Otto Weininger: Φύλο και Χαρακτήρ [Geschlecht und Charakter, 1903] (σύνοψη, γ΄)

Β.9. ΑΝΔΡΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ο Weininger συνθέτοντας την ιδέα του Άρρενος δηλαδή τον ιδεότυπο του απολύτου άρρενος ως την Ιδιοφυΐα, ορίζει το αντίθετό του, το απόλυτο Θήλυ, ως το άτομο που δεν γνωρίζει το δέον της λογικής ούτε το δέον της ηθικής, και είναι επομένως χήρο υπεραισθητής προσωπικότητας δηλαδή ψυχής: Η απόλυτη γυναίκα δεν έχει εγώ. Δεν χάνει την ευκαιρία έτσι να αναφέρει το στερεότυπο ότι οι Κινέζοι (και όχι μόνον) θεωρούν παιδιά μόνον τα αγόρια. Και συνεχίζει με μία σειρά αναφορών από την φιλοσοφία και την τέχνη: Ο Αριστοτέλης αναπαριστά με την ανδρική αρχή την ποιούσα (δηλ. ενεργητική) μορφή, ενώ με την γυναικεία την πάσχουσα (δηλ. παθητική) ύλη. Στους πατέρες τις Εκκλησίας οι Τερτυλλιανός και Ωριγένης έχουν την Γυναίκα σε εκτίμηση που εξαφανίζεται μετά τον Ιερό Αυγουστίνο. Οι ιδέες του Αριστοτέλη θα επανέλθουν στην ιταλική αναγέννηση όπου, όπως είδαμε, η γυναίκα θα επαινεθή μόνο ως Virago. Η γυναίκα ως χήρα ψυχής συναντάται πάλιν στις γυναίκες των Ibsen (Anita, Rita, Irene), StrindbergE.T.A. Hoffman. Η Undine του γερμανού ρομαντικού Friedrich de la Motte Fouqué, ένα θέμα δανεισμένο από τον Παράκελσο, είναι μια νύμφη του νερού που παντρεύεται έναν νεαρό ιππότη για να αποκτήσει ψυχή. Είναι, λέει ο W.  η πλατωνική ιδέα της γυναικός.

Αν η ανθρώπινη ψυχή είναι μικρόκοσμος, και την ψυχή των όντων της ιδιοφυΐας κατοικεί ολόκληρος ο κόσμος, το Θήλυ είναι ένα μη ιδιοφυές όν εξ ορισμού. Ο Άνδρας ευρίσκει ένδον του όλα τα πράγματα και επιλέγει μεταξύ αυτών. Δύναται να εξυψωθή ή να ταπεινωθή, να γίνει φυτό, ζώο και γυναίκα, αφού υπάρχουν θηλυκοί άνδρες και θηλυπρεπείς.

Αλλά η Γυναίκα δεν δύναται, η ίδια, να γίνει Άνδρας. Μολονότι μπορείς να δεις πολλές γυναίκες με ανδρικά χαρακτηριστικά, ουδεμία εν τούτοις που να μην είναι θεμελιωδώς γυναίκα, όσο και κεκρυμμένη να είναι γι’ αυτήν τούτη η θηλυκότης. Ουδεμία γυναίκα υπάρχει με την ανατομική έννοια που να είναι άνδρας με την ψυχολογική, όποια και να είναι η ούτως ειπείν αρρενωπότης της.

Τούτο μας επιτρέπει να πούμε ότι ακόμη και αν οι γυναίκες μπορούν να παρουσιάσουν χαρακτηριστικά ιδιοφυΐας, δεν υπάρχει γυναικεία ιδιοφυΐα, δεν υπάρχει ποτέ και δεν μπορεί να υπάρξει. Το να μιλήσουμε για γυναικεία ιδιοφυΐα είναι μια αντίφαση ως προς τους όρους: Ο χαρακτήρας της ιδιοφυΐας είναι ένα ανδρικό κατόρθωμα. Ο άνδρας της ιδιοφυΐας, που φέρει τα πάντα, φέρει μέσα του και την Γυναίκα. Αλλά η Γυναίκα δεν είναι παρά ένα μέρος του παντός, και το μέρος δεν μπορεί να είναι το όλον. Η Γυναίκα δεν είναι μονάς και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι καθρέφτης του παντός.

Και είναι έτσι επειδή μια γυναίκα σκέφτεται με ενωτισμούς, δεν έχει «εννοιακότητα», δεν μπορεί να φτειάξει καλώς ενάρθρωτες σκέψεις και άρα να έχει συνείδηση. Να έχω συνείδηση με την έννοια της θεωρίας της γνώσης, να έχω ένα εγώ εγγύη της συνέχειας, να είμαι ένα υπερβασιακό υποκείμενο και να έχω ψυχή, είναι όλα το ίδιο πράγμα.

Τούτη έλλειψη συνείδησης είναι που δίδει στη Γυναίκα εκείνη την «αισθαντικότητα» ή  συναισθησία που την κελεύει να κάμει τις πλέον ασύμμετρους συνδυασμούς. Αν μια λέξη την θυμίζει κάτι, μένει ικανοποιημένη σε τούτον τον συνδυασμό τον απολύτως υποκειμενικό, μην αναζητώντας να αναρωτηθή γιατί το ένα και όχι το άλλο.

Λέγοντας αυτά ο Weininger δεν χάνει την ευκαιρία να κατηγορήσει για έναν παρόμοιο γυναικείου τύπου συναισθηματισμό την τέχνη και την λογοτεχνία της εποχής του, την γνωστή Secession, κάτι που κάμουν την ίδια εποχή και οι Karl Kraus και Adolf Loos. Πρόκειται για μια εγκατάλειψη στην αισθητηριακή ποικιλομορφία και ένα παρδαλό ύφος, που αγνοεί το μέλημα της μορφής. Η «impressioniste» τέχνη είναι μια τέχνη δίχως μορφή, μία κρίση που θα κάνει και ο Βρετανός μοντερνιστής ζωγράφος και συγγραφέας Wyndham Lewis, ζητώντας μια επιστροφή στις καθαρές μορφές της αναγεννήσεως.

Η Γυναίκα λοιπόν, επειδή της λείπει τέτοια βαθύτητα, επιλέγει σύμφωνα με την ιδιοτροπία της (caprice) και την αρέσκειά της. Κείνο που αιτεί η αρέσκεια είναι ένα ενδιαφέρον που αφορά προς την επιφάνεια, ασχολείται με την αρμονία του όλου αμελώντας το ιδιαίτερο ανάγλυφο του επί μέρους. Καταλαβαίνει τοιουτοτρόπως μία γυναίκα έναν άνδρα όταν η σκέψη του την ευχαριστεί. Νομίζει ότι καταλαβαίνει κάτι ενώ μόνον το νιώθει. Απεναντίας, είναι η ιδέα (Begriff, concept) εκείνη που τρέπει τις ελεύθερες και ευμετάβλητες εντυπώσεις σε αντικείμενα, τραβά από το αίσθημα κάτι που αντιτίθεται στο υποκείμενο, έναν αντίπαλο με τον οποίο το εξαναγκάζει να μετρηθή. Η ιδέα συστήνει κάθε πραγματικότητα. Δεν μπορώ να προσδώσω κάποια ταυτότητα ’ς ένα σύμπλεγμα αισθημάτων. Όταν το κάνω έχει ήδη αποκτήσει ίδιον ιδέας. Η ιδέα είναι εκείνο που δίδει ’ς ό τι προσλαμβάνεις ή σκέπτεσαι την αξιοπρέπειά της και την αυστηρότητά της: Απελευθερώνει κάθε περιεχόμενο σκέψης υποτάσσοντάς το. Το εξαντικειμενικεύει και το κάμει αντικείμενο καθολικώς βέβαιο της γνώσης. Μόνον η γυναίκα δεν αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τα πράγματα, αυτή και εκείνα χοροπηδούν ομού κατά βούληση: Δεν μπορεί να δώσει καμμία ελευθερία στα αντικείμενα, γιατί δεν έχει η ίδια.

Αν η ιδέα ξεχωρίζει υποκείμενο και αντικείμενο απελευθερώνοντάς τα αμφότερα, η κρίση (Urteil) κάμει δυνατή την επανασύνδεσή αυτών. Τούτη η ενότης είναι η αλήθεια. Και δεν είναι απλά γεγονός, αλλά αίτημα. Δηλαδή στοχεύω το αντικείμενο και το διακρίνω από εμέ και τον υπόλοιπο κόσμο γιατί νοσταλγώ μία ενότητα μαζί του, ακριβώς όπως στον έρωτα.

Το έλλειμμα της ικανότητας σύλληψης, φέρει δυσκολία στις γυναίκες να κρίνουν, καίτοι μιλούν πολύ, μάς λέει ο W. Αλλά και ο ψεύτης ομιλεί πολύ αλλά δεν έχει κριτήριο και μέτρο του την αλήθεια. Η γυναίκα δεν αγαπά την αλήθεια, γι’ αυτό δεν είναι σοβαρή, δεν ενδιαφέρεται για τις σκέψεις. Πίσω από τις επιστήμονες και φιλοσόφους γυναίκες πρέπει να αναζητήσουμε έναν άνδρα: Είναι «cherchez l’homme», αντί «cherchez la femme».

Είναι λοιπόν γι’ αυτό που οι γυναίκες έχουν μειωμένη επαφή με την πραγματικότητα. Η γνώση είναι πάντα οργανωμένη ’ς αυτές προς έναν ξένο στόχο, και όταν σκοπεύουν επίμονα σε τούτον τον στόχο,  δύνανται να βλέπουν ορθότατα και βαθύτατα, αλλά η αξία της αλήθειας είναι ’ς αυτές άγνωστη. Έτσι όταν οι επιθυμίες τους γκρεμίζονται χάνουν κάθε αίσθηση κριτικής και κάθε έλεγχο επί της πραγματικότητας. Γι’ αυτό έχουν συχνά ψευδαισθήσεις ότι τις βιάζουν, τις αγγίζουν κτλ. Η φαντασία στην γυναίκα, λέει ο W. είναι πλάνη και ψεύδος.

Το πρόβλημα για τη γυναίκα δεν είναι να γνωρίσει αλλά να γίνει γνωστή.

Μια απόδειξη για την κριτική λειτουργία του ανδρικού χαρακτήρα είναι ότι η κριτική ενέργεια γίνεται αισθητή από την γυναίκα ως μια ανδρική ενέργεια και ως σεξουαλικό χαρακτηριστικό: Η γυναίκα απαιτεί από τον άνδρα πειστήρια για να μπορεί με την σειρά της να τα κάμει δικά της. Είναι ανίκανη να καταλάβει τον σκεπτικιστή που κοιμάται εντός του ανδρός. Περιμένει τον άνδρα να μιλήσει, επειδή το γεγονός της λόγου είναι σήμα ανδρισμού. Οι γυναίκες έχουν σίγουρα το δώρο της ομιλίας αλλά όχι του λόγου. Αλλά είναι όταν σιωπά που γίνεται πιο επικίνδυνη: Επειδή ο άνδρας κλίνει πολύ στο να πιστέψει ότι η σιωπή κρύπτει τι.

Η απόδειξη του άλογου χαρακτήρα της απόλυτης γυναικός βρίσκεται στον αήθη χαρακτήρα της. Το γεγονός ότι δεν έχουμε γυναίκες καθ’ έξιν εγκληματίες δεν είναι επειδή η γυναίκα είναι ανήθικη, απλώς δεν έχει καμμία σχέση με την ηθική.

Ο Εγκληματίας γεννάται με συνείδηση της ιδέας της αξίας. Δεν υπάρχει εγκληματίας που να κομπάζει για τα εγκλήματά του. Σιώπα όταν του απευθύνονται κατηγορίες. Τουναντίον η Γυναίκα εξανίσταται όταν δεν αναγνωρίσουν ΄ς αυτήν την «καλή της πρόθεση» πίσω από το κακό που έκανε. Ο Εγκληματίας δεν θέλει να σκεφθή γιατί το έκαμε, καθώς κάτι τέτοιο θα τον θυμίσει το σφάλμα του. Ιδού η απόδειξη ότι δεν αγνοεί το καλό. Ουδείς κακοποιός πίστεψε ποτέ ότι η τιμωρία του είναι άδικος. Η Γυναίκα απεναντίας είναι πεπεισμένη προς την κακεντρέχεια των κατηγόρων της, και από την στιγμή που δεν θέλει να το αναγνωρίσει, ουδείς μπορεί να την πείσει ότι είναι ένοχη. Όταν την πιέσει κανείς ξεσπά σε κλάματα, ζητεί συγχώρεση και «αναγνωρίζει το άδικό της», και το νιώθει: Γιατί το κλάμα είναι κάτι που την προκαλεί ηδονική ευχαρίστηση. Η γυναίκα δεν γνωρίζει το μοναχικό μαρτύριο του σφάλματος, και ακόμη και στην εμφανή εξαίρεση της αφιερωμένης μετανοούσης που αυτοτιμωρείται, φαίνεται επίσης ότι δεν γνωρίζει το συναίσθημα της αμαρτίας παρά δευτερογενώς. Η γυναίκα δεν είναι κακή ούτε ανήθικη, γιατί είναι ανίκανη να είναι.

