Άγγελος Χ. Μπατουδάκης: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών (β)

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το τέλος της ομάδας
1. Ένας πυροβολισμός -η ομάδα στο θέατρο -η δολοφονία του Σκοτεινού –«η Υπηρεσία θα καταργηθεί» -το τομάρι της αρκούδας

Πρώτες μέρες του 1917, Μόσχα. Ο Πέτρος στο δρόμο. Σκεφτόταν ένα άρθρο για την Πράβντα, κοιτούσε τα παράθυρα μιας πολυκατοικίας. Ο Μαλιόφσκι είχε φύγει στην Γερμανία, πλήρωνε την συνδρομή του στη φράξια ο ίδιος, κάποια από τα άρθρα του τού τα πλήρωναν. Κρύο, έβγαλε από το παλτό του ένα μπουκάλι, τράβηξε τρεις ρουφηξιές. Εξακολουθούσε να πηγαίνει στην Δούμα παριστάνοντας τον κομψό ποιητή.

Στον δρόμο φάνηκε μια ομάδα αστυνομικών. Ανέβηκαν τις σκάλες της πολυκατοικίας. Ακούστηκε το σπάσιμο μιας πόρτας, ακολούθησαν οι στριγγλιές μιας γυναίκας και το κλάμα ενός μωρού. Ένας άνδρας πήδηξε από ένα παράθυρο στο δρόμο.  Προσγειώθηκε άσχημα και απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας. Στο διαμέρισμα γινόταν φασαρία, πάλευε η γυναίκα με τους αστυνομικούς.

Ο Πέτρος πυροβόλησε τον άνδρα στην λεκάνη. Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Η γυναίκα και το μωρό θα έχαναν τον προστάτη τους, ήταν πολύ κακή εποχή για να τους συμβεί. Από την άλλη, ίσως μικρό το κακό. Ο προστάτης θα χανόταν στις φυλακές και τις εξορίες. Οι αστυνομικοί κατέβηκαν. Σήκωσαν τον τραυματία. Ο αξιωματικός ρώτησε τον Πέτρο αν ήταν άρρωστος. «Είσαι πολύ χλωμός».

Στην Πετρούπολη την επόμενη νύχτα. Η ομάδα στο θέατρο, σε ένα θεωρείο. Απουσίαζαν ο Πέτρος και ο Ιβάν. Θα έβλεπαν την επιτυχία του χειμώνα, μια ιστορία της εποχής του Κιέβου. Εκτυλισσόταν πριν χίλια χρόνια. Πρωταγωνιστούσε ο πιο αγαπημένος ηθοποιός της χώρας. Κάποτε ήταν νέος, λεπτός και όμορφος, έπαιζε τον ζεν πρεμιέ. Οι κυρίες έσερναν τους κυρίους στις παραστάσεις του. Οι θίασοι μάλωναν ποιός θα τον πάρει. Τώρα ήταν χοντρός και γέρος αλλά οι θεατές τον έβλεπαν με τα μάτια της μνήμης.

Η Νάντια κουνούσε την βεντάλια της, γύριζε τα κιάλια της δεξιά και αριστερά, προσπαθούσε να διακρίνει τον Ιβάν και τον Πέτρο. Ο Ιβάν θα προσευχόταν. Υποτίθεται ότι ασχολιόταν με τον Λένιν που απειλούσε να επιστρέψει στη Ρωσία. Ο Πέτρος απουσίαζε στην Μόσχα. Της τηλεφώνησε ότι θα ερχόταν. Είχε  τηλέφωνο από τους πρώτους, από την αρχή του πολέμου.

Το μυαλό της στάθηκε στο μαύρο σκυλί. Την κατέτρωγε με το υγρό του βλέμμα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της δεκαεπτά χρόνια! Είχε δείρει τον Αλεξέι δυο φορές. Ήταν ηλίθιος με βρώμικη ψυχή. Είχε όμως αλλάξει. Ήταν ο μόνος.

Σιωπή. Σηκώθηκε η αυλαία. Ένα άλογο και ένας βράχος. Εμφανίστηκε ο πρωταγωνιστής. Ήταν ντυμένος ιππότης της εποχής, μπογκατίρ. Πήγαινε να πολεμήσει τους εχθρούς. Ανέβηκε στον βράχο. Ήταν σκηνοθετικό εύρημα για να μπορέσει να καβαλήσει το άλογο. Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους αναβολείς. Καβάλησε. Το κοινό τον χειροκρότησε. Το άλογο διέτρεξε την σκηνή. Περπατούσε σαν να κάλπαζε. Θα ήταν εκπαιδευμένο σε τσίρκο.

Οι θεατές ανήκαν σε μια άλλη χώρα, σε μια Ρωσία που δεν την άγγιξε ο πόλεμος, ανέμελη και ευτυχισμένη. Είχαν γιορτάσει τα πιο λαμπρά Χριστούγεννα, την πιο φωτεινή Πρωτοχρονιά, είχαν δει τον πλούτο τους να αυξάνει. Το κράτος ξόδευε το χρυσάφι του στις πολεμικές προμήθειες. Και εκείνο κατέληγε σε αξιωματικούς, μεσάζοντες, βιομήχανους και βιοτέχνες, δηλαδή στους θεατές της αίθουσας. Ύστερα το χρυσάφι έκανε ένα γύρο, ο κάθε ράπτης και ο κάθε δικηγόρος είχαν κάποιο μερτικό.

Η χώρα είχε πετάξει στα σκουπίδια έξι εκατομμύρια στρατιώτες και είχε ντύσει άλλα επτά εκατομμύρια στο χακί. Διαπραγματευόταν να εισάγει κινέζους για εργάτες. Είχαν γίνει ήδη μερικές εισαγωγές. Οι περιοχές των κοζάκων ήταν χωρίς άνδρες, η γεωργική παραγωγή μειώθηκε από την έλλειψη χεριών. Τα δεκατρία εκατομμύρια τα είχαν πάρει από τα χωριά. Συγχρόνως, τα εργοστασια δούλευαν μόνο για τον πόλεμο, δεν παρήγαγαν για την αγορά. Ολα μαζί σε ένα: Οι φτωχοί δεν εύρισκαν ψωμί, σαπούνι και αλάτι.

Το 1917 ερχόταν για τους θεατές γεμάτο υποσχέσεις. Τι κι αν οι Γερμανοί κατέλαβαν κάποιες περιοχές της χώρας. Τι κι αν κάποιες μονάδες του στρατού επαναστάτησαν. Ο εφοδιασμός από τους άγγλους γινόταν πια κανονικά. Ο επίθεση του Μπρουσίλωφ πέτυχε. Οι αυστριακοί έχασαν ένα εκατομμύριο άνδρες, χιλιάδες αξιωματικούς, κανόνια και πολυβόλα. Τις θέσεις τους κρατούσαν τώρα οι γερμανοί. Στο δυτικό μέτωπο εμφανίστηκαν τα αγγλικά και γαλλικά τανκς, τα συμμαχικά αεροπλάνα έδιωχναν από τους αιθέρες τα Φώκ Γουλφ. Οι Ρώσοι ετοίμαζαν τα δικά τους τανκς.

Και άλλα καλά νέα: Η πείνα σκότωσε μισό εκατομμυριο Γερμανούς. Ο αποκλεισμός γέμισε τις Κεντρικές Δυνάμεις σκελετούς, από την Γιουτλάνδη μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Στο Βερολίνο έφαγαν τα ζώα του ζωολογικού κήπου, τον ελέφαντα τον σκότωσαν με τα τσεκούρια. Η Αμερική ετοιμαζόταν να μπει στον πόλεμο.

Το κοινό παραληρούσε. Χειροκροτούσε τον ήρωα και τον παπά που τον ευλογούσε. Η Νάντια κοίταξε το ρολόι της. Το έργο ήταν σαχλαμάρα, οι εφημερίδες όμως το εκθείαζαν σαν αριστούργημα. Ήταν πατριωτικό, ποιός θα τολμούσε να το κατηγορήσει; Επιπλέον ο θιασάρχης πλήρωνε τους κριτικούς.  Πήρε τους άντρες της και έφυγαν. Άφησε ένα σημείωμα στο θυρωρείο για τους δύο απόντες. Τους έγραφε το νέο σημείο συνάντησης, ένα γειτονικό ζαχαροπλαστείο.

Παρήγγειλαν γλυκά και ποτά, άρχισαν τα κουτσομπολιά. Πρώτο θέμα η δολοφονία του Ράσπουτιν, του «Σκοτεινού». Η Υπηρεσία πήρε εντολή να βρει τον δολοφόνο αλλά αμέσως μετά η εντολή ανακλήθηκε. Ο δολοφόνος είχε βρεθεί αλλά έπρεπε να αποσιωποιηθεί. Ήταν ανώτατοι ευγενείς σε συνεργασία –έλεγαν- με τον Υπουργό Εσωτερικών. Έλεγαν επίσης ότι ανακατεύτηκαν οι άγγλοι. Ήταν λογικό να τον θέλουν νεκρό, προπαγάνδιζε την ανακωχή. Τι είχε συμβεί; Επαναλάμβανε όσα άκουγε στα πορνεία και στα καπηλειά ή τον είχαν δωροδοκήσει οι Γερμανοί; Το σίγουρο ήταν ότι ο καλόγερος πουλιόταν δεξιά και αριστερά, ότι προωθούσε τα συμφέροντα προμηθευτών και εργολάβων. Η Οχράνα είχε στην κατοχή της τα σημειώματα που του έστελναν.

«Λένε ότι ανακατεύτηκε ο Όσβαλντ Ράινερ», είπε η Νάντια. «Ότι αυτός έβαλε το γραμμόφωνο να παίζει. Ίσως το Yankee Doodle που έβαλε να ήταν σινιάλο για κάποιους απέξω».

«Λένε ότι τον πυροβόλησε ο Φέλιξ Γιουσούπωφ», είπε ο Αλεξέι.

Οι Γιουσούπωφ ήταν η πιο πλούσια οικογένεια της Ρωσίας, πιο πλούσιοι και από τον τσάρο. Είχαν παντού παλάτια, μεταλεία και τεράστια αγροκτήματα. Ο Φέλιξ ήταν ο τελευταίος γόνος. Ο αδελφός του, ο μεγαλύτερος γυναικάς, πέθανε το 1908 σε μια μονομαχία για μια παντρεμένη.

«Ο Ράινερ και ο Γιουσούπωφ σπούδασαν μαζί στην Οξφόρδη», είπε ο Ιγκόρ.

Ο Γιουσούπωφ είχε γίνει θρύλος στην Οξφόρδη. Ξόδευε όσο όλοι οι άλλοι φοιτητές μαζί. Είχε παλάτι με υπηρέτες και κατοικίδια του ήταν σπάνια ζώα. Ανάμεσά τους ένα αρκουδάκι. Είχε πρώτο κολητό τον Ράινερ.

«Όταν γύρισε από την Οξφόρδη η μητέρα του έπαθε σοκ», είπε ο Ιγκόρ. «Τον ανακάλυψε σε ένα κλαμπ να δίνει παράσταση ντυμένος γυναικεία. Λένε ότι ανάμεσα στους εραστές του ήταν ο Ράινερ και ο μέγας δούκας Ντμίτρι Πάβλοβιτς».

«Είσαι χυδαίος!», του είπε ο Αλεξέι.

Ο Ιγκόρ χαμογέλασε. Είχε κατορθώσει να τους εντυπωσιάσει.

Ο Μπόρις ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Ράσπουτιν. Τον θεωρούσε άγιο. Πίστευε ότι είχε την χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι ήταν υπεράνθρωπος.

«Οι δολοφόνοι του τού έριξαν δηλητήριο», είπε στους άλλους. «Αλλά δεν επέδρασε».

«Επειδή είχε φάει του σκασμού», απάντησε ο Ιγκόρ. «Το δηλητήριο χάθηκε μέσα στα λίπη».

«Τον πυροβόλησαν τρεις φορές», επέμεινε ο Μπόρις. «Αλλά δεν πέθανε. Αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν μαχαίρι».

«Τον πυροβόλησαν με ένα Savage», απάντησε ο Ιγκόρ. «Δεν είχε δραστική βολή. Τα πιστόλια αυτά είναι από το 1870, τα αγόρασε ένας μεγάλος δούκας σε ένα  ταξίδι του στην Αμερική».

