Dylan Thomas: Φτειάχνω τούτο δια μαχομένης απουσίας

Φτειάχνω τοῦτο διὰ μαχομένης ἀπουσίας, ὅταν τὸ κάθε
Ἀρχαῖο, πετροφίλητο λεπτὸ τῆς ἐρωτικῆς ἐποχῆς
Ἐλλιμενίζει τὴν ἀγκυρωμένη γλῶσσα μου, γλιστρᾶ
Στὴν προκυμαία, ὅτε, εὐλογητή ἡ δόξα, ἡ περηφάνια της
Σ’ ἱστίο καὶ πίδακα πορεύθηκε, ζαλίστη στὸν χειρόμορφο
Ἐγγὺς ὠκεανὸ σὲ κεῖνο τὸ περήφανο δένδρο ἱστίων μὲ κλαδιά
Ποὺ ὁδηγεῖται διὰ τοῦ τελευταίου θόλου καὶ χλοερᾶς προβλῆτος,
Καὶ τἀδύναμο σπίτι στὸν ὑπόστυλο μὲ μυελὸ οὐρανό,
Παραπεταμένο, ἀναπνοῆς ράκος, γραπτὸ χόρτο, μάταιο
Ὀπίου κεφάλι, καυλὸς κοράκου ποὺ ἐφυσήχθη, ἐκόπη κ’ ἐχάθη,
Ἢ ὅπως μαζεύθηκε ξανά ἡ σὰν βρόχος κύματος περόνη
Ἢ ἐσχίσθη προγονικὰ ὁ σφιχτόδετος θαλάσσιος ὑμένας,
Καί, ἡ περηφάνια τελευταία, σὰν ἕνα μόνο παιδί
Ποὺ μαγνητικοί ἄνεμοι εἵλκυσαν πρὸς τὴν τυφλή της μάνα
Ἔπαυλη ἀπὸ ψωμὶ καὶ γάλα σὲ κάποια ξεδοντιασμένη πόλη.
Φτειάχνει πρὸς ἐμὲ  ἀθωότητα τσουκνίδος καὶ ἐνοχή
Μεταξωτῆς περιστερᾶς κατὰ τὴν περήφανη ἀπουσία της
Στοὺς βουρλισμένους βράχους τὸ κέλυφος τῶν παρθένων,
Τὸ καθαρό, κλειστὸ μαργαριτάρι, τὰ γνωρίσματα νηρηίδων
Ἀντανάκλαση σὲ σπήλαια ἔγχορδα καὶ ἔντυπα μὲ Σειρήνες,
Εἶναι παρθένος στὴν ἐπαίσχυντο δρῦ, οἰωνοὶ κρεβάτι φάλαινας
Καὶ χορὸς ταύρου, ὁ χρυσοῦς θάμνος τῶν λεόντων ὑπερήφανος
Σὰν θηλασμένη πέτρα καὶ εὐμεγέθης σὰν ἀμμόκοκκοι.
Τοῦτὲς εἶν’ οἱ ἀντιθέσεις της: τὸ κτῆνος π’ ἀκ’λουθεῖ
Μὲ βαρὺ πόδι ἱερέα καὶ χέρι πέντε δολοφόνων
Τὴν ρευστὴ πτήση της σε στύλους φωλιασμένης τέφρας,
Καλεῖ τὴν πεινασμένη πύρινη ἀγέλη, εἶναι χυμένο σὲ πάγο,
Χαμένο σὲ σιωπὴν ἀτρύγητο, σὲ καλαπόδι, ποὺ ἀποφλοιώνει
Στὶς κρύες πυριτολιθικὲς βαθμίδες της λόφο ποὺ γνέφει
Πέφτει σὲ δακτύλιο ἀπὸ θέρη καὶ σφαλιστές μεσημβρίες.
Φτειάχνω ὅπλο τι ἀπ’ ὄνου τὸν σκελετό, περιπατῶ τὶς ἄμμους
Τῆς μάχης παρὰ τὴν νεκρὰν πόλι. Ρόπαλο μέγα ἀήρ, ρήμωσε
Τὴν ἀνατολή, γκρέμισε τὸ ἡλιοβασίλεμα καταίγισε
Τὴν σπερχνή της καρδιά, καὶ κρέμασε μὲ καρατομημένες
Φλέβες τὸ στειμμένο της κέλυφος , καὶ ἄφες τὰ βλέφαρά της
Κλειστά. Καταστροφή, τετρυγημένη ἀπὸ πουλιά, γκαρίζει
Ἐντὸς τῆς γνάθου, καί, τούτου τοῦ σφαγέος χάριν, σκοτεινοῦ
Μὲ μόλυνση, σὰν κῦμα ποὺ πελάζει ἀπλοῦμαι νὰ ἐρημώσω.
