Tag Archives: Pound

Rihaku/Ezra Pound: Η επιστολή του εξορίστου [Cathay 1915]

Πρὸς τὸν Σὸ Κίν τοῦ Ῥακούγο, παλαιό φίλο, πρόβουλο τοῦ Τζέν. Ἄρτι ἐνθυμοῦμαι πὼς μἔκτισες καπηλεῖο δικό μου, πρὸς νότο τῆς γεφύρας τοῦ Τενσίν. Μὲ ὠχρὸ χρυσὸ καὶ ἄσπρα κοσμήματα πληρώναμε πρὸς τραγούδια καὶ γέλωτα, καὶ ἤμασταν μεθυσμένοι μῆνα μὲ τὸν μῆνα, νἀπολησμονῶμε βασιλεῖς καὶ

Rihaku/Ezra Pound: Η σύζυγος του ποταμίου εμπόρου: επιστόλη [Cathay, 1915]

Ὅταν ἤμουν σκαφιόκουρος ἀκόμη ἔπαιζα περὶ τὰ προνώπια, καὶ ἔδρεπα ἄνθη. Πέρασες κωλoβαθριστής, καὶ ἔπαιζες τἄλογο, περιεπάτεις στὸ βάθρο μου, καὶ ἔπαιζες μὲ κυανᾶ δαμάσκηνα. Καὶ μείναμε νὰ διαβιῶμε στὴν κώμη τοῦ Τσοκᾶν: Δύο μικροί ἄνθρωποι, δίχως ἀπέχθεια οὔτ’ ὑποψία. Στὰ δέκα τέσσερα σὲ συνεζύγην

Rihaku/Ezra Pound: Ο θρήνος της μεθοριακής φρουράς [Cathay, 1915]

Παρὰ τὴν Βόρειο Πύλη, ὁ ἄνεμος φυσάει πλούσιος ἄμμου, ἐρῆμος ἀπ’ τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου μεχρὶ τοῦ νῦν! Τὰ δένδρα καταρρέουν, ἡ βοτάνη χρυσίζει ἅμα μὲ τὸ φθινόπωρο τύρσεις καὶ τύρσεις ἀνεβαίνω ὥστε νὰ ἐπισκοπῶ τὴν βάρβαρη χώρα: Ἀοίκητο κάστρο, τὸν οὐρανό, τὴν μεγάλη ἔρημο.

Kutsugen/Ezra Pound: Το άσμα των τοξοτών του Σού [Cathay, 1915]

Ἰδοὺ ἡμεῖς, καθὼς δρέπομε τοὺς πρώτους θαλλοὺς τοῦ βλήχνου καὶ λέγομε: Πότε θὰ ἀπονοστήσωμε ἐπὶ πάτρη; Ἰδοὺ ἡμεῖς ἐπειδὴ ἔχομε πολεμίους τοὺς Κεννίν, δὲν ἔχομε παραμυθία, ἔνεκα τούτων τῶν Μογγόλων. Σκάπτομε τοὺς τέρενας θαλλοὺς τοῦ βλήχνου, ὅταν λέγει τις «νόστος», οἱ ἄλλοι εἶναι περίλυποι. Ἐπίλυπες

Rihaku/Ezra Pound: Ποίημα παρά την γέφυρα εν Τεν-Σίν [Cathay, 1915]

Ἐπεστάθη ὁ Μάρτιος στὴν γέφυρα σὲ χίλιες πύλες κρέμονται κλῶνες ἀρμενικῆς καὶ περσικῆς μηλιᾶς, πρωῒ ἔχουν ἄνθη ποὺ ἐκκαρδιοῦνται, τὰ ὁποὶα ἡγεμονεύει τὸ βράδυ ἐπὶ τῶν ὑδάτων ποὺ ῥέουν ἀνατολάς. Πέταλα εἶναι στὰ νάματα καὶ κατὰ ῥοῦν, καὶ στὶς παλισσύτους δίνες, ἀλλὰ οἱ σύγχρονοι ἄνδρες

Ezra Pound: Sub Mare

Εἶναι, καὶ δὲν εἶναι, τὶς φρένες ἄρτιος εἶμαι, ἀφὅτου ἦλθες τοῦτος ὁ τόπος περιεχύθη μοι, τούτη ἡ κατασκευή κτισμένη μὲ φθινοπωρινὰ ρόδα, ἔπειτα ἔνι ἕνα χρῶμα χρυσοειδές, ἀλλόκοτο. Καὶ ψηλαφεῖ τις ἔσω τούτων τῶν πραγμάτων ὅταν λεπτὰ φύκη ἀναδύονται κἀξαπλοῦνται, ἔνερθε νωθρῶν χλωρῶν κλυδώνων τοῦ

Ezra Pound: Ένα κορίτσι

Τὸ δένδρο μ’ εἰσῆλθε στὰ χέρια, ὁ ὀπὸς μ’ ἀνῆλθε στὶς ἀγκάλες, τὸ δένδρο βλάστησε στὸ στήθος μου― κάτω, οἱ κλῶνες ἀπ’ ἐμοῦ βλαστάνουν, σὰν ἀγκάλες. Δένδρο εἶσαι, βρύα εἶσαι, εἶσαι ἴα μἄνεμο ὕπερθε. Παιδί ―τόσον αἰπύ― εἶσαι, καὶ ὅλο τοῦτο μωρία εἶναι γιὰ τὸν

Guido Cavalcanti: Sonetto XXXV

Ἕν ὁμοίωμα τῆς κυρᾶς μου λατρεύουσι, Γουΐδων, στὸν Ὄρχο, στὸν ἅγιο Μιχαήλ, Ποὺ στὴν ὡραία κοψιά, εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετη, Καταφεύγουν, παρηγοροῦνται οἱ ἀμαρτωλοί. Κι ὅσοι γονυπετοῦν μ’εὐλάβεια π’ὅσο Ἀσθενοῦν τόσο παρηγόρια οὐκ ἔχουν: Ἱῶνται ἀσθενείς, δαίμονες παίρνουν δρόμο Καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ στραβὰ ὄμματα εὐθεία

Spleen & Idéal

Κανείς δεν αγωνίζεται δίχως να έχει μία Βεατρίκη να τον περιμένει σε έναν άλλο κόσμο― Η επιθυμία σχετίζεται με ένα ριζικό «άλλο» και ο οιοσδήποτε παράδεισος δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνο που επιθυμούμε όταν βρισκόμαστε σε μία δυσμενή κατάσταση. Π.χ. προσπαθήσατε να μπείτε στην