Φρεάντλης: Επί μιας ελαιογραφίας με Προσκυνητάς του Franz von Defregger

Βαδίσαμε πολὺ ὥσπου νὰ φθάσωμεν ἐκεῖ
ποὺ ἡ ἄσφαλτος ἀνθίζει,
βρεγμένη μὲ ψεκάδες ἀπὸ δάκρυα κι ἱδρῶτες.
Προλάβαμε στὸ τσάκ τὸν λιτὸν Ἑσπερινό.
Στὸν Καθεδρικὸ τῆς Ἑρημιᾶς,
μὲ τὰ θυμάρια καὶ τὶς ῥίγανες.
Κάποιοι εἴχανε στρώσει τὶς πλάκες τὶς παλιὲς,
μὲ φασκόμηλα κι ὑσώπους,
δυσωπούντας τὶς ὀργές παλιῶν θεῶν
βιαίως ἐξωσμένων.
Ποὺ οἱ μορφὲς των διακρίνονται ἀχνά,
Στὶς ὑγρασίες τοῦ θόλου τοῦ παλιοῦ,
μ᾿ ἀσβέστες ξεφτισμένους.
Δὲν τελειώνει ποτὲ αὐτὸς ὁ Ἑσπερινός.
Ἀφοῦ κι ἡ νύχτα μας ἀτέλειωτη ᾿ναι πιά.
Δὲν τελειώνουν οἱ ψαλμοί.
Δὲν κοιμοῦνται τῆς νύχτας οἱ θαμῶνες.
Ὀχιές ποὺ μπαινοβγαίνουν σὲ λαγούμια.
Γλαῦκες σέ δόξα νυκτιπόλον,
Κραδαίνουν ἀσάλευτα ζουλάπια
Κι οἱ γρῦλλοι δοξάζουν τοῦ μανδύου μας
τὶς ἀχιβάδες τὶς λευκές.
Ὅλοι μαζί, ὁμόκαρδοι (τὶ λέγω; Σύγκαρδοι)!
Ἀπὸ τὴν Κομποστέλλα καὶ τὴ Λούρδη,
ὡς τὶς ἑρμιὲς τῆς Πετραίας Ἀραβίας.
Σ᾿ ἕνα προσκύνημα δίχως τελειωμό.
Μακριὰ ἀπὸ θάλασσες, καράβια
καὶ γλήγορους συρμούς.
Μακριὰ ἀπ᾿ ὅ,τι δὲν πληγώνει τὰ ποδάρια μας.
Μακριὰ ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπειλεῖ νὰ μᾶς φέρῃ πιὸ γοργά,
στὸ τέλος τῆς πορείας.
Λατρευτὲς τῶν Ἑσπερινῶν,
λιτανεύουμε τοὺς νεκροὺς συνοδοιπόρους.
Δὲν ἀφήνουμε πίσω μας νεκρούς.
Τοὺς σέρνουμε μαζί μας.
Σὲ φορεῖα φκειαγμένα μὲ ῥαβδιὰ προσκυνητῶν
καὶ μὲ ταμπάρα ξεβαμμένα.
Δὲν λειώνουν δὲν σαπίζουν ἐτοῦτοι οἱ νεκροί.
Ἀσήπτους τούς κρατοῦν οἱ ἀφηγήσεις
κι οἱ νέοι ψαλμοί,
ὅπου γεννιοῦνται κάθε βράδι
ἀπὸ φωτιὲς ὁλόγυρα, μὲ λύκους φιλικούς
καὶ γαλαξίες νέους κεῖ ψηλά.
Σὰ στοιχειωμένο λουναπάρκ,
μὲ ὄμορφες κοπέλες πού γεμίζουνε ντουφέκια μέ ἀέρα.
Καὶ μᾶς καλοῦν νὰ ῥίξουμε στὸν στόχο.
Κι ἄμα πετύχουμε μᾶς δίνουνε φιλιά,
Κι ἄν ὄχι, μᾶς δίνουνε τὶς ἴδιες.
Κι ἐμεῖς τὶς παίρνουμε μαζί μας,
Στοῦ προσκυνήματος τὸ δρόμο,
Μέχρι νὰ μάθουνε τὶς ἱστορίες μας.
Μέχρι νὰ φθάσουνε μαζί μας,
Ἐκεῖ π᾿ ἀνθίζει ἡ ἄσφαλτος.
Μὲ τὰ νεκρὰ τ᾿ ἁμάξια στὰ πρανῆ,
Ἀλφαρωμαῖο καὶ Μερσεντές καὶ Χόντα.
Αἰῶνες ἀφημένα σὲ πρατήρια στεγνά.
Μὲ μάνικες σὰ φίδια πετρωμένα.
Στὶς πινακίδες κολλημένες οἱ τιμές:
«Ἀμόλυβδος βενζίνη ἑνάμισυ δουβλόνι τὸ γαλόνι».
Κι οἱ ὁδηγοὶ στραμμένοι πρὸς τὸν δρόμο,
Κοιτάζουν μὲ τεθνεώτας ὀφθαλμούς.
Μὲ ῤάδια ἀναμμένα πού παίζουν μαζί
(ὅλα μαζί) ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὰ τὰ παραθύρια,
«Σονάτες Σεληνόφωτος» καὶ νεκρικὰ ραγκτάιμ.
Τὶς νύχτες ἀνάβουν πλαφονιέρες,
Μὴ καὶ δὲν φαίνονται τ᾿ ἄσπρα τους τὰ δόντια.
Οἱ νεκροὶ μας ταράζονται πολύ.
Σαλεύουν στούς μανδύες.
Καὶ τὰ κορίτσια, «ξεκαθαρίζουνε τὴ θέση τους»!
-Θὰ σᾶς ἀφήσουμε στὸ παραπέρα λουναπάρκ.
Δὲν ἤτανε γιὰ μᾶς ἐτοῦτες οἱ πορεῖες.
Δὲν ἤσαντε γιὰ μᾶς τέτοιοι Ἑσπερινοί.
Ἄντε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ!
Μᾶς ἔλειψε τὸ λῖπος στὴν τροφὴ μας.
Χορτάσαμε γαλέτα κι ἀφηγήσεις.
Καὶ πάντα φεύγουν.
Καὶ μένουμε τὶς νύχτες στὰ ξωκκλήσια,
Μὲ τὶς μνῆμες των νὰ σκαρφαλώνουν καὶ νὰ χάνωνται,
Στοὺς νέους Ἑσπερινοὺς μας Γαλαξίες.