The Camden Town Murder The Camden Town Murder or What Shall We Do about the Rent?*oil on canvas*25.6 x 35.6 cm*signed b.r.: Sickert*ca 1908

Γιατί όμως οι άνθρωποι μιλούν για «φυσική αγαθότητα»  των γυναικών  και ικανότητα αυτών στον οίκτο, φέροντας το παράδειγμα της Νοσηλεύτριας; Απαντά ο Weininger: Ο άνδρας δεν μπορεί να υποφέρει να βλέπει τα δεινά του ασθενούς· θα τα υπέφερε μέχρι που θα εκμηδενιζόταν, και θα ήταν ανίκανος να δώσει τις φροντίδες. Θέλει να τον γλυκάνει και να σταματήσει τον θάνατο, να κάμει τι. Εκεί που δεν μπορεί να γίνει τίποτε και μένει μόνο η φροντίδα, η γυναίκα μπορεί να το κάνει.

Τούτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η γυναίκα δεν αναγνωρίζει άτομα. Γι’ αυτό, λέει ο Weininger, δεν γνωρίζει ούτε την αγάπη της μοναξιάς, ουδέ τον φόβο της μοναξιάς. Μία γυναίκα ουδέποτε είναι μόνη, αλλά ακόμη και όταν δεν έχει συντροφιά, ζει συνεχώς σε κατάσταση μεθέξεως με τα πρόσωπα που γνωρίζει. Τούτο, δηλαδή η μη αναγνώριση ατομικών ορίων, σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται μονάδες και δεν είναι η ίδια μονάς. Τούτη ακριβώς είναι η διαφορά από την ένωση της Ιδιοφυΐας με τον κόσμο η οποία είναι ένωση μεταξύ μονάδων.

Τούτο το συναίσθημα της μέθεξης με τον Έτερο είναι κάτι εξόχως σεξουαλικό.  Όθεν και το γεγονός ότι δίδει την συμπόνιά της με φυσική εγγύτητα. Τούτη η εν μεθέξει ζωή, την κάνει να ανοίγεται χωρίς ντροπή και να ξεσπά σε κλάματα. Κλαίει όπως γελά. Εκλιπαρεί οίκτο από τον άλλο για να μπορέσει να κλάψει μαζί του. Για τον ίδιο λόγο δεν έχει ντροπή. Αντίθετα ο άνδρας ντρέπεται, και κρύπτει την συμπόνιά του, ακριβώς  επειδή τα δεινά του όντος που έχω εμπρός μου δεν είναι δικά μου, επειδή είμαι ένα όν διακριτό από αυτόν. Η ανδρική συμπόνια είναι η αρχή της εξατομίκευσης που ερυθριεί για τον εαυτό της. Δεν στεναχωρούμαι επειδή ο άλλος υποφέρει αλλά επειδή ο άλλος δεν είμαι εγώ.

Οι γυναίκες λοιπόν δεν έχουν αιδώ: δεν έχουν πρόβλημα να γυμνωθούν  μεταξύ των και να περιεργασθή λεπτομερώς η μία την άλλη. Ο άνδρας δεν ενδιαφέρεται για τη γύμνια του άλλου άνδρα, ενώ η γυναίκα ξεντύνει με την φαντασία της τη διπλανή της. Ο άνδρας δεν φαντασιούται τα σεξουαλικά κατορθώματα του φίλου του. Η γυναίκα μόλις γνωρίσει κάποια, αναζητεί να φαντασθή τις σεξουαλικές της σχέσεις. Η γυναίκα είναι πάντοτε γυμνή, καταλήγει ο Weininger, ακόμη κάτω από το κρινολίνο και τον κορσέ.

Πάντα τούτα έγκεινται στο τι σημαίνει η λέξη «εγώ» για τη γυναίκα. Αν ερωτήσεις μια γυναίκα, δεν θα μπορέσει να παραστήσει κάτι άλλο εξόν το σώμα της. Το έξω της, ιδού το εγώ της γυναικός. Το «προσχέδιο του εγώ» που σχεδίασε ο Ernst Mach στα Antimetaphysische Vorbemerkungen δίδει μία τέτοια έννοια του «εγώ». Το εγώ του απόλυτου Θήλεος είναι ακριβώς εκείνο που ορίζει η αισθησιοκρατική επιστήμη.

Το αισθησιακό εγώ της γυναικός θεμελιώνει την ματαιοδοξία της. Η ματαιοδοξία στον άνδρα έρχεται από την βούληση για αξία. Και αυτό που δίδει ’ς αυτόν τούτην την αξία, που είναι γι’ αυτόν άχρονο, είναι η προσωπικότης, το μόνο πράγμα που δεν ανταλλάσσεις ποτέ, γιατί είναι αναντικατάστατο και πάνω από κάθε τίμημα (Kant). Η αξία της γυναικός τουναντίον είναι, όπως την ορίζει ο  W., αν έλεγα, κατεξοχήν μια «ανταλλακτική αξία». Λέει ο W.: Θέλει να νιώσει ότι την θαυμάζουν, την ζηλεύουν και την ποθούν, ανάγκη τόσο ισχυρή που η ικανοποίησή της σβήνει συχνά τις υπόλοιπες.  Οι γυναίκα λοιπόν ζει γι’ αυτό που σκέφτεται ο άλλος γι’ αυτήν. Δεν υπάρχει γυναίκα που να μην ευρίσκει τον εαυτό της επί του καθρέπτου όμορφο και ποθητό.

Walter Richard Sickert Tutt’Art@

Έτσι λοιπόν η γυναίκα αναζητεί να γίνει αντικείμενο της εκτίμησης του άλλου, την οποία επιζητεί να αποκτήσει προκαλώντας τον πόθο του και τον θαυμασμό του, μία αξία για τον άλλο και στα μάτια του άλλου. Γι’ αυτό η πραγματική γυναίκα δεν μπορεί να εκτιμήσει τον εαυτό της παρά στο βαθμό που εκτιμά τον άνδρα που επιλέγει. Οι γυναίκες επιπλέον ελκύουν την αξία των και από άλλου: τα χρήματα και τα αγαθά, τον πλούτο, το βεστιάριο, την θέση στο θέατρο, τα παιδιά, και κυρίως από τον σύζυγό αυτών.

Η έλλειψη ψυχής του Θήλεος έχει και άλλη απόδειξή: Ενώ τίποτε δεν ερεθίζει περισσότερο το Θήλυ από το να αποπλανήσει τον άνδρα που δεν της δίδει σημασία, το Άρρεν αισθάνεται αντιπάθεια για μια γυναίκα που θα τον φερθή άσχημα. Τίποτε δεν χαροποιεί περισσότερο το Άρρεν από το να δει ότι μια νεαρή κοπέλα τον αγαπά· ακόμα κι αν δεν ανταποκριθή ’ς αυτήν αμέσως, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γεννηθή ένδον του έρως. Απεναντίας, για την γυναίκα, ο έρως ενός άνδρα που δεν αρέσει ’ς αυτήν, ικανοποίει την ματαιοδοξία της. Η γυναίκα έχει αξιώσεις επί πάντων των ανδρών. Και προς τις φιλίες της προς τις άλλες γυναίκες, υπάρχει πάντοτε τί το σεξουαλικό.

Η συμπεριφορά των πραγματικών ανδρών και γυναικών, που ευρίσκονται ανάμεσα στο Άρρεν και το Θήλυ, ορίζεται ανάλογα με την θέση των μεταξύ των δυο τύπων. Έτσι ενώ το ον που ευρίσκεται πλησίον του Α θα γοητευθή από κάθε χαμόγελο που εμφανίζεται στο στόμα ενός νεαρού κοριτσιού, οι θηλύτεροι  άνδρες θα ενδιαφερθούν μόνον για κείνες που δεν τους δίδουν σημασία, όπως μια γυναίκα πολύ θηλυκή θα δείξει περιφρόνηση για έναν θαυμαστή που θεωρεί βέβαιο και δεν μπορεί να την κολακέψει παραπάνω από όσο το έχει κάνει.

Η έλλειψη αιδούς της γυναικός γίνεται έκδηλη στο γεγονός ότι μιλεί για τις κατακτήσεις της και στον τρόπο που το κάμει. Ο άνδρας αισθάνεται ντροπή όταν τον αγαπούν γιατί γίνεται κάτι παθητικό και εξαρτώμενο, αντί να είναι ένας ελεύθερος χορηγός. Η γυναίκα απεναντίας, δοξάζεται, καυχάται μπρος στις άλλες γυναίκες για να ξυπνήσει σε αυτές την ζήλια αυτών. Βλέπει την προτίμηση προς αυτήν όχι ως μια αναγνώριση κάποιας πραγματικής της αξίας, αλλά ως μια χορηγία μιας αξίας που αλλιώς δεν θα είχε, ένα δώρο μιας ύπαρξης που τη δικαιώνει στα μάτια των άλλων.

Έτσι εξηγείται η εκπληκτική μνήμη που έχουν οι γυναίκες για τις φιλοφρονήσεις που τες έχουν κάνει. Οι φιλοφρονήσεις την δίδουν αξία, και απαιτεί από τον άνδρα να είναι γαλαντόμος. Ενώ για τον άνδρα δεν κοστίζει τίποτε μια φιλοφρόνηση, έχει τη μικρότερη αξία που μπορεί να δώσει, για εκείνη έχει την μέγιστη.

Το Θήλυ, καθώς ζει μέσα στον αισθητό κόσμο, είναι το καλύτερο medium που μπορεί κανείς να φαντασθή, ενώ το Άρρεν ο καλύτερος υπνωτιστής του. Ως εκ τούτου μπορεί να γίνει αντικείμενο της αισθησιοκρατικής ψυχολογίας, ενώ το Άρρεν, όχι. Ουδεμία ψυχολογία του άρρενος είναι δυνατή ως επιστήμη, βεβαιοί ο Weininger. Επειδή μελέτη που εκκινεί από το εξωτερικό και πηγαίνει προς το εσωτερικό δεν μπορεί να ορίσει γιατί το Άρρεν λέει «ναι» στο Εγώ. Άπαξ θα μπορούσα να γίνω αντικείμενο μελέτης, και ήμουν υποτελής σε τί άλλο εξόν εμέ, θα έχανα μονομιάς κάθε αξία και θα ήμουν χήρος ψυχής. Το να πιστέψεις στην ελευθερία του υποκειμένου, σημαίνει ότι αρνείσαι την ψυχολογία ως επιστήμη. Κατά την απόφαση (όπως και κατά την προσοχή), το εγώ είναι ολόκληρο σε μια αμέριστο κατάσταση. Δεν υφίσταται ο δυϊσμός που χρειάζεται για την παρατηρήσει.

Εγώ θα έλεγα, ότι το εγώ δεν μπορεί να δει τον εαυτό του παρά μόνον την εκδήλωση της δράσης του. Ως επιστήμη είναι δυνατή μόνο μια πραξεολογία του εγώ και όχι μια ψυχολογία. Και ο Weininger δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας ομιλεί για την αλληλεπίδραση του Άρρενος και του Θήλεος:  Η γυναίκα απαιτεί από τον άνδρα το άρρεν. Όσο και ψεύτικη και να είναι η κοκέττα, θα ενοχληθή από έναν εξίσου ψεύτικο άνδρα. Αν την επιτρέπεται να είναι δειλή, ο άνδρας οφείλει να είναι γενναίος. Η γυναίκα αναζητεί την συμπληρωματικότητα. Η καλύτερη απόδειξη ότι η γυναίκα δεν έχει ψυχή, είναι ότι απαιτεί από τον άνδρα να έχει μία.

Αρά πώς τούτο το ον μπορεί να αντιλαμβάνεται την ψυχή στον άνδρα, εκείνη που δεν έχει, πώς μπορεί να κρίνει την ηθική του, εκείνη που είναι αήθης, πώς, γίνεται μίαν ιδέα της δύναμης του χαρακτήρα του, ούσα χωρίς προσωπικότητα και χήρα χαρακτήρα; Τούτο θα το δούμε παρακάτω.

Β.10. ΜΗΤΡΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΡΝΕΙΑ.

