Category Archives: Μέλος & Λόγος

Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα ε΄

I Τούτη ἡ μεσημβρία δὲν ἔχει τίποτε ἵνα μᾶς πτοήσῃ― ὥστ’ ἔλεγες ἂν ὅτι τὴν ναίει ἀκέφαλό τι σῶμα ὁσίου μαρτύρου: Νεόκοτα ἀρώματα ὑπὸ τὸν δηναιὸ ἥλιο, χαρμοσύνη. ― Καὶ τἀνέμου ἀήματα, ψόφοι ἐργαλείων, σημάντρων, καὶ πλαταγήματα καὶ κέλαδοι ὄρνεων ὡς σπίλοι ἀμαυρώνουν τὸ φέγγος,

Φρεάντλης: Επί μιας ελαιογραφίας με Προσκυνητάς του Franz von Defregger

Βαδίσαμε πολὺ ὥσπου νὰ φθάσωμεν ἐκεῖ ποὺ ἡ ἄσφαλτος ἀνθίζει, βρεγμένη μὲ ψεκάδες ἀπὸ δάκρυα κι ἱδρῶτες. Προλάβαμε στὸ τσάκ τὸν λιτὸν Ἑσπερινό. Στὸν Καθεδρικὸ τῆς Ἑρημιᾶς, μὲ τὰ θυμάρια καὶ τὶς ῥίγανες. Κάποιοι εἴχανε στρώσει τὶς πλάκες τὶς παλιὲς, μὲ φασκόμηλα κι ὑσώπους, δυσωπούντας

Александр Пушкин: Προς τους λοιδόρους της Ρωσίας [1831]

Διατὶ ἀδολεσχεῖς, —δημόθρου θάμβους κύριοι, λυσσᾶτε; Διατὶ τέτοια ἀναθέματα πρὸς τὴν Ῥωσία βροντᾶτε; Τί ἀνακινεῖ τὸ φλύαρο ὑμῶν μένος; τῆς Πολωνίας εἶν’ μήπως τὸ καύχημα ποὺ ἐκπέπτωκε; Εἶναι μόνον ἡ σλαβικὴ συγγένεια, ποὺ ἐρίζει μεταξύ των, ἔρις ἐφέστιος καὶ παλαιά, ποὺ ἐκρίθη συχνὰ μὰ ἄπαυστος

Louis MacNeice: Η επιθυμία θανάτου [1940]

Καθώς ἀπαγορεύεται στὴν ζωὴ τούτη νὰ κινῆσαι μὲ πολλὴν εὐχέρεια, οἱ ἄνθρωποι, προνούστεροι, τεχνάζονται τὶς ἴδιες ζωές νὰ σῴσουν ἅμα τὶς σταθμήσουν πρός νεκρὲς συνήθειες, ἐλπίδες, γνῶμες, ὁτιοῦν ἄψυχο, μέχρις ὅτου τοῦτο τὸ ἔρμα τοῦ ψεύδους νὰ βυθίσῃ τὸ πλοῖο καὶ ὅλος ὁ λογισμός ἡμῶν

Louis MacNeice: Προσευχή προτού γεννηθήναι [1944]

Οὔπω γεννημένος· ἄκουσόν με. Μὴ ἐάσῃς τὴν αἱματορρόφο νυκτερίδα ἢ τὸν ἀρουραῖο ἢ τὴν ἰκτίδα ἢ τὸ ξυλοπόδαρο μορμὼ προσπελᾶσαι με. Οὔπω γεννημένος, παραμύθησαί με. Φοβοῦμαι μὴν ἂν ἡ ἀνθρώπινη φυλὴ διὰ ὑψηλῶν τειχῶν περιτειχίσαι με, διὰ δυνατῶν φαρμάκων ναρκῶσαι με, διὰ σοφῶν ψευδῶν δελεᾶσαι

Louis MacNeice: Στυλίτης

Ὁ ἅγιος στὸν στῦλο ἐφίσταται, ὁ στῦλος εἶναι μόνος, ἐστάθη τόσο χρόνο ὥστε αὐτότερος εἶναι λίθος· μόνον τὰ μάτια του περιπολοῦν τῆν ἄμμο ὅπου οὐδεὶς ἔρχεται οὔπω καὶ εἶν’ ὁ κόσμος μιαρός. Μετά, τὰ μάτια καταμύει, κατὰ τὸν ὕπνο του ἵσταται, περιέρχεται στὸν τράχηλό του

Louis MacNeice: Λόγος μετά παρρησίας [1940]

Στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος ὁ μόνος προσήκων ὁρισμὸς εἶν’ τὸ τα‎ὐτολόγημα: ὁ ἄνδρας εἶν’ ἄνδρας ἡ γυναῖκα, γυναῖκα, καὶ τὸ δένδρο, δένδρο, ὀλισθηρά καὶ αὐτάρκη· εἴ τί που ἔστι. Τὰ ὁποῖα ὁπόταν καθίστανται μεταξὺ ἀρχῆς καὶ τέλους τρέπονται σ’ ἄλλα, λύονται οἱ οὐσίες αὐτῶν,

W.B. Yeats: Η Λήδα και o κύκνος [1924]

Πλῆγμα αἰφνίδιο: ὅπως τὰ μεγάλα πτερὰ πλατυγίζουν ὑπὲρ τὴν παράφορο κόρη, οἱ μέλανες ὑμένες του ἅπτονται τῶν μηρῶν, τὸν αὐχένα μάρπτει τὸ ῥύγχος, τἀμήχανό της στῆθος κρεμάμενο ἔχει στὸ στῆθος του. Πῶς τὰ ἐπτοημένα δάκτυλα ἄν ἄπορα ἀπεώθουν ἤδη τὴν πτερωτὴ λαμπρότητα ἀπ’ τῶν χαλαρῶν

T.S. Eliot: Η κατάβασις των Μάγων

«Κρύον τι κέλευθο, τὸν εἴχομε, ἅμα τὴν χειρίστη ὥρα τοῦ χρόνου διὰ νὰ πορεύεσαι καὶ τόσο δὴ μακρὰ πορεία: Μὲ τὶς ὁδοὺς βαθεῖες καὶ τὸν καιρὸ δριμύ, ἄκρας χειμῶνος.» Καὶ οἱ κάμηλοι τριβόμενες, ραγόποδες, ἄποροι κεῖνται χαμαὶ στὸ χιόνι ποὺ λιώνει. Εἶν’ ὧρες ποὺ ποθήσαμε

Rihaku/Ezra Pound: Η επιστολή του εξορίστου [Cathay 1915]

Πρὸς τὸν Σὸ Κίν τοῦ Ῥακούγο, παλαιό φίλο, πρόβουλο τοῦ Τζέν. Ἄρτι ἐνθυμοῦμαι πὼς μἔκτισες καπηλεῖο δικό μου, πρὸς νότο τῆς γεφύρας τοῦ Τενσίν. Μὲ ὠχρὸ χρυσὸ καὶ ἄσπρα κοσμήματα πληρώναμε πρὸς τραγούδια καὶ γέλωτα, καὶ ἤμασταν μεθυσμένοι μῆνα μὲ τὸν μῆνα, νἀπολησμονῶμε βασιλεῖς καὶ