Thomas Gray: Ελεγείο γραμμένο σε νεκροταφείο της εξοχής [1751]

Τὸ σήμαντρο κροτεῖ τῆς μέρας ποὺ ἀπέρχεται τὸν γόο,
οἱ μυκηθμοὶ ψάλλουν βραδ‎ύ στὸν λειμῶνα ὑπέρ
ὁ γεωργὸς βαδίζει οἴκαδε στὸν ἐπίπονό του δρόμο
καὶ ἀφίει τὸν κόσμο στὸ κναῖφος καὶ ’ς ἐμέ.

Τώρα σβήνει τὸ κάτοπτο τοπίο ποὺ λάμπει,
καὶ ὁ ἀὴρ ἔχει σεμνὴ ἠρεμία, πλὴν ὅπου ὁ σκάθαρος
στροβήσεται στὴν πτῆσι του ποὺ βομβυλιάζει
καὶ ὑπνώδεις ψόφοι κοιμίζουν τοὺς ἄπωθε μανδρότοιχους.

Πλὴν ὅτι ἀπ’ ἐκεῖθε πύργου μὲ κισσό πλεκτοῦ
ἡ γοερὰ γλαῦξ, τὴν σελήνη κατηγορεῖ
ὅτι καθὼς ἐγγὺς περιπολεῖ τοῦ κρυφοῦ τῆς μυχοῦ,
ἐνοχλεῖ τὴν παλαιά τῆς μοναχικὴ ἀρχή.

Ἔνερθε τῶν τραχειῶν πτελεῶν, τῆς σκιᾶς τοῦ ἰτάμου,
ποὺ σὲ πολλοὺς σαπροὺς σωρούς ἡ τύρφη κεῖ σαλεύει,
ἕκαστος στὸ στενό του δῶμα κείμενος διὰ τέλους,
κοιμοῦνται οἱ ἄγροικοι προπάτορες τῆς κώμης.

Τὸ ἀνεμόεν κάλεσμα τῆς Ἠοῦς ποὺ πνέει θυμίαμα,
τῆς χελιδόνος τὸ τιττίβισμα ἀπ’ τῆς ἀχυροκαλύβης,
ἡ λιγεία σάλπιγξ τοῦ ἀλέκτορος, ἢ τὸ ἠχοὺν κέρας,
οὐκέτι θὰ ἀναστήσῃ αὐτούς τῆς ταπεινῆς των κλίνης.

Περὶ αὐτῶν οὐκέτι ἡ λαμπρὴ πυροστιὰ θὰ καίει
ἢ ἡ ἄσχολος οἰκουρός νέμῃ τὴν βραδινὴ φροντίδα της:
Οὔτε παιδὶ νὰ ψελλίσῃ τὸν νόστο τοῦ κύρη, τρέξει,
οὐδ’ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ ζηλευτὸ νὰ δώσῃ φιλί.

Συχνὰ τὸ δρέπανό των εὔκαρπον ἔβγαζε στάχυ,
ταὐλάκι αὐτῶν συχνά τὴν ἐπίμονο βῶλο διέλυσε·
πῶς ἐνόμευον εὔθυμοι τὸ ἴδιο αὐτῶν ζευγάρι!
Πῶς ὑπὸ τὸ παχὺ των πλῆγμα τὰ ξύλα κάμπτονται!

Μὴν ἐάσἡς τὴν Πλεονεξία χλευάσῃ τὸν χρηστὸ αὐτῶν μόχθο,
τὶς οἰκεῖες των χαρές, τὴν σκοτεινὴ μοῖρα αὐτῶν·
οὔτε τὴν Μελαυχία νὰ ἀκούσῃ μὲ ὑπεροπτικὸ γέλιο
τὶς σύντομες καὶ ἁπλὲς συγγραφές των πτωχῶν.

Τὸ κόμπασμα τοῦ κήρυκος, τὸ σχῆμα τῆς ’ξουσίας,
καὶ ὅλος ὁ πλοῦτος ποὺ ἔδωσε ποτέ, ὅλο τὸ κᾶλλος,
ἀναμένει τὴν ἄφυκτο ὥρα ὁμοῖα.
Οἱ ἐσόδοι τῶν καλῶν δὲν ὁδηγοῦν ἀλλὰ στὸν τάφο.

Οὔτε σεῖς, οἱ γαῦροι, προσάψητε σφάλμα σὲ τούτους
ἂν ἡ Μνήμη ἐπὶ τοῦ τάφου των δὲν ὑψοῖ τρόπαια,
ὅπου διὰ μακρoῦ κλίτους καί τριμμένου θόλου
ὁ ὕμνος ὁ βροντερός αὐξάνει τοῦ ἐπαίνου τὴν δόξα.

