διασχίζει τὴν hall ὀριζόμενος μὲ διάφραγμα, ἐνῷ κατὰ μῆκος ἔχουν παχὺ τοίχο (ὅπως τὰ διπλοῦ σώματος γαλλικά σπίτια) ὅπου χωνεύονται οἱ καμινάδες. Ἡ ἀπώλεια τῆς ἀρχικῆς χρήσης τῆς hall ἐπιτρέπει νὰ εὑρεθῇ στὸν ὄροφο ὅπως στὸ Oxwich Castle (1538) κάτι ποὺ ὅμως συνέβαινε ἤδη πρὸς ἅμυνα στοῦς γουλᾶδες. Σὲ μᾶλλον ἀναλογία τετραγώνου καὶ σχήματος γᾶμμα εἶναι τὰ Beckington Castle στὸ Somerset (δεκαετία 1580), High Hall στὸ Suffolk (1590 ἢ 1611), τὸ Henblas στὴν Llanasa (1645). Ὁ κανὼν εἶναι τρία δώματα ἀνὰ ὄροφο καὶ δύο ὀρόφους ὕπερ τὸ ἰσόγειο. Στὸ ἰσόγειο κεῖνται hall, μεγάλο parlour, μαγειρεῖο, στὸν πρῶτο ὄροφο τὰ σεμνὰ δώματα, εὐκτήριο, καὶ στὸν τελευταῖο, κοιτῶνες. Μικρότερα σπίτια εἶναι τὰ gatehouses στὶς πύλες κτημάτων (πχ. Tixall gatehouse) καὶ τὰ lodges, αὐτόνομα ἐξοχικὰ καταλύματα ποὺ ὅπως τὰ γαλλικὰ pavillons δύναται νὰ εἶναι εἴτε κηποσπίτα, εἴτε πυργοειδεῖς maisons de vacances ἢ κυνηγετικὰ περίπτερα (hunting lodges). Τὸ Red Lodge στὸ Bristol (1590) ἦταν κάτι σὰν ξενὼν καὶ συμποτικὸ περίπτερο στὸν κῆπο τοῦ Great House τοῦ Sir John Younge. Κατὰ τὸν ιζ΄ αἰ. πολλὰ ἀρχοντικὰ λαμβάνουν προμαχῶνες στὶς γωνίες (πχ. Lulworth Castle, Dorset, 1606, The Little Castle, Bolsover, Derbyshire 1612, Rhiwperra Castle, Glamorgan 1626) διὰ τὸ γραφικὸ τοῦ πράγματος, ποὺ ὅμως χρησίμευσαν κατὰ τὸν ἔνδημο πόλεμο.

Aubourn Hall. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes

Caverswall Castle. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes

Kiplin Hall. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes

Beckington Castle. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes

The Little Castle. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes.

The Little Castle, τομή. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes. Σχέδιο: Mark Girouard
Ἡ περίοδος τῆς Έλισάβετ καὶ τοῦ Ἰακώβου εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν prodigy houses, περιφανῶν καὶ εὐμεγέθων ἐπαύλεων κτισμένων συνήθως ὑπὸ αὐλικῶν ἢ οὐμανιστῶν ἀριστοκρατῶν, ὡς δαιδάλματα δήλωσης προσωπικῆς γνώμης καὶ καλλιεργείας, καὶ εἶναι ἡ βάση τῆς εἰσαγωγῆς τῶν ξένων ῥυθμῶν. Τὰ ἀρχοντικὰ Longleat House (1568-80), Wollaton Hall (1580-88), Hardwick Hall (1590-97) ―τρεῖς κατοικίες τοῦ ἀρχιτέκτονα Smythson, ἢ τὸ λεγόμενο Beaufort House στὸ Chelsea (ἀρχικῶς ἐκτίσθη περὶ τὸ 1520 ὡς κατοικία τοῦ Sir Thomas More), ὄχι μόνον συνθέτουν ἰταλικὰ στοιχεῖα μὲ μεγάλα γοτθικὰ ἀνοίγματα ἢ ψευδοπρομαχώνες ποὺ γίνονται bow-windows στὸν λεγόμενο ῥυθμὸ Τύδωρ, ἀλλὰ ἔχουν καινοφανεῖς νομές χώρων. Τὸ Longleat House ἀναπτύσσεται ἰταλιστὶ πέριξ δύο αὐλῶν μὲ τὸ κλιμακοστάσιο στὴν μέση. Καίτοι δὲν λείπουν παραδοσιακὰ στοιχεῖα ὅπως ἡ διάβαση πλευρικῶς τῆς διπλοῦ ὕψους hall διὰ διαφράγματος, οἱ χῶροι προσεγγίζονται διὰ περιμετρικῆς κλειστῆς στοᾶς (gallery) ἐνῷ στὸ drawing room, εἰσέρχεταί τις διὰ δύο ἑκατέρωθε προθαλάμων. Τὸ Beaufort House (κατεδαφίσθῃ ὑπὸ τοῦ Sir Hans Sloane τὸ 1734 ἄμα τὸ ἠγόρασε), ὡς κατοικία τοῦ More ―ὅπως ἐμετρήθῃ ὑπὸ τοῦ J. Symonds προτοῦ κάμῃ ἀλλαγὲς ὁ Sir Robert Cecil, εἶχε παρὰ τὴν εἴσοδο μεγάλη hall (μὲ διάφραγμα) σὲ ὅλο τὸ εὖρος τοῦ κτηρίου. Στὴν μέτρηση τοῦ John Thorpe τὸ 1595 ὑπάρχει κεντρικός διάδρομος καὶ δεύτερη σειρὰ δωματίων, με γενικὴ διάταξη γαλλικοῦ hôtel parτiculier μὲ αὐλὴ ἐμπρὸς καὶ terrace μὲ μεγάλο κῆπο ὀπίσω[xxx]. Ὁ Thorpe θεωρεῖται εἰσηγητὴς τοῦ διαδρόμου ―προτοῦ τὸν χρησιμοποιήσῃ ὁ Sir Roger Pratt στὸ Coleshill house (1660), κατεξοχὴν ἴδιον τοῦ ἀγγλικοῦ σπιτιοῦ ἔκτοτε, ποὺ ἐπιτρέπει ἰδιωτικότητα σὲ κάθε δῶμα, καθὼς λέγεται ὅτι σχεδίασε τέτοιο διὰ σπίτι στὸ Chelsea. Ἡ Wollaton Hall πάλιν, ἔχει περίκεντρο σχέδιο στὸ ὕφος τοῦ Serlio, ὅμως τὴν θέση τῆς κεντρικῆς αὐλῆς καταλαμβάνει τριώροφη hall μεγάλη σὰν βασιλική, μὲ μαρμάρινο ἁψιδωτὸ διάφραγμα στὴν εἴσοδο καὶ φωτισμένη παρὰ περιμετρικῶν φεγγιτῶν, ἐνῷ ὕπερθε ἔχει prospect room πρὸς ἔποψη τῆς πεδιάδας. Στὴν Hardwick Hall ἡ hall κεῖται ἐγκαρσίως καὶ παρότι διπλοῦ ὕψους χρησιμεύει μᾶλλον ὡς χῶρος μετάβασης στοὺς ἀνωτέρους ὄροφους ὅπου εὑρίσκονται τὰ σεμνὰ δώματα (state rooms). Πράγματι ὅλο τὸ ἰσόγειο πέραν τῆς hall, τοῦ ἐπίσης διώροφου εὐκτηρίου καὶ τοῦ κυρίου κλιμακοστασίου, ἔχει δοῦλες χρήσεις καὶ θαλάμους οἰκετῶν: μαγειρεῖο καὶ οἰνοθήκη (buttery) ἐξ ἀριστερῶν τῆς hall, ἐδεσματοθήκη (pantry) καὶ parlour καὶ hall οἰκετῶν ἐκ δεξιῶν. Τὸ κλιμακοστάσιο ὁδηγεῖ στὰ δώματα τῆς δεσπότιδος (drawing room καὶ κοιτών) καὶ διὰ ἐξώστου ὕπερθε τοῦ διαφράγματος τῆς εἰσόδου κοινωνεῖ μὲ τὸν κάτω μεγάλο θάλαμο καὶ τὸ velvet room. Κατὰ τὸν ιη΄ παρὰ τὸ drawing room εἶναι ὁ κοιτὼν τοῦ δουκὸς καὶ μετὰ τὸν ἔξωστη τοῦ hall τὸ δειπνητήριο καὶ στὸ ἄκρο ὁ κοιτὼν τῆς δουκίσσης. Στὸν ὑψηλότερο ὄροφο εὑρίσκονται ὁ ἄνω μέγας θάλαμος, τὸ πράσινο δωμάτιο καὶ ὁ γαλάζιος κοιτών, ἐνῷ ὅλη τὴν ὀπίσω κατὰ μῆκος πλευρὰ καταλαμβάνει γαλαρία γαλλιστί. Ἡ ἐγκαρσία hall μὲ τὸ κλιμακοστὰσιο ἐπαναλήφθη στὸ σπίτι τοῦ τυραννοκτόνου Sir John Danvers στὸ Chelsea (ποὺ κατεδαφισθη περὶ τὸ 1720 ἀλλὰ γνωρίζουμε ἀπὸ σχέδιο τοῦ John Thorpe) καὶ κατόπιν σὲ σχέδιο τοῦ Inigo Jones στὸ Chevening Park (δεκαετία 1620) καὶ στὸ Gunnerbury House πλησίον τοῦ Brantford τοῦ Middlessex (πίναξ 17 τοῦ Vitruvius Britannicus τ. I) καὶ θὰ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ παλλαδιανοῦ ῥυθμοῦ ἀλλὰ καὶ ἐν γένει τοῦ ἀγγλικοῦ σπιτιοῦ.
.