Θέλοντας να αποφύγει την κατηγορία ότι μιλεί για τις όλες τις γυναίκες γενικώς, ο Weininger προχωρεί στην σύνθεση δυο γυναικείων ιδεοτύπων, πάλι με την μέθοδο της αντίθεσης, της Μητρός και της Εταίρας. Ο τύπος της εταίρας δεν αφορά μόνον την επαγγελματία πόρνη, αλλά πολλά εύκολα κορίτσια, αλλά και παντρεμένες γυναίκες που δεν διέπραξαν ποτέ μοιχεία. Αίτιο της πορνείας δεν είναι οι κακές κοινωνικές συνθήκες. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κοριτσιών από πλούσια σπίτια, που προτιμούν να παρατήσουν τα πλεονεκτήματα της τάξης των για να περιπλανηθούν στους δρόμους. Η πορνεία είναι επάγγελμα αρχαίο, δεν ενεφανίσθη με τον κεφαλαιοκρατισμό, και ήταν κάποτε και θρησκευτικός θεσμός. Δεν είναι λοιπόν ότι ο άνδρας την οδηγεί στην πορνεία. Είναι μια προδιάθεση, ένα ορμέμφυτο, κάτι οργανικό και εγγενές. Τούτο δεν σημαίνει ότι κάποια εκπορνεύεται από καθαρή εσωτερική ανάγκη. Η γυναίκα έχει και τις δυο δυνατότητες, της μητρός καί της εταίρας. Άρα ένας άνδρας μπορεί να πραγματώσει την δυνατότητα της μητέρας όχι τόσο με τη συνουσία παρά με ένα μόνον βλέμμα. Κάμοντας ριζικότερη μίαν άποψη του Schopenhauer, ο Weininger λέει ότι τίς πρέπει να αναζητεί τη γέννηση του τη στιγμή η μητέρα του είδε πρώτα τον πατέρα του ή ήκουσε πρώτα την φωνή του. Τούτη η θεωρία της εντύπωσης μπορεί να μην συνάδει με την γνωστή βιολογική θεωρία περί κληρονομικότητας των χαρακτηριστικών του παιδιού δια της γονιμοποίησης του ωαρίου, αλλά δεν είναι αντικρούσιμη, αν αναλογιστούμε την θεωρία του  Goethe πάνω στα χρώματα, η οποία εναντιωνόταν στα επιστημονικά δεδομένα του καιρού του.  Αν ισχύει λοιπόν κάτι τέτοιο πρέπει να αφορά την απόλυτη σεξουαλική συμπληρωματικότητα.

Απόλυτη μητέρα, απόλυτη εταίρα, είναι δύο ιδιοσυγκρασίες, διαμεμοιρασμένες στην γυναίκα κατά αναλογίες κάθε φορά διαφορετικές: Δεν υπάρχει γυναίκα χήρα εντελώς της τάσης για πορνεία, και καμία γυναίκα απογυμνωμένη εντελώς από το μητρικό συναίσθημα. Η ουσία της μητρότητας συνίσταται στο ότι η Μητέρα έχει ως κύριο σκοπό της ζωής της το παιδί. Αυτό φαίνεται στη σχέση Μητρός – Κόρης: Η μόνη που αξίζει το όνομα
«μητέρα»  είναι η γυναίκα που στερείται ζήλιας για την κόρη της που είναι νεώτερη και ομορφότερη από εκείνη, και που αντίθετα ταυτίζεται πλήρως με αυτήν και χαίρεται προς χάρη της. Η απόλυτη μητέρα μπορεί να γίνει μάνα από οποιοδήποτε άνδρα. Δεν έχει την τάση να επιλέξει τον άνδρα αλλά παντρεύεται εθελοντικά όποιον μπορεί να εξασφαλίσει την συντήρησή της. Γινόμενη μάνα, μια τέτοια κοπέλα δεν γνοιάζεται για κανέναν άνδρα. Η Εταίρα αντίθετα, τρομοκρατείται από μικρή με την ιδέα των παιδιών και χρησιμοποιεί τη ιδέα του παιδιού μόνο για να ελκύσει άνδρες. Τόσο η Μητέρα όσο και η Εταίρα δεν γνοιάζονται για την ατομικότητα του σεξουαλικού τους συμπληρώματος. Υπάρχει λοιπόν μια μορφολογική ομοιότης μεταξύ των δύο τύπων, που μάς επιτρέπει να δούμε καλύτερα ποιά είναι η ουσία της γυναικός εν γένει.

Κατ’ αρχάς είναι ο άνδρας που είναι μονογαμικός και η γυναίκα πολυγαμική, όχι το αντίθετο.

O W. λέει λοιπόν ότι ο γάμος είναι αδιαλείπτως δεμένος με την ιδέα, την απολύτως ανδρική, της πίστης (η οποία προϋποθέτει συνέχεια και νοήμον εγώ). Το κίνητρο κείνο που δίδει σημασία στο σεβασμό του συμβολαίου, μόνον στον άνδρα μπορεί να ευρεθή. Η γυναίκα δεν μπορεί να αντιληφθή την δεσμευτική ισχύ του δοθέντος λόγου. Η μονογαμική σχέση είναι επινόηση του ανδρός. Έχει την πηγή της στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι μια ατομικότητα που παραμένει στο πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει στην μονογαμία μια υψηλή σκέψη της οποίας εκδήλωση είναι το μυστήριο του γάμου.

Σε μια μητέρα, όταν δεσπόζει η εταίρα, αντιλαμβάνεται στον υγιό της τον αρσενικό χαρακτήρα, και η σχέση του μαζί του θα είναι πάντοτε σεξουαλικού χαρακτήρα. Επειδή όμως ουδεμία μητέρα ταυτίζεται με τον ιδεότυπο της μητρός, τούτη η σχέση πάντα υποφώσκει. Γι’ αυτό και το κριτήριο της μητρικής αγάπης είναι η σχέση προς την κόρη. Η σχέση μάνας – βρέφους είναι ανακατεμένη με την σεξουαλικότητα, όπως ο θηλασμός, ο οποίος προκαλεί σεξουαλικό ερεθισμό, όθεν και η ζήλια του αρσενικού προς το βρέφος. Έτσι η σχέση μάνας – βρέφους μπορεί να συγκριθή με την σχέση γυναικός – ανδρός.

Τούτο το βλέπουμε στην ομοιότητα που υπάρχει στη συμπεριφορά που έχει ένα κορίτσι του μητρικού τύπου, ερωτευμένο ως προς τον άνδρα που αγαπά. Τον βλέπει ήδη σαν παιδί.

Ο λόγος που η Μητέρα έχει επαινεθή στην τέχνη και την λογοτεχνία, είναι γιατί είναι το μόνο ρίζωμα του είδους, ένα άπειρο ρίζωμα, τούτο το υπόβαθρο εκ του οποίου ο άνθρωπος αποκόπτεται ως άτομο για να πάρει συνείδηση του εφήμερου χαρακτήρα του. Τούτο κάμει τον άνδρα να βλέπει στην μορφή της μάνας, όπως επιβεβαιώνεται και στην κοπέλα, κάτι αιώνιο. Είναι τούτη η καταπληκτική βεβαιότητα στο είδος που εμφανίζεται στον βουβό χαρακτήρα τούτου του φύλου. Ο άνδρας βλέπει ‘ς αυτήν μίαν απέραντη γαλήνη που αποσβεννύει κάθε πόθο ‘ς αυτόν, που το κάνει να πιστέψει ότι δια της γυναικός είναι συνδεδεμένος με στον κόσμο.  Τούτη η σιγουριά του είδους είναι που κάνει την Μητέρα σκληρή και γενναία, και που την διαφοροποιεί από την Εταίρα, που είναι δειλή και φοβητσιάρα. Η Μητέρα πάντα ελπίζει ενώ η Εταίρα φοβείται. Όπως είναι αθάνατη ανά το είδος, δεν φοβείται το θάνατο, που τόσο τρομάζει την Εταίρα. Αισθάνεται ανώτερη του ανδρός και τον συγκρατεί. Στον εραστή προσέχει τα παιδικά του στοιχεία, ενώ η Εταίρα ενδιαφέρεται για την σπιρτάδα του. Η μητέρα υπόκειται ολόκληρη στο τέλος του είδους· η εταίρα είναι εντελώς ξένη προς αυτό. Η Μητέρα είναι η πρωταθλήτρια, η ιέρεια, του είδους, είναι σε εκείνη που εκφράζεται η καθαρά βούληση της φυλής. Όθεν και η σκληρότητά της με τα ζώα. Γιατί, αν το αντίθετο της Μητρός είναι η Μητριά, η Μητέρα είναι Μητριά για τα πλάσματα που δεν είναι παιδιά της. Τούτη η λειτουργία της Μάνας ως συντηρήτριας του είδους εμφανίζεται στην συμπεριφορά της ως προς την τροφή. Αντιθέτως προς την Εταίρα που σπατάλα σύμφωνα με τις διαθέσεις της μεγάλες προμήθειες ποτού και φαγητού για να τις αφήσει να χαθούν, η Μητέρα είναι φειδωλή και υπολογιστική και δεν θέλει να χαθή τίποτε.  Η ανησυχία της για όσους τρέφει, είναι προσκολλημένη στις μαγειρικές και οικιακές λειτουργίες. Όπως η Δημήτηρ (μητέρα της γης), η Μητέρα απαντά στην Φύσιν, και όχι στην ψυχή του παιδιού.

Για όλους τούτους τους λόγους, η αγάπη της Μητρός έχει μικρή ηθική αξία. Ο έρως του άνδρα απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, προικισμένο με φυσικές και ψυχικές ποιότητες. Η αγάπη της Μητέρας απευθύνεται σε ό τι εκπηγάζει από την ίδια, και όχι σε ένα εγώ. Η αγάπη της Μητρός είναι αδιάκριτος, καταργεί την ατομικότητα. Μια αδιάρρηκτος ροή που περνά από την μητέρα προς καθετί που ήταν δεσμευμένο με αυτήν σωματικώς, τέτοια είναι η ουσία της μητρότητας. Ακριβώς επειδή απουσιάζει η επιλογή, και πρόκειται για μια αγάπη ενστικτώδη και παρορμητική, δεν ευρίσκεται στα πλαίσια της ηθικής.

Η Εταίρα ακριβώς επειδή δεν υπακούει στο τέλος του είδους μπορεί να τεθεί, λέει ο Weininger, κατά κάποια άποψη, υψηλότερον από τη Μητέρα. Εταίρες ήσαν όλες οι «μούσες», οι «γυναίκες του Πνεύματος». Είναι ο τύπος της Ασπασίας στον οποίο ανήκουν οι γυναίκες των κύκλων του ρομαντισμού. Οι διανοούμενοι, επειδή δεν ενδιαφέρονται για την φυσική πατρότητα, επέλεγαν στείρες γυναίκες, και αν έκαναν παιδιά, ήσαν παιδιά θνησιγενή.

Ο λόγος που η Μητέρα έχει εν τούτοις τεθεί υψηλότερον από την Εταίρα, βρίσκεται στο γεγονός ότι ακριβώς επειδή δεν ενδιαφέρεται για τον άνδρα και μόνο για το παιδί, αντιστοιχεί μάλλον στο θηλυκό ιδεώδες της παρθενίας,  ανδρική φαντασίωση που δεν καθρεφτίζει ούτε την πραγματικότητα της Εταίρας, ούτε της Μητέρας. Η Εταίρα είναι εκείνη που είτε κρυπτώς ως κοσμική γυναίκα, είτε διακριτικώς ως γυναίκα του υποκόσμου, είτε φανερώς ως «κορίτσι της χαράς», δεν έχει εγκαταλείψει την τάξη των αξιών, όθεν και η κατακραυγή εντός της οποίας ζει. Διάγει ασώτως τον βίο της και το πληρώνει με την αποβολή της από την κοινωνία. Φύσει αφιερωμένη στην πολυανδρία, έχει κάτι από βασίλισσα καθώς είναι αυτή που ασκεί την πιο μεγάλη επιρροή, σε μια κοινωνία που δεν κυβερνάται αποκλειστικά από ανδρικές σχέσεις. Έχει μια αναλογία με τον μεγάλο κατακτητή στο χώρο της πολιτικής. Ο κατακτητής, ο άρχων του κράτους, είναι ένας λαϊκός Τριβούνος, και υπάρχει σε αυτόν ένα στοιχείο πορνείας. Όπως αυτός, η Εταίρα είναι βέβαιη ότι γοητεύει και πληροί εκείνον στον οποίο μιλεί, και εμπρός στην Εταίρα όπως και εμπρός σε αυτόν, οι άνδρες, όλοι οι άνδρες έχουν ένα αυτοκρατορικό συναίσθημα ότι έχουν ευεργετηθή κάπως.

Εδώ ο Weininger ευρίσκει την ευκαιρία να θίξει το θέμα των πολιτικών ανδρών. Διαφωνεί με τον κατά τ’ άλλα αγαπητό του Carlyle, που απέδιδε μεγάλη αξία στον «Ήρωα-Βασιλέα». Είναι γνωστό ότι το ψεύδος και η εξαπάτηση είναι κοινά χαρακτηριστικά όλων των μεγάλων πολιτικών ανδρών, είτε αυτός είναι ο Καίσαρ, ο Cromwell ή ο Napoléon. Το ψεύδος είναι ασύμβατο με την ιδιοφυΐα.  Οι «μεγάλοι άνδρες της βούλησης» είναι εγκληματίες. Εκείνο που μας κάμει να καταλάβουμε τον Ναπολέοντα είναι η επιμονή με την οποία απέφευγε τον εαυτό του: Όλες οι κατακτήσεις, μικρές ή μεγάλες εξηγούνται έτσι. Δεν έχει άλλη διέξοδο από το να εξαρτήσει πάνω στο εμπειρικό του εγώ  όλα τα πράγματα και να φτειάξει με αυτά ένα μνημείο στο όνομά του. Χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας, καθώς αιρεί από το αντικείμενο την ελευθερία και συνδέεται εγκληματικά με τα πράγματα, τα όποια τον εξυπηρετούν ως μέσα εν όψει  εγωιστικών σκοπών. Ενώ ο μέγας άνδρας, είναι μονάς των μονάδων, και ενέχει εαυτώ ως μικρόκοσμο τον κόσμο όλον, ο μέγας Πολιτικός Ανήρ και η μεγάλη Εταίρα είναι όντα κατ’ εξοχήν δίχα κανενός περιορισμού. Γι’ αυτό και είναι ανίκανα προς έρωτα όπως και προς φιλία.