Ρείπιο, τὸ δῶμα τῶν πλανῶν, κάλαμος ἐρριμμένη
Στὴν σωρευμένη θάλασσα καὶ σκιά ὑδάτινου πυλώνα,
Ζυγισμένη σὲ βράχου σάβανο, εἶν’ἡ περήφανή μου
Πυραμίς∙ ὅπου, τυλιχτή σὲ σμαραγδόχλου λινὸ καἰχμηρό
Ἄνεμο, κεῖται ἡ κεφαλή τοῦ ἥρωος ξεδαρμένη ἀπὸ κάθε
Μῦθο, φθάνει ὁ ἀνατόμος τοῦ ἔρωτα μὲ ἡλίου χειρίδα
Ποὺ σχίζει τὴν καρδιά ζῶσα ἐπ’ ἀδάμαντος.
«Εἶχε μία γλῶσσα ἡ μήτρα τῆς μητέρας του ποὺ ρούφαε λάσπη»
Ἔκραξαν τἄφθαστα χείλη κλειστά ἀπὸ κουβάρι καὶ κουκούλα
Στὸ λαμπρὸ τοῦτο ἀγκύριο ὅπου κεῖμαι σαβανωμένος,
«Μία σαύρα ποὺ ἐκτοξεύει νῆμα ἀπὸ μαῦρο φαρμάκι δίπλωσε
Ἵνα τὸν ἐρύσει μ’ ἀγκίστρι, διὰ τῆς κλίνης ποὺ ἔχασκε
Καὶ τὸ λευκῆς ἀναπνοῆς, φραγμένο στόμα τοῦ σπόρου.»
«Ἰδέ,» ἔκρουσαν τὰ τεταμένα προσωπεῖα, «πῶς ἀνεβαίνουν οἱ νεκροί:
Στοῦ βουβῶνος τὴν ἄπειρο σπεῖρα εἶν’ ὁ ἄνθρωπος ἐμπλεγμένος.»
Τοῦτα τὰ πότε τυφλὰ μάτια ἔπνευσαν ἄνεμο ὀραμάτων,
Ἡ ρίζα τοῦ καζανιοῦ δι’ αὐτοῦ τοῦ κάποτε ἄφλουδου χεριοῦ
Ἄχνισε σὰν δένδρο, καὶ τίναξε ἕνα πουλὶ ποὺ καίγεται∙ μὲ δόντι
ἐκκωφαντικό, σχισμένο, καὶ οὐρά καὶ τύμπανο ἰστοῦ ἀράχνης
Τὰ θρύμματα δεμάτια διέφυγαν τούτου τοῦ πνεύματος ὁλάνθιστα
Καὶ, ἠπία ὡσὰν συγχώρεση ἀπὸ νέφος περηφάνιας,
Ἡ τρομακτικὴ λέξη ποὺ ὁ ἀδερφὸς μου τὸ δέρμα του γυμνώνει.
Στὸ νέφος πλέον, στὸ μέγα στῆθος του, ἤσυχες χῶρες κεῖνται,
Λευθερωμένες θάλασσες ἡ ἀγάπη μου ἀπ’ τὸν περήφανο
Τόπο της βαδίζει δίχως πληγή, οὔτ’ ἀστραπὴ στὸ πρόσωπό της,
Γαληνὸς ἄνεμος φυσάει ποὺ σ’κώνει σὰν τρίχες τὰ δένδρα
Κεῖ ὅπου τὸ αἷμα τοῦ μαλακοῦ χιονιοῦ σὲ πάγο ἐτράπη.
Κἂν ἡ ἀγάπη μου ὠθεῖ τὸν χλωμό, μαστοφόρο ἀέρα
Θηλάζοντας στὰ μάτια της αὐριανὲς περηφάνιες ὅμως
Τοῦτο τὸ φτειάχνω διὰ συγχωρητηρίου παρουσίας.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)