Chevening Park. Πηγή: Andor Gomme & Alison Maquire, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes.
Ἄν λέγαμε, ὁ νεοκλασικὸς ῥυθμὸς ποὺ φθάνει στὴν Γαλλία κατὰ τὰ μέσα τοῦ ιη΄ αἰ. ἐπινοεῖται ὡς πρώιμος παλλαδιανὸς ῥυθμὸς στὴν Ἀγγλία καὶ περνάει ἐκεῖ πιθανῶς διὰ τῶν Κάτω Χωρῶν ἀλλὰ καὶ ἀμέσως κατὰ τὸν ἀνανέωση τοῦ παλλαδιανοῦ ῥυθμοῦ τῶν ἀρχῶν τοῦ ιη΄ αἰ. καὶ τοῦτο διὰ ἕναν καὶ μόνον λόγο, ὅτι ἡ ἱστορικὴ μορφὴ τοῦ πύργου καὶ τῆς hall ὡς πυρῆνα του ἅρμοζε μὲ τὴν ἐπιτήδευση τοῦ παλλαδιανοῦ disegno (συμμετρία, κεντρικὴ αἴθουσα). Ἀλλὰ ἂς ἴδωμε τὴν συνέχεια στὴν Βρεταννία.
[TORY BAROQUE & WHIG ΑΝΑΝΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΛΑΔΙΑΝΟΥ ΡΥΘΜΟΥ] Ἅμα μὲ τὴν μεγάλη πυρκαϊὰ τοῦ Λονδίνου, ὁ Christopher Wren ἀνέλαβε νὰ οἰκοδομήσῃ πάλιν τὶς ἐκκλησίες καὶ ἔτσι κάπως ἐγκαταλείπεται τὸ ὕφος τοῦ Inigo Jones καὶ εἰσάγεται ὁ ῥυθμὸς τοῦ baroque, προσήκων ἄλλωστε στὴν παλινόρθωση τῶν Stuarts. Ναί, εἶναι ὕφος μᾶλλον μεγάλων ἀρχοντικῶν παρὰ τῆς μέσης κατοικίας, ὅχι μόνον ἕνεκα τοῦ ὀργανικοῦ στὸ baroque γλυπτοῦ διακόσμου ―οἱ Ἄγγλοι οὔτως ἢ ἄλλως δὲν ἐδύναντο νὰ κάμουν τὶς ὑπερβολὲς τῶν μεσογειακῶν τὶς ὁποῖες καὶ μέμφεται ὁ Campbell στὸν Vitruvius Britannicus, ἀλλὰ κυρίως ἕνεκα τῆς μεγαλόσχημης διάταξης στὸ πρότυπο τῶν παλατιῶν τοῦ ἐγχειριδίου τοῦ Antoine Le Pautre (Desseins de plusieurs palais, plans, & élévations en perspective géométrique 1652), πέριξ αὐλῆς ἢ κατὰ πτέρυγες.
Τὸ σπίτι τοῦ δουκὸς τοῦ Montague στὸ Bloomsbury τοῦ Λονδίνου (πωλήθη στὸ Βρεταννικὸ Μουσεῖο τὸ 1756 καὶ στὴ θέση του ἀνηγέρθη τὸ 1840 τὸ παρὼν κτήριο) ἦταν ἡ μεγαλωτέρα κατοικία τῆς πόλης, ἕνα γαλλικὸ hôtel particulier μὲ αὐλῆ καὶ κῆπο ποὺ σχεδίασε γάλλος ἀρχιτέκτων ὀνόματι Puget μὲτα τὴν καταστροφὴ τῆς προγενεστέρας οἰκοδομῆς τοῦ 1679 σὲ πυρκαϊὰ τὸ 1686 (πιν. 34, 35, 36 τοῦ Vitruvius Britannicus τ.1). Παρομοίως στὸν τύπο τοῦ hôtel particulier εἶναι τοῦ δουκὸς τοῦ Marlborough στὸ St James park σχεδιασμένο ὑπὸ τοῦ Wren τὸ 1715 (πιν. 39, 40 Vitr.Br. τ.1). καὶ στὸ ἵδιο μέρος τοῦ δουκὸς τoῦ Buckingham (1703, πιν. 43, 44 Vitr.Br. τ.1) ποὺ ἀργότερο ἀγόρασε ὁ Γεώργιος Γ΄ πρὸς χάριν τῆς συζύγου του Καρλόττας καὶ ὁ Γεώργιος Δ΄ ἄμα μὲτὴν ἀνάρρησή του στὸν θρόνο ἐτρέψε σὲ ἀνάκτορο. Ἅπαντα ἔχουν στὸν ἄξονα vestibule ἀπὸ αὐλῆς (μὲ κλιμακοστάσιο πλευρικῶς) καὶ salon πρὸς τὸν κῆπο (μὲ σειρὰ δωμάτων ἑκατέρωθε) σὰν νὰ εὑρίσκουν γαλλιστὶ τὴν σχέση hall καὶ parlour ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ διανομὴ τῆς villa Pojana τοῦ Palladio.
Τὸ χαρακτηριστικότερο ὅμως baroque παλάτι εἶναι τὸ περίφημο Blenheim τοῦ Marlborough στὸ Woodstock τοῦ Oxfordshire (1705-1722) ποὺ σχεδίασε ὁ πολὺς Sir John Vanbrugh. Εἶναι ἐξοχικὴ ἔπαυλη, μὲ εὐρεία αὐλὴ καὶ πλευρικὲς αὐλές, μαγειρείου καὶ στάβλων (πιν. 62 Vitr.Br. τ.1). Τὸ κυρίως σῶμα τῆς οἰκοδομῆς ἔχει κεντρικὴ μεγάλη hall μὲ ἑκατέρωθε κλιμακοστάσια καὶ μικρὲς αὐλές ἑνῷ μετά, κεῖται τὸ salon ποὺ ἀναπέπταται στὸν κῆπο μὲ ἑκατέρωθε enfilade (σειρά) δωμάτων: προθαλάμων, drawing rooms, cabinets.Ἔτσι συνεχίζουν στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ ἑνῷ τὴν δεξία καταλαμβάνει γαλαρία γαλλιστί (πιν. 56 Vitr.Br. τ.1).
Ἄλλο παρόμοιο ἔργο του Vanbrugh εἶναι τὸ Castle Howard στὸ βόρειο Yorkshire, στὸν μετὰ πτερύγων τύπο: ὡς αὐλὴ τὸ κτήριο σχηματίζει κόλπο (μορφὴ ποὺ ἀπαντῶμε καὶ στὸ Blenheim καὶ ἀπαντᾶται στὴν Villa Badoèr τοῦ Palladio (1556), σκάριφο στὸ δεύτερο βιβλίο σελ. 48) μὲ συμμετρικὲς πτέρυγες ποὺ ἀπομονώνουν αὐλὲς μαγειρείου καὶ στάβλων. Οἱ χωριστὲς πτέρυγες δούλων χώρων, ἐκτὸς τοῦ hôtel particulier εἶναι ἐπίσης κλασικὴ παλλαδιανὴ λύση ποὺ θὰ ἀπαντήσωμε ἔκτοτε σὲ πολλὰ ἀρχοντικὰ τῆς ἐξοχῆς: ἀφενὸς ἀπομακρύνονται τοῦ κυρίου οἰκήματος ὀχλήσεις καὶ ὀσμές, ἀφετέρου ἀναδεικνύεται αὐτὸ προοπτικῶς. Ἡ εἴσοδος γίνεται στὴν μεγάλη τρουλοστεγὴ hall μὲ τὰ ἑκατέρωθε κλιμακοστάσια καὶ ἀνοικτὲς αὐλες καθὼς ὁδηγεῖ σὲ δρομικὴ πτέρυγα μὲ διεύθυνση βορρᾶ-νότου, μὲ δώματα σὲ enfilade ἀλλὰ καὶ διάδρομο στὰ νῶτα αὐτῶν, χωρὶς ὅμως νὰ ὁδηγῇ σὲ αὐτὰ ἀλλὰ μόνον στὰ ἀκραῖα (πιν. 63, 64 Vitr.Br. τ.1). Τὸ μεγαλώτερο μέρος κατασκευάσθηκε μετάξυ 1701 μὲ 1709, ἀλλὰ ἅμα μὲ τοὺς θανάτους τοῦ ἀρχιτέκτονα τὸ 1726 καὶ τοῦ πάτρωνα, τρίτου Earl τοῦ Carlisle, τὸ 1738, ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο. Ἡ βορειοδυτικὴ πτέρυξ ἐκτίσθη ἔτσι σὲ παλλαδιανὸ ῥυθμό. Σημαντικὸ μέρος τοῦ κάστρου κάηκε τὸ 1940.
Τὸ Chatsworth house (πιν.72-75 Vitr.Br. τ.1) στὸ Devonshire τοῦ William Cavendish τετάρτου Earl πρώτου δουκὸς τοῦ Devonshire, εἶναι πέριξ αὐλῆς (μάλιστα μὲ κεντρικὴ κρήνη) καὶ ἀποτελεῖ ἀνακατατασκευὴ τῆς ἐλισαβετιανῆς ἔπαυλης τῆς ἰσχυρῆς κομίσσης Elisabeth Talbot countess of Shrewsbury, γνωστῆς ὡς Bess of Harwick. Ὁ τρίτος Earl τοῦ Devonshire βασιλόφρων ποὺ ἀπονόστησε ἅμα μὲ τὴν παλινόρθωση ἀρχισε τὴν ἀναμόρφωση τοῦ κήπου στὸ γαλλικώτερο, καὶ ὁ Ουΐγος ὑγιός του συνέχισε μὲ τὸ κτήριο. Πρῶτον κατεσκευάσθη ἡ νότιος πτέρυξ (1687-9) ὅπου εἶναι ἡ εἴσοδος, μετὰ τὸ κλιμακοστάσιο (1688-9), ἡ hall (1689-91) καὶ ἡ γαλαρία (1693-5) στὴν ἀνατολικὴ πλευρά μετὰ ἡ δυτικὴ πτέρυξ (1701-3) καὶ ἡ βόρειος πρόσοψη (1705-7). Ὁ τέταρτος Earl ἐπέλεξε τὸ 1699 ὡς ἀρχιτέκτονα τὸν Willian Talman. Στὴν δυτικὴ ἄκρη τῆς νοτίου πλευρᾶς κεῖται διώροφο εὐκτήριο, ἐνῷ τὴν ὑπόλοιπη καταλαμβάνουν δώματα ὑπαλλήλων (Auditor’s room, Chaplain’s room), δεξίωσης ξένων (breakfast room). Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ εἶναι ἡ μεγάλη διώροφη hall μὲ τὸ κύριο κλιμακοστάσιο καὶ πλευρικῶς πρὸς τὰ ἔξω δωμάτια οἰκετῶν. Στὴν ἀντίπερα πλευρὰ πρὸς δυσμάς, κεῖνται τὰ δώματα τοῦ δουκός. Στὸν πρῶτο ὄροφο εὑρίσκονται: νοτίως, δωμάτια μουσικῆς, μπιλιάρδου καὶ drawing room· ἀνατολικῶς, μεγάλη γαλαρία ποὺ εἶναι ἡ βιβλιοθήκη, ἐνῷ στὶς ἄλλες, κοιτῶνες. Στὸν δεύτερο ὄροφο εὑρίσκονται τὰ σεμνὰ δώματα (state rooms) στὴν νότιο πτέρυγα πάλιν ―state or scarlet bedroom, state music rᵐ, state drawing rᵐ, state dining rᵐ, τὰ ὁποῖα εἶναι σὲ enfilade ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται καὶ ἀπὸ γαλαρία. Ὁ ὑπόλοιπος ὄροφος ἔχει κοιτῶνες.
Πέραν τέτοιων ὑπερφυῶν ἐπαύλεων ὁ συνήθης τύπος ποὺ ἀπαντῶμε στὸν Vitruvius Britannicus εἶναι ὁ συμπαγέστερος τῆς παλλαδιανῆς villa Pojana μὲ hall καὶ salon στὸν ἄξονα καὶ πλευρικὰ κλιμακοστάσια καὶ δωμάτια σὲ κάθε πλευρά, πάντοτε μὲ προσθία αὐλὴ ποὺ συνήθως ὁρίζουν οἱ συμμετρικὲς πτέρυγες στάβλων καὶ μαγειρείου: οἰκία Stroke στὸ Hereford (1695-98) τοῦ Auditor Foley (πιν. 45 Vitr.Br. τ.1), οἰκία στὸ Roehampton (1710-12) τοῦ μεγαλεμπόρου Thomas Carey ὑπὸ τοῦ ἀρχιτέκτονα Thomas Archer (πιν. 81-2, Vitr.Br. τ.1), οἰκία τοῦ Λόρδου Perceval (πιν. 95 Vitr.Br. τ.1), Eaton Hall, Cheshire (πιν. 35 Vitr.Br. τ.2) ὑπὸ William Samwell, Belton, Lincolnshire (πιν. 37 Vitr.Br. τ.2), οἰκία Roger Hudson Esq., Surrey (πιν. 45 Vitr.Br. τ.2). Στὸ Kings Weston στὸ Bristol (1712-15) (πιν. 47-8 Vitr.Br. τ.1), ὁ Vanbrugh θέτει τὸ κλιμακοστάσιο στὸ κέντρο τοῦ κτηρίου μετὰ τὴν hall, χωρὶς σαλόνι στὸν ἄξονα. Καὶ ἔτσι ἐπιστρέφει ὁ Palladio στὴν βρεταννικὴ ἀρχιτεκτονική. Προτοῦ ὅμως προχωρήσωμε, νὰ μνημονεύσωμε μίαν ἐξαίρεση. Στὸ Easton Neston στὸ Northamptonshire ὁ βοηθὸς τοῦ Wren καὶ συνεργάτης τοῦ Vanbrugh στὰ Blenheim και Howard, Nicolas Hawkmoor, πάρα τὴν γενικὴ διάταξη hôtel καὶ τὴν baroque ῥυθμολογία (ποὺ δὲν ἐφηρμόσθησαν) διανέμει τοὺς χώρους τοῦ κυρίου σώματος τῆς οἰκοδομῆς παραδοσιακῶς: ἀξονικὸς διάδρομος ἔχει τὴν hall στὰ ἀριστερὰ κατὰ μῆκος τῆς πρόσοψης καὶ τὸ κλιμακοστάσιο δεξία στὸ κέντρο, ἐνῷ parlour στὴν ὁπίσω ὄψη κοινωνεῖ μὲ τὴν hall.