Ο πραγματικός ιδιοφυής τιμά τον εαυτό του, και είναι ο άνδρας που εισέρχεται το ήσσον σε αυτήν την σχέση εξάρτησης που ο κάθε Τριβούνος πλέκει ανάμεσα στον λαό και τον εαυτό του. Η πραγματική εκπροσώπηση του λαού είναι του πεζοδρομίου όπως και η πραγματική πορνεία. Η βούληση στον πολιτικό άνδρα δεν είναι ελεύθερη.

Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ομοιάζουν. Ο Τριβούνος (ο πολιτικός ανήρ) και η Έταιρα  είναι φρυκτωρίες που, αναμμένες, φεγγοβολούν με μεγάλη λάμψη, αφήνουν θύματα στο δρόμο τους και αφανίζονται όπως τα μετέωρα, δίχως να ευεργετήσουν την ανθρώπινη σοφία, δίχως ο βίος τους να έχει την ελάχιστη σημασία στην πολιτισμική κληρονομιά του ανθρώπου, το ελάχιστο κομμάτι αιωνιότητας, ενώ η Ιδιοφυΐα και η Μητέρα εργάζονται στην σιωπή για να φτειάξουν μέλλον. Η Εταίρα και ο Τριβούνος είναι δείγματα ανηθικότητας που φιγουράρουν ως θεία εργαλεία.

Ο Weininger επιστρέφει στην Μητέρα και την Εταίρα, για να τις συγκρίνει ως προς την σημασία της συνουσίας. Ολόκληρο το είναι της γυναικός αποκαλύπτεται στη συνουσία, φθάνοντας στην πιο υψηλή του δύναμη. Αντιθέτως προς τον τύπο της Μητρός για την οποία η γενετήσια πράξη είναι μέσο παραγωγής ζωής, συνεχίζει ο Weininger, o τύπος της Εταίρας ευρίσκει ’ς αυτήν έναν καθ’ εαυτόν σκοπό και θέλει σε τούτον ν’ αναλωθή: «Η κραυγή της είναι μακρόσυρτη εκφράζοντας όλη την ζωή που θα ήθελε να συγκεντρωθή σε τούτη τη στιγμή. Γι’ αυτό και η Πόρνη δεν είναι ποτέ ικανοποιημένη, ακόμη και αν πάει μ’ όλους τους άνδρες του κόσμου.»

Όπως και να έχει, Μητέρα ή Εταίρα, η Γυναίκα, ως σεξουαλικό ον, είναι συνεχώς και από καθετί που συναντά, συνουσιαζομένη. Η Εταίρα θέλει να συνουσιασθή με τα πάντα, η Μητέρα θέλει να γονιμοποιηθή από τα πάντα. Δεν είναι μόνο η ουρογεννητική οδός η μόνη από όπου η γυναίκα μπορεί να συνουσιασθή, παρά η αποτελεσματικοτέρα, καθώς μπορεί να αισθανθή ότι έχει αλωθή από ένα βλέμμα ή από μία λέξη. Ένα ον που ασκεί την συνουσία με όλο το σώμα μπορεί επίσης να γονιμοποιηθή με όλους τους τρόπους. Η Μητέρα είναι δεκτικότητα – δοχείο. Εν τη μητρί, τα πάντα λαμβάνουν ζωή, καθώς όλα την εντυπωσιάζουν φυσιολογικά και συνδράμουν να δώσουν το πρόσωπο του παιδιού. ’Σ αυτό συγκρίνεται, έστω στην τάξη της σάρκας, με την Ιδιοφυΐα. Η Εταίρα τουναντίον θέλει να εκμηδενισθή εντός της συνουσίας, και ότι κάμει έχει την κατεύθυνση της καταστροφής. Ενώ η μάνα δίδει δύναμη στον άνδρα, η Εταίρα θέλει να του απορροφήσει κάθε ζήλο και ενέργεια. Η Μητέρα είναι κατάφαση της επίγειας ύπαρξης. Η Εταίρα γνοιάζεται μόνο να παρουσιάσει την ομορφιά του κορμιού της στην θριαμβική του πορεία πάνω στη γη. Η Μητέρα ελκύεται από ό, τι είναι στέρεο, η Εταίρα από ό, τι δεν είναι. Οι άνδρες που αρέσουν στην Εταίρα, είναι οι αλήτες, οι τυχοδιώκτες, οι φυλακισμένοι. Η Πόρνη προτιμά τους μαστροπούς, τους δολοφόνους.

Τόσο η Μητέρα, όσο και η Εταίρα, ως γυναίκες βρίσκονται εκτός ηθικής. Όμως η δεύτερη έχει σχέση με την ανηθικότητα. Ξυπνά στον άνδρα την ιδέα του κακού, ακόμη και εκτός σεξουαλικής επαφής. Ακριβώς επειδή, αν η Μητέρα είναι η αρχή της ζωής, η Εταίρα αρνείται τη ζωή και στρέφεται εναντίον της.

Φυσική ζωή, φυσικός θάνατος, άμφω είναι αινιγματικώς δεμένα με την συνουσία, είναι τα αντίστοιχα πεδία της Μητέρας και της Εταίρας.

Η ανηθική σημασία της πορνείας κείται επίσης στο γεγονός ότι δεν συναντάται πουθενά στη φύση. Σε κανένα ζώο δεν υπάρχει στείρο θηλυκό. Ακόμη, αν δούμε τα παγόνια, το αρσενικό είναι ούτως ειπείν η εταίρα. Ωστόσο δεν γίνεται για να προκαλέσει το θηλυκό, αλλά αποτελεί απλώς ενστικτώδη έκφραση και επίδειξη του δικού του πόθου. Η πορνεία επομένως είναι αυστηρώς ανθρώπινη. Τα ζώα και τα φυτά είναι εντελώς αήθη, και γνωρίζουν μόνον τη μητρότητα. Και εδώ βρίσκεται ένα από τα πιο βαθιά μυστήρια του ανθρώπου, σε ό, τι αφορά την προέλευση και την ουσία του. Η πορνεία είναι μια δυνατότης για όλες τις γυναίκες, όπως η φυσική μητρότητα. Δηλαδή η γυναίκα είναι έτι μάλλον από απλό θηλυκό ζώο, όπως ο άνδρας έτι μάλλον από απλούν αρσενικό.

Β.11. ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Ο  Weininger αναρωτάται πώς είναι δυνατόν, αν έχεις διανοηθή (όπως αυτός) πάνω στο ζήτημα της γυναικός, να μπορείς να την έχεις σε υψηλή θέση. Η αλήθεια είναι ότι την γυναίκα την εκθειάζουμε κατά τον έρωτα. Έτσι λοιπόν έρχεται να μάς μιλήσει για τον έρωτα.

Η ερωτική σχέση είναι μια συντυχία εντελώς διαφορετική από την απλή σεξουαλική σχέση στην οποία ανάγονται οι σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων στο ζωικό βασίλειο. Είναι απολύτως λάθος να θεωρούμε σεξουαλικό ένστικτο και έρωτα ταυτά, όπου ο δεύτερος να είναι μια περίπτωση καλλωπισμού, εξύψωσης τρόπόν τινα του πρώτου. Ούτε ο ψυχρός Kant, ουδέ ο σκληρός Schopenhauer, γνωρίζουν τον έρωτα. Για να είσαι ικανός προς βίαιο ερωτισμό, πρέπει να φέρεις το έλεος και την συμπόνια· εκείνοι που «δεν μετέχουν πουθενά» είναι ανίκανοι για έρωτα. Ο Schopenhauer στην μεταφυσική του σεξουαλικού έρωτα διδάσκει ότι το ασυνείδητο τέλος κάθε έρωτα κείται στην αναπαραγωγή. Ο Weininger αρνείται τούτην την άποψη. Σίγουρα έρως εντελώς ελεύθερος από αισθησιασμό δεν συναντάται κατά την εμπειρία μας. Ο άνθρωπος παραμένει πάντα ένα όν με αισθήσεις. Εκείνο όμως που μπορεί να μαρτυρήσει κανείς και να εκμηδενίσει την άποψη του Schopenhauer, είναι ότι ο έρως ως τέτοιος, και χωρίς την παρέμβαση καμμιάς ασκητικής βούλησης, τίθεται εχθρικώς προς καθετί σχετιζόμενο με τη συνουσία, ότι μάλιστα η εμπειρία του είναι μία άρνησή της. Έρως και πόθος είναι δυο διαφορετικές καταστάσεις, που αλληλαποκλείονται ως αντίθετα, ώστε όταν ένας άνδρας εράει κάθε φυσική ένωση τού είναι αδιανόητη. Το γεγονός ότι κάθε ελπίδα ενέχει φόβο δεν σημαίνει ότι ελπίς και φόβος δεν είναι αντίθετες έννοιες. Γι’ αυτό, το να ομιλούμε για έρωτα εντός γάμου είναι υποκριτικό. Η σεξουαλική έλξη μεγαλώνει με την φυσική εγγύτητα, ο έρως έχει ανάγκη την τροφή του χωρισμού και της απόστασης. Για τον άνδρα τον υπερόχως διάφορο, η γυναίκα την οποία εράει, και εκείνη την οποία ποθεί είναι δυο όντα εντελώς διαφορετικά. Ο «πλατωνικός» έρως υφίσταται μάλιστα, και μάλλον, υπάρχει μόνον ως «πλατωνικός». Τα υπόλοιπα είναι κτηνωδία, γράφει ο Weininger. To αντικείμενο ενός τέτοιου έρωτα, δεν μπορεί να είναι το πορτραίτο που μόλις μάς έκανε, γυμνό από οιεσδήποτε ποιότητες που τον δίδουν αξία για να το αποκτήσει κανείς.  Καταρχάς, αναρωτάται, το γυναικείο φύλο, είναι ωραίο; Η γυμνή γυναίκα είναι όμορφη στην τέχνη, αλλά όχι στην πραγματικότητα αν έλειπε το σεξουαλικό ένστικτο. Το σώμα της γυναικός δίδει την εντύπωση του ημιτελούς, που γυρεύει την τελειοποίηση του εκτός εαυτού, πράγμα που είναι ασύμβατο με τη ομορφιά. Η γυμνή γυναίκα είναι πιο όμορφη στα μέρη της παρά στο όλον της. Εδώ ο W. αναφέρεται στην αισθητική κατηγορία του Ωραίου, που είναι το κλασικό, όπου το όλον επιβάλλεται στο επιμέρους. Είναι όρθιο το κορμί της που εμφανίζει αυτόν τον άσχημο χαρακτήρα, ενώ είναι φυσικά αδύναμο ξαπλωμένο. Η τέχνη το κατάλαβε αυτό, γι’ αυτό όταν είναι όρθια, την περιτριγυρίζει και με άλλα πρόσωπα ή πράγματα, κρύβοντας έτσι την γύμνια της.

Κάθε πραγματικός έρως είναι ευπρεπής. Απεναντίας, υπάρχει κάτι το άσεμνο στην ερωτική εξομολόγηση, ακόμη και την πιο ειλικρινή. Δεν υπάρχει ερωτική εξομολόγηση που να μην είναι ψεύδος, ένα ψεύδος που η γυναίκα επιζητεί να ακούσει για να το θεωρήσει ως «δήλωση έρωτος».

ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ, ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΠΡΕΠΗ, ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΓΙΑ Ο, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΙ Ο, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΗΜΟ ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ.

Αν στη λογική, το αληθές είναι το μέτρο της σκέψης και η αξία της αληθείας, ο δημιουργός της, στην ηθική, το Αγαθό είναι κριτήριο του χρέους και η αξία που συστήνει το αγαθό οδηγεί στην αγαθοεργία, τότε στην αισθητική, το κάλλος δημιουργείται από τον έρωτα. Κάθε κάλλος είναι μία προβολή, μια επιφάνεια, της ανάγκης του εράν.

Το κάλλος λοιπόν δεν είναι το αντικείμενο στο οποίο κοιτά το υποκείμενο, αλλά είναι ο έρως του άνδρα και ομοιούται αυτού. Η ομορφιά εκπηγάζει από τον έρωτα όπως η ασχήμια από το μίσος. Το γεγονός ότι το κάλλος όπως ο έρως δεν ταυτίζονται με το σεξουαλικό ένστικτο, φαίνεται από το ότι για να ατενίσεις την ομορφιά χρειάζεσαι απόσταση. Αντίθετα το σεξουαλικό ένστικτο, που αναζητεί την φυσική ένωση με τη γυναίκα εκμηδενίζει την ομορφιά της (γι’ αυτό, θα έλεγα, κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης η ομορφιά δεν παίζει κανένα ρόλο).