Δύναται ἡ ὑδρία ἡ ὀνομαστή, ἡ εὔθυμος προτομή
νὰ ἀνακαλέσῃ στὴν οἰκεία ἔπαυλη τὴν ἐφήμερο πνοή;
Ἢ ἡ φωνὴ τῆς Τιμῆς τὴν σιωπηρὰ σκόνι, κινῇ;
Ἢ ἡ Θωπεία θέλξῃ τὸ κωφό τοῦ Θανάτου κρύο ἀφτί;

Ἴσως στὸν παραμελημένο τοῦτο τόπο κεῖται
κάποια καρδιὰ ἔγκυος κάποτε μ’ οὐράνιο πύρ·
χέρια, ποὺ τοῦ κράτους τὴν ῥάβδο ἴσως ἔκραινον, εἴτε
ἐξήγειρον τὴν ζῶσα λύρα πρὸς τὴν ἔκστασι.

Ἀλλ’ ἡ Γνῶσις στὰ μάτια αὐτῶν τὴν μεγάλη σελίδα της
πλουσία μὲ τοῦ χρόνου τὰ λάφυρα οὔποτε ἐξέλισσε·
κρυερὴ Πενία κατέστειλε τὴν εὐγενική των ὀργή,
καὶ τὸ εὔθυμο ῥεῦμα τῆς ψυχῆς ἔπηξε.

Πολλὰ ἀτρεμῆ πετράδια τῆς λαμπροτέρας ἀκτῖδος,
τὰ σκοτεινὰ ἄβυσσα σπήλαια τοῦ ὡκεανοῦ φέρουν:
Πολλὰ ἀφανῆ ἄνθη φύονται καὶ κοκκινίζουν,
καὶ ἀναλίσκουν τὴν χάριν των στὸν ἔρημον αἰθέρα.

Κάποιος Χάμπδεν χωρικός, ποὺ μ’ ἄφοβο τὸ στῆθος
στὸν μικρὸ τύραννο τῶν ἀγρῶν του ἔχει ἀντισταθῇ·
κάποιος ἄφθογγος ἄδοξος Μίλτων ἔνθα κεῖται ἴσως,
κάποιος Κρόμβελλ ἀθῷος τοῦ αἵματος τῆς πάτρης του γῆς.

Τὶς ἐπευφημίες ἐπηκόων γερουσιῶν νὰ διατάσσουν,
τὶς ἀπειλὲς πόνου καὶ ὀλέθρου νὰ καταφρονοῦν,
στὴν γελαστὴ γῆ πλῆθος νὰ διασπείρουν, νὰ διαβάζουν
σ’ ἑνὸς ἔθνους τὸ βλέμμα, τὴν ἱστορία αὐτῶν,

ἀπηγόρευσε ὁ κλῆρος των: οὔτ’ περιέγραψε μόνον
τὶς βλαστές ἀρετές αὐτῶν, ἀλλὰ τὰ κρίματά των
κατέσχε· ἐμπόδισε διὰ φόνου νὰ χωροῦν σὲ θρόνο,
καὶ νὰ κλείνουν τοῦ ἐλέους τὶς πῦλες στοὺς ἀνθρώπους,

τὶς πολύπονες λύπες τοῦ γνωστοῦ νὰ κρύπτουν ἀληθοῦς,
νὰ σβήνουν τὸ κοκκίνισμα τῆς τεχνικῆς κατήφειας,
ἢ νὰ ἐπιθέτουν τὸν βωμό τῆς  Χλιδῆς καὶ τῆς Ὕβρεως
μὲ ἀναμμένο στῆς Μούσης τὴν φλόγα, θυμίαμα.

Πόρρω τοῦ ἀγοραίου ἀγῶνος τοῦ ἀποπλήκτου πλήθους,
οἱ σώφρονες πόθοι των οὔποτε μάθαν νὰ σφάλλουν·
παρὰ τὴν ἐρήμη καὶ δροσερά νάπη τοῦ βίου
φύλαξαν τὴν ἀθόρυβο δύναμι τοῦ ἰδίου ἤθους.

Ὅμως ἴνα ὕβρεως φυλαχθοῦν καὶ τοῦτα ἔτι τὰ ὀστᾶ
κάποιο μνῆμα εὔθραυστον ἠγέρθη ἐγγύς,
κοσμητὸ μὲ βαρβάρoυς στίχους καὶ ἄμορφα γλυπτά
τὸν παρελθόντα αἶνο εὔχεται τίνας πνοῆς.

Τοὔνομα, τὰ ἔτη αὐτῶν ποὺ ἔφθεξε μοῦσα ἀπαίδευτη,
τὴν ὑστεροφημία καὶ τὴν εὐλογία παρέχουν:
καὶ μὲ πολλὲς ἱερὲς γραφές περιρραίνει ἡ ἴδια αὐτή,
ποὺ διδάσκουν τὸν ἄγροικο ἠθικοκράτη πῶς πεθαίνουν.

Διατὶ ὅποιον σιωπάει ἡ Λήθη, ἐνέχεται,
τοῦτο τὸ ἡδὺ καὶ περιδεές ὅν πότε ἀφέθη,
τοὺς ζεστοὺς περιβόλους τῆς λαμπρῆς ἡμέρας ἄφησε,
οὔτε προύβαλε μιὰ περιπαθή, βραδεία ὄψι;

Σὲ κάποιο φίλο στῆθος κεῖται ἡ ἐκλειποῦσα ψυχή,
κάποια ὅσια στάγματα τὸ ὄμμα χρῄζει ὅπως καταμύεται·
ναὶ ἀπὸ τὸν τάφο βοάει τῆς Φύσεως ἡ φωνή,
ναὶ στὶς στάχτες ἡμῶν ζοῦν οἱ συνήθεις αὐτῶν φωτιές.