Στὶς ἀρχὲς λοιπὸν τοῦ ιη΄ αἰ. ἐγκαταλείπεται βαθμηδὸν τὸ baroque καὶ ἡ γαλλιστὶ διανομὴ τῶν χώρων ἀντὶ τοῦ ἀνακεκαινωμένου παλλαδιανοῦ ῥυθμοῦ (palladian revival, neo-palladianism) ὁ ὁποῖος γίνεται ἔκφραση τῆς παράταξης τῶν Ουΐγων (παρότι ὁ κυριώτερος ἐκπρόσωπος τοῦ Tory baroque στὴν οἰκιστικὴ άρχιτεκτονική, ὁ Vanbrugh, ἦταν τέτοιος). Στὴν κατοικία τοῦ κυρίου Arundal στὸ Stoke park τοῦ Northamptonshire (πιν. 9 Vitr.Br. τ.3) ἡ αὐλὴ εἶναι ὑψωμένη σὲ ἄνδηρο καὶ οἱ συμμετρικὲς παλλαδιανὲς καμπύλες στοὲς ποὺ τὴν κλείουν ἀμφοτέρωθε ὁδηγοῦν σὲ οἰκήματα βιβλιοθήκης καὶ εὐκτηρίου (ἀντὶ στάβλων καὶ μαγειρείου ποὺ εἶναι τὸ σύνηθες). Τὸ ἵδιο τὸ κύριο οἰκοδομικὸ σῶμα ἰσόπεδο στὴν αὐλὴ δὲν ἔχει ὁπίσω ἔξοδο σὲ κῆπο ἀλλὰ ἐφεξῆς vestibule, hall, parlour.
Ὁ ἴδιος ὁ Campbell σχεδίασε μιμήσεις τῆς παλλαδιανῆς ἔπαυλης Capra μὲ κεντρικὸ τρουλλοστεγὲς saloon καὶ πρόπυλα: Merenorth Castle στὸ Kent τοῦ John Fane Esq. (πιν. 53 Vitr.Br. τ.3), Goodwood στὸ Sussex, ἔδρα τοῦ Charles Lennox δουκὸς τοῦ Richmond (πιν. 86 Vitr.Br. τ.3) (τελικὰ ἀνηγέρθη άργότερο σὲ σχέδιο τοῦ Sir William Chambers). Ἄλλα παλλαδιανὰ κτήρια τοῦ Campbell εἶναι τὸ Houghton Hall τοῦ Walpole στὸ Norfolk (πιν. 28-33 Vitr.Br. τ.3) (τὸ ἀνέλαβε μετὰ τοὺς Thomas Ripley καὶ Isaac Ware ἀλλὰ ὁ James Gibbs κατὸπιν προσέθεσε τοὺς baroque τρούλους) καὶ τὸ Wanstead House (πιν. 21, 22, 23 Vitr.Br. τ.1) ἔδρα τοῦ Sir Richard Child (Τόρη ποὺ μετεστράφη σὲ Ουΐγο) πρότυπο πολλῶν ἐξοχικῶν ἀρχοντικῶν τοῦ ιη΄ αἰῶνα. Εἶναι στενόμακρο (πρόσοψη διακοσίων ποδῶν) μὲ hall καὶ salon στὴν μέση καὶ ἐξωτερικοὺς ἀναβαθμοὺς ἐμπρός καὶ ὁπισω, ἑκατέρωθε κλιμακοστάσια, φωταγωγοὺς καὶ στὰ ἄκρα, βιβλιοθήκη καὶ εὐκτήριο.
Τοῦ ἰδίου μὲ παρομοία διανομὴ εἶναι ἡ οἰκία τοῦ Richard Boyle, Earl of Burlington and of Cork στὸ Piccadily (1719, σήμερον Royal Academy of Arts) καὶ γενικὴ διάταξη hôtel particulier (πιν. 22, 23 Vitr.Br. τ.3), ἀφοῦ ὁ πάτρων ἀπέλυσε τὸν baroque ἀρχιτέκτονα James Gibbs.
Ὁ ἴδιος ὁ Burlington ἐρασιτέχνης ἀρχιτέκτων καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ παλλαδιανοῦ ῥυθμοῦ ἐπενόησε κτήρια σὲ τοιούτο ὕφος, ὅπως τὸ Chiswick house (1727) μίμηση τῆς villa Capra. Ὁ Campbell τηρεῖ τὴν παλλαδιανὴ διανομὴ ὅπως φαίνεται στὸ παλάτι τοῦ Λόρδου Codovan (πιν. 99, 100 Vitr.Br. τ.2), στὴν οἰκία τοῦ John Bedworth Esq στὴν Chester Lee Street στὸ Durham (πιν. 88 Vitr.Br. τ.2), στὴν οἰκία τοῦ James Stanhope Esq ((πιν. 86 Vitr.Br. τ.2) καὶ ἀλλοῦ. Συμμετρικὸ ὡς πρὸς κέντρο μὲ κεντρικὸ κλιμακοστάσιο καὶ συμμετρικὲς πτέρυγες κοιτῶνων μὲ διαδρόμους παράλληλες στὴν πρόσοψη και σταύλους πλευρικῶς τῆς αὐλῆς εἶναι τὸ Hopton House στὸ Linlithgon (πιν. 75, 76 Vitr.Br. τ.2) τῆς Σκωτίας σὲ σχέδιο (invention) τοῦ Sir Willam Bruce (1700). Στὸ Duncomb park τοῦ Yorkshire οἱ δοῦλοι χῶροι εὑρίσκονται σὲ συμμετρικὲς πτέρυγες σὲ προέκταση τῆς ὁπισθίας ὅψης. Ὅμως στὸν Vitruvius Britannicus ἀπαντῶμε καὶ μικρότερα παραδείγματα. Ὁ ἕνας τύπος εἶναι τῆς μονωρόφου ἀγροικίας μὲ ὑπόγειο καὶ σοφίτα ὅπως τὸ Wilbury (ἢ Wilberry) House στὸ Witlshire ποὺ ἔκτισε ὡς ἰδία κατοικία ὁ ἐρασιτέχνης ἀρχιτέκτων William Benson περὶ τὸ 1710 στὸ ὕφος τοῦ Inigo Jones (πιν. 54, 55 Vitr.Br. τ.1). Ἡ διανομὴ τυπικῆ παλαδιανὴ (villa Pojana) μὲ hall στὴν εἴσοδο καὶ parlour ὀπίσω, ἑκατέρωθεν κλίμακες πρὸς τὴν σοφίτα καὶ ζεύγη δωματίων μὲ ἀντίνωτες ἑστίες (κοιτῶνες ὄπισθεν). Ὁ ἄλλος τύπος εἶναι ὁ διώροφος ὅπως τὸ Ambesbury Abbey πάλιν στὸ Wiltshire ἔδρα τοῦ Henry Boyle Lord Carlton, ἡ ἐπινόηση τοῦ ὁποίου ἀποδίδεται στὸν Inigo Jones (πιν. 7 Vitr.Br. τ.3) ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι τοῦ John Webb. Ἡ προστὰς τίθεται στὸν ὄροφο καὶ βάση τοῦ κτηρίου δὲν εἶναι κάποιο ὑπόγειο ἢ ἄνδηρο ἀλλὰ τὸ χαμηλοτέρου ὕψους ἰσόγειο ὅθεν γίνεται ἡ εἴσοδος σὲ vestibule καὶ διὰ κλιμακοστασίου στὸ βάθος (ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ μικρὴ ἐπικουρικὴ κλίμακα ἐντὸς τῆς κυρίας) ἀνέρχεταί τις σὲ σάλα.
[ΓΕΩΡΓΙΑΝΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ] Τὸ νεοπαλλαδιανὸ ὕφος δεσπόζει κατὰ τὴν λεγομένη γεωργιανὴ περίοδο ποὺ ἐμπλουτισμένο μὲ τὶς λεπτομέρειες τῶν ἐρειπίων τῆς Ῥώμης δίδει τὸν νεοκλασικισμό τοῦ ιη΄ αἰῶνα καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ ιθ΄. Δείγματα τῆς γεωργιανῆς ἀρχιτεκτονικῆς δίδει ὁ George Richardson στὸν New Vitruvius Britannicus τοῦ 1802. Ὡς πρὸς τὸ πρωτοτυπο, εἶναι ὡσαύτως δίγλωσσο (ἀγγλιστὶ καὶ γαλλιστί) καὶ πέραν τῶν πινάκων ποὺ εἶναι λιθογραφίες ἀντὶ χαλκογραφιῶν, περιγράφεται ὁ κάθε πίναξ ὅπως στὰ σύγχρονα τοῦ Krafft καὶ ἀναγράφονται πλέον ἐκτὸς τῶν διαστάσεων καὶ οἱ χρήσεις πάντων τῶν χώρων καὶ παντοῦ ὁ ἀρχιτέκτων. Τοῦτο φανερώνει μᾶλλον κάποια ἔτι πλέον ἀπόσταση μεταξὺ τῶν ἀρχιτεκτόνων καὶ τῶν κατοίκων καὶ ὅτι τὸ σχέδιο ἀπευθύνεται ὄχι μόνον στὸν τεχνῖτη ἀλλὰ καὶ στὸν κάτοικο. Πρὸς τὴν νομή, ἐνῷ ἐξωτερικῶς τὸ κτήριο εἶναι σύμμετρο, ἐσωτερικῶς τὰ μεγέθη τῶν χῶρων δὲν ἀποκλείεται νὰ προσαρμόζωνται στὴν σημασία καὶ τὴν χρήση. Στὸ Bowden Park στὸ Wiltshire ἔδρα τοῦ Barnard Dickinson Esq. (πιν. Ι, ΙΙ N.Vitr. Brit. τ. 1) σὲ σχέδιο τοῦ ἀρχιτέκτονα James Wyatt, ἡ εἴσοδος γίνεται σὲ ἐλλειψοειδὴ hall μὲ πρόπυλο ―ἐμφανὴς πλέον ἡ χρήση του ὡς vestibule― ποὺ μοιράζεται ἐπὶ δεξιά, σὲ drawing rᵐ καὶ ἑξῆς, breakfast rᵐ καὶ θερμοκήπιο (green house), ἐπ’ ἀριστερά, σὲ δειπνητήριο (dining rᵐ) καὶ ἑξῆς, βιβλιοθήκη (library) καὶ στὴν μέση, στὸ καλὸ κλιμακοστάσιο μὲ τὸ WC καὶ τὴν ἀποθήκη τῶν πορσελάνων κάτω τῶν ἀναβαθμίδων καὶ πλευρικῶς τὸ lobby μὲ τὴν ἐπικουρικὴ κλίμακα καὶ τὴν δίοδο πρὸς τοὺς δούλους χώρους. Αὐτοὶ ἀναπτύσσονται λογικῶς στὴν ἀριστερὰ πλευρὰ τοῦ δειπνητηρίου καὶ ἐπὶ διαδρόμου (butler’s pantry, housekeeper’s rᵐ, pantry, μαγειρεῖο, πλύσιμον (scullery), ὀπισθία εἴσοδος, ἀποθήκη γάλακτος, ἐδεσματοθήκη, hall οἰκετῶν) πέριξ ἐσωτερικῆς αὐλῆς τὴν δεξιὰ πλευρὰ τῆς ὁποῖας κλείει ὁ τοῖχος τοῦ θερμοκηπίου. Στὸ Southgate Grove τοῦ Middlesex σπίτι τοῦ Walker Gray Esq (πιν. ΧΧΙΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧΙ N.Vitr. Brit. τ. 1) ὁ ἀρχιτέκτων John Nash ἔχει προστῴα στὶς τρεῖς πλευρὲς ἀλλὰ μόνο τὸ ἕνα αὐτῶν καὶ ὄχι τὸ ἀξονικό λειτουργεῖ ὡς τέτοιο. Μάλιστα τοῦτο τὸ ὥς εἰπεῖν χρηστικὸ προστῴο προεξέχει τόσο ὅσον νὰ σταθῇ μία ἅμαξα κάτωθέ του. Τοὐναντίον, τὸ μεγαλοπρεπές, μὲ ἀέτωμα προστῴο εἶναι ἡ ἔξοδος στὸ κῆπο τοῦ δειπνητηρίου. Εἰσέρχεται λοιπόν τις σὲ μικρὸ vestibule ἔχων ἀριστερὰ τὸ breakfast rᵐ (δωμάτιο ὑποδοχῆς κάποιου ξένου) καὶ συνεχίζει στὴν hall, ὅπου εὑρίσκεται ἡ καλὴ κλίμαξ. καὶ συνεχίζει στὸ drawning rᵐ ποὺ κεῖται ἀντιπέραν τοῦ breakfast rᵐ καὶ τῆς εἰσόδου. Τὸ τμῆμα τῆς hall ποὺ συνδέει τὰ δύο εἶναι σὰν ἐσωτερικὴ παστάδα μὲ κίονες ποὺ θυμίζει τὸ ἐγκάρσιο πέρασμα μετὰ διαφράγματος στὶς παραδοσιακὲς hall ἀλλὰ καὶ τὴν παστάδα τοῦ ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ ἄν ἴδωμε τὴν hall ὡς κλειστὴ αὐλή. Δομικῶς στηρίζει τὴν γαλαρία-πλατύσκαλο ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς κοιτῶνες. Τὸ δειπνητήριο εὑρίσκεται στὴν συνέχεια τῆς hall ἀριστερὰ τῆς οἱονεὶ παστάδας.
