Ι
Inishbofin ἕνα κυριακάτικο πρωινό
ἡλιόφως, ἀτμὸς τύρφης, γλάροι, ταρσανὰς καὶ νάφθα.
Ἕναν πρὸς ἕναν μᾶς πέρασαν σὲ μία λέμβο
ποὺ βυθιζόταν καὶ ἀμφιταλαντευόταν
τρομακτικὰ κάθε φορά. Καθίσαμε στριμωχτά
σὲ στενοὺς θράνους, σὲ νευρικὲς δυάδες καὶ τριάδες,
πειθαρχημένοι, οἰκείοι μόλις, οὐδεὶς νὰ μιλεῖ
ἐξόν οἱ ναύτες, ὅταν τὰ θωρακεῖα βυθίζονταν
κ’ ἔμοιαζαν ὅτι θα ἔπαιρναν νερὰ ὅπου νἆναι.
Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη πολὺ ἄλλ’ ἀκόμη κ’ἔτσι,
ὅταν ἡ μηχανὴ κλώτσησε ὁ πορθμεύς μας
σάλεψε γιὰ νὰ ἰσορροπήσει, τὸ πηδάλιο ’γγίζοντας.
Πανικοβλήθηκα στὴν ἐναλλαγὴ καὶ τὸ βάρος
τοῦ ἰδίου του σκάφους. Ὅ τι μᾶς ἑγγυήθηκε
τούτην τὴν ταχεία ἀντίδραση καὶ εὐθυμία καὶ ἴλιγγο
μὲ κράτησε ἐναγώνιο. Ὅλην τὴν ὤρα
ὅπως συνεχίζαμε σ’ εὔπλοια διά τοῦ βαθέος,
ἤρεμου, εὐκρινοῦς ὕδατος, ἦταν σὰν νά ἐβλεπα
ἀπό μί’ ἄλλη λέμβο νὰ πλέῃ διαμέσου τοῦ ἀέρα,
πόρρω ψηλά, καὶ μποροῦσα νὰ δῶ μὲ πόσο κίνδυνο
πορευόμεθα μέσα στὸ πρωινό. Κ’ἀγάπαα μάταια
τὰ γυμνά, κυφά, πολυάριθμα κεφάλια.
II
Claritas. Ἡ ξερόφθαλμος λατινική λέξη
εἶναι τελεία γιὰ τὸν λαξευτό λίθο του νεροῦ
ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἀνίσταται στὰ ἄρραντα γόνατά του
καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καταχέει μὲ πειότερο νᾶμα
τὴν κεφαλή του: ὅλο τοῦτο μέσα σὲ λαμπρὸ ἡλιόφως
πάνω στὴν πρόσοψη τοῦ καθεδρικοῦ. Γραμμές
σκληρὲς καὶ λεπτὲς καὶ ἑλικτὲς ἀναπαριστοῦν
τὸν ῥέοντα ποταμό. Κάτω ἀνάμεσα στὶς γραμμές
μικροί ἄτοποι ἰχθύες πηγαίνουν. Τίποτε ἄλλο.
Κι ὅμως μέσ’ σὲ τούτην τὴν παντελή ὁρατότητα
ἡ πέτρα εἶναι ζωντανή μὲ ὅ τι εἶναι ἀόρατο:
Ἐλοδέα, ὠκυθόα τυρβώδης ψάμαθος,
τὸ ἴδιο τὸ σκιερό ἀνίσκιωτο ρεῦμα. Ὅλο τ’ ἀπόγευμα,
ἡ ζέστη ὀκνὴ χρονοτρίβει πάνω στοὺς ἀναβαθμούς
καὶ ὁ ἀὴρ ποὺ ὑψώσαμε στὰ μάτια μας χρονοτρίβει
ὡσὰν τὸ ἐλίσσον ἱερογλυφικό χάριν τῆς ζωῆς τῆς ἴδιας.
ΙΙΙ
Κάποτε ἔναν καιρό, ὁ ἀπόντιστος πατήρ μου
μπῆκε στὴν αὐλή μας. Εἶχε πάει
νὰ ψεκάσει πατάτες σ’ ἔνα χωράφι στὴν ὄχθη
καὶ δὲν θὰ μ’ ἔπαιρνε μαζί του. Ὁ ψεκαστήρ
ἦταν εὐμεγέθης καὶ καινούργιος, ἡ γαλαζόπετρα
θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ κάψῃ τὰ μάτια, τὸ ἄλογο ἦταν νέο,
θὰ μποροῦσα νὰ τὸ τρομάξω, καὶ τὰ λοιπά. Πέταξα
πέτρες σ’ἔνα πτηνὸ πάνω στὴν στέγη της καλύβης,
πειότερο γιὰ τὸν δοῦπο τῶν πετρῶν,
ἀλλ’ ὄταν ἐπέστρεψε, ἦμουν μέσ’ στὸ σπίτι,
τὸν εἶδα στὸ παράθυρο, εἶχε σποράδες μάτια
καὶ φοβισμένα, ἀλλόκοτο χωρίς τὸν πῖλο του,
ἀνηγεμόνευτο τὸ βήμα του, σὲ μία ἐνδιάθετη οὐσία
φαντάσματος. Ὅταν ἐγύριζε στὴν ὄχθη
τὸ ἄτι κατέπαυσε, ἀναχαίτησε και ἔριξε
ἁμαξίδα καὶ ψεκαστῆρα καὶ ἅπαντα ἐκτὸς ἰσορροπίας
κ’ἔτσι ὅλο τ’ὄχημα ἀνεστράφη μέσ’ σὲ μία βαθειά
δίνη, ὁπλές, κ’ ἁλυσίδες, ῥυμοί καὶ τροχοί, βαρέλι
καὶ σκεύη, ἅπαντα κύλισαν στὸν κόσμο,
καὶ ὁ πῖλος ἤδη χαρωπά παρεσυρόταν
σὲ πιὸ ἥσυχα ποτάμια κέρατα. Τοῦτο τ’ ἀπόγευμα
τὸν εἶδα κατὰ πρόσωπο, ἦλθε ’ς ἐμέ
μὲ τὰ νοτερά του ἴχνη ἔξω ἀπ’ τὸν ποτάμο,
καὶ δὲν ὑπήρχε τίποτε μεταξύ μας ἐκεῖ
ποὺ ὅμως δὲν μποροῦσε αἴσιον τέλος νἆναι.
(απόδοση Γ.Α. Σιβρίδης)
ἄτοπος: γκροτέσκος
σποράδες: διεσπαρμένα