«Αφού ήταν άγιος και άτρωτος γιατί τον σκότωσε το μαχαίρι;», ρώτησε η Νάντια. «Αν και ίσως τελικά να τον σκότωσε μια βολή του Μεγάλου Δούκα Παύλοβιτς στο κεφάλι. Σίγουρα δεν πυροβόλησε με Savage. Θα χρησιμοποίησε κάποιο από τα πιστόλια των Ολυμπιακών Αγώνων».

«Τον πέταξαν στο ποτάμι αλλά δεν βούλιαξε», είπε ο Μπόρις. «Έμεινε στην επιφάνεια».

«Όλα τα πτώματα επιπλέουν», χαχάνισε ο Ιγκόρ. «Ειδικά όταν πάρουν αέρα. Για αυτό τους δένουν μια πέτρα στα πόδια».

«Ο Σκοτεινός δεν ήταν υπεράνθρωπος», είπε η Νάντια. «Πριν ένα χρόνο πήγε στην πατρίδα του, στη Σιβηρία. Εκεί τον μαχαίρωσε μια κοπέλα. Την έβαλε ο πνευματικός της επειδή κατέστρεφε ηθικά τις κοπέλες της περιοχής. Από τότε έμεινε μισός, πονούσε συνέχεια. Πήγαινε στα πορνεία και έτρωγε συνέχεια για να ξεχνάει τους πόνους. Ήταν ένα ανθρωπάκι! Αλλά η κοινωνία είναι περίεργη. Ο κάθε φουκαράς μπορεί να πηδάει τον πιο πλούσιο άνδρα της Ρωσίας. Κι ένας αμόρφωτος χωριάτης να ελέγχει τον τσάρο χρησιμοποιώντας την πίστη. Μόνο και μόνο επειδή κατόρθωσε να βρεθεί δίπλα του».

Ο Ιγκόρ διηγήθηκε το ταξίδι του μεγάλου δούκα: Συνάντησε τον μεγάλο στρατηγό Οδυσσέα Γκραντ, το 1870 ήταν πια πρόεδρος των Πολιτειών. Συμμετείχε σε κυνήγι μπάφαλο στην Άγρια Δύση, πήγε στη Νέα Ορλεάνη και ύστερα συνέχισε για την Ιαπωνία. Ήρθε ο Ιβάν.

«Ξέρεις που είναι ο Πέτρος;» τον ρώτησε η Νάντια.

«Μου τηλεφώνησε. Χθες είχε μια επιτυχία».

«Α, θα πυροβόλησε κάποιον κακομοίρη», ειρωνεύτηκε ο Αλεξέι.

«Τουλάχιστον αυτός έκανε κάτι», είπε ο Ιγκόρ. «Εμείς οι ρώσοι δεν είμαστε άξιοι για τίποτα, ούτε για μια σωστή δολοφονία».

Ο Αλεξέι έβαλε τα γέλια. Τους είπε μια ιστορία: Πριν ένα αιώνα, ένας επαναστάτης καταδικάστηκε να πεθάνει με απαγχονισμό. Αλλά το σχοινί έσπασε. «Δεν είμαστε άξιοι για τίποτα», φώναξε. «Ούτε για να φτιάξουμε ένα σχοινί». Το έθιμο έλεγε ότι έπρεπε να πάρει χάρη, είχε σωθεί από κάτι σαν θεία επέμβαση. Ο τσάρος όμως την αρνήθηκε. Διέταξε να κρεμαστεί ξανά. «Πρέπει να του αποδείξουμε ότι κάνει λάθος», είπε. «Ότι τουλάχιστον ένα σχοινί μπορούμε να το φτιάξουμε»

Ο Μπόρις ανέφερε τα θαύματα και τις προφητείες του Ράσπουτιν: «Αγιότητα είναι να κρατάς τα μάτια στον Θεό», είπε. «Ενώ ζεις στην κόλαση, ενώ ασωτεύεις και παραδίδεσαι στη σάρκα». Εννοούσε τον εαυτό του.

«Αυτό δεν είναι η αγιότητα», απάντησε ο Ιβάν. «Είναι η επιθυμία για αγιότητα».

«Σε λίγους μήνες η Υπηρεσία θα καταργηθεί», είπε η Νάντια.

Απλώθηκε βουβαμάρα. Θα έχαναν τα σίγουρα. Ήταν μεγάλο πλήγμα, δεν είχαν πια δεύτερες δουλειές, τις είχε σταματήσει ο πόλεμος. Ακόμα και τις κρατικές προμήθειες του Μπόρις. Όλες τις δουλειές τις είχαν πάρει οι μεγάλοι.

«Θα σας πω κάτι να ευθυμήσουμε», είπε ο Ιγκόρ. «Ξέρετε σε ποιό αρχοντικό δολοφόνησαν τον Σκοτεινό; Σε εκείνο που υπαγόρευσαν στον Πέτια τα Πρωτόκολλα. Ένα απ’ τα δωμάτια του έχει το τομάρι μιας πολικής αρκούδας. Το είδε ο Πέτια πριν δεκαπέντε χρόνια».

«Ναι, εκεί τον έστειλα», επιβεβαίωσε η Νάντια.

«Τα Πρωτόκολλα ήταν το μόνο βιβλίο του που εκδόθηκε», κορόιδεψε ο Μπόρις. «Ποτέ δεν εκδόθηκε κάτι άλλο. Ούτε  του ανέβασαν ποτέ κάποιο θεατρικό».

«Επειδή δεν έγραψε ποτέ κάτι που να αξίζει», είπε η αρχηγός τους. «Η ζωή δεν αδίκησε ποτέ κανένα».

«Ο μεγαλύτερος συγγραφέας και ο μικρότερος, δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ τους», είπε ο Ιβάν. «Όλα είναι θέμα θέσης στο χώρο και στο χρόνο. Αν ο Πέτρος έγραφε σήμερα το Μάγκμπεθ όλοι θα τον απέρριπταν. “Κύριε Τσακάλωφ”, θα του έλεγαν,  “γράψατε μια πολύπλοκή συναρμογή από κλισέ θρύλους”. Η Σιβηρία ήταν πάντα γεμάτη από δαιμονισμένους ιερείς και καλόγερους. Η εποχή μας όμως μας έκανε σαν και αυτούς. Τους κάναμε αγίους και σταθήκαμε πίσω τους. Και ο Ράσπουτιν βρέθηκε δίπλα στον τσάρο».

2. Το πνεύμα της ιστορίας οδηγεί αυτοκίνητο -η συνάντηση με τον Νικήτα -η τελευταία αποστολή

Πέρασαν λίγες μέρες. Η Νάντια ζήτησε από τον Πέτρο να την συνοδεύσει. Ήρθε στο ραντεβού τους οδηγώντας ένα ανοικτό αυτοκίνητο. Χαμογελούσε γεμάτη αυτοπεποίθηση. Φορούσε καπέλο  και λευκά γάντια. «Είναι ένα Russo-Balt», είπε στον Πέτρο. «Το καλύτερο αυτοκίνητο της αυτοκρατορίας».

Την κοίταξε εκστατικός. Έμοιαζε με τον Ναπολέοντα του Χέγκελ. Αυτή τη φορά το πνεύμα της ιστορίας δεν καβαλούσε άλογο. Είχαν περάσει εκατό χρόνια. Οδηγούσε αυτοκίνητο. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν συνέχεια. Οι κοινωνικές σχέσεις άλλαζαν. Οι γυναίκες χειραφετούνταν. Ο άνθρωπος «απελευθερωνόταν». Χμ! Η λέξη «ελευθερία» έπαιρνε συνέχεια ένα καινούργιο περιεχόμενο.

«Το αυτοκίνητο είναι ενός φίλου μου», του είπε η Νάντια. «Έτρεξε πριν τέσσερα χρόνια στη βόρεια Αφρική. Εκπροσώπησε την αυτοκρατορία σε ένα διεθνή αγώνα. Όταν γύρισε τον βράβευσε ο ίδιος ο τσάρος». Ο κομψός ποιητής σκυνθρώπιασε. Είχε σχέσεις και με εκείνον; Περιεργάστηκε τη διπλωμένη σκεπή του, τον δικέφαλο των Ρομανώφ στη μηχανή του, χάιδεψε το σκούρο χρυσό χρώμα του. «Το φτιάχνει η ίδια εταιρεία που φτιάχνει τα θωρακισμένα μας», του είπε η Νάντια. «Κάποτε δεν φτιάχναμε ούτε σκούπες. Μα σε δύο χρόνια θα έχουμε τα καλύτερα τανκς. Είδα τα σχέδια τους».

Ο Πέτρος χαμογέλασε: Ο στρατός ήθελε να υποτάξει το χώμα. Έφτιαξαν τα θωρακισμένα και τα τανκς, Μα μέσα στον λόγο του στρατού, υπήρχε ο λόγος των ανθρώπων. Μέσα στην υποταγή του εδάφους για στρατιωτικούς σκοπούς, υπήρχε η υποταγή του εδάφους γενικά. Τα τανκς και τα θωρακισμένα τα ακολουθούσαν τα τρακτέρ -είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα- και τα αυτοκίνητα. «Η ίδια εταιρεία φτιάχνει και τα πολεμικά αεροπλάνα μας», του είπε η Νάντια. Δυστυχώς, οι μέτοχοι είναι Γερμανοί. Δεν πειράζει, η Πετρούπολη τα τελευταία είκοσι χρόνια γέμισε με εργοστάσια».

«Και με εκατοντάδες χιλιάδες νέους εργάτες», απάντησε ο κομψός ποιητής. «Ότι δυνάμωσε την Ρωσία, δυνάμωσε και τους επαναστάτες. Η πρωτεύουσά μας κατακτήθηκε από τους Κόκκινους σιωπηλά. Είναι πια η μεγαλύτερη δύναμη. Όλα έγιναν μόνα τους. Κανείς δεν το σχεδίασε. Κανείς δεν το κατάλαβε. Η διαλεκτική μας υπέταξε στους εχθρούς μας».

Η Νάντια τον κοίταξε θυμωμένη. Ο Πέτρος είχε δίκιο. Εκείνος συνέχισε: «Ηττηθήκαμε αλλά καθόμαστε σε ένα Russo-Balt. Ζούμε καλύτερα από τους νικητές του προηγούμενου αιώνα». Κάθισε στο διπλανό κάθισμα και η αρχηγός τους πάτησε το γκάζι. Τράβηξε για τα περίχωρα. Είχε το βλέμμα ενός κατακτητή.  Ο Πέτρος έβγαλε το σημειωματάριό του. Άρχισε να γράφει.

«Τις γράφεις;», τον ρώτησε η Νάντια.

«Ένα άρθρο για την Πράβντα. Έχει τίτλο Νικήσαμε! Θα το μάθουμε αύριο».

«Μα εσύ τους μισείς».

«Ναι! Αλλά ο Θεός τους αγαπάει. Έτσι λέει ο Ιβάν».

Έφτασαν σε ένα πεδίο. Ήταν καλυμμένο με χιόνι. Γύρω τους προχωρούσαν όλες οι στολές: Δραγόνοι, ουσάροι, ουλάνοι, καραμπινιέροι, λογχοφόροι, κοζάκοι. Τους πλησίασε μια σούστα. Την οδηγούσε ένας ηλικιωμένος, καλοντυμένος, καλοξυρισμένος με πλατινένια μαλλιά. Τον ακολουθούσε ένας λογχοφόρος. Ο ηλικιωμένος κατέβηκε και αγκάλιασε τη Νάντια.

«Μου έλειψες πολύ», της είπε.

«Και εμένα μου έλειψες, Νικήτα», του απάντησε εκείνη.

Ο Πέτρος μούτρωσε.  Εκείνος λοιπόν ήταν ο Νικήτα! Ήταν εκείνος που την συνόδευε πριν δώδεκα χρόνια στο χορό στα ανάκτορα. Το ζευγάρι φιλήθηκε στα χείλη. Χωρίς αιδώ. Ο λογχοφόρος ξεπέζεψε. Η Νάντια τον σύστησε.

«Είναι ήρωας του πολέμου, Πέτρου. Τον λένε Ανατόλι. Νίκησε μια ίλη Αυστριακών μόνος του, με το κοντάρι του. Το στριφογύριζα και τους έριχνε κάτω»,

«Τα σπαθιά τους δεν ήταν τροχισμένα», είπε ο Ανατόλι. «Δεν μπορούσαν να το κόψουν. Ούτε ήξεραν να ιππεύουν. Αντί να τραβήξουν τα πιστόλια τους, έφυγαν. Τώρα με περιφέρουν και με δείχνουν».

«Αποτελεί την απόδειξη της ανωτερότητας του ρώσου στρατιώτη», είπε  ο Νικήτα.

