Bertrand de Jouvenel: Περί της εξουσίας (σύνοψη) ΙΙΙ

Ο Jouvenel σ’ ολόκληρο το βιβλίο του προσπαθεί να μας ξυπνήσει από την virtual πραγματικότητα μες την οποία μια συγκεκριμένη δύναμη, αυτή της μαζικοδημοκρατικής Εξουσίας με όλο τον συρφετό της από laquais, ruffians και παλλακίδες, μας έχει τοποθετήσει, πείθοντάς μας για την απουσία της. Ναι, σαν να μιλούν σε μωρά, θεωρούν «περιορισμό» της εξουσίας την αντικατάσταση της Εξουσίας από μιαν άλλη που απορρέει από  μια «αγνή» πηγή και η αδυναμία της είναι η δύναμή της δηλαδή η «ελευθερία».

Έλεγε ο Montesquieu: «είναι μια αιώνια εμπειρία το ότι κάθε άνθρωπος που έχει την εξουσία τείνει να την καταχρασθή· πηγαίνει μέχρις εκεί που βρίσκει όρια. Ποιος θα τώλεγε;  Η ίδια η Αρετή έχει ανάγκη από όρια!»

ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ME ΕΞΟΥΣΙΑ.

Οι σημερινές δημοκρατίες είναι μονοκρατορίες.
Στις αρχαίες και μεσαιωνικές πολιτείες είδαμε πως υπάρχει μια πληθώρα ανταγωνιζόμενων εξουσιών:
Στη Ρώμη ο Ύπατος (Consul) εμποδίζει τον Πραίτορα (Praetor) και ο Δήμαρχος (Tribunus) τον Ύπατο χρησιμοποιώντας το δικαίωμά του αυτό του veto.
Στο Μεσαίωνα έχουμε ένα πλήθος αντεξουσιών που λειτουργώντας εγωιστικά κρατούν ένα κοινωνικό equilibrium:  ευγενείς, κλήρος, κοινοβουλευτικοί, σύγκλητοι επαρχιών, σωματεία εμπόρων-βιοτεχνών-τεχνιτών.
Θα πει κάποιος πως τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα βασίζονται πάνω στην «διάκρισιν των εξουσιών» που έθετε ο Montesquieu και πριν από αυτόν ο Harrington.     
Ο Jouvenel μας δείχνει συνεχώς  τι είναι πραγματικά η «διάκρισις των εξουσιών» για να κατανοήσουμε πως στην σύγχρονη δημοκρατία, αυτήν ιδίως την ηπειρωτικοευρωπαϊκή αυτή η «διάκρισις» είναι τυπική.

Έχοντας συντριβή οι αντεξουσίες είχε εξαλειφθή ο φυσικός δυϊσμός ανάμεσα σε Εξουσία και κοινωνικές εξουσίες, όταν οι Γάλλοι συντακτικοί εισήγαγαν τη «διάκρισιν των εξουσίων» τυπικώς και τεχνηέντως τεμαχίζοντας απλώς το Imperium σε κομμάτια: βασιλιάς (πρόεδρος), κάτω βουλή, άνω βουλή. Είναι απλή ταχυδακτυλουργία να διαμελίσει κανείς μία εξουσία που έρχεται από μια πηγή, τη λαϊκή κυριαρχία, σε διακριτά όργανα. 

Αντίθετα στη Βρετανία (την οποία προσπάθησαν να μιμηθούν οι Γάλλοι) ο κύριος είναι δεμένος με τη γη και κύριος του υπεδάφους του, και γι’αυτό πάντοτε δυνατός. Δεμένος με τη γη, ήταν δεμένος επίσης με τους ανθρώπους της γης και η αλληλεγγύη των τοπικών του ριζών είναι το μυστικό της πολιτικής του μακροημέρευσης. Η κοινοβουλευτική θέσμιση είναι συστατική έκφραση τέτοιων δυνάμεων που βρίσκονται απέναντι στην Εξουσία.

Άρα, λέει συμπερασματικά ο Jouvenel, ο περιορισμός της Εξουσίας απαιτεί αποσπασματικά συμφέροντα ικανώς σχηματισμένα, συνειδητοποιημένα και ωπλισμένα για να σταματούν την Εξουσία όταν αυτή προχωρά στο πεδίο τους, και ένα δίκαιο ικανώς ανεξάρτητο για να είναι διαιτητής των συγκρούσεων, και όχι όργανο της κεντρικής οργάνωσης.