Ο Weininger προχωρεί στο να μας πει ότι η ηθικότης και η αθώοτης της γυναικός είναι μια απόδοση αξίας (valorisation, Verwertung) από την πλευρά του ανδρός. Ο έρως είναι μια ευκαιρία για μια εξέταση συνείδησης και εσωτερικής κάθαρσης. Τούτο έχει την πηγή του στην ίδια την ερωμένη γυναίκα, η οποία συχνά μπορεί να μια χαζή κοκέττα, ένα ζωώδες θηλυκό. Αυτό δίδει αφορμή στον Weininger να πει: Σε κάθε έρωτα ο άνδρας ερά τον εαυτό του και τίποτε άλλο. Θέλει να διαφύγει από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου, κατάσταση που θολώνει τη θέα του καθαρού του εαυτού.  Για να μπορέσει να έχει τούτη τη θέα, προβάλλει το ιδεατό του σε ένα ον με αξία, και επειδή δεν καταφέρνει να το απομονώσει στον εαυτό του, το κάνει σε ένα έτερο ον, και αυτό σημαίνει ότι αγαπά μόνον αυτό το ον. Ο μόνος που είναι ένοχος για αυτή την πράξη, είναι εκείνος που έχει γίνει ένοχος και έχει συνείδηση της ενοχής του, και είναι γι’ αυτό που το παιδί δεν μπορεί να αγαπήσει.

Καθώς ο άνθρωπος βλέπει πόσο μακράν είναι από το ιδεατό και του, ξυπνά ς’ αυτόν η επιθυμία μιας καθάρσεως, όθεν και αυτή η εντελώς πνευματική ορμή που δεν υποφέρει να αντιμετωπίσει την φυσική προσέγγιση με την ερωμένη γυναίκα.

‘Σ ό τι κάμει, ο άνθρωπος είναι καθ’  ολοκληρίαν ο εαυτός του μόνον όταν ερά. Γι’ αυτό πολλοί αρχίζουν να καταλαβαίνουν την πραγματικότητα των εννοιών του Εγώ και του Συ όταν ερωτεύονται. Όθεν και ο ρόλος που παίζει, σε μια ερωτική ιστορία, το όνομα των εραστών. Amo ergo sum.

Έτσι ο έρως είναι ένα φαινόμενο προβολής, όπως το μίσος, και όχι ισότητας όπως η φιλία. Η φιλιά έχει ως συνθήκη τη ισότητα· ο έρως θέτει αδιαλείπτως την ανισότητα, την αναντιστοιχία. Ερώ σημαίνει ότι αποδίδω ’ς ένα άτομο ό τι θα ήθελα να είμαι αλλά δεν το καταφέρνω εν τέλει, και το κάμω φορέα των αξιών που αναγνωρίζω. Τούτο συμβολίζει η τελειότης που είναι το κάλλος. Γι’ αυτό και ο άνδρας που εράει πέφτει από τα σύννεφα και τρομάζει όταν ανακαλύπτει ότι η γυναίκα που θεωρεί όμορφη δεν είναι και ηθική, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ότι την ευρίσκει ακόμη όμορφη επειδή την αγαπά: Επειδή αλλιώς δεν θα υπέφερε τούτην την αντίφαση ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η γυναίκα που κάνει πεζοδρόμιο δεν είναι ποτέ όμορφη, επειδή δεν μπορεί να προβληθή επ’ αυτής καμμία αξία: Μπορεί να ικανοποιήσει μόνο το γούστο του πλέον χυδαίου άνδρα, είναι ερωμένη του ανθρώπου του κατ’εξοχήν ανήθικου, του μαστροπού. Το γυναικείο κάλλος είναι μόνο ηθική που γίνεται ορατή, αλλά τούτη η ηθική είναι κείνη του άνδρα, που μετέφερε τούτην την τελειότητα στη μορφή της γυναικός .

ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΟΡΑΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑΣ. Είναι γι’ αυτό που είναι στατικό και όχι δυναμικό, και κάθε αλλαγή το αρνείται, είναι σε αντίφαση με την ίδια του την ιδέα. Ο έρως της αξίας, η νοσταλγία της τελειότητας, προκαλούν την ομορφιά στην ύλη. Έτσι γεννάται η ομορφιά της Φύσεως, που ο Εγκληματίας ουδέποτε αντιλαμβάνεται, γιατί είναι η ηθική που δημιουργεί την Φύσιν. Έτσι και ο φυσικός νόμος είναι ένα αισθητό σύμβολο του ηθικού νόμου, κάνει υλική την ευγένεια της ψυχής και του λόγου. Όπως ο έρως δημιουργεί για τον άνδρα μια καινούργια γυναίκα που αντικαθιστά την πραγματική, η τέχνη κάμει να αναδυθεί από το χάος όλος ο πλούτος μορφών του σύμπαντος. Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς μορφή. Η τέχνη δημιουργεί την Φύσιν, και όχι το αντίθετο. Η ιδέα του κάλλους γίνεται ιδέα της Φύσεως.

Εντούτοις, ο έρως του κάλλους δεν μπορεί να σταματήσει επί της γυναικός χωρίς να αρνηθή εαυτόν και να παίξει το παιχνίδι του σεξουαλικού ενστίκτου. Από τη στιγμή που υφίσταται αυτή η σύγχυση, ο έρως δεν μπορεί παρά να είναι δυστυχής. Ο έρως, όπως τον εννοούμε είναι η ηρωικωτέρα προσπάθεια να βεβαιωθούν οι αξίες εκεί που δεν υπάρχουν. Η υπερβασιάκη ιδέα του έρωτα, αν υπάρχει, δεν μπορεί να αναπαρασταθή παρά από την αγάπη ούτινος έχει απεριορίστως αξία, του απολύτου ή του Θεού.

Σε τι όμως συνίσταται η ενοχή; Όπως στο μίσος προβάλλει κανείς τα δικά του ελαττώματα στον άλλο, έτσι ώστε να τους δώσει ένα πρόσωπο που τον κάμει να τα αποστραφεί, ο έρως είναι για να κάμει το Αγαθό αισθητό και να μπορεί να το σκεφθή. Και τα δυο βασίζονται σε μια δειλία, μας λέει ο Weininger. Όπως η πίστη στον Διάβολο είναι ανήθικη καθώς αποφορτίζει κάποιον ευκόλως από την ιδέα του σφάλματος, τοιουτοτρόπως είναι και ο έρως προς την γυναίκα, όταν ο άντρας αποδίδει την ιδέα της αξίας σε ένα άλλο όν. Από το ερωμένο ον απαιτώ κάτι, δεν θέλω να δω τους τρόπους του που δεν μ’ αρέσουν να αντιβαίνουν στον έρωτά μου. Γιατί στον έρωτα θέλω να βρω εμέ, θέλω να με δεχθώ στα χέρια του άλλου, ό τι θέλω από εκείνον, είναι εγώ! Ο οίκτος είναι γεμάτος αιδώ, επειδή βάζω τον έτερο κάτω μου, τον ταπεινώνω. Ο έρως είναι γεμάτος αιδώ, επειδή βάζω τον εαυτό μου κάτω του ετέρου. Η αδυναμία του είναι ότι λησμονεί κάθε ατομική υπερηφάνεια. Ο οίκτος είναι συγγενής του έρωτα. Ο ένας και άλλος αποκλείουν άμφω αλλήλους: Ουδείς εράει εκείνον τον οποίο οικτίρει, ούτε οικτίρει εκείνον τον οποίο εράει.  Ο έρως όμως, υποστηρίζει ο Weininger, έχει την πλείονα αιδώ επειδή εκείνο που ζητώ είναι ό τι είναι υψηλότερο και μείζον. Για να εξηγηθώ, ο W. εννοεί ότι οικτίροντας δίδω κάτι από τον εαυτό μου, κάτι ανθρώπινο, ενώ στον έρωτα απαιτώ από τον έτερο τον Θεό!

Το ερωτικό συμπληρώνεται από το συναίσθημα του λάθους. Η ζηλοτυπία δεικνύει το αβέβαιο θεμέλιο του έρωτα. Η ζήλια είναι το αντίθετο του έρωτα και δεικνύει όλη την ανηθικότητά του. Η ζήλια είναι μια βία που ασκείται στον έτερο, μία προσβολή στην ελευθερία του. Ο φόβος που συνοδεύει τον έρωτα, κείται, όπως και η αιδώς, σε ένα προηγούμενο λάθος, ήτοι, στο ότι αυτό που θέλω να αποκτήσω μες στον έρωτα είναι κάτι που θα ώφειλα να μην αναζητήσω κεί.

Το σφάλμα που διαπράττει ο άνδρας στον έρωτα είναι ότι θέλει να απελευθερωθή από το συναίσθημα της ενοχής που είναι αναγκαία συνθήκη του. Αντί να συνεχίσει να φέρει το βάρος τούτης της ενοχής, αναζητεί να απελευθερωθή, αναζητεί στον έρωτα την ευτυχία. Τούτη η ανάγκη λύτρωσης, που περιμένει κανείς έξωθεν, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, και είναι, κατά W., καθ’ εαυτόν ανήθικη.

Ο εραστής αναζητεί στο ερωμένο όν την δική του ψυχή. Τούτο κάνει τον έρωτα να είναι ελεύθερος, και μη υποκείμενος στην σεξουαλική έλξη. Στον έρωτα η γυναικεία ψυχή αποκτά σημασία. Μολαταύτα, υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό. Η σεξουαλικότης κάμει χρήση της γυναικός ως μέσου για να φθάσει κανείς στην ηδονή και να αποκτήσει παιδιά· στον ερωτισμό την χρησιμοποιεί ως μέσο για να υψωθή στο επίπεδο των αξιών και εν όψει της δημιουργίας, ήτοι, του πνευματικού τεκνού.

Κάθε βούληση απαθανάτισης του εαυτού (θεμέλιο εξίσου της σεξουαλικότητας και του ερωτισμού) κείται στο τέκνο. Αυτό είναι η ενσώματος μορφή αυτής της απαθανάτισης, είτε πρόκειται για φυσικό τέκνο, είτε για έργο.

Το τίμημα όμως του τέκνου είναι τα ίδια τα εμπλεκόμενα άτομα: Ο άνδρας που εράει τη γυναίκα δεν την βλέπει, δηλαδή δεν τον επιτρέπει να την καταλάβει, που είναι η μόνη δυνατή ηθική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Πώς να αγαπήσει κανείς κάποιο άτομο του οποίου γνωρίζει τις ατέλειες, όταν ο έρως απευθύνεται στην τελειότητα; Αιρεί λοιπόν την εμπειρική πραγματικότητα του ερωμένου ατόμου. Τούτη η προσπάθεια απαιτεί σκληρότητα προς την ερωμένη. Τούτη είναι η πηγή του εγωισμού που κείται στο βάθος κάθε έρωτα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο έρως ή η σεξουαλικότης είναι φόνος. Η γυναίκα, είτε ως μέσο αυνανισμού, είτε αναπαραγωγής, αλλά ακόμη και ως μέσο λατρείας, παραδίδεται χωρίς αντίσταση.

Η λατρεία της Madonna (κάθε λατρεία είναι έκφανση ερωτισμού) είναι προς ένα όν που δεν υπάρχει. Και με αυτή τη λατρεία επενδύει ο Dante την μορφή της Beatrice, μιας κοπέλας που είδε μια φορά στη ζωή του (όταν ήταν 9 χρονών!). Μπορούμε να φανταστούμε την υπέροχη Beatrice Portinari να γίνεται μια Ξανθίππη, μια χήνα της αυλής; Και καταλήγει ο Weininger:

Ο έρως, ο πλέον δη υψηλός, είναι τριπλά ανήθικος: είναι η εκδήλωση ενός εγωισμού που δεν ανέχεται την πραγματική γυναίκα, η οποία απογεγυμνωμένη από κάθε ανεξαρτησία, είναι μόνον μέσο του άνδρα να εξυψωθη. Είναι μια πράξη προδοσίας ως προς τον εαυτό του, μία φυγή της αξίας σε αλλοτρία περιοχή, η έκφραση της βούλησης να απελευθερωθή, και ως εκ τούτου δειλία, αδυναμία, αναξιοπρέπεια, κοντολογίς, απόλυτη έλλειψη ηρωισμού. Τέλος, δεν θέλει την αλήθεια, που θα ήταν ανυπόφορη γι’ αυτόν, και ωθεί τον άνθρωπο της ψευδαίσθησης τούτης προς κάποια εύκολη λύτρωση.

Ο Weininger συνεχίζει λέγοντας ότι ο έρως είναι μία μεταφορά του τύπου της ιδιοφυΐας: Κάθε μέγας εραστής είναι ιδιοφυΐα και κάθε ιδιοφυΐα είναι θεμελιωδώς εραστής, ακόμη και αν ο έρως της αξίας, δεν ενσαρκώνεται στον έρωτα καμμίας φυσικής γυναικός . Εκείνο που συνδέει το εγώ με τον κόσμο, το υποκείμενο με το αντικείμενο, δεν είναι άλλο εξόν τούτο που συνδέει τον άνδρα με τη γυναίκα νενοημένο σε κάποιο επίπεδο υψηλότερο και ευρύτερο, ή καλύτερα, η σχέση άνδρα – γυναικός , είναι μια ειδική περίπτωση τούτης της μάλλον γενικής σχέσης.