«Έχω ακούσει άλλες ιστορίες», είπε ο Πέτρος. «Για αέρια. Για γερμανικά πολυβόλα. Για κάμπους γεμάτους νεκρούς στρατιώτες μας. Για γερμανικά κανόνια που ανατινάζουν τα χαρακώματα στη σειρά. Ο γερμανός στρατιώτης είναι ανώτερος όλων. Ακολουθεί ο γάλλος. Ο ρώσος είναι πιο κάτω και από τους τούρκους. Πιο κάτω και από τους βούλγαρους».

Ο Νικήτα του έριξε ένα σκαμπίλι. Ο Πέτρος του απάντησε με μια γροθιά στο πρόσωπο. Ο Νικήτα γονάτισε. Ο Ανατόλι τράβηξε το σπαθί του και το τέντωσε.

«Άσε τις βλακείες, Πέτρο!», του φώναξε η Νάντια.

Γύρισε προς τους άλλους  δύο.

«Αυτός είναι ο Πέτρος ο εβραίος», τους είπε.

«Α, είναι εκείνος που έγραψε το βιβλίο», είπε ο Νικήτα. «Τι περίεργο! Το βιβλίο το έγραψε ένας εβραίος. Ο οποίος συγχρόνως είναι ηλίθιος».

«Ο πιο ηλίθιος σε όλη την Υπηρεσία», επιβεβαίωσε η Νάντια.

«Δεν το ξέρεις ρε ηλίθιε ότι μπορώ να σε καταστρέψω;», ρώτησε ο Νικήτα τον Πέτρο.

«Δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα», του απάντησε ο Πέτρος. «Η Οχράνα δεν υπάρχει πια. Σε λίγο δεν θα υπάρχει και το καθεστώς. Εγώ έχω τις γροθιές και το πιστόλι μου και γράφω στην Πράβντα. Εσύ δεν έχεις τίποτα. Μόνο κάποια ένοχα μυστικά για το πως πέθανε ο Στολίπιν».

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στο τέλος τα κατέβασε ο Νικήτα. Γύρισε προς την Νάντια.

«Σήμερα δεν σε συνοδεύει εκείνος ο όμορφος ξανθός», της είπε.

«Δεν έχω τίποτα μαζί του!», διαμαρτυρήθηκε η Νάντια. «Να, τώρα με συνοδεύει αυτός ο ηλίθιος. Κάθε φορά είναι κάποιος άλλος».

«Αυτό τον όμορφο τον λένε Αλεξέι», είπε ο Νικήτα. «Θα ήσουν δικαιολογημένη να τον είχες εραστή».

«Σε λίγες μέρες φεύγουμε», του απάντησε εκείνη.

«Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν χειρότερα», της απάντησε ο Νικήτα.

«Ήταν πολλές φορές χειρότερα», είπε ο Ανατόλι. «Την Μόσχα την κατέλαβαν οι Μογγόλοι, οι Τάταροι, οι Πολωνοί και οι Γάλλοι. Αντιμετωπίσαμε χειρότερους λιμούς από την σημερινή πείνα».

«Πιστεύεις ότι θα πάνε όλα καλά, Ανατόλι;» τον ρώτησε η Νάντια.

«Ναι, θα πάνε! Αλλά όχι όπως τα θέλουμε. Οι επαναστάτες θα επιβληθούν. Κανείς δεν θα τους πυροβολήσει. Ούτε τα συντάγματα της Πετρούπολης, ούτε οι κοζάκοι».

«Θα λυπηθούν αυτούς τους αλήτες;» τον ρώτησε η Νάντια.

«Ούτε εγώ θα πυροβολήσω, Νάντια».

Ο Νικήτα κοίταξε τον Ανατόλι με έκπληξη.

Η ομάδα πήγε στο μέτωπο. Ήταν η τελευταία της αποστολή. Η κυβέρνηση δημιουργούσε μια νεκρή ζώνη. Ήθελε να εμποδίσει την προέλαση των Γερμανών. Ο στρατός εκκένωνε τα χωριά και τις πόλεις. Σχηματίστηκαν ανθρώπινα ποτάμια. Κυλούσαν ανατολικά. Ήταν κάτι που ξεκίνησε από το 1915. Ήταν «η αυτοκρατορία που περπατούσε». Πίσω τους, ο στρατός κατέστρεφε και πυρπολούσε όσα μπορούσε. Η ομάδα άλλαζε τρένα. Επικρατούσε χάος. Κανένας δεν τους έδινε εντολές. Κανένας δεν τους βοηθούσε. Επέστρεψαν.

Ακολούθησε η επανάσταση του Φεβρουαρίου. Επίκεντρο ήταν η Πετρούπολη. Ξεσηκώθηκαν οι γυναίκες, μετά οι εργάτες, μετά οι πολίτες, μετά τα συντάγματα της φρουράς. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τους αξιωματικούς, οι κοζάκοι ενώθηκαν με το πλήθος, οι αστυνομικοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, ο όχλος επιτέθηκε στα δημόσια κτίρια, στις βιομηχανίες ανέλαβαν τη διοίκηση οι εργατικές συνελεύσεις.

3. Η πτώση -η τύχη της θείας συνεχίζεται -η τελευταία συνάντηση

Η  Φινλανδία αυτονομήθηκε. Η θανατική ποινή και τα πογκρόμ καταργήθηκαν. Καθιερώθηκε το οκτάωρο. Τον Μάρτιο του 1917, παραιτήθηκε ο τσάρος. Οι μπολσεβίκοι σχημάτισαν την Κόκκινη Φρουρά. Ο διάδοχος αρνήθηκε τον θρόνο. Ανέλαβαν ο Κερένσκι και μια προσωρινή κυβέρνηση. Η Οχράνα διαλύθηκε. Ο Λένιν ήρθε από την Ελβετία με το γερμανικό τρένο. Είχε μαζί του το γερμανικό χρυσάφι.

Η θεία της Νάντια έφυγε για το Παρίσι. Πήρε μαζί της τα μετρητά και τα χρυσαφικά της. Όταν έφτασε συνάντησε τις καταθέσεις της στις γαλλικές τράπεζες. Η ακίνητη περιουσία της έμεινε πίσω. Περιήλθε σταδιακά στα χέρια των επαναστατών. Μικρό το κακό, μετά το 1914 δεν της απέφερε εισοδήματα, αντίθετα της αφαιρούσε. Κατά έναν περίεργο τρόπο, επειδή την έχασε έγινε πλουσιότερη.

Οι μπολσεβίκοι προκάλεσαν εκλογές. Πήραν ένα πολύ μικρό ποσοστό. Στη νέα Δούμα κυριάρχησαν οι αντίπαλοί τους. Προκάλεσαν ξανά εκλογές.  Επαναλήφθηκε το ίδιο. Ήλεγχαν όμως τα ένοπλα τμήματα. Κατέλαβαν τις πόλεις, την Μόσχα και την Πετρούπολη. Στο Παρίσι, η δούκισσα έφτιαξε ένα σωματείο εμιγκρέδων. Έβαλε πρόεδρο τον επιστάτη της.

Οι ένοπλοι  συσπειρώθηκαν γύρω από τους μπολσεβίκους. Αυτό το περίεργο σύμπλεγμα επιβλήθηκε παντού. Τον Οκτώβριο, πήραν μια εξουσία που δεν την ήθελε κανείς. Έκαναν την αστυνομία κομματικό όργανο. Επανέφεραν τη θανατική ποινή. Το Κόμμα διέλυσε τις συνελεύσεις των εργατών στα εργοστάσια και τοποθέτησε διευθυντές. Οι μπολσεβίκοι ανακάλυψαν το μυστικό του κεφαλαίου: Δεν ήταν πράγματα, ήταν σχέσεις. Δεν μπορούσε να κατασχεθεί. Δεν μπορούσε να κρατικοποιηθεί. Οι σχέσεις χάνονταν. Απέμεναν τα προβλήματα και τα κόστη.

Το 1918, οι μπολσεβίκοι υπέγραψαν την ανακωχή που είχαν υποσχεθεί. Έδωσαν στους γερμανούς πολεμική αποζημίωση έξι δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα. Συμφώνησαν να μην κάνουν κομμουνιστική προπαγάνδα στα εδάφη τους. Επίσης τους έδωσαν την Ουκρανία, τον σιτοβολώνα της Ευρώπης και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Οι γερμανοί αποδέσμευσαν εκατό μεραρχίες. Τις έστειλαν στο δυτικό μέτωπο. Τις έχασαν σε μια ζαριά. Έχασαν συνολικά ένα εκατομμύριο άνδρες.

Ο αμερικάνικος στρατός αποβιβάστηκε στην Γαλλία. Οι Σύμμαχοι έκαναν την επίθεση των Εκατό Ημερών. Ο γερμανικός στρατός ηττήθηκε. Η Γερμανία γέμισε επαναστατικά συμβούλια και επαναστατημένες πόλεις. Οι Κεντρικές Δυνάμεις υπέγραψαν ανακωχή. Ο Κάιζερ εξορίστηκε, οι εφημερίδες τον έδειχναν να κόβει ξύλα. Έκανε δηλώσεις: «Οι γερμανοί μου έδειξαν αγνωμοσύνη. Ο Θεός θα τους τιμωρήσει».

Η Πολωνία εμφανίστηκε ξανά στο χάρτη. Το 1920 της επιτέθηκαν οι μπολσεβίκοι. Αρχηγός τους ήταν ο Στάλιν. Ήθελαν να φτάσουν στο Βερολίνο. Ηττήθηκαν μπροστά στη Βαρσοβία. Ο Στάλιν δέχτηκε την «σκληρή κριτική» του Λένιν. Κατηγορήθηκε για ανικανότητα.

Η Οχράνα, μετά την επίσημη διάλυσή της, συντηρήθηκε μέχρι τον Ιούνιο. Το φρόντισαν κάποιοι αξιωματούχοι στα κρυφά. Τον Ιούνιο συναντήθηκαν για τελευταία φορά. Θα ερχόταν η αρχηγός τους να τους μοιράσει τα καθυστερημένα. Αντί γι’ αυτήν εμφανίστηκε ο Αλεξέι με μια άμαξα. «Δεν θα ιδωθούμε ξανά», τους είπε. «Εύχομαι καλή τύχη σε όλους σας».

«Θέλουμε τα λεφτά», του απάντησε ο Μπόρις. «Σας τα έχουν δώσει από καιρό». Ο Αλεξέι έκανε πως δεν κατάλαβε. Η αρκούδα πήδηξε στην άμαξα και τον άρπαξε. Ο αμαξάς προσπάθησε να βοηθήσει τον πελάτη του. Ο Μπόρις τον σώριασε κάτω. Έψαξε τον Αλεξέι. Βρήκε πάνω του μόνο λίγα ψιλά. Παρενέβησαν ο Ιβάν και ο Ιγκόρ. «Ναι, μας έκλεψαν», είπε ο δεύτερος. «Τι θα κάνουμε; Θα τον σκοτώσουμε; Έχω κλέψει πολλούς. Το θεωρώ θεία δικαιοσύνη να κλέψουν και μένα».

Ο Μπόρις έβαλε τα ψιλά στην τσέπη του. Η άμαξα έφυγε. «Αλεξέι!» φώναξε ο Πέτρος. «Αν πάθει κάτι η Νάντια θα σε σκοτώσω!». Μέχρι το 1916 τον είχε χτυπήσει δυο φορές. Του επιτέθηκε μια τρίτη τον Φεβρουάριο του 1917. Ήταν μπροστά σε όλη την ομάδα. Η ομάδα είχε πάει στο διαμέρισμα του Αλεξέι και περίμενε το ζεύγος. Πρώτα εμφανίστηκε ο «ωραίος», φορώντας τη ρόμπα του. Ύστερα εμφανίστηκε η «αρχηγός». Φορούσε μια τουαλέτα. Λες και θα πήγαινε σε χορό. Μα έξω γίνονταν συγκρούσεις. Τα μάτια της ήταν πρησμένα. Ο Πέτρος μάτωσε το πρόσωπο του Αλεξέι και τον πέταξε κάτω. Η Νάντια ρίχτηκε ανάμεσά τους. Προστάτεψε τον εραστή της με το κορμί της.

4. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – Ο Πέτρος μαυραγορίτης -Η Νάντια μένει μόνη -Ο Αλεξέι συλλαμβάνεται -Τα Πρωτόκολλα καθιερώνονται διεθνώς

Η ομάδα σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Ιγκόρ έμεινε στην Πετρούπολη, ο Μπόρις πήγε να βρει τους στρατούς των Λευκών. Ο Πέτρος και ο Ιβάν δεν εύρισκαν δουλειά στην Πετρούπολη. Οι μπολσεβίκοι έκλεισαν τις επιχειρήσεις και απαγόρευσαν το εμπόριο. Το φθινόπωρο κατέληξαν στη Μόσχα. Η  πόλη ήταν γεμάτη πρόσφυγες. Έρχονταν συνέχεια νέοι. Οι μπολσεβίκοι έκαναν επίταξη στις μεγάλες κατοικίες. Άφησαν στους ιδιοκτήτες μόνο ένα δωμάτιο. Μοίρασαν τους υπόλοιπους χώρους στους άστεγους. Οι δυο φίλοι βρέθηκαν σε ένα αρχοντικό. Δεν υπήρχε τίποτα να αγοράσει κανείς. Ούτε καν ξύλα για τις σόμπες. Οι κάτοικοι έκαιγαν τους φράχτες.

Στα τέλη του 1917 άρχισε ο εμφύλιος. Ο Πέτρος έγινε μαυραγορίτης. Έκανε μαγαζί το παλτό του και δυο μπόγους. Έκανε σπίτι του τα τρένα. Ήταν ο ήρωας της προσαρμογής. Ο Ιβάν δούλευε σε εφημερίδες. Έκανε διορθώσεις και μεταφράσεις. Έγραφε άρθρα. Στις αρχές του 1918, οι δυο φίλοι χώρισαν για επτά χρόνια. Μέχρι το 1925.

Ο Αλεξέι και η Νάντια βρέθηκαν στο κενό. Οι πόρτες γύρω τους έκλεισαν. Οι γνωστοί τους εξαφανίστηκαν. Η νέα κατάσταση απαιτούσε υποχωρητικότητα, προσαρμογή, συνεργασία, υπομονή, σκληρότητα. Διέθεταν μόνο υπεροψία, λατινικά και γαλλικά. Τρόμαξαν. Κυκλοφόρησε μια φήμη: Οι επαναστάτες εκτελούσαν όσους είχαν μαλακά χέρια. Αυτό συνέβαινε μόνο σε κάποιες επαρχίες. Και εκεί περιστασιακά. Κλείστηκαν σε ένα σπίτι μέχρι να τελειώσουν τα περισσότερα χρήματά τους. Ύστερα άλλαζαν σπίτια και πόλεις.

Το 1919, ο Πέτρος πήγε στην Πετρούπολη. Έπεσε πάνω στον Ιγκόρ. Ήταν και εκείνος μαυραγορίτης. Έμαθε το αληθινό του όνομα. Το «Ιγκόρ» ήταν ψευδώνυμο. Άρχισαν να συνεργάζονται.  Το τρένο που έπαιρνε περνούσε από χωριά που καίγονταν. Ο αέρας ήταν γεμάτος στάχτες. Οι επιβάτες δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Οι στρατοί έκαναν μαζικές εκτελέσεις, Οι Κόκκινοι προτιμούσαν τους κοζάκους και τα μοναστήρια. Οι Λευκοί τους ιουδαίους. Ο Κόκκινος Στρατός άρπαζε τα τρόφιμα και τα παρέδιδε στο Κόμμα. Ήταν η εποχή του «εμπόλεμου κομμουνισμού».

Ξεκίνησε ο πρώτος λιμός της σοβιετικής ιστορίας. Οι Πολιτείες έστειλαν την  αποστολή Χούβερ που οργάνωσε διανομή τροφίμων. Το αμερικάνικο σιτάρι έσωσε εκατομμύρια Ρώσους. Ποιος το παρείχε; Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μέχρι το 1950, το σιτάρι ήταν ένα από τα όπλα της αμερικάνικης προπαγάνδας. Μαζί με τις αμερικάνικες γεωργικές σχολές. Και αυτό ήταν κάτι καλό.

Το 1921, ο εμφύλιος περιορίστηκε στην Σιβηρία. Η οικονομία της χώρας ήταν κατεστραμμένη. Οι Μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στους πολίτες να εμπορεύονται και να κάνουν μικρές επιχειρήσεις. Επέτρεψαν ακόμα στους αγρότες να πουλάνε την παραγωγή τους. Ήταν η Νέα Οικονομική Πολιτική. Ο Πέτρος και ο Ιγκόρ έγιναν έμποροι.

Το 1922, ο Αλεξέι και η Νάντια χώρησαν. Ο Αλεξέι επέστρεψε στις απάτες. Πλησίαζε  επιχειρήσεις και παρίστανε τον υποδειγματικό υπάλληλο. Τα αφεντικά του τον λάτρευαν, ήθελαν να τον βάλουν στην οικογένειά τους. Τον αρραβώνιαζαν με την αδελφή τους ή την κόρη τους. Του παρέδιδαν τα κλειδιά. Μόλις τα έπαιρνε, άρπαζε το ταμείο κι έφευγε για άλλη πόλη. Τον συνέλαβαν το 1927. Το 1930, τον έστειλαν στην άλλη άκρη της χώρας. Σε ένα στρατόπεδο δίπλα στον Ειρηνικό.

Η Νάντια έψαξε τρόπο να επιβιώσει. Θυμήθηκε τα καλύτερα θύματα: Τις μοναχικές γυναίκες. Εκβίαζε την λύπησή τους. Εκείνες έκοβαν το φαϊ τους στη μέση και την έκαναν οικιακή βοηθό. Κατόρθωνε να μην κάνει τίποτα, να τους κάνει παρέα και να πίνει μαζί τους τσάι. Αναζήτησε τους παλιούς της συντρόφους. Ήξερε ότι την είχαν συγχωρέσει.

Με την έναρξη της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, ο Πέτρος άφησε το παλτό και τους μπόγους, καθιέρωσε τις  βαλίτσες. Επίσης καθιέρωσε τα ταξίδια στην Πετρούπολη. Έβλεπε τον Ιγκόρ μια φορά τον μήνα. Το 1924, καθιέρωσε τις συναλλαγές με ανταλλαγές εμπορευμάτων. Τα ταξίδια του πολλαπλασιάστηκαν. Στα τρία ταξίδια είχε κέρδος δυο βαλίτσες. Τώρα έβλεπε τον Ιγκόρ μια φορά την εβδομάδα. Μια μέρα, ο φίλος του ήρθε χαμογελώντας. Του ανέμισε μια σοβιετική εφημερίδα.

Φιλοξενούσε ένα πύρινο άρθρο. Για τον αντισημιτισμό στις Πολιτείες της Αμερικής. Το άρθρο ανέφερε την περίπτωση του Χένρι Φορντ. Ο διάσημος βιομήχανος είχε μια εφημερίδα και δημοσίευε αντισημιτικά άρθρα με την υπογραφή του.

«Τα άρθρα τα έγραφε ένας αρχισυντάκτης», είπε ο Ιγκόρ. «Ο Φορντ απλώς  υπέγραφε».

«Πως το ξέρεις;».

«Έτσι ακούστηκε. Το πιστεύω. Αν έχανε το χρόνο του γράφοντας, δεν θα ήταν βιομήχανος. Θα ήταν σαν εμάς».

Το 1920, ο Φοντ μάζεψε εκείνα τα άρθρα και τα έκανε βιβλίο. Είχε τίτλο Ο Διεθνής Εβραίος: Το Μεγαλύτερο Πρόβλημα του Κόσμου.

«Και τώρα αυτό που σε ενδιαφέρει, Πετρούτσκα», είπε ο Ιγκόρ. «Ο Φορντ συμπεριέλαβε στο βιβλίο του τα Πρωτόκολλα. Τα χρησιμοποιεί σαν απόδειξη των ισχυρισμών του».

Το άρθρο ανέφερε μια δήλωση του γιάνκη:

«Τα Πρωτόκολλα προέβλεψαν με ακρίβεια, όσα συνέβησαν στον κόσμο μας».

«Έγινες διεθνής συγγραφέας», είπε ο Ιγκόρ στον Πέτρο. Του έδωσε ένα φιλί. «Έγινες σαν τον Ντίκενς, τον Βερνς, τον Δουμά, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι. Άκου! Το βιβλίο του Φορντ είναι διάσημο. Μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες. Στην Γερμανία, έκανε έξι εκδόσεις. Στην Αμερική, ο Φορντ μοίρασε δωρεάν εκατομμύρια αντίτυπα. Ίσως τώρα ο αδελφός σου, ο Αντρέι ο άτυχος, να διαβάζει ένα από αυτά».

«Μετά το 1917 δεν είχα κανένα νέο του», απάντησε ο Πέτρος.

«Δεν πειράζει θα έχεις σύντομα», του είπε ο Ιγκόρ. Φιλησε τον Πέτρο ξανά: «Η μητέρα σου έλεγε ότι θα γίνεις σπουδαίος! Ε, να! Έγινες!».

5. Η Νέα Οικονομική Πολιτική -η συνάντηση του Ιβάν με τον Πέτρο -το παιχνίδι -ο θάνατος της Νάντια -η σύλληψη του Πέτρου

Η απελευθέρωση της οικονομίας λειτούργησε ευεργετικά. Μια πρόσθετη αιτία ήταν η αναδιανομή των κλήρων. Δημιουργήθηκαν νέοι  αγρότες και δυνάμωσαν πολλοί από τους παλιούς. Η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Ήρθαν από την Δύση νέα αγροτικά εργαλεία και νέα είδη ζώων. Στη Ρωσία συνέβη ότι στις Πολιτείες της Αμερικής το 1850 και το 1870. Οι αγρότες γέμισαν χρήματα. Άρχισαν να αγοράζουν εμπορεύματα. Οι παραγγελίες τόνωσαν τις βιομηχανίες. Οι αγορές γέμισαν προϊόντα. Ξεκίνησε μια κοσμογονία. Οι μπολσεβίκοι τρόμαξαν: Εμφανίστηκε μπροστά τους μια άγνωστη δύναμη. Τους απειλούσε. Αποφάσισαν να την καταστρέψουν.

Το 1925, σταμάτησε η Νέα Οικονομική Πολιτική στις πόλεις. Το 1927, σταμάτησε και η ελεύθερη αγροτική οικονομία. Το 1928 ανακοινώθηκε το πρόγραμμα των κολχόζ -των κρατικών αγροκτημάτων. Είχε ξεκινήσει πριν το 1921 αλλά αποσπασματικά και διαφορετικά. Τώρα ενέταξαν στα κρατικά αγροκτήματα και τα ιδιωτικά. Εξαγγέλθηκε η αποκουλακοποίηση: Δηλαδή η εξαφάνιση κάθε δυνατού και ανεξάρτητου αγρότη. Οι κουλάκοι αποτελούσαν ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα. Τους πήραν τα αγροκτήματα, τους εκτόπισαν, τους φυλάκισαν, τους εκτέλεσαν. Η αγροτική παραγωγή καταστράφηκε. Η χώρα οδηγήθηκε σε μια σειρά από νέους λιμούς.

Οι «κουλάκοι» ήταν οι «εβραίοι» των μπολσεβίκων. Οι «εβραίοι» ήταν οι «κουλάκοι» των ναζί. Οι κουλάκοι και οι ιουδαίοι κατηγορήθηκαν σαν φιλοχρήματοι. Οι σοβιετικές και ναζιστικές ταινίες έδειχαν τους κουλάκους και τους ιουδαίους να εκμεταλλεύονται τους σοβιετικούς και τους γερμανούς πολίτες. Οι σκοποί ήταν οι ίδιοι. Τα μέσα εξόντωσης τα ίδια.

Το 1925, η Νάντια είδε την υπογραφή του Ιβάν σε ένα άρθρο. Δανείστηκε και πήγε στη Μόσχα. Ο πρώην μικρός σοφός είδε την πρώην Μεγάλη Αικατερίνη. Του χαμογελούσε στην πόρτα. Της πρόσφερε στέγη. Πήρε μια πρωτοβουλία χωρίς να την ρωτήσει. Έψαξε και βρήκε τον Πέτρο. Πήγαινε και τον περίμενε έξω από το σπίτι του. Κάποια στιγμή τον πέτυχε ανάμεσα σε δυο ταξίδια. Οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν.