 

Ο Jouvenel επιστρέφει στο θέμα του δικαίου για να δείξει ξανά τον φαύλο κύκλο που σχηματίζεται όταν συγχέονται δίκαιο και νόμοι: Πώς είναι δυνατό η Εξουσία να πρέπει να κινείται σύμφωνα με το δίκαιο, όταν το δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που δημοσιεύονται από την ίδια;

Δεν χάνει την ευκαιρία να μας αναφέρει τον Αμερικανό δικαστή Marshall που τα 1803 έδωσε στον πολίτη το δικαίωμα να δικάζει ένα νόμο που έφτιαξε το νομοθετικό σώμα στο Ανώτατο Δικαστήριο και να τον ακυρώνει. Και τούτη η συμπεριφορά είναι Αγγλική κληρονομιά. Στις αγγλοσαξονικές χώρες οι άνδρες της Εξουσίας όπως και οι Δημόσιοι Λειτουργοί κρίνονται στα Δικαστήρια όπως οι πολίτες και όχι από «ειδικές επιτροπές» και «ΕΔΕ». Γιατί είναι έτσι σε αυτές τις χώρες; Επειδή εκείνοι που συνέταξαν το Αμερικανικό Σύνταγμα ήσαν οι ίδιοι ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες και νομοθέτησαν για ανεξάρτητους ιδιοκτήτες.

Τουναντίον στην Ηπειρωτική Ευρώπη αν η γενική βούλησις είναι το λίπασμα πάνω στο οποίο σπρώχνονται οι νόμοι, οι πιο διαζευγμένοι όχι μόνο από τη θεία διάνοια αλλά και την ανθρώπινη. Έτσι το δίκαιο έχασε τη ψυχή του και έγινε κτηνώδες. 

 

Ο Jouvenel αφήνει προς το τέλος το ζήτημα της ελευθερίας δεικνύοντάς μας ποιος ήταν ο σκοπός της συνηγορίας του υπέρ των αριστοκρατών:

Η ελευθερία ουδόλως είναι η συμμετοχή μας περισσότερο ή λιγότερο ψευδεπίγραφη στην απόλυτη κυριαρχία της κοινωνικής ολότητος, αλλά η άμεσος κυριαρχία, αμεσολάβητη και συγκεκριμένη του ανθρώπου επί του εαυτού του, που του επιτρέπει και τον υποχρεώνει να ξεδιπλώσει την προσωπικότητά του, του δίδει κυριότητα του πεπρωμένου του, τον θέτει υπόλογο των πράξεών του απέναντι στον πλησίον του προικισμένο με ένα δικαίωμα ίσο που πρέπει να σεβασθή —εδώ παρεμβαίνει η δικαιοσύνη— και απέναντι στο Θεό του οποίου πληροί ή ονειδίζει τις προθέσεις.

 Η ελευθερία είναι υποκειμενικό δικαίωμα. Ανήκει σε εκείνους που έχουν τα μέσα να το υπερασπισθούν, όπως σε εκείνες τις οικογένειες της αρχαιότητας που ομοσπονδούν για να σχηματίσουν κοινωνία. Και είναι ελεύθεροι επειδή τα αδέρφια τους θα τους υπερασπισθούν και θα εκδικηθούν γι’ αυτούς. Ήταν αυτές οι ισχυρές οικογένειες οι τόσο ζηλόφθονες για την ανεξαρτησία τους αλλά συμμαζεμένες σε κοινές επιχειρήσεις που έδωσαν τον τόνο στους θεσμούς της ελευθερίας.

Πώς όμως ήταν δυνατή μια κοινωνία όπου καθείς είναι κριτής και κύριος των πράξεών του;

ΕΥΘΥΝΗ —ΤΥΠΟΙ— ΗΘΗ
Ο ανεύθυνος χάνει την ελευθερία του και γίνεται σκλάβος.
Κάθε πράξη έχει βάρος.
Η ηθική παράβαση τιμωρείται με κοινωνικό αποκλεισμό.
Η γνώμη που εξέφραζαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν διαφορετική από την σύγχρονη γνώμη του καθενός και των πάντων, γιατί ήταν αποτέλεσμα βαθειάς παιδείας σύμφωνη με την ταξική τους θέση.

