Saint-John Perse: Σημαφόροι [Amers]: Χορός, Αφιέρωσις

ΧΟΡΟΣ

[…]

5

—Στὴν ἐρήμη Πόλη, ὑπὲρ τὴν ἀρένα, ἕνα πολύπλαγκτο φύλλο στὸν χρυσὸ τἀπόβραδου,  σὲ ἀναζήτηση ἀκόμη τἀνδρικοῦ μετώπου… Ξένος θεὸς εἶναι στὴν πόλη, καὶ ὁ Ποιητής, ποὺ ἀπονοστεῖ ἅμα μὲ τὶς δύστροπες μόνον Κόρες τοῦ κλέους:

«…Θάλασσα τοῦ Βήλου, Θάλασσα τοῦ Μαμμωνᾶ· Θάλασσα τε πάσης ἡλικίας καὶ πάσης ὀνομασίας!
«Θάλασσα μητρίδιος τῶν ὀνείρων μας καὶ Θάλασσα στοιχειωμένη τἀληθοῦς ὀνείρου,
«Ἀνοιχτὴ πληγὴ στὰ πλευρά μας, καὶ ἀρχαία καρδιὰ στὴν θύρα μας.
«Ὦ σὺ προσβολὴ καὶ σὺ ἀστραπή! Πᾶσα μανία καὶ πᾶσα χρεία,
«Καὶ σὺ ἀγάπη καὶ σὺ μῖσος, Οἰκτίρμων καὶ Ἀνοικτίρμων,
«Ὦ σὺ ποὺ γνωρίζεις καὶ δὲν γνωρίζεις, ὦ σὺ ποὺ λέγεις καὶ δὲν λέγεις,
«Σὺ ποὺ σὲ πάντα τὰ πράγματα νουθετεῖς καὶ ποὺ σὲ πάντα τὰ πράγματα σωπαίνεις,
«Θρέμμα καὶ μῆτερ, μὴ μητρυιά, ἐρωμένη καὶ μῆτερ τοῦ δευτεροτόκου ,
«Ὦ Ὅμαιμος καὶ πάνυ ἔκτοπος, ὦ σὺ ἀνοσία καὶ σὺ πρεσβυτέρα,
«Καὶ σὺ ἀπέραντο Ἔλεος πάντων θνητῶν πραγμάτων,
«Θάλασσα οὐδέποτε ἀπόμεμπτος, καὶ Θάλασσα τέλος ἀχώριστος!
«Μιάσμα τιμῆς, πολύπους ἔρωτος! Ὦ Θάλασσα ὅλη σὲ συναλλαγή,

«Εἶσαι σύ, Νομάς, ποὺ θὰ μᾶς περάσῃς τὸ βράδυ τοῦτο στὶς ὄχθες τοῦ Αἰσθητοῦ;»

 

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ

Μεσημβρία, μὲ τὰ κνώδαλά της, τοὺς λιμούς της καὶ τὸ θαλάσσιο Ἔτος στὸ μεσουράνημά του στὴν τράπεζα τῶν Ὑδάτων…
—Ποιές μέλαινες καὶ αἱματόεσσες κόρες βαδίζουν στὶς βίαιες ψάμμους καθὼς παραπλέουν τὸν ὄλεθρο τῶν πραγμάτων;
Μεσημβρία, μὲ τὸν λαό της, τοὺς κραταιούς της νόμους… Τὸ ὀρνίθι εὐρύτερο στὴν ἀλητεία του δέρκεται τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο τῆς σκιᾶς του, στὸ ὅριο τοῦ ἀγαθοῦ του.
Ὅμως τὸ μέτωπό μας δὲν εἶναι δίχα χρυσοῦ. Καὶ ἀκόμη νύκτωρ νικηφόρα εἶναι τὰ πυρσοκόκκινα φάλαρά μας.

Οὐτωσὶ οἱ ἔνοπλοι Ἱππεῖς, στὴν ἄκρη τῶν Ἡπείρων, κάμουν στὴν ὄχθη τῶν κρημνῶν τὸν γῦρο τῶν χερσονήσων.
—Μεσημβρία, μὲ τὰ χαλκεῖα της, τὴν μεγάλη τάξη της… Τὰ πτερυγωτὰ ἀκρωτήρια διανοίγουν ἄπωθε τὸν γαλαζωπὸ αὐτῶν ἀφρώδη κέλευθο.
Τὰ τεμένη μαρμαίρουν μὲ ὅλο τὸ ἅλας των. Οἱ θεοὶ ἐγείρονται ἐντὸς τοῦ κρυστάλλου.
Ὁ πρῳράτης, ἐκεῖ ψηλά, μετάξυ τῶν ὠχρῶν, τῶν πυρσόξανθων κιμωλιῶν, σημαίνει τὸ μεσημέρι στὸ σιδηροῦν του κέρας.

Μεσημβρία, μὲ τὸν κέραυνό της, τοὺς οἰωνούς της· Μεσημβρία, μὲ τὰ κνώδαλά της στὴν ἀγορὰ, καὶ τὴν κραυγή της τοῦ πυγάργου ὑπὲρ τοὺς ἐρήμους ὄρμους!…
—Ἡμεῖς ποὺ θἀποθάνωμε ἴσως κάποιαν ἡμέρα ἑορτάσωμε τὸν ἀθάνατο ἄνθρωπο στὴν ἑστία τῆς στιγμῆς.
Ὁ Σφετεριστὴς ὀρθώνεται στὸν ἐλεφάντινο θρόνο του. Ὁ ἐραστής νίβεται τὶς νύχτες του,
Καὶ ὁ ἄνδρας μὲ τὸ χρυσοῦν προσωπεῖο ἐκδύεται τὸν χρυσό του πρὸς τιμὴν τῆς Θαλάσσης.

 

[ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

 

ἀπονοστεῖ: ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του

Βήλου: τοῦ θεοῦ Βαᾶλ

μητρίδιος: ποὺ ἔχει μήτρα, γόνιμος

κνώδαλά: ἄγρια θηρία

φάλαρα: κοσμήματα περικεφαλαίας, κεφαλής

κέλευθο: ὁδό