Πέραν τῶν ἐπινοήσεων, στὸ νεοκλασικὸ γεωργιανὸ σπίτι, μποροῦμε νὰ διακρίνωμε τύπους. Τὸ μεγάλο ἀρχοντικὸ κληρονομεῖ τὶς πτέρυγες ποὺ εἶδαμε προηγουμένως, μόνον ποὺ αὐτὲς ἀναπτύσσονται κατὰ μῆκος καὶ ἑκατέρωθε τοῦ κυρίου σώματος τοῦ οἰκήματος ποὺ μπορεῖ νὰ διαχωρίζηται τῶν δούλων οἰκημάτων μὲ αὐλές. Οὕτως εἶναι τὸ Gossford House στὸ ἀνατολικὸ Lothian τῆς Σκωτίας, ἔδρα τοῦ Earl τοῦ Wemyss (πιν. XLIII-XLVIII N.Vitr. Brit. τ. 1) σὲ σχέδιο τοῦ ἀρχιτέκτονα Robert Adams μεταξὺ 1790-1800. Στὸ κύριο οἰκοδομικὸ σῶμα, στὸν piano nobile ὑπὲρ του ὑπογείου τὸ ὁποῖο προσεγγίζει ἡ ἅμαξα διὰ κεκλιμένου δρόμου ποὺ διέρχεται κάτω τοῦ προστῴου, εἶναι hall καὶ τρουλοσκεπὲς salon στὸν ἄξονα, διώροφα drawning rᵐ καὶ dining rᵐ ἑκατέρωθε τοῦ salon, βιβλιοθήκη κλιμακοστάσιο καὶ κοιτῶνες ἑκατέρωθε τῆς hall. Τὰ δευτερεύοντα οἰκήματα ποὺ διαχωρίζονται τοῦ κυρίου διὰ αὐλῶν, εἶναι αἴθουσα μπιλιάρδου ἀριστερά, μαγειρεῖο δεξιά.
Παρομοίως, στὸ ταπεινότερο Τhornes House στὸ Yorkshire, ἔδρα τοῦ James Milnes Esq. (πιν. LI, LII N.Vitr. Brit. τ. 1) ποὺ σχεδίασε ὁ μαθητὴς τοῦ Adams, John Carr (of York) τὸ 1779. Αὐτοῦ, τὰ δευτερεύοντα οἰκήματα εἶναι μαγειρεῖο καὶ πλύσιμο ἀριστερά, στάβλοι, δεξιά. Στὸ κύριο κτήριο διανέμονται hall, κλιμακοστάσια καὶ drawing rᵐ σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ στὶς γωνίες, dining rᵐ, βιβλιοθήκη ἑκατέρωθε τοῦ drawing rᵐ καὶ dressing rᵐ τοῦ κυρίου καὶ breakfast drawing rᵐ ἑκατέρωθε τῆς hall. Ὁ ἴδιος ἀρχιτέκτων τηρεῖ τὴν ἴδια γενικὴ διάταξη στὸ Basildon House τοῦ Berkshire (πιν. XII, XIII, XIV N.Vitr. Brit. τ. 1) ποὺ σχεδίασε πρὸς χάριν τοῦ βαρονέτου Sir Francis Sykes. Αὐτοῦ ἡ εἴσοδος γίνεται ἰσογείως στὸ ἐπίπεδο τῶν δούλων χώρων καὶ διὰ κλιμάκων ἀνέρχεταί τις στὸ προστῴο. Στὸν ἄξονα αὐτοῦ εὑρίσκονται καθεξῆς hall (μὲ ἑκατέρωθε βιβλιοθήκη καὶ κοιτῶνα), καλὸ κλιμακοστάσιο, drawning rᵐ (μὲ ἑκατέρωθε dining rᵐ καὶ breakfast rᵐ. Στὴν villa τοῦ Beilly Thomson Esq. στὸ Rochampton τοῦ Surrey ὁ W. Pordon θέτει θερμοκήπια ἀντὶ αὐλῶν ἵνα διαχωρίσῃ τὰ δευτερεύοντα κτήρια τοῦ κυρίου.
Παρομοίως κάμει ὁ Wyatt στὸ Castle Cool στὴν βόρειο Ἰρλανδία (πιν. LXV-LXVIII N.Vitr. Brit. τ. 2) Ἁπλούστερος τύπος εἶναι χωρίς τὶς πτέρυγες ὅπως τὸ Tusmore House στὸ Oxfordshire τοῦ William Fermor Esq. (πιν. III, IV, V N.Vitr. Brit. τ. 1) σχεδιασθὲν ὕπο του Σκώτου Robert Mylne (1770-9).
Ἐντελῶς ἀντίθετη περίπτωση εἶναι τὸ περίπτερο τοῦ πρίγκηπα τῆς Οὐαλίας στὸ Brighton (πιν. VI, VII N.Vitr. Brit. τ. 1): μία ἀγροικία ποὺ διεμόρφωσε τὸ 1786 σὲ γαλλικὸ pavillon ὁ Henry Holland, ἀρχιτέκτων τοῦ περιφήμου Carlton House, παλατιοῦ τοῦ πρίγκηπα (ἀνηγέρθη τὸ 1784, κατεδαφίσθη τὸ 1816). Ἐνῷ τὸ πρόπυλο εἰσόδου εὑρίσκεται ἔμπροσθεν τοῦ (σχήματος τετραφύλλου) drawning rᵐ ἡ πρόσβαση γίνεται γαλλιστὶ ἤτοι, ἐμμέσως διὰ προθαλάμου ποὺ συνεχίζει στὴν ἄλλη πλευρὰ breakfast rᵐ. Στὴν ἀντίθετη πλευρὰ συμμετρικῶς εἶναι τὸ eating rᵐ καὶ ἡ βιβλιοθήκη. Ὅλοι οἱ χῶροι εἶναι enfilade ἀλλὰ καὶ συνδεόμενοι διὰ διαδρόμου καὶ σχηματίζουν τοξοτὲς προεξοχές. Μεταξὺ 1815 καἲ 1822 ὁ John Nash τὸ προέκτεινε καὶ προσέθεσε τοὺς φλογόμορφους τρούλους καὶ τοὺς μιναρέδες δίδοντας τὸ ἰνδοσαρακηνὸ ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι γνωστό.
Ἅμα μὲ τοὺς ναπολεοντείους πολέμους ἡ ἀνέγερση νέων μεγάλων ἀρχοντικῶν περιορίζεται καὶ τὸ σύνηθες σπίτι ποὺ προαναγγέλλει τὸν τύπο κατοικίας τοῦ ιθ΄ αἰ. πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ σὲ μικρότερα καὶ μᾶλλον ἀκόμπαστα δείγματα. Ἔτσι ἡ Sydney Lodge ποὺ σχεδίασε ὁ Sir John Soane χάριν τῆς κυρίας Yorke (πιν. III, IV, V N.Vitr. Brit. τ. 1) τὸ1792. Ἀπὸ hall-vestibule (πάντοτε μετὰ προπύλου) εἰσέρχεταί τις σὲ κεντρικὸ κλιμακοστάσιο ποὺ κοινωνεῖ μὲ breakfast rᵐ καὶ eating rᵐ ἑκατέρωθε τῆς hall, μὲ drawning rᵐ στὸν ἄξονα καὶ μαγειρεῖο καὶ βιβλιοθήκη ἑκατέρωθε αὐτοῦ. Πανομοίως διένειμε τοῦς χώρους στὴν Tendring Hall στὸ Suffolk τοῦ ναυάρχου Sir Joshua Rowley (1784) μόνο στὶς θεσεις τοῦ μαγειρείου καὶ breakfast rᵐ θέτει αἰθουσα μπιλιάρδου καὶ eating rᵐ.
Ἐν γένει, στὴν συμμετρικὴ διανομὴ οἱ χῶροι δύναται νὰ ἐναλλάσσονται, ὅπως πχ. στὸ Woolley Park ὅπου ὁ ἀνεψιός του Wyatt, Jeffry, θέτει τὴν βιβλιοθήκη στὴν θέση τοῦ drawning rᵐ (πιν. 36, 37, 38 N.Vitr. Brit. τ. 2). Στὴν Tyringham Hall τοῦ Buckinghamshire (τοῦ τραπεζίτου William Praed, μεταξύ 1792 καὶ 1800) ὁ Soane θέτει τὸ κλιμακοστάσιο πλαγίως καὶ κρατεῖ διάδρομο στὸ κέντρο. Ὅμως στὴν δικὴ του ἔπαυλή, Pitzhanger Manor στὸ Ealing τοῦ Λονδίνου (πιν. LVII, LVIII, LXI N.Vitr. Brit. τ. 2), ὁ Soane διαφεύγει τῆς συμμετρίας καὶτοι τὴν κρατεῖ στὴν εἴσοδο. Δηλαδὴ κοσμεῖ μὲ τέσσαρες κίονες τὴν πρόσοψη τοῦ κεντρικοῦ σώματος ὅμως ἐπ’ ἀριστερὰ σχηματίζει μία πτέρυγα δειπνητηρίου σὰν ῥωμαϊκό τρίκλινο καὶ ἐπὶ δεξιά, αὐλὴ καὶ δούλους χώρους (μαγειρεῖο, πλύσιμο κτλ). Στὸ κεντρικὸ τετράγωνο διανέμει vestibule κάθετο στὴν πρόσοψη σὰν διάδρομο που κοινωνεῖ εὐθεία μὲ τὸ drawning rᵐ, δεξιὰ μὲ βιβλιοθήκη (ὀπίσω, παρὰ τὸ drawning rᵐ) καὶ breakfast rᵐ (στὴν πρόσοψη), ἀριστερὰ μὲ μικρὸ dressing rᵐ τοῦ κυρίου καὶ βεβαίως τὸ δειπνητήριο. Ἡ ὀπίσω ὄψη ποὺ άναπέπτανται drawning rᵐ καὶ βιβλιοθήκη καλύπτεται μὲ θερμοκήπιο (conservatory).
Τέλος, εἶναι ὁ τύπος τοῦ terraced house τὸν ὁποῖο τηρεῖ καὶ τὸ γραφεῖο καὶ σπίτι τοῦ Soane στὰ Lincoln Inn Fields καὶ εἶναι ὁ συνηθισμένος τύπος κατοικίας τοῦ ἀστεως κατὰ τὸν ιθ΄ αἰῶνα. Ἀρχικῶς τὸν ἀπαντῶμε στὴν ἀνθολογία μὲ ἔργα τῶν ἀδελφῶν Robert καὶ James Adam εἰσηγητῶν τοῦ νεοκλασικοπυ ῥυθμοῦ στὴν Βρεταννία (The Works of Robert and James Adam Esquires). Στὸν δεύτερο τόμο στὸν πίνακα Ι ἐκτίθεται ἡ κατοικία του Sir Watkin Williams-Wynn στὴν πλατεία St James. Ἡ διανομὴ δὲν διαφέρει ἀπὸ ὅ τι εἶδαμε στὴν Γαλλία ἢ στὶς Κάτω Χῶρες. Διὰ ἀναβαθμοῦ εἰσέρχεταί τις σὲ porters hall. Ὁ ἀναβαθμὸς γεφυρώνει τὴν ὁδὸ μὲ τὸν piano nobile καθὼς τὸ ἐπίπεδο τοῦ προκηπίου εἶναι χαμηλότερο (cours anglaise) ὥστε νὰ φωτίζηται τὸ ὑπόγειο μὲ τὸ μαγειρεῖο καὶ λοιπὰ δοῦλα δωμάτια. Παρὰ τὴν εἴσοδο κεῖται τὸ eating rᵐ ἐνῷ ἑξῆς, τὸ κύριο κλιμακοστάσιο. Παρὰ τοῦτο καὶ μὲ τὰ νῶτα στὸ eating rᵐ κεῖται ἡ αἴθουσα μουσικῆς ἀναπεπταμένη σὲ ὀπισθία αὐλὴ στὸ βάθος τῆς ὁποίας εὑρίσκονται οἱ στάβλοι μὲ εἴσοδο παρὰ τῆς ὀπισθίας ὁδοῦ. Ἑξῆς στὸ κλιμακοστάσιο πλευρικῶς τῆς αὐλῆς εἶναι τὸ dressing rᵐ τοῦ κυρίου. Ὕπερθε τῶν δύο κυρίων χώρων εὑρίσκονται κύριο καὶ δεύτερο with-drawing rᵐ.
[TERRACED HOUSE, ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ, ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ NEOΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΓΡΟΙΚΙΑ] Ἅμα μὲ τὴν αὔξη τοῦ πληθυσμοῦ τῶν πόλεων καὶ κυρίως ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ μετὰ τοὺς ναπολεοντείους πολέμους πανικοῦ τοῦ 1825 ἐκκινεῖ ἡ καθ’ ὁλόκληρες γειτονιὲς ἀνοικοδόμηση τοῦ Λονδίνου ἀπὸ general contractors (μεγαλοεργολάβους) πρᾶγμα ποὺ ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἄλλες ἐκμηχανισμένες πόλεις (βλ. κεφ. V). Ἔτσι μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ ἄρχοντα τοῦ leasehold ἀνεγείρονται terraces[xxxi] δηλαδὴ ὅμοιες ἐφεξῆς τεταγμένες κατοικίες ποὺ σχηματίζουν ἐνιαίο μέτωπο καὶ δίδουν συχνὰ τὴν ἐντύπωση ἑνὸς κτηρίου. Ὁ John Nash, Οὐίγος, ποὺ γνώρισε τὸν πρίγκηπα ἀντιβασιλέα (Γεώργιο Δ΄) διὰ τοῦ Charles James Fox, σχεδίασε πλῆθος τέτοιων terraces καὶ crescents (σὲ τοξοτὴ διάταξη) διακονούμενος παρὰ τοῦ Decimus Burton. Τὰ πλέον ὀνομαστὰ εἶναι τὰ Park Crescent, Carlton House Terrace (ὅπου διέμεναν οἱ λόρδοι Palmerston καὶ Curzon), York Terrace κτλ. Παρὰ τὶς ἀλλαγὲς στὴν μορφολογία τῶν προσόψεων ἀπὸ τῶν τελῶν τοῦ ιη΄ αἰ. στὶς ἀρχὲς τοῦ κ΄ αἰ. (γεωργιανὸς νεοκλασικισμός, βικτωριανὸς ἱστορικισμός, ἐδουαρδιανὸς ἐκλεκτισμός), ὁ βασικὸς τύπος τοῦ terraced house παραμένει ὁ ἴδιος ὅπως βλέπομε στὴν ἀνάπτυξη τῆς Belgravia στὸν τομ. 39, κεφ. IV περὶ Grosvenor estate τῆς Survey of London (σελ. 103-161).