Ο Πέτρος του είπε τα νέα του Ιγκόρ. Ο Ιβάν τα νέα του Μπόρις: Η αρκούδα πολέμησε με τον Ντενίκιν στην Ουκρανία και την Κριμαία. Το 1919 τους ενίσχυσαν οι γάλλοι και οι έλληνες. «Οι συμπατριώτες σου, Πέτρο». Κάποιες μάχες έγιναν στην Σεβαστούπολη. «Εκεί που γεννήθηκες». Οι μπολσεβίκοι ήταν τριπλάσιοι. Οι ξένοι αξιωματικοί -ανάμεσά τους ο Κονδύλης και ο Πλαστήρας- τοποθετούσαν σημαιάκια στους χάρτες, μετρούσαν τα εύρη της βολής των πολυβόλων, την άλλη μέρα έφταναν άλλες εκατό χιλιάδες Κόκκινοι. Κουβαλούσαν μαζί τους την μηνιαία παραγωγή των σοβιετικών εργοστασίων.

Το 1919, η Οδησσός και η Σεβαστούπολη γέμισαν πρόσφυγες, όπως το λιμάνι της Σμύρνης το 1922. «Ο Μπόρις πρέπει να σκοτώθηκε εκεί», είπε ο Ιβάν.  Όλα εκείνα ήταν ο πρόλογος, ήρθε η ώρα του κυρίως θέματος: «Η Νάντια μένει στο σπίτι μου, Πέτρο. Θέλω να την αναλάβεις. Έχω ένα προαίσθημα, ότι θα πεθάνω».

Οι παλιές καλές μέρες. Η ομάδα έπαιζε. Ο Μπόρις τους έκανε μια ερώτηση: «Είσαστε σε ένα σκοτεινό δάσος, τι εικόνες περνάνε από το μυαλό σας;». Όλοι έβλεπαν τις ίδιες: Ήταν τέρατα, φαντάσματα, δαίμονες και μάγισσες. Η Νάντια αντίθετα, έβλεπε ένα μαγεμένο σπίτι καμωμένο από μπισκότα, ζαχαρωτά και σοκολάτα, μια χιονισμένη κοιλάδα, ένα έλκηθρο που το έσερναν ελάφια και κουβαλούσε παιδιά.

«Το δάσος είναι ο θάνατος!» τους είπε ο Μπόρις. «Όποιος τον βλέπει όμορφο, έχει καθαρή ψυχή». Τους έκανε μια δεύτερη ερώτηση: «Πως φαντάζεστε τον θάνατο;». Όλοι τους τον φαντάζονταν σαν άσχημο γέρο. Εκείνη τον φανταζόταν σαν όμορφο πρίγκιπα.

Η Νάντια αντίκρισε τον Πέτρο έκπληκτη, ξέσπασε σε γέλια. Πρώτα σιγούρεψε τη θέση της στο σπίτι του, ύστερα τους έκανε μια ανακοίνωση: Θα πήγαινε στην θεία της στο Παρίσι. «Δεν θα σου δώσουν άδεια να ταξιδέψεις», της είπε ο Ιβάν. Η Νάντια το ήξερε, σχεδίαζε να περάσει τα σύνορα κρυφά. Το δάχτυλό της διέτρεξε τον χάρτη: Μόσχα -Πετρούπολη -ρωσοφινλανδικά σύνορα. «Εδώ είναι το Βαλπούρι», τους είπε. Ύστερα έδειξε τη Δανία.

Δεν είχε χρήματα για το ταξίδι. Τα ζήτησε από τον Πέτρο. Του πρόσφερε τον εαυτό της. Εκείνος της τα έδωσε χωρίς αντάλλαγμα. Η Νάντια τον κοίταξε με αγάπη. Το βλέμμα της κράτησε μόνο μια στιγμή. Ύστερα πήρε τα χρήματα και τα έβαλε στην τσέπη της. «Όλο το Παρίσι μιλάει για τα Πρωτόκολλα», του είπε. «Λένε ότι την επανάσταση την έκαναν οι εβραίοι. Ήθελαν να καταστρέψουν την μεγαλύτερη χριστιανική χώρα. Οι αρχηγοί των μπολσεβίκων είναι όλοι εβραίοι. Τους έχουν μετρήσει έναν έναν».

Οι παράνομοι περνούσαν τα σύνορα με φεγγάρι. Χωρίς φεγγάρι έχαναν το δρόμο. Τα φυλάκια πυροβολούσαν την παραμικρή σκιά. Υπήρχαν παντού πτώματα από ανθρώπους και ζώα. Σεπτέμβριος του 1925, ένας ρώσος στρατιώτης έκανε το καθήκον του. Η Νάντια συνάντησε τον όμορφο πρίγκιπα. Υπάρχει μια ελληνική θεωρία για το καθήκον: Ο κόσμος θα καταστραφεί, όταν θα το κάνουν όλοι ταυτόχρονα.

Η στρατιωτική αστυνομία έψαξε τα ρούχα της. Βρήκαν την δηλωμένη διεύθυνσή της. Ήταν του Πέτρου. Βρήκαν και τα λεφτά της. Ήταν πολλά, σίγουρα την είχαν βοηθήσει. Έπρεπε να συλληφθούν όσοι έμεναν μαζί της.

Ο Πέτρος αρρώστησε. Σταμάτησε τα ταξίδια. Κοίταζε το παράθυρο. Υπολόγιζε το χρόνο μέχρι η Νάντια να φτάσει στο Παρίσι. Ο Ιβάν έμενε μαζί του. Κάποιες φορές του έλεγε «τι κοιτάς το παράθυρο: δεν θα την ξαναδείς». Ένα απόγευμα μπήκαν μέσα πέντε αστυνομικοί. Ζήτησαν τα χαρτιά τους. Διάβασαν τις δηλωμένες διευθύνσεις. Πήραν εκείνον που έμενε εκεί.

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ανθρωποθεός

 

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο Βασίλης και Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου

1. Τα σχέδια και ο κεϋνσιανισμός -Sieg, heil! Η αγία διαφθορά

1960, Αθήνα, εγώ και ο αδελφός μου στο δημοτικό. Είχαμε έναν κοινό εχθρό, τον Βασίλη και την Πολυτίμη, πρώτα μας ξαδέλφια και άριστους μαθητές. Η μητέρα τους, η θεία Αντιγόνη, είχε σχέδια. Μάθαιναν δυο ξένες γλώσσες και πήγαιναν στο ωδείο. Εμείς ήμασταν κακοί μαθητές. Η μαμά μάς έλεγε ότι θα έπρεπε να ντρεπόμασταν. «Να έχετε τα ξαδέρφια σας για παράδειγμα!». Είχε και εκείνη σχέδια: Να ανέλθουμε. Πήρε τον μπαμπά ελαιοχρωματιστή και τον έκανε εργολάβο «πολυκατοικιών». Το έλεγε με καμάρι: «Η γυναίκα φτιάχνει τον άντρα».

Η άνοδος του μπαμπά ξεκίνησε το 1966. Η μαμά πούλησε το «οικοπεδάκι της» και του έδωσε να ξεκινήσει μια πολυκατοικία. Ενεργούσε υπό την επίβλεψή της.  Τελείωσαν την πολυκατοικία με τις προκαταβολές, ο κόσμος αγόραζε από τα μπετά. Στην πρώτη πολυκατοικία ο μπαμπάς έβγαλε κέρδος δύο διαμερίσματα. Το 1968, τέλειωσε την δεύτερη. Η μαμά παράτησε το μοδιστράδικο, που δούλευε, και «αφοσιώθηκε στο σπίτι».

Ήταν η εποχή της σοφίας και των υπολογισμών. Η συμβουλή του νονού μου σε κάποιον που πήγαινε φαντάρος: «Αν σου κλέψουν τα άρβυλα μην διαμαρτυρηθείς. Κλέψε ενός άλλου». Η σοφία της εποχής: «Κλέψε νόμιμα και έχε τα καλά με όλους». O νονός δούλευε στην ΔΕΗ. Το 1960 ήταν ο πιο πετυχημένος από όλη την παρέα. Ήταν αυτοδημιούργητος χάρη στον κουνιάδο του. Ήταν χωροφύλακας και τον δολοφόνησαν οι κομμουνιστές. Η χήρα πήρε περίπτερο σε τρίστρατο. Ο άντρας της θυσιάστηκε και τους βόλεψε όλους.

Ο μπαμπάς το 1970 ξεπέρασε τον νονό μου. Έγινε ακόμα πιο αυτοδημιούργητος. Δέκα χρόνια μετά, το 1981, τους ξεπέρασαν όλους οι θείοι Μίμης και Μιχάλης. Ο πρώτος ήταν του Λαλιώτη. Ο δεύτερος οπλοφόρος του Παπανδρέου. Ήταν στο Λιμενικό και τους έδωσαν ούζι. «Ούζι δεν έχει ούτε ο στρατός», έλεγε με καμάρι. Πήρε όλες τις προαγωγές. Του έφτιαξαν μια θέση λιμενικού αντιπροσώπου και τον έστειλαν στο Σουέζ. Η παρέα πίστευε ότι η επιτυχία τους οφειλόταν στον χαρακτήρα τους. Ήταν η εποχή της ελληνικής αθωότητας. Είχαν γίνει αυτοδημιούργητοι χάρη στο νέο κεϋνσιανισμό.

Το 1960, η Ελλάδα είχε την ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Χάρη στο νέο κεϋνσιανισμό η Αθήνα έκοβε δραχμές και τις μοίραζε. Πήγαιναν στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες της κυβέρνησης και στους δημόσιους υπαλλήλους. Ύστερα έκαναν κύκλο στη χώρα σαράντα φορές. Το ίδιο έκαναν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι πολίτες τους είχαν λεφτά και έρχονταν στην Ελλάδα κατά εκατομμύρια. Ακρόπολη, ήλιος, νησιά.

Οι έλληνες μετανάστες δούλευαν σε εργοστάσια και ορυχεία σε Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο. Οι έλληνες ναυτικοι δούλευαν από το Σιμιντζού μέχρι το Χάλιφαξ. Μετέφεραν τα εμπορεύματα που έφτιαχναν τα εργοστάσια και τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν. Όλοι τους έστελναν εμβάσματα στην Ελλάδα, ήταν ο τρίτος πυλώνας της οικονομία μας. Ποιός όμως  κινούσε τα δυτικά εργοστάσια; Ο νέος κεϋνσιανισμός.

Το 1967 έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Πραγματοποίησαν το όραμα του ΕΑΜ, έδιωξαν το βασιλιά. Η μεσαία τάξη ανέβηκε στην εξουσία. Η μισή ελληνική μεσαία τάξη ήταν ανέκαθεν οι στρατιωτικοί. Την επόμενη χρονιά, το 1968, έγινε ο γνωστός Μάης. Ο άνθρωπος αντικατέστησε το καθήκον με το δικαίωμα στην απόλαυση. Το 1969, το Απόλλων 11 κατέβηκε στη σελήνη. Ο Κένεντι  έκανε μια δήλωση: «Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν φτωχοί». Ο Ντίσνεϋ ζήτησε να τον καταψύξουν, μέχρι να τον αναστήσει η επιστήμη. Η ανθρωπότητα νικούσε παντού. Sieg! Heil!

Η Ελλάδα όμως νικούσε πιο πολύ.  Η Βουγιουκλάκη νικούσε τους Γερμανούς, ο Κούρκουλος τους εφοπλιστές και τους επιχειρηματίες, εκείνους τους κακούς μακρινούς εχθρούς του «καλού λαού», ο Μαρίνος Αντύπας τους γαιοκτήμονες. Υπήρχε μια άγνωστη λεπτομέρεια: Οι ναζί είχαν και εκείνοι Μαρίνο Αντύπα, τον Florian Geiger. Και όπως έλεγε ο μεγάλος Φώσκολος «ο θεατής συνεργάζεται στην εξαπάτησή του». Ζούσαμε σε ένα συνεχές «Sieg! Heil!». Το χρήμα έρεε, οι ταβέρνες ήταν γεμάτες, αγοράζαμε αυτοκίνητα και τηλεοράσεις, κτίζαμε εξοχικά.

Το 1974, έπεσε η «χούντα». Οι νίκες συνεχίστηκαν. Οι «κακοί» ήταν πάντα μακριά, ήταν οι αμερικάνοι, οι ιμπεριαλιστές, οι καπιταλιστές. Στην χώρα μας το καλύτερο επάγγελμα ήταν: Γαμπρός ιεροψάλτη μητρόπολης. Ένα λαϊκό παιδί, με πίστη στο Θεό και καλή καρδιά. Πολλά λεφτά αλλά χωρίς την εκμετάλλευση της ξένης εργασίας. Ας πούμε τοκογλυφία σε επιχειρηματίες. Δεν είχαν εκτραχυνθεί ακόμα τα πράγματα, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα ιερείς με μπαρ. Οι θείοι μας βρίσκονταν ένα βήμα πριν την αγιότητα: Μας έβαζαν στην πυροσβεστική, στο λιμενικό, στην αστυνομία, στις κρατικές επιχειρήσεις, στις γραμματείες των δικαστηρίων, γεωπόνους να κάνουμε ελέγχους, ακόμα και στις βιομηχανίες που τις ήλεγχαν τα συνδικάτα.