Το πρόβλημα που εντοπίζει λοιπόν ως προς την αποτυχία του έρωτα είναι η σεξουαλική γυναίκα. Αν ο έρως είναι δημιουργός κάλλους, η γυναίκα αγνοεί το κάλλος. Η γυναίκα αμφίεται ρωτώντας τον άνδρα της (την εποχή του W.) ή ακολουθώντας τη μόδα (σήμερα). Αν γνώριζε από μόνη της ό τι είναι ωραία θα έπαυε να ζητεί την ανδρική επιβεβαίωση. Επίσης είναι μεγάλο ψεύδος ότι ευρίσκει τον άνδρα ωραίο. Κείνο που ευρίσκει «ωραίο» είναι η κοινωνική του θέση και άλλα, πρακτικής φύσεως θέματα. Γιατί ωραίο δεν είναι αυτό που ευχαριστεί. Κείνο που ευχαριστεί είναι χαριτωμένο· ωραίο είναι ό, τι ερά κανείς ως άτομο. Η χάρις είναι γενική, η ομορφιά, ατομική. Γι’ αυτό το συναίσθημα της ομορφιάς είναι ευπρεπές, γιατί γεννάται από την επιθυμία, και η επιθυμία από την εσωτερική ατέλεια και φτώχεια. Ο έρως είναι παιδί του πόρου και της πενίας, ο καρπός της συνάντησης του πλούτου με τη φτώχεια. Η χάρις είναι απλή ανταλλακτική αξία. Ερά κανείς το κάλλος, ενώ ερωτεύεται το κεχαριτωμένο. Ο έρως έχει ένα στόχο, είναι υπερβασιακός, γιατί προέρχεται από το αίτημα, το πάντοτε ανικανοποίητο του φυλακισμένου υποκειμένου μες στην υποκειμενικότητά του. Και αυτό το ανικανοποίητο είναι ξένο στις γυναίκες. Το Θήλυ ερωτεύεται (verliebt), το Άρρεν ερά. Το Θήλυ είναι εντελώς ανίκανο για έρωτα.

Ο άνδρας κινείται προς τη γυναίκα από την ομορφιά της. Όσο για την ομορφιά του άνδρα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από τον άνδρα. Οι κανόνες της ανδρικής ομορφιάς όπως και της γυναικείας έχουν φτειαχθή από άνδρες. Μήπως είναι και αυτό αποτέλεσμα μιας «καταπίεσης» του γυναικείου φύλου;  Γιατί λοιπόν η σεξουαλική γυναίκα δεν μπορεί να δει το κάλλος; Επειδή ακριβώς κινείται κατά τον άνδρα από πόθο. Δεν είναι το απολλώνιο στοιχείο, μήτε το διονυσιακό, που την ελκύει προς αυτόν αλλά το σατυρικό, όχι ο άνδρας, αλλά το αρσενικό θηρίο. Εκείνο που αντιπροσωπεύει για αυτήν τον άνδρα είναι το μέλος του δηλαδή το πέος. Ο φαλλός την υπνωτίζει, τη μαγεύει, την γοητεύει. Αντιπροσωπεύει για κείνην το βέβαιο πράγμα, κάτι για το οποίο δεν έχει όνομα, αλλά από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, με μια λέξη το πεπρωμένο της. Ο φαλλός είναι αυτό που κάμει ακράτως και εν τέλει την γυναίκα σκλάβα.

Β.10. Η ΓΥΝΑΙΚΑ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝ ΤΩι ΣΥΜΠΑΝΤΙ.

Ο Weininger θεωρεί ότι το μέρος υπεραισθητού εντός του ανδρός τον κάμει να μην είναι εντελώς χήρος αγαθότητας, πράγμα που αντίστοιχο δεν μπορεί να πει για την γυναίκα. Τούτο και μόνο το στοιχείο κάμει τον ιδεαλιστή Weininger να βλέπει τον άνδρα που ευρίσκεται στην χαμηλότερη θέση στην κλίμακα των αξιών, απείρως υπέροχο από την αξιολογωτέρα γυναίκα. Όμως μάς λέει, ότι καίτοι η γυναίκα δεν έχει βαθύ πνεύμα, ουδέποτε είναι χαζή. Η εξυπνάδα, ο υπολογισμός, η δεξιοτεχνία, συναντάται συχνότερο και συνεχώς μάλλον στο Θήλυ παρά στο Άρρεν, όσον αφορά την επίτευξη άμεσων εγωιστικών στόχων. Ουδεμία γυναίκα δεν είναι τόσο βλάξ όσο μπορεί να είναι ένας άνδρας. Ποια είναι λοιπόν η σημασία της γυναικός; αναρωτάται ο Weininger.

Ένα φαινόμενο που ποτέ δεν έχει ερευνηθή σοβαρά είναι εκείνο του Προξενιού, και το οποίο μας οδηγεί στην βαθυτέρα φύση της γυναικός. Τούτη η βούληση να ζευγαρώνει τους ανθρώπους, είναι γεγονός σε κάθε γυναίκα δίχως εξαίρεση, από νεαρωτέρας ηλικίας. Τα μικρά κορίτσια μεσολαβούν στον αγαπημένο της αδελφής των. Αργότερο, αυτή η τάση εξισορροπείται από την ζήλια ως προς τις αντίζηλές αυτών. Άπαξ και παντρευτούν όμως, ρίχνονται με ζήλο αύθις πάλιν σε τούτην την ασχολία. Η βελτέρα προξενήτρα ―νυμφαγωγός, είναι η ηλικιωμένη, στην οποία κάθε εγωιστική αξίωση έχει εξαφανισθή. Δεν είναι μόνον οι γυναίκες που γίνονται αντικείμενα προξενιού, αλλά και οι άνδρες. Εδώ είναι οι μητέρες αυτών που αναλαμβάνουν ρόλο προξενήτρας. Ακόμα και στην περίπτωση των θυγατέρων αυτών η ενασχόλησή να τες βρουν γαμπρό, δεν πηγάζει από την μητρική φύση αλλά από την γυναικεία. Τουναντίον ο άνδρας αποστρέφεται με αηδία όλες αυτές τις γαμήλιες δολοπλοκίες ακόμη και αν αφορούν την λατρευτή του κόρη.

Το ένστικτο του Προξενιού πάει περαιτέρω. Σε θέαμα θεάτρου οι γυναίκες αναζητούν πότε θα σμίξουν οι δύο ερωτευμένοι του έργου. Γι’ αυτό  και τα ερωτικά μυθιστορήματα προκαλούν ’ς αυτές τέτοια εμπύρετο αδημονία και το μόνο που τες ενδιαφέρει είναι η σεξουαλική πράξη, ενσαρκώνοντας την επιθυμία αυτών να ζευγαρώσουν τους ήρωες του μυθιστορήματος. Ακόμη και η θέα ενός ζευγαριού σε κάποιο δημόσιο χώρο τους προκαλεί την περιέργεια και κοιτούν. Οι γυναίκες δοκιμάζουν τέτοια ευχαρίστηση να βλέπουν ζευγάρια, γιατί το δικό τους ιδεώδες της συνουσίας είναι γενικό, και δεν έχει αξία μόνον για αυτές. Η επιθυμία να συνουσιασθή είναι η βιαιοτέρα που γνωρίζει η γυναίκα, είναι εν τούτοις ιδία έκφραση επιθυμίας πολύ βαθυτέρας, που κείται ’ς αυτό που κάμει το μοναδικό ενδιαφέρον της ζωής της, ήτοι, την συνουσία εν γένει, και που θέλει να την ασκεί το πλέον δυνατόν, με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιοδήποτε τόπο.

Όπως τίποτε δεν τες πειράζει το πλείστον όσο κάποιος άνδρας εργένης, τον οποίο και αναζητούν να τον ζευγαρώσουν. Άμα αυτός νυμφευθή χάνουν το ενδιαφέρον τους περί αυτού. Οι γυναίκες σπάνια ενδιαφέρονται να κατακτήσουν τον άνδρα άλλης γυναικός, εκτός αν θέλουν να την εκδικηθούν. Όπως και να έχει το ένστικτο του προξενιού δείχνει ότι η συνουσία είναι, για τις γυναίκες, μια καθολική ιδέα. Ο μόνος αληθινός και πλήρης ορισμός της γυναικός είναι το ένστικτο του προξενιού, το συναίσθημα μιας αποστολής που έχει αναλάβει, που είναι να δώσει ζωή και να υπηρετήσει την ιδέα της σαρκικής ένωσης. Κάθε γυναίκα είναι μια ζεύκτειρα, μια ζευξίγαμος  και τούτη της η ιδία φύση, να είναι συνήγορος και λειτουργός της ιδέας της συνουσίας, είναι εξίσου η μόνη που βρίσκεται ’ς αυτήν ’ς όλες τις ηλικίες, και που υφίσταται ακόμη και μετά την εμμηνόπαυση. Η συνουσία είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που έχει γι’ αυτήν θετική αξία. Το γεγονός ότι αυτή η αξία που επενδύει την συνουσία υπερβαίνει το εγωιστικό συναίσθημα, γίνεται διατομική και υπερατομική, συνιστά την υπερβασιακή λειτουργία της γυναικός. Γιατί αν η ουσία της θηλυκότητας είναι το Προξενιό, αυτό την ταυτίζει με το καθολικό σεξουαλικό. Το ζευγάρωμα αναπαριστά για τη γυναίκα την μεγίστη αξία, εκείνη που δεν παύει να θέλει να πραγματώνει. Η ιδία της η σεξουαλικότης είναι μόνον μια ιδιαιτέρα και πεπερασμένη έκφραση τούτου του απροσώπου και γενικού ενστίκτου.

Αν η ουσία της Γυναικός είναι το σεξουαλικό, (η μέθεξις, η ζεύξις) τότε είναι και το κατεξοχήν παθητικό ον. Το βλέπουμε στην εκπληκτική της διαθεσιμότητα  σε οτιδήποτε ή στην ικανότητα να εντυπωσιάζεται, την εύκολη υιοθέτηση και οικειοποίηση (ανδρικών) ιδεών. Την δίδει χαρά να περιμένει από τον άνδρα να την εξαναγκάσει. Θέλει την εξάρτηση, και επιθυμεί από τον άνδρα ένα πράγμα, να την επιτρέπει να είναι εν τέλει εντελώς παθητική. Και δεν είναι μόνο από τον άνδρα αλλά εξίσου από την μάνα της, τον πατέρα της, τον αδελφό ή την αδελφή της που δανείζεται σκέψεις και πεποιθήσεις. (Εγώ θα συμπλήρωνα και από ιδεολογίες. Οι γυναίκες ακολουθούν πολύ πιο άκριτα ιδεολογίες ή πολιτικά κόμματα. Τι είναι εξάλλου ο φεμινισμός που ευαγγελίζεται μεν την ανεξαρτησία των γυναικών, τον υιοθετούν δε άκριτα οι γυναίκες, με τραγελαφικά αποτελέσματα για τις ζωές αυτών; Και αν προσέξουμε τη βιβλιογραφία των φεμινιστριών, θα δούμε ότι πρόκειται περί ανδρικής εφεύρεσης!)

Συνεχίζει ο W. λέγοντας ότι τούτη η δεκτικότης της γυναικός την κάμει να ενστερνίζεται ξένα στοιχεία, τούτη η εσφαλμένη αναγνώριση της ηθικής, που δεν μπορεί κανείς να ονομάσει υποκρισία γιατί δεν πρόκειται για προσωπείο και δεν έχει τίποτε το ανήθικο, τούτο το γεγονός υποταγής της σε ένα νόμο που δεν είναι δικός της, με τον οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τον δικό της νόμο, της συνουσίας. Η γυναίκα έχει μία τόσο ισχυρά δεκτικότητα που μπορεί να φθάσει μέχρι να αρνηθή τον εαυτό της. Έτσι το ψεύδος είναι ’ς αυτήν βαθύ, οργανικό· ο W. φθάνει να πει,  οντολογικό. Εξαπατώντας τους άλλους εξαπατούν εαυτούς και βιάζουν την φύση των. Το τίμημα τούτης της καταφυγής είναι, στη γυναίκα, η υστερία. Εδώ συναντά τον Freud. Εκείνο που εκείνος ανεκάλυψε ως «υπερεγώ» δεν είναι τίποτε άλλο από το σύνολο των ανδρικών ιδεών και κανόνων που υιοθετεί η γυναίκα. Απλώς ο Freud γενίκευσε τις απόψεις του, ακριβώς επειδή στη θεωρία του βλέπει ένα φύλο, θεωρώντας τη γυναίκα «ευνουχισμένο άνδρα». Η γυναίκα απορροφά ιδέες που νομίζει ότι είναι κάποια αλήθεια για αυτήν, ενώ έρχονται σε σύγκρουση με την βαθειά της φύση («υποσυνείδητο»). Έτσι αντιλαμβάνεται την σεξουαλική επιθυμία ως κάτι ξένο στην συνείδησή της, ένα αίσθημα που νομίζει ότι σιχαίνεται αλλά εκπηγάζει από την φύση της. Η τρομερά ένταση με την οποία προσπαθεί να καταπιέσει την επιθυμία εξυπηρετεί μόνον ίνα την αυξήσει― τούτες είναι οι μεταβολές που παρατηρούνται στην υστερία και που καταλήγουν σε κάποια «αβουλία». Η χρόνιος διπροσωπία γίνεται οξυτέρα όσο πλέον έχει αφεθή να αλλοιωθή από την ανδρική ηθική. Και είναι γνωστό, ότι οι υστερικές γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες σε ό τι είναι ανδρικό. Η υστερία είναι η οργανική κρίση της οργανικής διπροσωπίας της γυναικός. Ο W. δεν αρνείται ότι δεν υπάρχουν υστερικοί άνδρες, αφής υπάρχουν θηλυκοί άνδρες. Υπάρχουν διπρόσωποι άνδρες αλλά δεν είναι με τον ίδιο τρόπο όπως στη γυναίκα. Η υστερία είναι η χρεοκοπία του φαινομενικού, επιφανειακού εγώ, κάνει τη γυναίκα μια tabula rasa, στερώντας την από κάθε αυθεντική αντίδραση (ανορεξία). Η ανάδυση του «πραγματικού εγώ» είναι αυτό το «ξένο σώμα» του Freud· είναι στην πραγματικότητα η αληθής γυναικεία φύση, ενώ ό, τι θεωρεί η ιδία ως αληθή της φύση και αληθινό της εγώ, είναι το πρόσωπο που έχει γίνει υπό την επιρροή οτουούν ξένου.

