Tag Archives: MacNeice

Louis MacNeice: Η επιθυμία θανάτου [1940]

Καθώς ἀπαγορεύεται στὴν ζωὴ τούτη νὰ κινῆσαι μὲ πολλὴν εὐχέρεια, οἱ ἄνθρωποι, προνούστεροι, τεχνάζονται τὶς ἴδιες ζωές νὰ σῴσουν ἅμα τὶς σταθμήσουν πρός νεκρὲς συνήθειες, ἐλπίδες, γνῶμες, ὁτιοῦν ἄψυχο, μέχρις ὅτου τοῦτο τὸ ἔρμα τοῦ ψεύδους νὰ βυθίσῃ τὸ πλοῖο καὶ ὅλος ὁ λογισμός ἡμῶν

Louis MacNeice: Προσευχή προτού γεννηθήναι [1944]

Οὔπω γεννημένος· ἄκουσόν με. Μὴ ἐάσῃς τὴν αἱματορρόφο νυκτερίδα ἢ τὸν ἀρουραῖο ἢ τὴν ἰκτίδα ἢ τὸ ξυλοπόδαρο μορμὼ προσπελᾶσαι με. Οὔπω γεννημένος, παραμύθησαί με. Φοβοῦμαι μὴν ἂν ἡ ἀνθρώπινη φυλὴ διὰ ὑψηλῶν τειχῶν περιτειχίσαι με, διὰ δυνατῶν φαρμάκων ναρκῶσαι με, διὰ σοφῶν ψευδῶν δελεᾶσαι

Louis MacNeice: Στυλίτης

Ὁ ἅγιος στὸν στῦλο ἐφίσταται, ὁ στῦλος εἶναι μόνος, ἐστάθη τόσο χρόνο ὥστε αὐτότερος εἶναι λίθος· μόνον τὰ μάτια του περιπολοῦν τῆν ἄμμο ὅπου οὐδεὶς ἔρχεται οὔπω καὶ εἶν’ ὁ κόσμος μιαρός. Μετά, τὰ μάτια καταμύει, κατὰ τὸν ὕπνο του ἵσταται, περιέρχεται στὸν τράχηλό του

Louis MacNeice: Λόγος μετά παρρησίας [1940]

Στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος ὁ μόνος προσήκων ὁρισμὸς εἶν’ τὸ τα‎ὐτολόγημα: ὁ ἄνδρας εἶν’ ἄνδρας ἡ γυναῖκα, γυναῖκα, καὶ τὸ δένδρο, δένδρο, ὀλισθηρά καὶ αὐτάρκη· εἴ τί που ἔστι. Τὰ ὁποῖα ὁπόταν καθίστανται μεταξὺ ἀρχῆς καὶ τέλους τρέπονται σ’ ἄλλα, λύονται οἱ οὐσίες αὐτῶν,

Louis MacNeice: Ήρωες πολέμου

Ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ ἥρωες ἀπ’τὸν πόλεμο τὸν δεκαετή (Ἄλλ’οὐδεὶς πόλεμος θὰ διαρκῆ πιὰ δέκα ἔτη) Ἔπιασαν ἕνα λιμάνι ὁποὺ ἔμοιαζαν νἆχαν ξαναβρεθῆ Ὑπήρχαν γέροι ’κεῖ νὰ θάσσουνε στὶς μπίντες Φυσῶντας τὸν καπνό διαμέσου τῆς θαλάσσης Ὑπήρχαν νεκροὶ ἄνδρες ’κεῖ νὰ κρέμονται στοὺς γερανούς Ὑπήρχε ἕνα