Εἶμ’ ἡ αὐτοκρατορία παρά τῆς παρακμῆς τὸ τέλος,
ποὺ βλέπει τοὺς ψηλοὺς λευκούς Βαρβάρους ὅπως διέρχονται
καθὼς συνθέτω ἀκροστιχίδες δίχως νεῦρο
σὲ χρυσοῦν ὕφος ὅπου ἡ ἀτονία τοῦ ἡλίου ὀρχέεται.
Ἄχος ἀνίας ἱκάνει τὴν καρδιά ψυχῆς μονήρους.
Ἦλθ’ ἡ φήμη ὅτι κατὰ κεῖ διαρκοῦν κάθαιμες μάχες.
Ὦ νὰ μὴν δύνασαι, ἄναλκις ὢν γιὰ σχολαίους ὅρκους,
ὦ νὰ μὴν βούλεσαι νὰ θάλῃ ὀλίγον τι τὸδε εἶναι.
Ὦ νὰ μὴν βούλεσαι, μὴν δύνασαι ὀλίγον τι νἀποθάνῃς!
Τὰ πάντα ἐπόθησαν! Σ’ ἐσβήσθη Βαθύλλε τὸ γέλιο;
Τὰ πάντα ἐπόθησαν, ἐφάγησαν ὅλα! Νὰ λεχθῇ τὶ ἄλλο;
Μόνον, κάποιο ποίημα ὀλίγον τι μωρό, ποὺ στὸ πῦρ ἀποβάλλεις,
μόνον, κάποιος δοῦλος ὀλίγον τι κλοπεύς, ποὺ καὶ μᾶς ἀμελεῖ,
μόνον, κάποια ἀνία ἀφανής ποὺ μᾶς καταπονεῖ.
(Langueur, απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)
παρά: κατά, κοντά
ἀκροστιχίδες: είδος στιχουργήματος
ὀρχέεται: χορεύει
ἄχος: ἄλγος
ἱκάνει: καταβάλλει
κάθαιμες: αἱματοσταγείς
ἄναλκις: ἀπτόλεμος, χωρίς σθένος
σχολαίους: ἀργούς, σχολαστικούς
τόδε: τοῦτο δῶ
μωρό: ἀνόητο, ἁπλοϊκό