Αν σήμερα στο άκουσμα της λέξης «ελεύθερος άνθρωπος» βάζουμε τον τόνο στο «άνθρωπος» τότε έβαζαν τον τόνο στο «ελεύθερος». Στη Ρώμη ονομαζόταν ingenuus και είχε ταξική σημασία.
Ο Rousseau το μουρμουρίζει: «ίσως τελικά η ελευθερία συντηρείται με στήριγμα τη δουλεία». 
Ανάμεσα στους ελεύθερους πατρικίους και τους δούλους υπήρχαν οι ημι-ελεύθεροι, οι πληβείοι. Με τον καιρό μέσα από μια διαδικασία ενσωμάτωσης και αφομοίωσης οι διαφορές πληβείων και πατρικίων θα αμβλυνθούν. Μέσῳ του καθεστώτος των Tribunuum ήλεγχαν και πολιτικά τους πατρικίους. Όμως ο ρόλος των Tribunuum ως προστατών των λαϊκών συμφερόντων επηρέασε το λαό να πιστέψει σε σωτήρες όπως ο Μάριος ή ο Καίσαρ ή οι αυτοκράτορες. Εκείνοι που έτρεξαν να προστατέψουν την Rem Publicum ήσαν οι άριστοι, οι Βρούτοι.

Η Ρώμη μας δίδει και ένα άλλο παράδειγμα που θα συναντήσουμε επανειλημμένα σε περιόδους ιστορίας που ο κρατικός προστατευτισμός συνάδει με μία ισχυρή πλουτοκρατία. Με την επέκταση της ρωμαϊκής επικράτειας κάποιοι πληβείοι απέκτησαν πελώρια περιουσία χάριν της λεηλασίας των επαρχιών, της παράνομης κατοχής των νέων χωρών και της τοκογλυφίας. Με την ανάπτυξη αυτών των «καπιταλιστών» τα υπόλοιπα πληβεία στρώματα βυθίζονταν στη φτώχεια. Τότε εμφανίστηκαν δυο προοπτικές που εκφράζονται σε δύο αδέρφια τους Tribunus Τιβέριο και Γάιο Gracchus. Ο πρώτος ήθελε να δώσει ανεξαρτησία και πραγματική αυτονομία, δίδοντας ιδιοκτησία στους φτωχούς πληβείους, περιορίζοντας έτσι τις εκτάσεις των νεόπλουτων καπιταλιστών. Αφού απέτυχε, ο δεύτερος κινήθηκε σε μια αντίθετη, «σοσιαλιστική» κατεύθυνση: έφτιαξε μια δημόσια δύναμη για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις τις μάζας, μοιράζοντάς της στάρι, κάνοντάς την δεύτερη «πελάτη» της πρώτης.

Αυτοί οι δύο δρόμοι είναι ό, τι ξεχωρίζει την Αγγλία από τη Γαλλία. Στην πρώτη η Ελευθερία είναι ένα γενικευμένο προνόμιο που τρέπει το λαό σε αριστοκράτη. Στη δεύτερη ο λαός συμμαχεί με το βασιλιά ενάντια στο προνόμιο της ελευθερίας.      

Ο «πολιτικός λαός» περιλαμβάνει μια πλειοψηφία προσώπων που δεν έχουν τίποτε ή που πιστεύουν πως δεν έχουν τίποτε να υπερασπισθούν και εξεγείρονται ενάντια στις πράγματι μεγάλες ανισότητες και αυτοί είναι ακριβώς που επαφίενται στον μεσσιανισμό της Εξουσίας. Ο Louis-Napoléon, ο Bismarck, ο Disraeli, προχώρησαν προς την καθολική ψήφο τη στιγμή που η ιδιοκτησία συρρικνωνόταν και προετοίμαζαν το κάλεσμα του λαού. Αυτή είναι η καισαρική πολιτική. Δηλαδή, από τη μία ευνοούν την καθολική ψήφο, από την άλλη τη συγκέντρωση των περιουσιών σε λίγους και την κοινωνική ανισότητα.

Ο καισαρισμός χαρακτηρίζεται από την εξόντωση των αριστοκρατών, την εμφάνιση πλουτοκρατικών ηθών και την ένωση της πολιτικής ισχύος με την κοινωνική αδυναμία μιας εξαρτώμενης τάξης.

 

Αφού μας παρουσίασε τις «αριστοκρατικές πηγές» της ελευθερίας ο Jouvenel θα φθάσει στο τέλος δεικνύοντάς μας πως η ανάγκη για ασφάλεια είναι το αντίθετο του πόθου για ελευθερία και πως η πρώτη δημιουργεί αυτό που ονομάζει «κοινωνικό προτεκτοράτο» που δεν είναι άλλο από τη σύγχρονη Εξουσία.