Διατὶ σύ, ποὺ εἶσαι μνήμων τῶν ἀκλεῶν Νεκρῶν
στὶς γραμμὲς τοῦτες τὴν ἄτεχνο αὐτῶν φήμη λέγεις·
ἐάν πως, ἀπὸ μοναχικῆς θεωρίας ὁδηγούμενο,
πνεῦμα τι συγγενές τὴν μοίρα σου ἐρωτήσει,―

τότε ἕνας πολιοκέφαλος κύκνος, τύχῃ ἴσως λέξῃ,
«Συχνὰ τὸν εἴδομε στὸ βλέμμα τῆς αὐγῆς
μὲ ταχέα βήματα τὶς δρόσους νὰ σαίρῃ,
νὰ συντύχῃ τὸν ἥλιο ἐπί τῆς ἄνω χλοερᾶς γῆς·

»ἐκεῖ στὰ πόδια ἐκεῖθε ὀξυᾶς ποὺ νεύει,
ποὺ πλέκει τὶς παλαιές φανταστικές ῥίζες αὐτῆς
τόσον ψηλά, τὸ ῥᾴθυμο μῆκος του στὸ μεσημέρι
αὐτὸς εἴθε ἐμήκυνε, καὶ ἐνόει τὸ νᾶμα ποὺ φλυαρεῖ.

»Πλησίος σ’ ἐκεῖθε δάσος, τώρα ὡσὰν ὕβρει μειδιῶν,
γρύζει τὶς σφαλερές του φαντασίες ποὺ εἴθε ἐρρέμβαζε γάρ,
τώρα νὰ κλίνει, πάγκλαυτος ὠχρός, σὰν κανεὶς ἄπορος,
ἢ μ’ ἔννοιες πολλές, ἢ ἐψευσμένος ποὺ ἄνελπις ἐρᾷ.

»Κάποιο πρωινὸ τὸν ἔχασα πὰ στὸν συνήθη λόφο,
κατὰ τὴν πεδιάδα καὶ ἐγγύς ’ς τἀγαπημένο δένδρο του·
Ἡ ἄλλη ἡμέρα ἦλθε· οὔτε παρά τὸ ῥυάκι ὅμως,
Οὔτε ἄνα τὸν λειμῶνα, οὔτε ἦταν στὸ δάσος αὐτός·

»στὴν ὑστεραία, μὲ θρήνους εὐπρεπεῖς σὲ βαρειά διάταξι
στὸν δρόμο τῆς ἐκκλησιᾶς εἴδομε βραδὺ νὰ τὸν φέρουν.
Πέλασον κἀναγνώσον (ὥς σὺ οὐ δύνασαι) τὴν ποίησι,
γλυπτή στὴν πέτρα νέρθε ἑνός πάλιουρα γηραλέου.»

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ

Ἔνθαδε κεῖται ἡ κάρα του στὰ γόνατα τῆς Γῆς
κάποιος νέος ἄγνωστος στὴν Τύχη καὶ τὴν Φήμη
Ἐπιστήμη δὲν ἔσκυψε στὴν ταπεινή του γέννηση,
καὶ Μελαγχολία τὸν σημάδεψε        ὡς ἰδικό της

Μέγαν ἦταν τὸ δῶρο του, καὶ ἡ ψυχή του ἄδολη,
ὁ Οὐρανὸς ἔπεμψε ἀμοιβή τόσον μεγάλη ὀπίσω:
Στὴν Δυστυχία ἔδωσε, ὅ τι εἶχεν, ἕνα δάκρυ,
ἐκέρδησε ἀπ’ τὸν Οὐρανό (ὅ τι εὐχήθη), ἕναν φίλο.

Περαιτέρω νὰ μὴ ζητῇς τὶς ἀρετές του νὰ μηνύσῃς,
Ἢ ν’ ἀποσπάσῃς τὶς πλημμέλειες του τοῦ φοβεροῦ του οἴκου,
(κεῖ ὡσαύτως ἀναπαύονται σὲ ἐλπίδα τρεμομένη)
στὸν κόλπο τοῦ Πατρός αὐτοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ του.

[Elegy Written in a Country Churchyard, ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

 

κναῖφος: λυκόφως

ψόφοι: θόρυβοι

λιγεία: μὲ καθαρὸ, διαπεραστικὸ ἦχο

μὴν ἐάσἡς: μὴν ἀφήσεις

οἱ ἐσόδοι τῶν καλῶν: the paths of glory

Χάμπδεν: John Hampden, γαιοκτήμων ποὺ ἐναντιώθηκε στοὺς φόρους του Καρόλου Α΄

νἀπη: κοιλάδα

καταμύεται: κλείνει τα μάτια

πολιοκέφαλος: μὲ λευκὸ κεφάλι

ὑστεραία: ἐπομένη μέρα