Για την κοινωνική ηθική που κρίνει τα πράγματα ως προς το αποτέλεσμα, και το ψεύδος είναι κολάσιμο μόνο αν θίγει τους σκοπούς της κοινωνίας και του είδους, η ετερόνομη υστερική γυναίκα πλησιάζει στο να αναπαριστά το ιδεώδες του ανθρωπίνου όντος.

Το αντίθετο της Υστερικής είναι η ανυπότακτη. Η Υστερική είναι η υποταγμένη γυναίκα και αποτέλεσμα της υποταγής της είναι η υστερία της. Ο τύπος της είναι εκείνος της υπηρετούσας. Το αντίθετό της, η γυναίκα η απολύτως μη υστερική, είναι η Μέγαιρα. Η υπηρετούσα υπηρετεί, η μέγαιρα βασιλεύει. Φυσικά, η ισορροπημένη γυναίκα είναι εκείνη που εξισορροπεί τα δυο αντίθετα: μία κυρά που είναι αφέντρα στο σπίτι της δεν ρωτά ποτέ τον άνδρα της τι δείπνο θα τον σερβίρει ―ο ανδρικός τύπος του υπηρέτη, ο butler επίσης. Αντίθετα ο ανδρικός τύπος της Μέγαιρας είναι ο Αστυνομικός (εξουσιομανία).

Η Μέγαιρα μισεί τον Άλλο, η Υπηρετούσα, τον εαυτό της. Η Μέγαιρα ψεύδεται αδιάντροπα αλλά χωρίς να το ξέρει, γιατί πιστεύει πάντοτε, φύσει, ότι έχει δίκαιο και προσβάλλει όποιον την αντικρούει. Η Υστερική σέβεται την αλήθεια μολονότι της είναι ξένη μέχρι τη στιγμή που το αίτημα της αλήθειας έλθει σε σύγκρουση με την σεξουαλικότητά της και ξυπνήσει την υστερία.
Οι  ψυχρές γυναίκες ανήκουν στις υστερικές.

Το αίσθημα της ενοχής μοιράζεται ως εξής μεταξύ των γυναικείων τύπων:
Η απόλυτος Μέγαιρα δεν αισθάνεται ποτέ ένοχη.
Η ελαφρώς Υστερική αισθάνεται ένοχη μόνο στην παρουσία κάποιου ανδρός.
Η ολοκληρωτικώς Υστερική, στην παρουσία του ανδρός που την έχει οριστικά σημαδεύσει.

Στους αφορισμούς του, αλλάζει τούτο το δίπολο, λέγοντας ότι η Μέγαιρα δεν είναι το αντίθετο της Υστερικής αλλά της Δεσποίνης ή Κυράς, και αν η Δέσποινα ή Κυρά (Dame) κάμει ζεύγος με τον Δεσπότη ή Κύρη (Gentleman),  η Μέγαιρα, κάμει με τον λαπά. Αλλά ας συνεχίσουμε με την υστερία:

Μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι εκστάσεις αγίων γυναικών είναι στην ουσία, κρίσεις υστερίας. Όλος ο γυναικείος μυστικισμός είναι κεκαλυμμένο σεξουαλικό ένστικτο: Είτε ο εραστής γίνεται Λυτρωτής, είτε ο Λυτρωτής, εραστής.  Εδώ βλέπουμε την διαφορά ανάμεσα στην ανδρική πίστη και το γυναικεία: Η πρώτη εκφράζει μια ύψιστη πίστη στον εαυτό, ενώ το δεύτερο μια ύψιστη πίστη στους άλλους.

Η ομφαλοσκοπία είναι ανεπτυγμένη στις Υστερικές, και εμφανίζεται μάλιστα υπό ύπνωση. Η εξωτερική βούληση του ανδρός δημιουργεί έναν παρατηρητή στην υπό ύπνωση γυναικά, με την απλή συστολή του πεδίου της συνείδησης. Αλλά και εκτός της υποβολής, κατά την φυσική ζωή, είναι επίσης ο άνδρας από τον οποίο έχει διανοητικά γονιμοποιηθή που παίζει στην Υστερική τον ρόλο του παρατηρητού. Όλη η γνώση στην γυναίκα συνίσταται στο τύπωμα σε αυτήν του ανδρός που επέλεξε για κύριό της. Στον παροξυσμό της Υστερίας, τούτη η τεχνητή ικανότητα της ομφαλοσκοπίας εξαφανίζεται με τη σοδειά της πραγματικής της φύσης.

Παρόμοια με την ομφαλοσκοπία είναι η μαντική η οποία είναι επίσης μορφή της υστερίας. Η Μάντις είναι medium επί της οποίας επιβάλλεται η ανδρική βούληση ―του χρησμολόγου. Ο άνδρας ο ίδιος δεν μπορεί να γίνει μάντις καθώς δεν μπορεί να δεχθή το άλογο. Αλλά στη γυναίκα, η ανδρική βούληση δύναται να φθάσει σε τέτοια επήρεια που την τρέπει σε εντελώς διορατική (clairvoyante) και γκρεμίζει για αυτήν όλους τους περιορισμούς της διανοίας.

Όλες οι γυναίκες που προσπάθησαν να δείξουν πως υπάρχει γυναικεία ηθική ήσαν Υστερικές. Γυναίκα που σέβεται την ηθική και ακολουθεί τον ηθικό νόμο σαν να έρχεται από την προσωπικότητά της, στην ουσία ακολουθεί έναν νόμο που έχει υιοθετήσει. Όλες οι αξιόλογες γυναίκες της ιστορίας ήσαν Υστερικές, και εκείνο που τις υψώνει επί τις υπόλοιπες, ήτοι η επιβολή επί των ενστίκτων των, δεν το κατόρθωσαν μόνες τους. Θα συμπλήρωνα, ότι πίσω από κάποια πραγματική virago της αναγέννησης (πχ. Caterina Sforza, που αντιστάθηκε στον Cesare Borgia) πρέπει να ψάξουμε έναν ισχυρό πατέρα (Galeazzo Maria Sforza).

Η γυναίκα λοιπόν είναι φύσει ανελεύθερη: Η ίδια η φύση της γενικής και αποκλειστικής ανάγκης που την κινεί, την προορίζει να βιασθή από τον άνδρα, όχι μόνο στο ίδιο της το άτομο αλλά σ’ όλες τις άλλες γυναίκες. Ευρίσκεται υπό το κράτος του φαλλού και υποκύπτει αναπόδραστα στο πεπρωμένο της, ακόμη κι όταν δεν φθάνει σε πλήρη σεξουαλική κοινωνία. Ό, τι μπορεί να κατορθώσει είναι ένα ασαφές συναίσθημα, κάποιο προαίσθημα τούτης της ανελευθερίας, του πεπρωμένου που την βρίθει· και αυτό που το κάνει δυνατό είναι ένα ίχνος ελευθέρας και έννου ατομικότητας, κάποιο μέρος Άρρενος, καθώς δεν υπάρχει απόλυτη γυναίκα. Αλλά δεν είναι ικανή για μία καθαρή συνείδηση του πεπρωμένου της και του περιορισμού υπό τον οποίο ευρίσκεται: Μόνον το ελεύθερο ον αντιλαμβάνεται κάποιο πεπρωμένο, επειδή ένα κομμάτι του διαφεύγει από την αναγκαιότητα και στέκεται υπέρ αυτήν. Απόδειξη της ελευθερίας του ανθρώπου είναι η ιδέα της αιτιότητας. Η γυναίκα αισθάνεται ελεύθερη από κάθε δεσμό επειδή ακριβώς είναι εντελώς δέσμιος, δεν γνωρίζει το πάθος, επειδή είναι η ιδία το ίδιο το πάθος.

Η γυναίκα είναι σκλάβα της σεξουαλικότητάς της (οποιασδήποτε μορφής) και η υστερία δεικνύει την αδυναμία της να την νικήσει. Στην ουσία, λέει ο  W., η Υστερική επιθυμεί την υστερία: Δεν θέλει πράγματι να ιαθή. Ευρίσκεται υπό την επήρεια μιας κατάρας, αισθάνεται εναγωνίως κάποιες στιγμές να την βαρύνει, μα δεν διαφεύγει, γιατί το βάρος της είναι γλυκύ.

Ο W. συνεχίζει, ότι της λείπει η έννοια της αξίας, και επιζητεί την ικανοποίηση. Όπως και μεταξύ έρωτα και σεξουαλικού ενστίκτου, υπάρχει μια αναλογία μεταξύ αυτών, όμως αυτές οι έννοιες διαφέρουν θεμελιωδώς: Η ικανοποίηση είναι αντικείμενο της επιθυμίας, ενώ η αξία εκείνο που οφείλει να είναι η επιθυμία. Η ψυχολογία και η ηθική, δεν συγχέει μόνον τούτες τις δυο έννοιες του αγαθού αλλά επίσης, την προσωπικότητα και το πρόσωπο, την απλή αναγνώριση και την μνήμη, το σεξουαλικό ένστικτο και τον έρωτα, και το πιο καταπληκτικό είναι ότι τούτο το κάμουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που με τις θεωρίες τους θέλουν να αρνηθούν τη διαφορά ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο. Και δεν είναι μόνο ο Darwin υπεύθυνος γι’ αυτό, αλλά και ο Schopenhauer, στον οποίο η έννοια της βουλήσεως έχει βιολογική τινα αναφορά.

Έτσι ο Weininger μας θυμίζει ότι η ιδέα περί ης ομιλεί εδώ είναι η καινή ζωή, για την οποία ομιλούν οι θρησκείες και κυρίως ο χριστιανισμός. Όπως ο οργανικός και επίγειος βίος έχει γέννηση και θάνατο, έτσι κι αυτή η δευτέρα πνευματική ζωή γνωρίζει αρχή —την ηθική αναγέννηση του ανθρώπου— και τέλος: Την οριστική πτώση στην παράνοια ή το έγκλημα.

Το γεγονός ότι είναι κάποια αξίωση αιωνίου εκείνη που μάς κάμει αντιληπτό τον αισθητό κόσμο, σαν κάποια τελευταία αντανάκλαση της υψηλής ιδέας μιας αιωνίου ζωής, μάς δίδει να καταλάβουμε τι συμβολίζει το προπατορικό αμάρτημα. Το πρόβλημα που χωρίζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα, το τί και το τίποτε, τον Θεό και τον Διάβολο, ο Δυισμός, είναι ακατανόητο: Το κίνητρο της Αμαρτίας και της Πτώσεως είναι το αρχέγονο αίνιγμα. Δεν μπορώ να αναγνωρίσω ένα λάθος παρά από τότε που δεν το διαπράττω πλέον, και δεν το διαπράττω από τότε που το αναγνωρίζω, λέει ο Weininger, κατά την λογική του ούτως ειπείν «θεραπευτικού μηδενισμού» που παρατηρεί o William M. Johnston στον αυστριακό νού της εποχής,

Εναντίως προς την απόλυτη γυναίκα, κάθε άνδρας έχει την ιδέα κάποιας υψηλής αξίας, κάποιου απολύτου, μιας τελείας ελευθερίας, που ούπω έχει πραγματωθή ένδον του, επειδή από την άλλη είναι ον πεπερασμένο, αλλά μπορεί να το κατορθώσει, επειδή το πνεύμα του έχει δύναμη επί της φύσεως. Η ιδέα του θανάτου μάς τρομάζει και μάς κάνει να εξεγερθούμε, κρεμάμενοι από την επίγεια ύπαρξη και δεικνύοντας ότι έχουμε γεννηθή επειδή επιθυμούμε να γεννηθούμε, μη σταματώντας να θέλουμε να αναγεννηθούμε εντός τούτου του κόσμου.

Επειδή ακριβώς ο άνδρας έχει μια ιδέα της αξίας, δίχως να μπορεί να την πραγματώσει ή να βλέπει να πραγματώνεται ολοκληρωτικά τούτη η ιδέα, δεν υπάρχει ευτυχής άνδρας. Μόνον οι γυναίκες είναι ευτυχείς. Μόνο ένα ον εντελώς παθητικό όπως η απόλυτη γυναίκα, ή ένα όν εντελώς ενεργητικό, όπως ο Θεός, μπορεί να γνωρίζει την ευτυχία. Ο άνδρας έχει πίσω του προβλήματα, εμπρός του χρέη. Για την γυναίκα, ο χρόνος δεν έχει μήτε προσανατολισμό, ούτε κατεύθυνση. Ουδεμία γυναίκα θέτει την ερώτηση ποιός είναι ο στόχος του βίου της, και τούτο ενώ το μονοσήμαντο του χρόνου είναι έκφραση του γεγονότος ότι τούτος ο βίος δύναται και οφείλει να έχει μία κατεύθυνση.