Οι μισοί έλληνες δεν είχαν δόντι στο πολιτικό σύστημα. Οι άλλοι μισοί που είχαν δόντι ήταν «ο προδομένος λαός», «ο αδικημένος λαός», ο «Άη Λαός». Das griechische Volk. Οι ηγέτες του λαού ήταν επίσης άγιοι. Άγια επανάσταση του 1821, άγια «εθνική αντίσταση», άγια επανάσταση στην Κύπρο. Ήμασταν η «χώρα των ηρώων και των μαρτύρων».

Διαφθαρήκαμε με την Ζωή του Παιδιού και το Προς την Νίκην.  Οι μαθητές τα αγόραζαν υποχρεωτικά. Ο Ερυθρός Σταυρός Ελλάδος έκανε εράνους με την συνοδεία αστυνομικών. Οι παιδεραστές κρύβονταν στα δημόσια, στα εκκλησιαστικά ιδρύματα και σε κάποια «καλά σχολεία». Κρύβονταν όμως καλά. Οι καλοί άνθρωποι ζούσαν εύκολα και ανέμελα. Ο Θεός τιμωρούσε τους κακούς, τους έκανε εργάτες, ιδιωτικούς υπαλλήλους και υπηρέτες. Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στον Θεό. Η εργασία την Κυριακή ήταν αμαρτία.

Το 1981 ήρθε ο σοσιαλισμός. Η απόσταση με το Τρίτο Ράιχ μειώθηκε κι άλλο. Το 1936 ο Χίτλερ κατέστρεψε τους γερμανικούς σιδηροδρόμους. Προσέλαβε χιλιάδες ναζί που δεν έκαναν τίποτα. Το ίδιο έκανε και ο Ανδρέας.

Διαφθαρήκαμε με το Παραμύθι χωρίς Όνομα. Πρόβαλε τον δυτικό μύθο του καλού βασιλιά. Διαφθαρήκαμε με την Δύναμη της Θέλησης και με το Θαύμα της Θέλησης. Προσοχή! Εκείνα τα δύο δεν ήταν ο Θρίαμβος της Θέλησης. Το τρίτο ήταν «κακό», ήταν των ναζί. Διαφθαρήκαμε με τον Μικρό Πρίγκιπα του Σεντ Εξιπερί και με την Ασκητική του Καζαντζάκη.

Διαφθαρήκαμε με την Προσευχή του Ταπεινού. Ο Θεός «επέβλεψε επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού». Τον έκανε τρεις φορές νομάρχη και άλλες τόσες διευθυντή μουσείων. Ήταν ο αγαπημένος του Βενιζέλου, του πρωθυπουργού των πραξικοπημάτων, του λαμπρού πολιτικού που έκανε κάτι μοναδικό: Εκτέλεσε τους αρχηγούς του αντίπαλου κόμματος. Το δείλι ο ποιητής χάιδεψε ένα σκύλο. Του έδωσε ένα χάδι. Μόνο ένα για να μην ξοδευτεί. Ω, ήμασταν όλοι ταπεινοί! Η μεγαλύτερη αρετή ήταν η ταπείνωση!

Εκείνο τον Γλάρο Ιωνάθαν ήθελα να τον πνίξω.

2. Τα χαζά της Πηνελόπης Δέλτα -ο Βασίλης στην Ρώμη -η Donna

Το 1968, εγώ και ο Βασίλης, ο πρώτος ξάδερφος, δώσαμε στα ΑΕΙ. Εκείνος μπήκε με την πρώτη στο Πολυτεχνείο. Εγώ μπήκα κάπου με την τρίτη, το 1970. Η θεία παρίστανε την λυπημένη: «Α, το καημένο το κορίτσι!», έλεγε στη μαμά στο τηλέφωνο. Ποπ, βερμούτ, παντελόνι καμπάνα. Ο Βασίλης έπρεπε να κάνει κάτι ηρωικό. Εντάχθηκε σε μια φοιτητική οργάνωση. Εγώ τους αποκαλούσα «τα χαζά της Πηνελόπης Δέλτα». Ήθελαν «να ανατρέψουν τη χούντα». Έβγαιναν τις νύχτες και έγραφαν χαζά συνθήματα. Ήρθε το καλοκαίρι. Πήγαν με τους γονείς τους για μπάνια.

  1. Τα μεσημέρια η Αθήνα ερήμωνε. Έβλεπε τον Άγνωστο Πόλεμο. Στο εικοστό επεισόδιο, η στρατονομία συνέλαβε έναν από την οργάνωση. Ο Βασιλάκης το έσκασε για την Πάτρα. Τον πέρασαν στην Ιταλία με ταχύπλοο. Η μαμά παρηγορούσε την θεία: «Α, το καημένο!», της έλεγε. «Το έμπλεξαν». Φωνή λυπημένη, χαρά μεγάλη.

Οι θείοι προσπάθησαν να στείλουν στο Βασίλη χρήματα. Δεν είχαν όμως  νόμιμη δικαιολογία. Η Εθνική Τράπεζα δεν έκανε τις δραχμές δολλάρια. Ο ξάδερφος απευθύνθηκε στους ιταλούς «συντρόφους» του. Τον έστειλαν σε μια κυρία. «Una Donna». Ήταν «συντρόφισσα». Ο ξάδερφος βρέθηκε σε ένα παλάτι στην εξοχή. Η Donna ήταν πανέμορφη και η προσωποποίηση της ευγένειας. Ο ξάδερφος μου την ερωτεύτηκε.

Η Donna του βρήκε δουλειά αμέσως. Σε μια εφημερίδα στη Ρώμη. Θα έγραφε σχόλια στις ξένες ειδήσεις. Λίγες μέρες μετά, συνάντησε εκείνους που του την είχαν συστήσει. «Είχε μια άγια ομορφιά», τους είπε. Έσκασαν στα γέλια: «Στο παλάτι της γίνονται ομαδικές συνευρέσεις», του απάντησαν. Ο ξάδελφος έγινε κομμάτια. Μπήκε σε μια καθολική εκκλησία. Είδε ένα άγαλμα της Παναγίας. Είχε διαβάσει ένα βιβλίο του Κόντογλου. Έγραφε για τις ορθόδοξες εικόνες, ότι τάχα έδειχναν τον κόσμο «μεταμορφωμένο», ενώ αντίθετα η «δυτική τέχνη» τον αναπαριστούσε.

Το 1971, ο Βασίλης σκέφτηκε μια τρίτη εκδοχή: Ότι κάποιοι καθολικοί διέκριναν τον Θεό μέσα στην φθορά. Όπως τον έβλεπαν οι άνθρωποι όταν σαρκώθηκε. Άλλωστε η «μεταμόρφωση του Σωτήρα» έγινε μόνο μια φορά. Άλλαξε τον τρόπο που έγγραφε. Οι διευθυντές σχολίασαν την αλλαγή του θετικά. Είπαν ότι έγινε «ακριβής και πυκνός».

Μετά από ένα μήνα τον θυμήθηκαν. Τον κάλεσαν: «Θα πάρεις συνέντευξη από ένα σοβιετικό συγγραφέα», του είπαν. Του εξήγησαν γιατί τον διάλεξαν: «Η μητρική του γλώσσα είναι τα ελληνικά. Τον ξέρεις, είναι διάσημος, είναι ο Ιβάν Πεντρένσκι». Η καρδιά του Βασίλη χτύπησε δυνατά.

3.  Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου -το περιεχόμενο του βιβλίου -μια κριτική

Ο Πεντρένσκι απέκτησε τη φήμη του το 1968, χάρη στους Αληθινούς Αφέντες του Κόσμου. Ήταν το magnum opus του. Έγινε αμέσως διεθνής επιτυχία. Ήταν must στους διανοούμενους, στους αριστερούς και τους φοιτητές. Το συναντούσες στα τραπέζια των φοιτητικών καφέ, στα έδρανα των φοιτητικών συνελεύσων και στα τραπεζάκια των σαλονιών. Σε ενάμισι χρόνο μεταφράστηκε σε τριάντα γλώσσες. Πούλησε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα και είχε πολλαπλάσιους αναγνώστες. Τα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν σε όλες τις σοβαρές εφημερίδες και περιοδικά.

Οι Αληθινοί Αφέντες μεταφράστηκαν στα ελληνικά το 1969. Ο Βασίλης τους αγόρασε στο τέλος της πρώτης εξεταστικής, τους διάβασε σε λίγες μέρες, απήγγειλε απέξω ολόκληρα κεφάλαια.  Ο μπαμπάς και ο νονός ήταν δεξιοί, ενοχλούνταν σφόδρα. Οι θείοι Μίμης και Μιχάλης τον καμάρωναν. Οι γονείς του δεν μιλούσαν. Αναρωτιούνταν που θα πάει όλο αυτό. Προτιμούσαν να μένει αφοσιωμένος στα μαθήματά του.

Μέχρι το 1968, ο Πεντρένσκι ήταν παντελώς άγνωστος, ακόμα και στους πιο ενημερωμένους. Μετά το 1969, παρέμεινε πρώτο όνομα για μια δεκαετία. Την επόμενη δεκαετία ξεθώριασε, έμεινε απλά διάσημος. Σήμερα τον θυμούνται ελάχιστοι. Το 1971, όμως, ήταν ένας θρύλος.

Οι Αφέντες του Κόσμου ήταν το μόνο γνωστό του έργο. Του συνέβη ότι και στον Σάλιντζερ  με τον Φύλακα της Σίκαλης. Ήταν ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Αλλά ο Φύλακας ήταν εκατό σελίδες. Οι Αφέντες ήταν χίλιες τετρακόσιες, πυκνογραμμένες. Το μέγεθός τους είχε αντίκτυπο στο πρεστίζ τους. Το βιβλίο θεωρήθηκε «βαρύ», «επιστημονικό», «έργο ζωής». Επίσης, έδινε κίνητρα στους εκδότες. Το κάθε αντίτυπό τους απέφερε όσο έξι Φάρμες των Ζώων ή έξι Μικροί Πρίγκιπες ή έξι Φύλακες της Σίκαλης.

Ο Πεντρένσκι έπαιρνε δικαιώματα από όλους τους διεθνείς εκδοτικούς οίκους. Έγινε πλούσιος. Απέκτησε λογαριασμούς στις ξένες τράπεζες. Η σοβιετική κυβέρνηση τον άφηνε να φοροδιαφεύγει και να πηγαινοέρχεται στο εξωτερικό. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν πράκτορας της KGB. Το σίγουρο ήταν ένα, ότι ήταν μέλος του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Οι Αληθινοί Αφέντες ήταν πολιτικό δοκίμιο. Τεκμηρίωναν ποιός ήταν ο αφέντης του πλανήτη μας. Ήταν πεντακόσιες οικογένειες, οι σπουδαιότερες οικογένειες των «καπιταλιστών». Το τεκμηρίωναν «επιστημονικά», με αριθμούς, πίνακες και  διαγράμματα. Οι πεντακόσιες οικογένειες ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Κατείχαν το εβδομήντα τοις εκατό του παγκόσμιου πλούτου. Είχαν τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο του πλανήτη. Τους αντιστεκόταν μόνο το  σοβιετικό μπλοκ. Ω, τι σύμπτωση! Ο αρχηγός του μπλοκ, η Ρωσία, ήταν ταυτόχρονα και η πατρίδα του συγγραφέα.

Η Κίνα; Η Ινδία; Ελέγχονταν από τις πεντακόσιες οικογένειες ή αντιστέκονταν; Το βιβλίο τηρούσε σιγή. Οι οικογένειες χρησιμοποιούσαν δυο όργανα: Την Λέσχη Μπίλντερμπεργκ και την Τριμερή Επιτροπή. Το βιβλίο αποδείκνυε την «διεθνή δικτατορία του κεφαλαίου», αποδείκνυε ότι μόνο η κρατικοποίηση εγγυάτο την δημοκρατία. Ή αν θέλετε, η «κοινωνικοποίηση».

Οι ακαδημαϊκοί, οι πανεπιστημιακοί, οι διανοούμενοι, το χειροκρότησαν παγκοσμίως. Αποτελούσαν το ανώτερο προσωπικό στις γραφειοκρατίες. Κάθε αριστερή στροφή ήταν βούτυρο στο ψωμί τους. Ο κόσμος θα πλήρωνε τα αξιώματά τους, τις αμοιβές τους, τα συνέδρια, τα ταξίδια τους.