Η ανάγκη για ασφάλεια σχετίζεται με το αίσθημα ανασφάλειας, το οποίο είναι σχετικό με τον άνθρωπο και την εποχή. Ανάμεσα στους ανθρώπους συναντούμε μια νοοτροπία «ασφαλειακή»  (sécuritaire) όπου οι άνθρωποι ανταλλάσσουν την ανεξαρτησία έναντι μιας κρατικής εγγύησης, και «ελευθεριακή» (libertaire) όπου οι ψυχές είναι πιο περήφανες και το θυμικό πιο θερμόαιμο.

Όταν η εκπαίδευση γίνεται πιο αβρή και αποχαυνώνει τους χαρακτήρες ή όταν ένα διαφορετικό είδος βίου αναπτύσσει άγχος δίχως οι πραγματικοί κίνδυνοι να αυξάνονται όπως από το μέσο του 19ου αι. και δώθε, ο άνθρωπος γίνεται πιο ανασφαλής.    

Όμως γιατί η ελευθερία είναι το αντίθετο της ασφάλειας; Ο Jouvenel ανατρέχει πάλι στην ιστορία του: οι αριστοκράτες, ήσαν ελεύθεροι επειδή μπορούσαν να υπερασπισθούν την ελευθερία τους, ήτοι επειδή μπορούσαν να αποδεχθούν τους κινδύνους. Σε μια εποχή βίαιου θανάτου, αυτοί είναι οι Κύριοι ενώ οι μετριοπαθέστεροι οι υποτελείς. Αυτή είναι σίγουρα μια πολύ άνιση κοινωνία, όμως υφίσταται σε αυτήν ένα κοινωνικό equilibrium αφού οι ελευθερίες αντιστοιχούν σε κινδύνους. Και δεν είναι μάλιστα κάποιος ταξικός προκαθορισμός αυτός που δημιουργεί αυτές τις ανισότητες. Ο αρρενωπός (Virile) τύπος παράγεται στη Σπάρτη μέσα από μια αυστηρή παιδεία (formation), την αγωγή. Στο Μεσαίωνα ο βαρόνος χρίζει ιππότη τον δούλο που έδειχνε ανδρεία στη μάχη και του προσφέρει γη. Αργότερα θα αρκεί το χρήμα για να αποκτήσει κανείς τίτλο και φέουδο ή η επιβράβευση για τις όποιες υπηρεσίες στο δημόσιο. Έκτοτε οι έννοιες «αριστοκρατία» και «ελευθερία» παύουν να ταυτίζονται.     

Ας δούμε τώρα πώς η ανάπτυξη της «ασφαλειακής» νοοτροπίας ακολουθεί την ανάπτυξη της Εξουσίας.

Οι νόμοι —Leges— είναι συμβόλαιο. Ανάμεσα στο αφεντικό και τον εργάτη υπάρχει ένα τέτοιο συμβόλαιο. Όταν ο εργάτης απεργεί σπάει το συμβόλαιο αυτό. Τότε η Εξουσία παρεμβαίνει για να τον προστατεύσει παραχωρώντας του προνόμια το κόστος των οποίων βαραίνει το αφεντικό. Καταλήγει έτσι να διακρίνει ανάμεσα στους ανθρώπους κάποιους θεωρούμενους «ελεύθερους» που αρνούνται το πλείστον των κινδύνων και των ευθυνών και ως φυσική συνέπεια τις τιμές τις ελευθερίας.

Από την άλλη η παρακμή της αριστοκρατίας ωδήγησε στο τέλος του 19ου αι. στην εμφάνιση μιας ασφαλειακής καπιταλιστικής αριστοκρατίας, ολιγάριθμης, η οποία χάριν της ανώνυμης κοινωνίας και της χρηματιστηριακής αγοράς κυβερνούσε γιγάντιες επιχειρήσεις χωρίς Τιμή αφού το διατάσσειν είχε διαζευχθή με την ευθύνη και οι κίνδυνοι έπεφταν στους μετόχους. Και ενώ αυτή η στενή Καπιταλιστική αριστοκρατία ήταν λιγότερο σκληρή απέναντι στους εργαζομένους εν σχέσει με την ευρύτερη τάξη των Ιδιοκτήτων και των παραδοσιακών Καπιταλιστών προκαλούσε περισσότερο μίσος. Γιατί οι άνθρωποι αποδέχονται οποιονδήποτε κύριο αρκεί αυτός να παρουσιάζεται στα μάτιά τους συνεπής και γενναίος. Αντίθετα αυτή η πλουτοκρατία υφίσταται χάριν της ασφάλειας που της εξασφαλίζει το μονοπώλιο και της κρατικής ισχύος.