Η ζωή επί γής είναι για τον άνδρα άλγος επειδή προς την αίσθηση το ανθρώπινο όν είναι παθητικό, δεικνύοντας πως η εμπειρία εκτός από μορφή, έχει και ύλη. Αποκτά τον αυθορμητισμό και την ελευθερία του κατά την αξιολογική κρίση και σε εκείνη τη μορφή της καθολικής μνήμης που κάμει το άτομο να μπορεί να αναπαραγάγει κατά βούληση τα συμβάντα της ζωής. Εκείνο που επιτρέπει στον άνδρα να πλησιάσει τούτον τον αυθορμητισμό και ακόμη να πραγματώσει την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας, είναι ο έρως και η δημιουργία. Τούτα μόνο είναι ικανά να τον δώσουν την ιδέα της ευτυχίας, να τον κάμουν να την προαισθανθή. Για τη γυναίκα τουναντίον, για την οποία η βαθειά δυστυχία είναι άγνωστη, η λέξη ευτυχία είναι για αυτήν κενή νοήματος: Η ιδέα της ευτυχίας δημιουργήθηκε από τον άνδρα και δη από τον δυστυχή άνδρα. Το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν φοβούνται να δείξουν την δυστυχία τους στον άλλο, είναι επειδή δεν πρόκειται για πραγματική δυστυχία.

Ο Weininger φθάνει σε ένα συμπέρασμα για το τι σημαίνει να είσαι άνδρας ή γυναίκα: Οι γυναίκες είναι χήρες ουσίας και ύπαρξης, δεν είναι και είναι τίποτε. Είναι τις άνδρας ή γυναίκα κατά το μέτρο που είναι ή δεν είναι. Ο Lacan είπε το ίδιο πράγμα μισό αιώνα αργότερα.

Η Γυναίκα δεν έχει σχέση με την ιδέα, ούτε καταφάσκει σε αυτήν, μήτε την αρνείται: δεν είναι ηθική μήτε ανήθικη, δεν έχει πρόσημο, δεν έχει κατεύθυνση, δεν είναι ούτε καλή ουδέ κακή, ούτε άγγελος ουδέ δαίμονας, δεν είναι εγωίστρια ή αλτρουίστρια, είναι απλώς αήθης και άλογος. Κάθε όν είναι ηθικό και λογικό. Έτσι η Γυναίκα είναι χήρα ύπαρξης.

Εδώ ο Weininger από την γνωσιολογία περνά στην οντολογία. Αποδίδει το γνωστικό υποκείμενο, το όν, το πνεύμα, στο Άρρεν και το γνωστικό αντικείμενο, το μη όν, την ύλη, στο Θήλυ:

Η σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα είναι εκείνη του υποκειμένου προς το αντικείμενο. Είναι η εντέλεια του αντικειμένου ό τι η γυναίκα επιζητεί να κατορθώσει. Η ανάγκη της είναι να ποθείται ως σώμα, να κατέχεται ως αγαθό. Όπως ακριβώς το καθαρό αίσθημα αποκτά πραγματικότητα τη στιγμή που συλλαμβάνεται, δηλαδή όταν το θέτεις προ του εαυτού σου, η γυναίκα φθάνει να υπάρχει και να έχει το συναίσθημα της ύπαρξης τη στιγμή μόνο που υψούται στην βαθμίδα του αντικειμένου από υποκείμενα όπως είναι ο άνδρας ή το παιδί, δηλαδή στο μέτρο που λαμβάνει τούτη την ύπαρξη του άλλου.

Οντολογικά αυτή η γνωσιολογική αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου εκφράζεται ως αντίθεση μορφής και ύλης. Η ύλη, ακράτως μη εξατομικευμένη, που μπορεί να λάβει οιαδήποτε μορφή δίχως να κατέχει η ίδια καμία ποιότητα ωρισμένη και διαρκή, είναι χήρα ουσίας όσο το καθαρό αίσθημα ―η ύλη της εμπειρίας, είναι χήρα ύπαρξής. Είναι το ἄπειρον, το ἐκμαγεῖον, ἡ χώρα, το ἐν ᾧ, τούτο το αιώνιο άλλο,  αυτό το θάτερον, με το οποίο ο Πλάτων ορίζει εκείνο που δεν είναι, το μὴ ὄν.  Ο Αριστοτέλης θα αποδώσει, κατά το φαινόμενο της γέννησης, στην θήλεια αρχή τον ρόλο της ύλης, και στην άρρενα, κείνο της μορφής. Ποια άλλη λοιπόν είναι η σημασία που έχει η γυναίκα για τον άνδρα εξόν να αναπαριστά τούτην την ύλη; Ο ποιητής Peter Altenberg τον ίδιο καιρό στην Βιέννη έγραφε: η μορφή του σώματός της είναι η ψυχή μου γινομένη σάρξ!

Δεν είναι τυχαίο το ότι η αφή είναι η πιο εξελιγμένη αίσθηση της γυναικός. Το γεγονός ότι ο άνδρας αντιλαμβάνεται την ύλη ως πραγματική είναι επειδή έχει θηλυκό μέρος. Αν ήταν απόλυτο άρρεν η ύλη δεν θα είχε για αυτόν μήτε λογική μήτε ψυχολογική υπόσταση.

Τούτη η αντίθεση μορφής και ύλης ευρίσκεται και στο ψυχικό πεδίο: Από την μία τα αρθρωτά ενόντα, από την άλλη, μια ροή από ασαφείς αναπαραστάσεις. Η ύλη ζητεί να λάβει μορφή. Η γυναίκα περιμένει από τον άνδρα να διαυγάσει την συγκεχυμένη σκέψη της, να δώσει νόημα στους ενωτισμούς της. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα κοριτσάκια απορροφούν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γνώσης από ότι τα αγοράκια που κρατούν ό τι τους ενδιαφέρει και ξεχνούν τα υπόλοιπα, πράγμα που δεικνύει τούτην την έμφυτο τάση του θήλεος να γγαστρωθή από τα πάντα. Η γυναίκα δεν είναι τίποτε, και είναι γι’ αυτό, μόνον γι’ αυτό που μπορεί να γίνει τα πάντα, ενώ ο άνδρας πάντοτε, μπορεί να γίνει μόνον όποιος είναι. Έτσι η εκπαίδευση έχει νόημα μόνον για τη γυναίκα.

Αλλά ποιός είναι ο Άνδρας; Υπάρχει μια ιδέα του ανδρός όπως της γυναικός; Και ο Weininger αποκρίνεται: Το ίδιον του άρρενος έγκειται στο γεγονός της ατομικότητας, στο γεγονός της ύπαρξης μιας μονάδας που ενέχει μια ουσία, και ταυτίζεται με αυτήν. Ο Άνδρας είναι ένας μικρόκοσμος και έχει όλες τις δυνατότητες ένδον του. Τούτο δεν έχει να κάμει με τούτην την καθολική ευαισθησία της Γυναικός που δίχως να είναι κάτι μπορεί να γίνει τα πάντα, αλλά μια ιδιότητα εντελώς άλλη, με την οποία ο Άνδρας είναι τα πάντα, και το γίγνεσθαι του εξαρτάται μόνο από τα χαρίσματά του. Ο Άνδρας έχει την Γυναίκα και την ύλη ένδον του, και μπορεί να αφεθή σε τούτη και να χαθή, ή μπορεί να την αναγνωρίσει και να την πολεμήσει —για αυτό είναι ο μόνος που μπορεί να φθάσει σε κάποια γνώση της γυναικός. Όσο για τη Γυναίκα δεν δύναται να αναπτυχθή, παρά διά του Ανδρός.

Η Γυναίκα δεν είναι απλή αρνητικότης, είναι μηδέν που επιζητεί να αποκτήσει μορφή. Ο Άνδρας έχει ένδον του την δυνατότητα και του απολύτου τί, και του απολύτου τίποτε. Η Γυναίκα δεν αμαρτάνει, γιατί είναι η ιδία η αμαρτία, ως δυνατότης ένδον του Ανδρός. Ο απόλυτος άνδρας έγινε κατ’ εικόνα του Θεού, που είναι το απόλυτο τί· η Γυναίκα, και επίσης η γυναίκα ένδον του Ανδρός, είναι σύμβολο του τίποτε. Τούτη είναι η σημασία της Γυναικός στο Σύμπαν, που κάμει τον άνδρα και τη γυναίκα να αλληλοσυμπληρούνται και να αλληλοκαθορίζονται. Το ανθρώπινο όν είναι ένας τόπος μιας μάχης όχι μεταξύ κάποιου πεπερασμένου όντος και κάποιου πεπερασμένου μη όντος (όπως γίνεται στα ζώα), αλλά μεταξύ απείρου όντος και απείρου μη όντος. Είναι γι’ αυτό που το ανθρώπινο ον είναι άνδρας και γυναίκα.

Το νόημα της γυναικός είναι ένα μη νόημα. Γι’ αυτό και ο κτηνώδης άνδρας είναι εκθηλυμένος. Γι’ αυτό και ο φόβος ο βαθύτερος που γνωρίζει ο άνδρας είναι ο φόβος της γυναικός, που δεν είναι άλλος από το φόβο προ της απουσίας νοήματος, ο φόβος να αφεθείς στην έλξη του μηδενός.

Μη ηθικό είναι κατάφαση του μηδενός, η ανάγκη να βλέπεις την μορφή να αλλάζει σε μη μορφή, σε ύλη, η ανάγκη να καταστρέψεις. Αλλά η αρνητικότης συγγενεύει με το μηδέν. Είναι γι’ αυτό που εγκληματικότης και θηλύτης σχετίζονται. Το μη ηθικό και το άηθες συνενούνται στο ανήθικο. Το μηδέν είναι το μέσο της άρνησης, είναι τούτο το όχι που αντιτίθεται σε κάτι. Είναι στο βαθμό που ο άνδρας επιδοκιμάζει τη σεξουαλικότητα ένδον του, που αρνείται το απόλυτο και αποστρέφεται τη ανώτερη ζωή για να στραφεί προς την κατώτερη, και η γυναίκα αποκτά σημασία. Είναι τότε που το τί τρεπεται σε μηδέν και το μηδέν γίνεται τί.

 

Η κατάφαση του φαλλού είναι η ίδια η μη ηθικότης. Το κέντρο της Κόλασης (δηλαδή το κέντρο της γης) παρίσταται από το φύλο του Εωσφόρου. Έτσι δικαιολογείται η απόλυτη επήρεια της αρσενικής σεξουαλικότητας στην γυναίκα. Ο Don Juan είναι ο μόνος ανθρώπινος τύπος μπρος στον οποίο τρέμει η γυναίκα μέχρι τα σωθικά της. Και ο Weininger συνεχίζει: Η κατάρα που βαραίνει την γυναίκα είναι το αποτέλεσμα της κακής βούλησης του ανδρός. Μόλις ο άνδρας γίνεται σεξουαλικός, δημιουργεί την γυναίκα. Η γυναίκα είναι το αποτέλεσμα αυτής της αποδοχής και της κατάφασης της σεξουαλικότητας από μέρους της γυναικός, είναι η ίδια η σεξουαλικότητα. Η γυναίκα είναι το λάθος του ανδρός.

Για να διορθώσει αυτό το σφάλμα, ο άνδρας απευθύνεται στον έρωτα. Ο άνδρας θέλει, ως εραστής, να τον συγχωρεθή από την ίδια τη γυναίκα το έγκλημα που διαπράττει εναντίον της και συνεχίζει να διαπράττει δημιουργώντας και αναδημιουργώντας την με την επιδοκιμασία της σεξουαλικής πράξης. Γι’ αυτό και ο έρως συνυπάρχει με την σεξουαλικότητα. Η γυναίκα είναι το αντικείμενο που έχει δημιουργήσει ο πόθος του άνδρα, η ψευδαισθητική εικόνα την οποία προσπαθεί να αδράξει αιωνίως κατά την παράνοιά του,  το ενσαρκωμένο φύλο, η ένσαρκος αμαρτία. Όπως το μίσος του άνδρα προς τη γυναίκα είναι ένα μίσος προς την δική του σεξουαλικότητα, ο έρως για αυτήν είναι έκφραση της βούλησής του να την σώσει ως γυναίκα, αντί να την αρνηθή μέσα του: Παρακάμπτει το λάθος αντί να το εξιλεώσει.

Και καταλήγει:

ΕΠΕΙΔΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΣ· ΚΑΙ ΑΝ ΘΗΛΥΤΗΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΑΘΟΣ ΤΕΙΝΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗ. Η γυναίκα αναπαρίσταται από μια πλευρά του άνδρα, δηλαδή το πρόσωπο της αμαρτίας: είναι μια  Walküre, η τυφλή επιλογή μιας βούλησης κακής και ξένης. Η ύλη εμφανίζεται σαν αίνιγμα τόσο άλυτο όσο και η μορφή, η γυναίκα τόσο άπειρη όσο και ο άνδρας, το μηδέν τόσο αιώνιο όσο το είναι: αλλά τούτο το αιώνιο είναι η αιωνιότης του λάθους.