Το βιβλίο ήταν μια νίκη από τα αποδυτήρια. Προπαγάνδιζε την «αλήθεια» ενός ανερχόμενου στρώματος. Την αλήθεια των νικητών του εικοστού αιώνα: Των γραφειοκρατών. Συγχρόνως, προπαγάνδιζε την ιδεολογία της πατρίδας του συγγραφέα.

Το 1968, ο Πεντρένσκι έγινε η σημαία της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Σολόκοφ, Μπουλγκάκοφ, Πάστερνακ ήταν νεκροί. Ο Σολτζενίτσιν, ήταν αντιφρονών. Ο Πεντρένσκι ήταν ο μοναδικός εν ζωή διεθνής συγγραφέας της, που συγχρόνως της ήταν πιστός.

Το 1970, ο Σολτζενίτσιν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η Σοβιετική Ένωση αγκάλιασε τον Πεντρένσκι απελπισμένη. Ήταν ενενήντα ετών. Η επιτυχία τον συνάντησε στο τέλος της ζωής του αλλά ήταν τεράστια. Τον αντάμειψε για κάθε καθυστέρηση.

Η γνώμη ενός εκδότη για το βιβλίο, κάπου το 1980: «Eίναι μια ανοησια, Δανάη. Κραυγαλέα και ανυπόφορη. Ας κάνουμε μια υπόθεση για τις πεντακόσιες οικογένειες, ότι έχουν το εβδομήντα τοις εκατό των δυτικών καταθέσεων».

«Επομένως, θα έχουν τις μισές παγκόσμιες», του απάντησα.

«Ούτε κατά διάνοια. Οι τράπεζες πολλαπλασιάζουν το χρήμα σαράντα φορές. Το νέο χρήμα έχει επίσης την μορφή καταθέσεων».

Έκανε έναν υπολογισμό: Οι οικογένειες είχαν το ένα ογδοηκοστό του παγκόσμιου χρήματος.

«Σκέψου τα ασφαλιστικά ταμεία, Δανάη. Ειδικά εκείνα της Βόρειας Αμερικής και των βόρειων ευρωπαϊκών κρατών. Το καθένα από αυτά έχει μεγαλύτερο ποσοστό».

Ο πλούτος όμως δεν ήταν μόνο χρήμα, ήταν η γη, τα κτίρια, τα λιμάνια, τα ορυχεία, οι πετρελαιοπηγές, οι κάθε λογής εγκαταστάσεις. Οι οικογένειες είχαν το ένα τριακοσιοστό ή το ένα τετρακοσιοστό του συνολικού πλούτου.

«Δεν ελέγχουν τίποτα αυτές οι οικογένειες, Δανάη. Τον έλεγχο τον έχουν τα συμπλέγματα εξουσίας. Είναι απρόσωπα».

Επίσης οι οικογένειες είχαν πεντακόσια μέλη η καθεμιά τους, δηλαδή όλες μαζί ήταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες άτομα.

«Ο πλούτος ενώνει, Δανάη, κανείς δεν φεύγει από το μέλι. Ο Πεντρένσκι τα ξέρει όλα αυτά. Εξαπατά τον κόσμο ξετσίπωτα. Είναι ένα σκουλήκι, ένα γελοίο υποκείμενο. Και το βιβλίο του ένα σκουπίδι. Δεν τον θεωρώ καν συγγραφέα. Αν τον είχα μπροστά μου θα τον έφτυνα!».

Ύστερα, μου αποκάλυψε ότι ο ρώσος είχε βρει μιμητή. Ήταν ο πολύς Παζολίνι. Ο ιταλός εμπνεύστηκε από τους Αφέντες ένα μυθιστόρημα, το Πετρέλαιο.  Θα ήταν  δύο χιλιάδες σελίδες. Θα κατήγγειλε τον καπιταλισμό.

«Ο ιταλός ήθελε να βγάλει τα λεφτά του ρώσου. Ήταν πολύ φιλοχρήματος».

Το Πετρέλαιο όμως δεν τελείωσε ποτέ. Ο ιταλός δεν είχε τα άντερα του ρώσου, ούτε την μεθοδικότητά του, τον πρόλαβε ο θάνατος το 1975.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η πρώτη μέρα της συνέντευξης

1. Η συνάντηση

«Ο Πεντρένσκι ήταν στην Κούβα», είπαν οι διευθυντές στο Βασίλη. «Καθώς επέστρεψε στη Μόσχα ένιωσε αδιάθετος. Κατέβηκε στο Φιουμιτσίνο. Ήρθε στην πόλη μας για εξετάσεις. Τώρα μένει στο Eden».

Η εφημερίδα κανόνισε την συνέντευξη για την επόμενη μέρα. Ο ξάδελφος πήγε στο Eden. Περίμενε στο λόμπι. Κοίταξε γύρω του εντυπωσιασμένος. Ο συγγραφέας ήρθε καθυστερημένος. Κατέβηκε από τον ημιώροφο, από μια έκθεση ζωγραφικής. Φαινόταν ακμαίος.

Είχε στυλ. Φορούσε αγγλικό σουέτ, φουλάρι και καπέλο. Οι φήμες τον ήθελαν χειμερινό κολυμβητή. Χαιρέτησε τον ξάδελφο μου στα ελληνικά: «Καλημέρα, κύριε δημοσιογράφε». Πρόσφερε στον Βασίλη το χέρι του. Ο ξάδερφός μου είχε μια λίστα με ερωτήσεις. Συνέβη όμως κάτι αναπάντεχο.  Πεντρένσκι δεν έδωσε συνέντευξη, είπε στον Βασίλη την ιστορία της ζωή του. Βρισκόταν στο τέλος της. Είχε το θάρρος του μελλοθάνατου.

Παρήγγειλαν από έναν διπλό καπουτσίνο. Ήπιαν μερικές γουλιές.

2. Μπολσεβίκοι: Όταν σε θέλει η ιστορία και την θέλεις και εσύ

Ο συγγραφέας ξεκίνησε με την ιστορία του Πέτρου. Έφτασε στον εμπρησμό της βιβλιοθήκης. Ύστερα στην Αγία Αδελφότητα, στον μικρό σοφό Ιβάν Πεντρένσκι.

«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ανήκατε σε μια τέτοια οργάνωση», του είπε ο Βασίλης.  «Πως γίνατε μετά κομμουνιστής; Πως αλλάξατε πεποιθήσεις;».

«Αυτό έγινε με την πάροδο του χρόνου».

Άρχισαν να συζητάνε για την επανάσταση.

Η ρώσικη επανάσταση έμοιαζε με την γαλλική. Την επιτυχία την εγγυήθηκε η ιστορία. Η Γαλλία και η Ρωσία ήταν την στιγμή της επανάστασής τους, τα πιο δυνατά στην Ευρώπη. Οι επαναστάσεις χρησιμοποίησαν τη δύναμή τους. Οι ξένοι στρατοί τους επιτέθηκαν από όλα τα μέτωπα. Αλλά δεν συνάντησαν στρατούς, αντιμετώπισαν κοινωνίες. Οι επαναστατικοί στρατοί αναπαράγονταν, κανείς δεν έδινε σημασία στο κόστος.

Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν κανένα πρόγραμμα, όπως οι γάλλοι αστοί του 1789. Ήταν χωρισμένοι σε φράξιες που πολεμούσαν μεταξύ τους, όπως οι γάλλοι του 1789. Κατόρθωσαν όμως να επιβληθούν, όπως οι γάλλοι. Οι μπολσεβίκοι ταμπουρώθηκαν στις μεγάλες πόλεις, όπως οι γάλλοι ταμπουρώθηκαν στο Παρίσι. Και οι δύο επαναστάσεις ήταν των πόλεων, επειδή εκεί γεννήθηκε η διαλεκτική αντίθεση.

Η γαλλική επανάσταση έζησε την Βασιλεία του Τρόμου, η ρώσικη τον  Μεγάλο Τρόμο. Τα ονόματα αυτά τα έδωσαν οι ίδιοι οι επαναστάτες, όταν οι επαναστάσεις στράφηκαν εναντίον τους. Οι αστοί πήραν στη λαιμητόμο τη θέση των αριστοκρατών. Οι σοβιετικοί αστυνομικοί, στρατιωτικοί και κομματικοί πήραν στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στις εξορίες τη θέση των εχθρών του Κόμματος.

Η Ρωσία είχε ανέλπιστο σύμμαχο τις Πολιτείες. Το 1918, ο αμερικάνικος στρατός εισέβαλε στη Σιβηρία. Ο Πεντρένσκι πίστευε ότι οι γιάνκηδες το έκαναν για να σταματήσουν τους Ιάπωνες. Οι τελευταίοι μετά το 1917 προέλασαν από την Μαντζουρία προς τη Σιβηρία. Οι αμερικάνοι και οι ιάπωνες στη Σιβηρία συνεπλάκισαν μεταξύ τους δύο φορές.

Μετά από δύο χρόνια, οι Αμερικάνοι έστειλαν την αποστολή Χούβερ. Στήριξαν την σοβιετική κοινωνία. Επίσης, δεν υποστήριξαν την Πολωνία, όταν της επιτέθηκε ο Στάλιν. Ήθελαν μια Ρωσία ισχυρή, εμπόδιο στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Αντίθετα οι άγγλοι ήθελαν την επιβίωση της Πολωνίας. Ήθελαν να μικραίνει τη Γερμανία και τη Ρωσία.

«Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν συνέβη ποτέ», είπε ο συγγραφέας. «Οι κομμουνιστές κατασκευάζουν σύμβολα και ορόσημα. Εφευρίσκουν ημερομηνίες. Δημιουργούν επετείους».

Η χώρα είχε διαρκή επανάσταση από τον Φεβρουάριο του 1917. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε κανονική κυβέρνηση. Τις μεγάλες πόλεις τις ήλεγχαν ένοπλα συμβούλια. Οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία, επειδή οι υπόλοιποι κουράστηκαν. Οι μπολσεβίκοι ήταν οι μόνοι που την ήθελαν ακόμα. Η εξουσία ήταν η προσωπική τους ολοκλήρωση.

Το χάος μεγάλωσε. Για λίγους μήνες κάποιοι κατάργησαν τα χρήματα. Ο Στάλιν άραξε σε μια επαρχία. Έβαλε γύρω του δέκα χιλιάδες ενόπλους. Άρπαζε τα πάντα. Η Κεντρική Επιτροπή ζητούσε μερίδιο αλλά εκείνος σιωπούσε. Τους είχε μετρήσει. Δεν θα τολμούσαν να συγκρουστούν μαζί του. Συγχρόνως έδινε στους άνδρες του διπλές μερίδες.

«Τα προνόμια είναι η βάση κάθε κοινωνίας, κύριε δημοσιογράφε. Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, γίνεται το ίδιο. Χρυσάφι και όπλα. “Τα καζάνια προχωρούν, οι στρατοί ακολουθούν”. Το είπε ο Ναπολέων».

3. Το ελάχιστο και παντοδύναμο κοινό πρόγραμμα, οι παλιάτσοι, η νέα ανισότητα, οι νέοι κεφαλαιοκράτες, οι κακοί ηθοποιοί

Το 1918, οι αναρχικοί πυροβόλησαν τον Λένιν. Τραυματίστηκε σοβαρά και λίγο αργότερα έχασε την επαφή του με το περιβάλον. Πέθανε μετά από έξι χρόνια. Το 1921 εξεγέρθηκαν οι ναύτες της Κροστάνδης. Ανακάλυψαν ότι οι «νέοι τσάροι» ήταν χειρότεροι από τους προηγούμενους. Το 1917, ο Τρότσκι τους είχε χαρακτηρίσει «πιο κόκκινους από τους Κόκκινους». Το 1921, τους χαρακτήρισε «πράκτορες του εχθρού». Τους επιτέθηκε ο σοβιετικός στρατός, η πολιορκία της Κρονστάνδης κράτησε μήνες, οι ναύτες εκτελέστηκαν κατά χιλιάδες.

«Τον στρατό τον οδηγούσε ο Τουχατσέφσκι. Εκτελέστηκε είκοσι χρόνια αργότερα. Στον Μεγάλο Τρόμο».

