Rihaku/Ezra Pound: Η σύζυγος του ποταμίου εμπόρου: επιστόλη [Cathay, 1915]

Ὅταν ἤμουν σκαφιόκουρος ἀκόμη
ἔπαιζα περὶ τὰ προνώπια, καὶ ἔδρεπα ἄνθη.
Πέρασες κωλoβαθριστής, καὶ ἔπαιζες τἄλογο,
περιεπάτεις στὸ βάθρο μου, καὶ ἔπαιζες μὲ κυανᾶ δαμάσκηνα.
Καὶ μείναμε νὰ διαβιῶμε στὴν κώμη τοῦ Τσοκᾶν:
Δύο μικροί ἄνθρωποι, δίχως ἀπέχθεια οὔτ’ ὑποψία.

Στὰ δέκα τέσσερα σὲ συνεζύγην Ἐμὸν Κύριε.
Οὐδέποτε ἐγέλαα, αἰσχυντηλὴ ὅπως ἤμουν.
Μὲ χαμαὶ τὸ κεφάλι, ἔβλεπα στὸν τοῖχο.
Κἂν μἐκάλεις, χιλιάκις, ποτὲ δὲν ἔβλεπα πίσω.

Στὰ δέκα πέντε ἔπαυσα νὰ εἶμαι σκυθρωπή,
ἐπόθησα ἡ σποδός μου νὰ συγκραθῇ μὲ τὴν δική σου
δι’ αἰῶνος καὶ στὸν αἰῶνα καὶ τὸν ἄπαντα αἰῶνα.
Πρὸς τι ἐπρέπε ἂν ἐλπίσω δι’ ἄλλον;

Στὰ δέκα ἕξ ἀπῆλθες,
ἐπορεύθης στὸ μακρὸ Κούτογέν, παρὰ τὸν ποταμὸ τῶν παλισσύτων δινῶν,
καὶ ἔλειπες πέντε μῆνες.
Οἱ πίθηκοι φθέγγουν λυπηρὰ βοή ἄνωθε.

Ἔσυρες τὰ πόδια σου ὅταν ἐξῆλθες.
Παρὰ τὰ προνώπια νῦν δή, τὸ σφάγνον φύεται, σφάγνα διάφορα,
τόσο βαθιὰ νὰ ἐκθαμνίσῃς!
Τὰ φύλλα κλίνουν νωρὶς τοῦτο τὸ φθινόπωρο, στὸν ἄνεμο.
Οἱ ζυγεῖσες ψυχὲς εἶν’ ἤδη χρυσὲς μὲ τὸν Αὔγουστο ἅμα
ἐπὶ τὴν χλόη στὸν δυτικό κῆπο·
μὲ τρώσουν. Γηράσκω.
Ἂν κατέρχεσαι διὰ τῶν στενῶν τοῦ ποταμοῦ Κιᾶγκ,
πυθοῦ με πρότερον,
καὶ ἀπελεύσομαι ἵνα σἀπαντήσω
                                        μέχρι τοῦ Τσόφουσᾶ.

[ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

長干行
李白

妾髮初覆額,
折花門前劇;
郎騎竹馬來,
遶床弄青梅。
同居長干里,
兩小無嫌猜。
十四為君婦,
羞顏未嘗開;
低頭向暗壁,
千喚不一回,
十五始展眉,
願同塵與灰;
常存抱柱信,
豈上望夫臺?
十六君遠行,
瞿塘灩澦堆;
五月不可觸,
猿聲天上哀。
門前遲行跡,
一一生綠苔;
苔深不能掃,
落葉秋風早。
八月蝴蝶來,
雙飛西園草。
感此傷妾心,
坐愁紅顏老。
早晚下三巴,
預將書報家;
相迎不道遠,
直至長風沙。

σκαφιόκουρος: τὰ μαλλιά κουρεμένα σε σχῆμα σκάφης

προνώπια: πρόσοψη του σπιτιού, στὴν εἴσοδο

κωλoβαθριστής: σὲ ξυλοπόδαρα

σφάγνον: βρύο

ζυγεῖσες ψυχές: ζευγαρωμένες πεταλοῦδες

τρώσουν: φθείρουν, τραυματίζουν

πυθοῦ με: πληροφόρησέ με

ἀπελεύσομαι: θὰ ἀπέλθω, θὰ φύγω