Percy Bysshe Shelley: Ωδή στον Ζέφυρο [1820]

                            I.

Ὦ δριμὺ Ζέφυρε, σὺ πνοή τῆς φύσεως τοῦ Φθινοπώρου,
σύ, ποὺ ἀπ’ τῆς ἀφανοῦς σου παρουσίας χαμαιπετῶς
τὰ φύλλα ἐλαύνουν, ὡσὰν φάσματα ποὺ κάποιου μάγου
φεύγουν, κίτρινο, καὶ μέλαν, καὶ ὠχροῦν, καὶ κόκκινο
καχεκτικό, πλήθη ποὺ λοιμώσσουν: ὦ σύ,
ὁποῖος διφρηλατεῖς πρὸς τὸν λυγαῖο χειμέριο κράβατο
τοὺς πτερόεντες σπόρους, ὅπου κεῖνται ἰσχνοὶ καὶ κρύοι
ἕκαστος ὡσὰν πτῶμα μὲς στον τάφο του, ὥσπου
ἡ γαλάζια ἀδελφή σου τῆς Ἀνοίξεως ἐμφυσήσῃ
τὴν σάλπιγγά της ὑπὲρ τὴν κοιμισμένη γῆ, καὶ γεμώσουν
(ὡς προσνέμει στὸν ἀέρα κάλυκες σὰν ποίμνιο νὰ θραφοῦν)
μὲ κραυγαλέα χρώματα καὶ ὀσμές, πεδίο καὶ λόφος:
Πνεῦμα δριμύ, κινούμενο παντοῦ
καταστροφεὺ καὶ σωτήρ· ἄκουσον, ἄκουσον!

                            II.

Σὺ ποὺ στὴν ῥοή σου, μὲς στὸν ταραγμό τἀπóκρημνου
οὐρανοῦ λυτὰ νέφη ὡς τὰ μαραμένα φύλλα τῆς γῆς
χέονται καὶ τῶν πλεκτῶν κλαδιῶν Αἰθέρος καὶ Ὠκεανοῦ
τινάσσουν ἀγγέλους ὑετοῦ καὶ ἀστραπῆς: Στὴν γλαυκή
ἐπιφάνεια τἀερινοῦ κλύδωνος ἐκτείνονται,
πῶς οἱ λαμπεροὶ βόστρυχοι μετεωρίζονται στὴν κεφαλή
Μαινάδος μανικῆς, ἔτσι καὶ ἀπὸ τῆς ἐσχατιᾶς
τῆς θαλερῆς τοῦ ὁρίζοντος μέχρι τοῦ ζενίθ
οἱ πλόκαμοι τῆς θυέλλης ποὺ πλησιάζει. Τῆς χρονιᾶς
σὺ θρηνῳδία ποὺ θνήσκει, ποὺ ἡ τελευταῖα νύξ
θὰ εἶναι ὁ θόλος μιᾶς ὑπερόγκου σαρκοφάγου,
ποὺ ἁψιδώνεται μ’ὅλην τὴν συνηγειρμένη δύναμι
τῶν ἀτμῶν, ποὺ ἀπ’ αἰθέρος στερεοῦ
μαῦρος ὅμβρος, πύρ, χάλαζα θὰ ἐκραγοῦν: Ὦ ἄκουσον!

                            III.

Σὺ ὁποῖος ἐξύπνησες τῶν θερινῶν της ὀνειράτων
τὴν γλαυκὴ Μεσόγειο, κειμένη, ὅπως τὴν βαυκαλοῦν
οἱ σπεῖρες τῶν κρυστάλλινων ρευμάτων,
παρὰ κάποια νησίδα στοῦ Βαιοῦ τὸν μυχό,
καὶ εἶδε στὸν ὕπνο ἀνάκτορα παλαιὰ καὶ τύρσεις
καθὼς φρίσσει μέσα στοῦ κύματος τὴν πιο ἔντονο
ἡμέρα, ὑπερφυής μὲ γαλαζωπές λειχήνες καὶ ἄνθη
τόσο γλυκά, ποὺ ὁ νοῦς ἀποκάμει νὰ παριστῇ!
Σύ ποὺ στὸν δρόμο σου τοῦ ἀτλαντικοῦ πεδίου οἱ δυνάμεις
διατέμνονται σὲ χάσματα, ἐνόσῳ πόρρω κάτωθε
τὰ θαλάσσια ἄνθη καὶ τὰ πηλώδη ξύλα, ποὺ φέρουν
τὴν λεπτή φυλλωσιά τοῦ ὠκεανοῦ, ξεύρουσι
τὴν φωνή σου, καὶ ξάφνου φύονται ὀρφνὰ ἀπὸ φόβου,
καὶ τρέμουν καὶ συλοῦν ἑαυτούς: Ὦ ἀλλ’ ἄκουσον!