Belgravia terraced houses,πρώιμος γεωργιανή περίοδος: a. No. 13 Upper Brook Street, 1728. Demolished. b. No. 16 Upper Grosvenor Street, 1730. c. No. 38 Upper Brook Street, 1736. d. No. 45 Upper Grosvenor Street, 1727. e. No. 36 Grosvenor Street, 1726. Demolished. f. No. 43 Grosvenor Street, 1726. g. No. 45 Brook Street, 1723. Demolished. h. No. 43 Brook Street, 1725 Demolished. i. No. 47 Brook Street, 1723. Demolished. Πηγή: Survey of London: Volume 39, the Grosvenor Estate in Mayfair, Part 1 σελ. 103-119

Belgravia, Terraced Houses, μέση καὶ ὅψιμη γεωργιανὴ περίοδος: a. No. 26 Grosvenor Square. Architect for reconstruction,Robert Adam, 1773–4. Demolished b. No. 45 Grosvenor Square. Architect for reconstruction, Samuel Wyatt, 1803–6. Demolished c. No. 38 Grosvenor Square. Architect for reconstruction unknown, c. 1780. Πηγή: Survey of London: Volume 39, the Grosvenor Estate in Mayfair, Part 1 σελ.119-127

Belgravia Τerraced houses 1880-1914. a. No. 27 Grosvenor Square. Architect, J. T. Wimperis, 1886–8. Demolished b. No. 26 Upper Brook Street. Architect, Arnold Mitchell, 1908–9 c. No. 42 Upper Brook Street, unexecuted plans. Architects, Mewès and Davis, c. 1914. Πήγη: Survey of London: Volume 39, the Grosvenor Estate in Mayfair, Part 1 σελ. 140-161
Ἐπινοήσεις ὅμως δὲν λείπουν. Ὁ R. Norman Shaw σὲ κατοικία στὴν Cadogan Sq. θέτει τὴν εἴσοδο στὸ ἔμπροσθε δωμάτιο κι ὄχι στὴν ζώνη τοὺ κλιμακοστασίου, ἐνῷ σὲ κατοικίες στὸ Chelsea κάμει τὴν εἴσοδο ἰσόγεια μὲ μικρὴ ἰματιοθήκη ὅθεν ἀνέρχεταί τις στὸν piano nobile[xxxii]. Ἄλλες παραλλαγὲς ποὺ ἐκθέτει ὁ Herman Muthesius στὸ Das englische haus [1904-1905, 1908-11] ἀφοροῦν πρὸς τὸν ἀκάλυπτο χῶρο ὅταν τὸ οἴκημα εἶναι στενὸ καὶ βαθύ, ὅπου ἡ πίσω αὐλὴ μὲ τοὺς στάβλους δύναται νὰ τραπῇ σὲ φωταγωγό (ἕναν ἢ δύο), πάντοτε κοινὸ μὲ τὸ ὄμορο οἴκημα. Τὰ terraced houses (πρόσοψης 20, 25, 30ft) εἶχαν διὰ τὸν εὐκατάστατο γαιοκτήμονα ἢ esquire ποὺ διέμενε στὴν ἐξοχή χρήση πρόσκαιρης στέγασης ποὺ ὅμως χρειάζονταν τοὐλάχιστον τέσσαρες οἰκέτες ἐνῷ τὸ μέγεθος καὶ τὰ κλιμακοστάσια τῶν ἕξ ὀρόφων τὰ καθίστασαν μὴ πρακτικὰ καὶ δαπανηρὰ πρὸς τὴν συντήρηση.
Παρότι ὁ Βρεταννός, γράφει ὁ Muthesius, μισεῖ τὸ διαμέρισμα καθὼς νιώθει σὰν ἔνοικος πανδοκείου καὶ ἐν γένει ἀπεχθάνεται τὸ προσποιητὸ τοῦ ἀστείου βίου, περὶ τὸ 1900, ἡ πολυκατοικία κάμει τὴν ἐμφάνισή της. Σὲ τοῦτο συνέβαλε, συνεχίζει, ἡ ἀμερικανικὴ ἐπιρροὴ τῆς γυναικείας χειραφέτησης: ἀντὶ τοῦ πατριαρχικῆς οἰκογενείας, οἱ οἰκογένειες ἐπιζητοῦν ἐλευθερία βαρῶν, εὐελιξία κίνησης, κοινωνικὴ διασκέδαση. Ὅμως στὸ διαμέρισμα, παρότι χρὴ ὀλιγωτέρων οἰκετών δὲν δύναται νὰ ἀναπαραχθοῦν ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ βρεταννικοῦ σπιτιοῦ. Στὶς Albert Hall Mansions τοῦ Shaw, τῶν μᾶλλον ἐπιτυχημένων παραδειγμάτων (μάλιστα μὲ ἀνελκυστήρα), τὸ κάθε διαμέρισμα ἔχει μόνον drawing rᵐ, dining rᵐ, κοιτῶνες, κάποιο dressing rᵐ, WC καὶ λουτρό. Δὲν λείπουν καὶ ἐκεῖνα μὲ κοινὸ δειπνητήριο. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ ἐργατικὰ διαμερίσματα μὲ living rᵐ καὶ ἕναν ἢ δύο κοιτῶνες. Ἀπεναντίας, ἡ (ἐπαναλαμβανόμενη) μικρὴ κατοικία τῶν προαστίων, εἴτε terrace (16-25ft πρόσοψης), εἴτε semi-detached (δύο ἐφαπτόμενες κατοικίες σὲ ἀπόστασὴ ἀπὸ τὸ ὄμορο ζεῦγος) σὲ οὶκόπεδα εὔρους 40 μὲ 50ft, παρότι μὲ τοὺς βασικοῦς χώρους ὡσαύτως, δίδει στὸν κοινό, χρηστὸ ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου του καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας. Οὐσιαστικῶς, εὑρισκόμεθα ἤδη ἐμπρὸς στοὺς δύο βασικοὺς τύπους κατοικίας του κ΄ αἰῶνος: τὸ διαμέρισμα καὶ τὴν μονοκατοικία τῶν προαστείων.
Τελευταία ἀναλαμπὴ τῆς κατοικίας τῆς ἐξοχης, τοῦ κάστρου ὥς εἰπεῖν, εἶναι οἰ βικτωριανὲς ἀγροικίες, κάποια ἀπονόστηση στὴν παράδοση ἐμπρὸς στὴν ῥαγδαία ἐκμηχάνιση, ὕπο τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἰδεῶν τῶν A.W.N. Pugin καὶ John Ruskin (R. Norman Shaw, William Morris, M.H. Beilly Scott, Philip Webb, C.F.A. Voysey, Charles Rennie Mackintosh κα.) καὶ τὶς ὁποῖες ἀναλύσαμε στὸ τρίτο κεφάλαιο. Τοῦτες διαφέρουν τῶν νεοπαλλαδιανῶν ἐπαύλεων καταρχὰς πρὸς τὴν φυσική, ἀσύμμετρο διανομὴ τῶν χώρων (συνήθως σχήματος γᾶμμα) ποὺ ἤδη εἴχε κάμει τὴν ἐμφάνισή της κατὰ τὸν νεοκλασικὸ ὕφος (Soane) ὁπότε σήμαινε τὴν ἐμφάνιση τοῦ ῥομαντικοῦ· ἔπειτα, στὴν ἀνακαίνιση τῆς hall ὡς κυρίου χώρου τῆς κατοικίας, τὴν θέση τῶν κοιτῶνων στὸν ὄροφο (solar) καὶ τὴν χρήση bow-windows. Τέλος, οἱ χῶροι διανέμονται ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ οἰκειότητας (πχ. κοιτῶνες στὸν ὄροφο) καὶ ὄχλησης (οἱ δοῦλοι χῶροι σὲ πτέρυγα).Ὅμως δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἀνασύσταση τοῦ παραδοσιακοῦ: ἡ χρήση τοῦ διαδρόμου ποὺ δίδει τὴν δυνατότητα στὸ οἴκημα νὰ ἐκτείνηται ἐλευθέρως δὲν εὑρίσκεται ὥς εἴδαμε στὰ κτήρια πρὸ τῆς εἰσαγωγῆς τῶν κλασικῶν ῥυθμῶν (τυδώρ, μεσαιωνικά) ποὺ προσπαθεῖ τὸ κίνημα νὰ ἀνακαινίσῃ. Εἶναι δηλαδὴ μᾶλλον ἐπινόηση παράδοσης μέν, εὐφυοὺς ἀποτελέσματος δέ.
Στὴν ἀγροικία στὸ Sunning Hill τοῦ Berkshire, ποὺ σχεδίασε ὁ Shaw ἡ εἴσοδος γίνεται διὰ προδόμου ποὺ μᾶς εἰσάγει στὴν στενόμακρο, κατὰ μῆκος τοῦ κτηρίου, hall, στὴν ἀκρὴ τῆς ὁποίας εἶναι ἡ κλίμαξ πρὸς τὸν ὄροφο. Ὄπισθεν αὐτῆς κεῖται αἴθουσα μπιλιάρδου. Ἡ μακρὰ hall δίδει πρόσβαση σὲ drawing rᵐ, morning rᵐ, dining rᵐ ποὺ κεῖνται ἐφεξῆς στὴν πλευρὰ ἔναντι τῆς εἰσόδου. Παρὰ τὴν εἴσοδο ἀναπτύσσεται ἡ πτέρυξ τῶν οἰκετῶν καὶ τῶν δούλων χώρων: ἐπικουρικὴ κλίμαξ οἰκετῶν, θάλαμος του butler, ἀποθήκη πορσελάνων (china), μαχαιροπήρουνων (silver), servants hall, μαγειρεῖο μὲ κρεοθήκη (larder, meat larder), πλύσιμο (scullery) καὶ αὐλὴ μὲ ὑπόστεγο διὰ ξύλα. Στὸν ὄροφο παρατάσσονται κατὰ μῆκος διαδρόμου τέσσαρες κοιτῶνες μὲ ἰματιοθήκες καὶ κοινὸ λουτρό. Ὁ διάδρομος συνδέεται μὲ χαμηλώτερο κατὰ ἔξ βαθμίδες διάδρομο τῆς πτέρυγας τῶν οἰκετῶν μὲ τέσσαρες ἀκόμη κοιτῶνες τῶν οἰκετῶν.