Η κρίση του ’29 εργατοποίησε τη μεσαία τάξη λόγῳ πληθωρισμού. Τα παλαιά ήθη της εργασίας εξαφανίζονται εμπρός στο παράδειγμα των Δημοσίων Υπαλλήλων και των μονοπωλιακών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν δημόσιες εξυπηρετήσεις.

 

Αίτιο της σύγχρονης ανασφάλειας δεν είναι ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου αλλά ο ψυχολογικός χαρακτήρας της εποχής. O Georg Simmel μιλά ήδη από το 1900 για «ψυχολογικό άνθρωπο».
Είναι ο φόβος απώλειας της εργασίας του που οδηγεί τον Εργάτη στην κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή στην αγκαλιά της Κράτους.
Είναι ο φόβος απώλειας των επενδύσεών του που κάνει τον Τραπεζίτη να αποθέτει τα κεφάλαια των καταθετών του ως Κρατικά κεφάλαια.

ΟΛΟΙ ΕΝΑΠΟΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Και ο F.-D. Roosevelt ως νέος Καίσαρ θα ευαγγελισθή «τα νεα δικαιώματα του ανθρώπου»: το δικαίωμα του εργάτη για μόνιμη εργασία, το δικαίωμα του παραγωγού να πωλεί σε σταθερές τιμές. Είναι νίκη του ασφαλειακού πνεύματος και του κοινωνικού προτεκτοράτου.

Ο άνθρωπος συνηθίζει να αποσυσχετίζει αρνητικές και θετικές όψεις του ιδίου φαινομένου που ωστόσο είναι αδιαχώριστες: δοξάζει το αίτιο και καταδικάζει το αποτέλεσμα, επευφημεί το σκοπό και απορρίπτει το μέσο, καταφάσκει σε μιαν ιδέα και αρνείται το πόρισμα. Έτσι ενώ γιορτάζει τα Droits de l’Homme καταδικάζει τη λογική τους συνέπεια, τον άγριο καπιταλισμό του 19ου αι. που αδιαφορεί για τον άνεργο. Αυτοί που έδωσαν την καθολική ψήφο, δεν προειδοποίησαν τους νέους πολίτες πως η πληρότητα της ελευθερίας πηγαίνει μαζί με μια πληρότητα κινδύνων. Αντίθετα δημιούργησαν μια πλειοψηφία «ασφαλειακών» ανθρώπων που ουσιαστικά επιστρέφουν στο κράτος τα ατομικά τους δικαιώματα για να παραλάβουν κοινωνικά δικαιώματα.

 

Ο Jouvenel κλείνει το βιβλίο υπενθυμίζοντάς μας πως η κοινωνίες σχηματίζονται αυθόρμητα σαν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι από βουλήσεις και πως καμία μόνη βούληση, όπως και κανένας «φυσικός», μηχανικός νόμος δεν μπορεί να την ανασχηματίσει, στρέφοντας τα βέλη του εξίσου στους χυδαίους σοσιαλιστές όσο και στους χυδαίους φιλελεύθερους. Αυτό που δίδει συνοχή στις κοινωνίες είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη (confiance), τα ήθη (mœurs), οι τιμές (honneurs). Από την άλλη σαρκάζει όσους νομίζουν πως όλα είναι απλή άμεση ωφελιμότητα και συμφέρον, βλακώδης αντίληψη που βασίζεται πάνω στο αξίωμα του εξισωτισμού. Στη βάση τέτοιων απλουστευτικών αντιλήψεων, οι σύγχρονοι «ειδικοί» φτιάχνουν νόμους εφήμερους και ανίσχυρους, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να τους επιβάλλουν με χονδροειδέστατες εικόνες καθώς δεν μπορούν να αντιληφθούν τις κοινωνικές διακυμάνσεις. Τούτοι-δω, παιδιά των «Φώτων» που έβλεπαν τη «δεισιδαιμονία» στη βάση των παλαιών πολιτειών, περιφέρουν τα πρωτόγονα φυλετικά τους totems και taboos. Γιατί δεν είναι ικανοί να δουν μέσα στην κοινωνία πάρα το άτομο και το κράτος. Παραβλέπουν τον ρόλο των ηθικών αρχών και των κοινωνικών εξουσιών στη διαμόρφωση της κοινωνίας και τυφλοί επαφίενται στην αποτελεσματικότητα της Εξουσίας. Ό, τι κάνουν είναι ένα πυροτέχνημα που θα αφήσει πίσω του μιαν άμορφη μάζα, υπόσχεση στο δεσποτισμό ή την αναρχία…  

(σύνοψη: Γ.Α.Σιβρίδης)