                            IV.

Ἂν ἤμουν φύλλο τὶ νεκρό ποὺ θὰ κόμιζες τάχα·
ἂν ἤμουν ὠκύ νέφος νὰ πετάξω μετὰ σοῦ·
κῦμα νἀσπαίρω ὑπὸ τὸ μένος σου, καὶ θὰ μετέσχα
μὲς στὴν ὀρμή του σθένους σου, ἐλεύθερος
ἀλλ’ ὄχι τόσο ὅσο σύ, ὦ ἀχάλινε! Ἂν ἤμουν
ἀκόμη ὅπως στὴν ἀγωροσύνη μου, ὁ σύνδρομος
θὰ ἤμουν τῶν δρόμων σου τῶν Ὑπερουρανίων,
ὅπως τότε, ὅταν τὸ νὰ φθάσω τὸ αἰθέριο τάχος σου
σπάνια ὡμοίαζε ὀπτασία· καὶ δὲν θἄπρεπε νὰ παλαίω
ἔτσι καὶ νὰ ἱκετεύω μὲς τὴν λυπρὴ ἔνδειά μου.
Ὦ, σὰν κῦμα, φύλλο, νέφος ἆρον ἐμέ!
Ἐπ’ ἀσπαλάθων τῆς ζωῆς κνάπτομαι! Αἱμάσσω!
Βαρὺς ἄχθος ὡρῶν ἐξανδραπόδισε καὶ πρήνεψε
ἕναν ὡσὰν καὶ σέ: ταχὺ καὶ ἀνήμερο καὶ γαῦρο!

                            V.

Κάμε με λύρα σου, ὥσπερ εἶναι ὁ δρυμός:
Τὶ κἂν τὰ φύλλα μου πίπτουν ὅπως ἀπ’ αὐτόν!
Ὁ ὄχλος τῶν παγκρατῶν σου ἁρμονιῶν
Θὰ λάβῃ ἀμφοῖν τόνο βαθύ καὶ φθινοπωρινό,
γλυκὺ μὅλο λυπητερό. Ἂς εἶσαι σύ, ἄγριο Πνεῦμα,
πνεύμα μου! ἂς εἶσαι σύ, προπετές, ἐγώ!
Ἄγε τὶς νεκρὲς σκέψεις μου ἀνὰ τὸ σύμπαν
σὰν μαραμένα φύλλα, νἀναβιώσκουν σὲ νέα γέννηση!
Καὶ μὲ τὴν ἐπῳδή μὲς σὲ τοῦτο τὸ ποίημα,
σὰν τέφρες καὶ σπινθῆρες ἀπ’ ἑστία ἄσβεστη,
σκέδασον τὶς λέξεις μου μεταξύ των βροτῶν!
Ἂς εἶσαι διὰ τῶν χειλέων μου στὴν νυσταλέα γῆ
ἡ σάλπιγξ προφητείας! Ὦ Ἄνεμε, κἂν ἔλθῃ ὁ Χειμών,
μπορεῖ ἡ Ἄνοιξις νἀπολείπεται ἀκόμη;

(Ode to the West Wind, απόδοση Γ.Α. Σιβρίδης)

 

φάσματα=φαντάσματα

διφρηλατεῖς=ὁδηγεῖς μὲ ἅρμα (δίφρο)

λυγαῖο=σκοτεινό

προσνέμει=ὁδηγει τὸ ποίμνιο

κάλυκες=μπουμπούκια

κλύδωνος=κύματος

βαυκαλοῦν=νανουρίζουν, κοιμίζουν

Βαιοῦ=ῥωμαϊκὴ πόλη στὸν κόλπο τῆς Νάπολης, Βαῖος ὁ πλοηγὸς τοῦ Ὀδυσσέα

τύρσεις=πύργοι

ὀρφνἀ=καφέ-γκριζωπά

ὠκύ=σβέλτο, ταχύ

ἀγωροσύνη=νεαρὴ ἡλικία

σύνδρομος=σύντροφος σὲ ταξίδι

τάχος=ταχύτητα

παλαίω=παλεύω

ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτομαι=σπάραζομαι, γδέρνομαι στὰ άγκάθια

ἐξανδραπόδισε καὶ πρήνεψε=ἀλυσόδεσε καὶ ἔκανε νὰ σκύψει

γαῦρο=περήφανο, καυχησιάρη

παγκρατῶν=πανίσχυρων

προπετές=ἀσυλλόγιστα ὀρμητικέ

σκέδασον=σκόρπισε

ἀπολείπεται=ἔχει μείνει πίσω, καθυστερήσει