Πηγἠ: Muthesius, The English House
Στὸ St Mary’s Home στὸ Wantage τοῦ Berkshire ὁ M.H. Bailly Scott θέτει παρὰ τὴν εἴσοδο τὴν κλίμακα πρὸς τὸν ὅροφο (μὲ WC κάτωθέ της πρὸς τὴν εἴσοδο καὶ πλατύσκαλο ὕπερθε αὐτῆς), σπουδαστήριο (study) καὶ εὐκτήριο (chapel). Τὸ dining rᵐ ἐνώνεται μὲ τὴν hall ὡς συνέχειά του. Πρὸς τὸ μέρος τοῦ dining παρὰ τὴν εἴσοδο εἰσέρχεταί τις στὴν πτέρυγα τοῦ μαγειρεῖου ἀφοῦ κατέβει τρεῖς βαθμίδες καὶ ἀπαντάει ἐφεξῆς, ἐδεσματοθήκη (pantry), ἐπικουρικὴ κλίμακα, μαγειρεῖο μὲ κρεοθήκη, πλύσιμο, αὐλή. Στὸν ὄροφο ἡ κυρία κλίμακα ὁδηγεῖ στὸ drawing rᵐ ὕπερθε τῆς hall καὶ τοῦ study, καὶ τρεῖς βαθμίδες ἀνώτερο στὸν διάδρομο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ δύο κοιτῶνες ὕπερθε του dining καὶ τοῦ μαγειρείου-πλυσίμου. Καὶ ὁ Philip Webb στὸ κόκκινο σπίτι τοῦ William Morris θέτει τὸ drawning rᵐ στὸν ὄροφο. Μᾶς θυμίζει, ἂν λέγαμε, τὸ μεσαιωνικὸ solar.
Ὁ Muthesius, ὅπως καὶ ὁ Adolf Loos στὸ Raumplan του καὶ ὁ Frank Lloyd Wright στὰ prairie houses θὰ μεταχειρισθοῦν ἀκριβῶς τὶς ἄρχες τοῦτες ποὺ θὰ μείνουν γνωστές ὡς «ἀγγλικὸ σπίτι». Ὁ φογξιοναλισμὸς δὲ τοῦ λεγομένου μοντέρνου κινήματος εἶναι σφετερισμός ―κακοχωνεμένη ἀφαίρεση μᾶλλον, τῶν ἰδίων τούτων ἀρχῶν. Ὅσον γε τὴν καταγωγὴ τῶν κυκλικῶν προεξοχῶν τοῦ λεγομένου streamline Art Deco, πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσωμε στὰ bow windows τῶν Τυδώρ.
[BUNGALOW] Τὸ ἐξωστρεφὲς βόρειο σπίτι εὑρίσκει τὴν νότιο ἐκφρασή του στὸν τύπο κατοικίας τῶν βρεταννῶν ἀξιωματικῶν στὴν Ἱνδική, τὸ bungalow: πανταχόθε ἐλεύθερο (detached) στὸ κέντρο μεγὰλου γηπέδου (4,8 ἕως 10,4 στρέμματα), συνήθως ὑπερυψωμένο ἰσόγειο χωρίς ὑπόγειο, μὲ ἐπίπεδη στέγη καὶ πέριξ βεράντες οἱ ὁποῖες ἔχουν χρήση hall. Κατάγεται ἀπὸ τὶς ἰνδικὲς καλύβες τῆς Βεγγάλης τὴν kuchcha μὲ ἀχύρινη στέγη καὶ τὴν pucca μὲ μονιμότερα ὑλικά. Οἱ εὐγενεῖς Ἰνδοὶ διέμεναν στὰ διώροφα ἢ τριώροφα havelies (ἀρχοντικὰ τοῦ ἄστεως) ἐνῷ οἱ ἔμποροι σὲ σπίτια μὲ μαγαζιά (shophouses). Αὐτὰ εἶχαν ἐσωτερικὲς αὐλὲς αλλὰ καὶ jharokha ὡς μπαλκόνι ἢ μασραβίγια. Οἱ ἀξιωματικοὶ ὅμως τῆς Ἐταιρείας, ἐντὸς τῶν στρατοπέδων προέκριναν τὸ bungalow ποὺ διεμόρφωσαν μὲ χώρους σὰν τὰ σπίτια ὁπίσω στὴν πατρίδα, ἀλλὰ προσηρμοσμένα στὸ τροπικὸ κλίμα, κάτι σὰν κιόσκι, pavillon, περίπτερο. Εἶναι λοιπὸν συμμετρικὰ μὲ τρεῖς κεντρικοὺς χώρους, drawing rᵐ, dining rᵐ, breakfast rᵐ, ἀπὸ 350 ἕως 665sqft, καὶ ἂν ἔχουν ἑστίες εἶναι ἀντίνωτες μεταξὺ τῶν δωμάτων. Ἔχουν ὑψηλοτέρα ὀροφή ―20 μὲ 25ft, τῶν πλευρικῶν ―μέχρι τὰ 10ft, τὰ ὁποῖα εἶναι κοιτῶνες (συνήθως στενοί) ἀλλὰ καὶ ἰματιοθήκες ἢ σπουδαστήριο, ἐνῷ στὶς γωνίες κεῖνται ἀποθήκες καὶ λουτρά[xxxiii]. Τοῦτα ἔχουν καὶ ἐξωτερικὴ εἴσοδο ὥστε ὁ bhishti νὰ κομίζῃ τὸ νερό. Ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἰνδικὰ σπίτια, τὸ μαγειρεῖο κεῖται σὲ χωριστά, ὥστε οἱ οἰκέτες νὰ μὴν ἀναμιγνύονται μὲ τοὺς κυρίους. Οἱ μὲν μωαμεθανοὶ μαστόροι τὸ θέτουν σὲ ἄλλο οἴκημα (πχ. 13 Alexandra Sᵗ, Bangalore), οἱ δὲ ἰνδουιστές, σὲ ἐπαφὴ ἀλλὰ μὲ χωριστὴ εἴσοδο (πχ. Burnside, 86 Richmond Rᵈ, Bangalore). Οὕτως καὶ τὸ δειπνητήριο ἔχει ἐξωτερικὴ εἴσοδο ὥστε νὰ κομίζονται τὰ ἐδέσματα. Τὸ προστῷο προεξέχει καμπύλο ἢ ἡμιεξαγωνικὸ σύναμα μὲ τὸν τοίχο τοῦ drawing rᵐ ὥστε νὰ σταθμεύῃ ἔμπροσθέ του ἡ ἅμαξα (πχ. 2, Palace Rᵈ καὶ 46, Mahatma Gandhi, Bangalore), καὶ συνεχίζει ὡς περιστῷο, ἤτοι περιμετρικὴ βεράντα πλάτους ὁκτὼ μὲ δέκα πόδια ἱκανὸ εὖρος ἵνα ἔχει χρήση καθιστικοῦ χώρου. Μπορεῖ ἡ βεράντα νὰ περιορίζηται στὸ προστῷο ἢ τὸ ἡμιεξάγωνο νὰ ἐπαναλαμβάνηται στὸ ὀπίσω μέρος. Ἄλλη παραλλαγὴ εἶναι νὰ ἔχῃ ἐμπρὸς βεράντα ἀντὶ προστῴου. Δὲν λείπουν καὶ πρωτότυπες διανομὲς ὅπως μὲ διαμπερὴ διάδρομο (πχ. 2, Palace Rᵈ, Bangalore, Magistrate Courts καὶ Mall Rᵈ, Anbala Cantonment).

πηγή: Janet Pott

πηγή: Janet Pott

πηγή: Janet Pott
Τὸ bungalow ἔγινε γνωστὸ διὰ τῶν περιηγητῶν τῆς Ἰνδικῆς καὶ ἤδη τὸ 1800 στὸ Sketches for country houses, villas, and rural dwellings τοῦ John Plaw ἀναφέρεται στὸν πίνακα VII ὅτι εἶναι μὲ βεράντα [viranda] κατὰ τὸν τρόπο τοῦ ἰνδικοῦ bungalow. Καταλαβαίνομε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ σημαίνει τὸ bungalow στὶς ἀγγλοσαξωνικὲς χῶρες δὲν εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ διανομὴ τῶν δωμάτων, ἀλλὰ ἡ βεράντα, λέξη ποὺ εἰσάγεται ἔτσι στὸ ἀγγλικὸ λεξιλόγιο (καὶ γαλλιστί ὡς véranda) ὡς ἰνδικὴ varaṇḍā ποὺ προέρχεται ὅμως τῆς πορτογαλικῆς varanda ποὺ εἶναι τὸ κιγκλίδωμα μὲ μπαλοῦστρες. Πιθανὼς ἐκ τοῦ ἰσπανικοῦ baranda καὶ τοῦ λατινικοῦ barra. Δὲν εἶναι τὶ τὸ ἄλλο τῶν ἑλληνικῶν λέξεων στοά, ἔμβολος, πτερόν ἢ τῆς ἰαπωνικῆς engawa. Τὸ bungalow ὡς λέξη εἰσχωρεῖ ἔτι πλέον στὸν ἀγγλικὸ κόσμο ὑπὸ τῶν Βρεταννῶν τῆς μέσης τάξης ποὺ ἀπονοστοῦν καὶ τῶν περιηγητῶν. Ὅσο δὴ ὁ βίος ἀλλοτριώνεται στὶς πόλεις τόσο ἐξιδανικεύεται τὸ bungalow ὡς σύμβολο τοῦ φυσικοῦ, ἀγροίκου βίου. Ἔτσι κατὰ τὰ τέλη τοῦ ιθ΄ αἰῶνα, στοὺς παραθαλασσίους οἰκισμοὺς θερινῆς ἀνάπαυλας (summer houses) τῆς μεσοαστικῆς τάξης ὅπως στὸ Birchington, τὸ bungalow γίνεται βασικὸς οἰκιστικὸς τύπος[xxxiv] καὶ σημαίνει μᾶλλον τὴν ἰσόγειο μὲ τὸ πολὺ σοφίτα ἢ ὄροφο κοιτώνων, μικρὰ ἐξοχικὴ κατοικία. Ὁ Robert Alexander Briggs στὸ Bungalows and country residences; a series of designs, and examples of executed works [1901] ἐπινοεῖ τέτοιες κατοικιές μᾶλλον ὡς καθέκαστον οἰκήματα παρὰ ὡς τύπους ἐπαναλαμβανομένων κατοικίων ἐργολαβικῶν ἐπιχειρήσεων. Τὸ bungalow ἐπανεξάγεται καὶ γίνεται τὸ σπίτι τῶν προαστίων, τῶν λεγομένων κηπουπόλεων. Τὸ 1902 δημοσιεύεται τὸ Garden Cities of Tommorow τοῦ Sir Ebenezer Howard ἀλλὰ πράξει ἡ κηπούπολη γνωρίζει ἐπιτυχία στὶς ΗΠΑ. Τόσο τὸ βιβλίο τοῦ Briggs ὅσο τοῦ Norman Shaw Sketches for cottages and other buildings, designed to be constructed in the patent cement slab system of W. H. Lascelles [1878] ἔδωσαν ἰδέες στὴν ἀναγκὴ ἀναχώρησης ἀπὸ τὴν μητρόπολη πρὸς τὴν μυθικὴ Ἀρκαδία. Ὅσο ηὐξάνετο ὁ χρόνος ἀναπαύλας διὰ πλείονα πληθυσμὸ ἄρχισε νὰ προάγηται τὸ summer cottage καὶ ἅμα μὲ τὴν αὔξηση τοῦ καταμερισμοῦ ἐργασίας, τὴν ἀνάπτυξη τῶν δημοσίων συγκοινωνιῶν καὶ βεβαίως τέλος τοῦ αὐτοκινήτου, δημιουργήθη τὸ μόνιμο σπίτι τῶν προαστίων μὲ κῆπο. Ἂν οἱ ζάπλουτοι λεγόμενοι robbers barons ἔκτιζαν ἐπαύλεις μὲ ἀγγλικὴ διανομὴ καὶ ἱστορικιστικὸ ὕφος, τὸ bungalow ἦταν ἡ ἀπάντηση τῶν πτωχοτέρων τάξεων στὴν ἰδιωτικὴ κατοικία. Τὸ bungalow συνηντήθη μὲ τὸ κίνημα Arts & Crafts στὸ περιοδικὸ The Craftsman [1901-1916] τοῦ Gustav Stickley ὅπου δημοσιεύονται ἰδέες μικρῶν κατοικιῶν ὑπὲρ ἁπλουστέρου τινος βίου προσηρμοσμένες σὲ κάθε περίπτωση ὄχι μόνον οἰκοπέδου καὶ σχεδίου ἀλλὰ καὶ κατοίκων: πχ. στενόμακρο κατὰ μῆκος οἰκόπεδο (suburban house designed for a lot having wide frontage but little depth), σταυροειδὴς κάτοψη (a concrete cottage designed in the form of a Greek cross to admit more light), διπλοκατοικία δύο οἰκογενειῶν (a craftsman city house to accommodate two families) μόνες γυναῖκες (two inexpensive but charming cottages for women who want their own homes) καὶ ἄλλα.
Πέραν τῶν κοινωνικών προαιρέσεων του Stickley ἔχομε καὶ καταλόγους μὲ ἔτοιμα σχέδια καὶ προϋπολογισμένη δαπάνη ὅπως το Practical bungalows and cottages for town and country; perspective views and floor plans of one hundred twenty-five low and medium priced houses and bungalows τοῦ Frederick Thomas Hodgson τοῦ 1906, Radford’s artistic bungalows : unique collection of 208 designs τοῦ 1908, μέχρι τὸ Craftsman Bungalow Co inc. τοῦ 1913 καὶ ἄλλους πολλούς.
Ὁ ἁπλοῦς βίος τοῦ ὀράματος τοῦ Stickley γίνεται ἐμπορικὴ εὐκαιρία καὶ ἔτσι γίνεται ἔργο ἡ κοινωνικὴ ἀλλαγή. Ἀναφερόμεθα βεβαίως στὴν δυτικὴ ἀκτὴ καὶ τὸ Californian bungalow ὅπου ὄχι μόνον ἀπαντῶμε σχηματισμοῦς προαστίων ἤδη, ἄλλα καὶ τὸ κλίμα εἶναι εὔκρατο καὶ ὁ πρόδομος-βεράντα, porch ἔχει χρήση. Στὶς ἁπλούστερες διανομὲς ἀπαντῶμε ἕνα living rᵐ ποὺ ἀναπέπταται πρὸς νότον στὴν βεράντα (porch), μαγειρεῖο καὶ δύο κοιτῶνες, στὶς συνθετότερες τὰ δώματα που ἔχομε στὴν ἀγγλικὴ Arts & Crafts ἀγροικία ὅπως εἶναι τὰ bungalows τῶν Greene & Greene ἢ τὰ prairie houses τοῦ Wright, ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρήσωμε ὡς ἔκφραση bungalow.Ἔτσι σὲ μία μέση κατοικία, ἔνι bow window μὲ ἔδρες στὴν δυτικὴ ἄκρη τῆς βεράντας, ἑστία σὲ ingle-nook, dining rᵐ ἀνοιχτὸ στὸ living rᵐ, τὸ μαγειρεῖο νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸ δειπνητήριο διὰ συρομένης θύρας. Κατὰ τὸν μεσοπόλεμο ἀρχίζει ἡ παρακμὴ τοῦ bungalow μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ διαμερίσματος, ὅμως θὰ παραμείνει ἡ κατοικία χαμηλῆς δαπάνης καὶ μεγάλης ἄνεσης ποὺ ἀνταποκρίνεται ἐπιτυχῶς στὸν βίο τοῦ μέσου ἀμερικανοῦ καθὼς ἐξέφρασε χωρικῶς τὴν δημοκρατία στὴν Ἀμερική. Τὸ bungalow πέρασε στὸν Καναδά, τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Αὐστραλία ὅμως κάθε μοντέρνα μονοκατοικία κηπούπολης εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ bungalow, ἰδίως στὶς χῶρες τῆς περικλείστου αὐλῆς τὴν ὁποῖα ἔπαυσε ἡ εὐρωπαϊκὴ καὶ δὴ μοντερνιστικὴ ἀρχιτεκτονική. Ἕτσι ἡ βεράντα ἀντικατέστησε τὴν αὐλή.
Γ.Α. Σιβριδης

Greene & Greene, Ford house
[i] RICHARD A. GOLDTHWAITE, The Florentine Palace as Domestic Architecture ἐν The American Historical Review Vol. 77, No. 4 (Oct., 1972), pp. 977-1012 (36 pages)
[ii] Πηγή τοῦ Sennet εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ PHILIPPE ARIÈS, L’enfant et la vie familiale sous l’Ancien Régime, Paris, 1960, ὁ ὁποῖος μνημονεύει, στὴν εἰσαγωγη τῆς δευτέρας ἔκδοσης τοῦ 1973, τὶς ἀπόψεις τοῦ Goldthwaite. Ὀ χῶρος εἶναι πράγματι μπούσουλας ἢ ἀπόδειξη διὰ τὸν κοινωνικὸ ἰστορικό.
[iii] ALASDAIR McINTYRE, After Virtue: A Study in Moral Theory, Notre Dame [1981], 2η ἔκδοση 1984, σελ. 239-243
[iv] CHRISTOPHER LASCH, The Minimal Self, Psychic Survival in Troubled Times, NY & London, 1984 σελ. 185-187
[v] A.J.P. TAYLOR, From Sarajevo to Potsdam, London,1966, σελ. 36-7
[vi] BERTRAND RUSSELL, In Praise of Idleness [1935], Oxon, 2004, σελ. 29-39
[vii] op.cit. RICHARD A. GOLDTHWAITE, The Florentine Palace as Domestic Architecture, σελ. 983
[viii] ibid. σελ. 980
[ix]CHARLES RANDALL MACK, The Rucellai Palace: Some New Proposals, ἐν The Art Bulletin, Vol. 56, No. 4 (Dec., 1974), σελ. 517-529 https://www.jstor.org/stable/3049298
KURT W. FORSTER, The Palazzo Rucellai and Questions of Typology in the Development of Renaissance Buildings, ἐν The Art Bulletin, Mar., 1976, Vol. 58, No. 1 (Mar., 1976), σελ. 109-113 https://www.jstor.org/stable/3049468
[x]ibid. σελ. 997
[xi]ibid. σελ. 1007
[xii] ATTILIO SCHAPARELLI, La casa fiorentina e i suoi arredi, nei secoli XIV e XV, Φλωρεντία, 1908, σελ. 4-9
[xiii] F. W. KENT, Palaces, Politics and Society in Fifteenth-Century Florence ἐν I Tatti Studies in the Italian Renaissance, 1987, Vol. 2 (1987), pp. 41-70 https://www.jstor.org/stable/4603652
[xiv] F. W. KENT, The Rucellai Family and Its Loggia, ἐν Journal of the Warburg and Courtauld Institutes Vol. 35 (1972), pp. 397-401 (5 pages) https://www.jstor.org/stable/750941
[xv]BRENDA PREYER, Planning for visitors at Florentine palaces, ἐν Renaissance Studies, SEPTEMBER 1998, Vol. 12, No. 3 (SEPTEMBER 1998), σελ. 357-374 https://www.jstor.org/stable/24412610
[xvi]STEPHANIE C. LEONE, Cardinal Pamphilj Builds a Palace. Self-Representation and Familial Ambition in Seventeenth-Century Rome, ἐν Journal of the Society of Architectural Historians , Dec., 2004, Vol. 63, No. 4 (Dec., 2004), σελ. 440-471 https://www.jstor.org/stable/4128014
[xvii] FREDERIQUE LEMERLE, L’émergence de l’hôtel particulier à Paris. Entre ostentation et intimité, ἐν PATRICK BOUCHERON ET JEAN-PHILIPPE GENET (DIR.), Marquer la ville. Signes, traces, empreintes du pouvoir (xiiie-xvie siècle), Paris-Rome, 2013, σελ. 109-123
[xviii]ibid.
[xix] FERNAND BRAUDEL, Civilisation matériel, Économie et Capitalisme XVe-XVIIIe, τόμος Ι: Les Structures du Quotidien, Paris 1979, σελ. 240-241
[xx]ibid. σελ. 269
[xxi] CHARLES OULMONT, La maison (σειρά La vie dans XVIII siècle) Paris, 1929, σελ. 9. Πρὸς τὴν πρώτη ἀναφορά, κατονομάζει τὸν Gudin, ἴσως τὸν Paul-Philippe Gudin, ἂν καὶ ἔζησε μετὰ τὴν Régence.
[xxii] RICHARD SENNET, The Fall of the Public Man [1974], London, 2002, σελ. 98
[xxiii] ibid. σελ. 168
[xxiv] BOB PIERIK, Privacy, Publicity and Gender in Amsterdam’s Early Modern Urban
Space, ἐν Privacy Studies JournalVol. 1, no. 1 (2022)
[xxv] H. J. LOUW, Anglo-Netherlandish Architectural Interchange c. 1600-c. 1660 ἐν Architectural History, 1981, Vol. 24 (1981), pp. 1-23+125-144 https://www.jstor.org/stable/1568393
[xxvi] ANDOR GOMME & ALISON MAGUIRE, Design and Plan in the Country House: From Castle Donjons to Palladian Boxes, New Haven & London 2008, σελ. 85
[xxvii]W.A. PANTIN, Medieval English Town-house Plans ἐν Medieval Archaeology, Society for Medieval Archaeology 6, 1962. σελ. 202–239
[xxviii]W.A. PANTIN, Houses of the Oxford Region. II. Hordley Farm ἐν Oxoniensia, Oxford Architectural and Historical Society XXV, 1960, σελ. 126–130
[xxix]W.A. PANTIN, The Clarendon Hotel Oxford. Part II: The Buildings (PDF). Oxoniensia. Oxford Architectural and Historical Society XXIII, 1958, σελ. 84–129
[xxx]Βλ. The site of Beaufort House ἐν Survey of London: Volume 4, Chelsea, Pt II, London, 1913. https://www.british-history.ac.uk/survey-london/vol4/pt2/pp18-27
[xxxi] STEFAN MUTHESIUS, The English terraced house, London, 1984
[xxxii] HERMAN MUTHESIUS, Das englische haus [1904] ἀγγλιστὶ The English House, London, 1979 σελ. 141-143
[xxxiii] JANET POTT, Old Bungalows in Bangalore [E. STALEY, R.CHATTERJEE, σχέδια J. SAMBROOK], London 1977
EVA PRASHER, Bungalows and their Typology in the Colonial Town: Ambala Cantonment, Creative Space,Vol. 4, No. 2, Jan. 2017, pp.151–164
[xxxiv]ANTHONY DOUGLAS KING, The bungalow, 1600-1980 : a study of the cultural, social, political and economic factors in the production of a global house-type, PhD Thesis, Brunel University, 1982