Στην αρχή, η κάθε επαναστατική ομάδα είχε τον δικό της στρατό, τις δικές της πόλεις και την δική της ιδεολογία. Την τελευταία την καθόριζαν οι κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Οι Ουκρανοί ήταν ταυτόχρονα και εθνικιστές και αναρχικοί. Ο πληθυσμός της Ουκρανίας ήταν κυρίως ανεξάρτητοι γεωργοί. Η κεντρική εξουσία δεν τους παρείχε τίποτα, τους επέβαλε μόνο υψηλούς φόρους. Συγχρόνως, η Ρωσία ήταν ένας εθνικός εχθρός. Οι ομάδες ενώθηκαν, οι ισχυροί αρχηγοί επιβλήθηκαν στους μικρότερους. Η Ρωσία νίκης τους εθνικιστές και αναρχικούς της Ουκρανίας.

Επίσης, στην αρχή κατασχέθηκαν και διανεμήθηκαν οι μεγάλες αγροτικές περιουσίες. Οι πιο επιτήδειοι έγιναν ξαφνικά κουλάκοι και μακάριζαν τους μπολσεβίκους. Ακούστηκε το σύνθημα «ζήτω οι μπολσεβίκοι, κάτω οι κομμουνιστές». Μετά όμως ξεκίνησαν τα κρατικά αγροκτήματα. Κάποια στιγμή, σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετική ταχύτητα για κάθε περιοχή, αποφασίστηκε η υποχρεωτική ένταξη σε αυτά των ιδιωτικών αγροκτημάτων.

Το 1918 οι μπολσεβίκοι ψήφισαν νόμους για την ελευθερία της ομοφυλοφιλίας και ελάφρυναν τις ποινές. Αμέσως μετά, οι προοδευτικοί νόμοι καταργήθηκαν και οι ποινές αυστηροποιήθηκαν. Κινδύνευες με εξορία επειδή διατύπωσες μια αντίθετη γνώμη, με εκτέλεση επειδή διαφώνησες με το διευθυντή στην εργασία σου. Οι γυναίκες που έκαναν έκτρωση στέλνονταν σε στρατόπεδα.

Ιδεολογικό χάος; Όχι, υπήρχε ένα πρόγραμμα που συμμερίζονταν όλες οι ομάδες του Κόμματος και το προωθούσαν μεθοδικά και τυφλά. Οι κομματικοί να γίνουν η μoναδική πηγή εξουσίας. Αυτό το πρόγραμμα επέβαλε πρώτα την καταστροφή κάθε αντίπαλης κοινωνικής ομάδας. Άρπαξαν λοιπόν τις ξένες περιουσίες και τις έδωσαν στους «δικούς τους». Μετά ακολούθησε η συγκέντρωση της εξουσίας. Καταργήθηκαν σταδιακά η ιδιοκτησία και η ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα. Ώστε να είναι όλοι αδύναμοι και να μην μιλάει κανείς.

Για τους ίδιους λόγους, θεωρήθηκε επικίνδυνη η ελευθεριακή συμπεριφορά. Θα έπρεπε όλοι να συμμορφώνονται με τις νόρμες, θα έπρεπε οι ποινές να προκαλούν τρόμο. Όλα έμειναν όπως παλιά ή χειροτέρευσαν: Ο τσαρικός στρατός αντικαταστάθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, η Οχράνα αντικαταστάθηκε από την Τσεκά, την Γκεπεού, την ΕνΚαβεντέ, την Καγκεμπέ, το κνούτο έγινε περίστροφο, τα στρατόπεδα και οι εξορίες πολλαπλασιάστηκαν. Υπήρχε όμως κάτι εντελώς νέο: Δεν είχε πια κανείς οικονομική ελευθερία. Έτσι κανείς δεν ενδιαφερόταν για τίποτα. Τα εξοχικά των πλουσίων στα άλλα μέρη του κόσμου ήταν γεμάτα φυτά και λουλούδια. Αντίθετα, οι ντάτσες των κομματικών δεν είχαν κήπους. Ανήκαν στο κράτος και οι κομματικοί αδιαφορούσαν.

Ακολούθησε η βίαιη εκβιομηχάνιση. Η Ρωσία έτρεξε να φτάσει στο επίπεδο των υπόλοιπων δυτικών κρατών. Τι παρήγαγε η βιομηχανία της Σοβιετικής Ένωσης την δεκαετία του τριάντα; Τρακτέρ που δεν δούλευαν και τανκς κακής ποιότητας. Τα δεύτερα δεν είχαν ασυρμάτους και μέσα ενδοεπικοινωνίας, ήταν τυφλά. Το σοβιετικό σύστημα δεν μπορούσε να παράγει τίποτα σωστό, οι σχέσεις εξουσίας τα κατέστρεφαν όλα. Όμως ο αριθμός εκείνων των τανκς ήταν αδιανόητος. Ήταν ίσως και είκοσι χιλιάδες κομμάτια. Όπως είπε ο Χίτλερ αργότερα: «Κανείς δεν μποροούσε να φανταστεί ότι θα υπήρχε κράτος με τόσα πολλά τανκς».

Ω, ναι! Υπήρξε και ο αγαπημένος των καλλιτεχνών, ο Μαγιακόφσκι! Προϊστατο στις επιτροπές λογοκρισίας. Υπήρξε και ο ήρωας των απανταχού αναρχικών, ο Νέστωρ Μάχνο. Με την καβαλαρία του που λεηλατούσε τα τρένα, λήστευε, σκότωνε, βίαζε. Ω ναι, υπήρξε και ο Γκόρκι, η λεπτή ψυχή! Παρεξηγήθηκε όταν οι μπολσεβίκοι πυρπόλησαν ένα μνημείο. Προτιμούσε μια κατά μέτωπον επίθεση. Ας την έκανε ο ίδιος.

Η λεπτή ψυχή ίδρυσε την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, Βασίλη. Ήταν το απόλυτο όργανο ελέγχου του λόγου. Ο Στάλιν του ζήτησε να γράψει την βιογραφία του. Ο Γκόρκι πουλούσε στην Αμερική. Η βιογραφία θα διαβαζόταν διεθνώς. Ο συγγραφέας αρνήθηκε. To 1934, η στρατιωτική αστυνομία σκότωσε τον γιό του. Το 1936, ο συγγραφέας πέθανε. Ο Στάλιν πήγε στην κηδεία του και σήκωσε το φέρετρό του.

Υπήρξαν πολλοί παλιάτσοι. Οι νέοι τσάροι τους μοίραζαν προνόμια και θέσεις. Υπήρξαν και οι παλιάτσοι του εξωτερικού». Ήταν οι άγιοι, οι ήρωες, οι διανοούμενοι των ξένων κομμουνιστικών κομμάτων. Οι νέοι τσάροι τους έστελναν χρήματα και τους παρείχαν πολιτική υποστήριξη.

«Οι έλληνες έγιναν κομμουνιστές επειδή η πατρίδα του κομμουνισμού ήταν η δεύτερη υπερδύναμη», είπε ο Πεντρένσκι στον Βασίλη. «Αν ήταν η Γκάνα ή το Σιάμ, δεν θα υπήρχε ούτε ένας έλληνας κομμουνιστής».

Τα μέλη του Κόμματος έγιναν η νέα αριστοκρατία. Το όραμα της ισότητας απομακρύνθηκε. Όπως ακριβώς συνέβη και στη γαλλική επανάσταση. Ο Ναπολέοντας ο Α΄ έγινε αυτοκράτορας, μοίρασε τίτλους ευγενείας σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς, ίδρυσε την γαλλική γραφειοκρατία. Ο Στάλιν έγινε ισόβιος δικτάτορας,  κατοχύρωσε τα προνόμια των μελών του Κόμματος με νόμους.

«Οι ρώσοι κομμουνιστές κατασκεύασαν μια ιστορία. Ήταν μια που δικαιολογούσε τη νέα ανισότητα. Ήταν τελείως ψεύτικη, ο Λένιν μετά την επίθεση του 1919 δεν ταξίδεψε ποτέ με τρένο».

Η ιστορία: Μια φορά και έναν καιρό, ο Λένιν πήρε το τρένο. Συνάντησε έναν κομματικό αντιπρόσωπο που ερχόταν από μια επαρχία. Ήταν ντυμένος φτωχικά και ταξίδευε στην τρίτη θέση. Ο Λένιν τον ρώτησε γιατί το έκανε. «Επειδή είμαστε όλοι ίσοι», του απάντησε ο αντιπρόσωπος.  Ο Λένιν τον μάλωσε: «Η δική σου δουλειά είναι πολύ πιο δύσκολη και πολύ πιο χρήσιμη. Χρειάζεται η ανισότητα για να κτίσουμε τον κομμουνισμό». Ο αντιπρόσωπος είχε καθήκον να ζει καλά, να ντύνεται καλά, να τρώει καλά, να κάθεται στις πρώτες θέσεις των τρένων, να πηγαίνει διακοπές για να μπορεί να εργάζεται σκληρά και να παίρνει σωστές αποφάσεις. Η ανισότητα ήταν καθήκον του, την όφειλε στον σοβιετικό λαό.

Η καθυπόταξη ονομάστηκε «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός». Τα κομμουνιστικά κράτη έγιναν οι πιο σκληρές ταξικές κοινωνίες, οι κοινωνίες με τις μεγαλύτερες ανισότητες. «Στην συνέχεια, ο Στάλιν ακολούθησε την πολιτική του Περίανδρου, Βασίλη». Ο τύραννος της Κορίνθου έκοβε τα ψηλά στάχυα για να μη βγει άλλος αρχηγός. Ο Στάλιν ήταν επικεφαλής του Κόμματοος στη Μόσχα. Έκοψε τα κεφάλια του Κόμματος στην Πετρούπολη τρεις φορές. Έκοψε τα κεφάλια του Κόμματος σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις. Έκοψε τα κεφάλια στους υπόλοιπους πυλώνες της εξουσίας, στον στρατό και την αστυνομία, τρεις φορές.

Οι κομμουνιστές κήρυξαν υπό διωγμό τα ταλέντα, τις αρετές και την εργατικότητα. Ήταν τα στοιχεία μιας ανεξάρτητης και δυνατής προσωπικότητας.  Προέκριναν τις «αρετές» της υπακοής, της «κοινωνικότητας», της συμμετοχής, του αδιάκου που χειροκροτήματος, της έλλειψης γνώμης, της σιωπής. Ήταν τα νέα προσόντα. Παρείχαν την κοινωνική επιτυχία: Την απόκτηση της κομματικής ιδιότητας και την διατήρησή της.

Η κομματική ιδιότητα ήταν το νέο κεφάλαιο. Όσοι την είχαν έγιναν οι νέοι κεφαλαιοκράτες. Η αξία της εργασίας τους αποτιμάτο περισσότερο από την αξία της μέσης εργασίας. Οι κομματικοί, για να διατηρήσουν αυτή την υπεροχή, σταμάτησαν τις εγγραφές στο Κόμμα.  «Έγινε ότι και στη φεουδαρχία, που απαγορευόταν η απόκτηση γης στους μη ευτενείς». Οι κομματικοί κατάλογοι έκλεισαν. Έγιναν σαν τα libro d’ oro των ευγενών.

Οι αλλαγές των μπολσεβίκων ήταν σαν του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αλέξανδρου του Β΄.  Έγιναν όταν το επέταξε η ιστορία. Ένα παράδειγμα:  Tο 1861, ο Αλέξανδρος ο Β΄ διακήρυξε την κατάργηση της δουλοπαροικίας και το 1863, ο Αβραάμ Λίνκολν διακήρυξε την κατάργηση της δουλείας. Οι τσάροι θα έκαναν την εκβιομηχάνιση και την γραφειοκρατικοποίηση των μπολσεβίκων, θα παρείχαν την ίδια δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υγεία, θα έκαναν τα πάντα όπως εκείνοι. Τα ίδια έκαναν και όλες οι κοινωνίες του εικοστού αιώνα.

Η Ρωσία με τους τσάρους θα αναπτυσσόταν περισσότερο και δεν θα είχε τα θύματα των λιμών, των διωγμών και των εκκαθαρίσεων. Οι Πολιτείες, η Γερμανία, η Ιαπωνία, αναπτύχθηκαν χωρίς νεκρούς. Η Ιαπωνία κάλυψε την μεγαλύτερη απόσταση από όλους.  Οι μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην σκηνή με το ζόρι. Έπαιξαν με τον χειρότερο τρόπο.  Οι  αμερικάνοι το κατάλαβαν. Η σοβιετική εξουσία ήταν καλή γι’ αυτούς, καθυστερούσε την ανάπτυξη του μεγαλύτερου ανταγωνιστή τους. Τα κομμουνιστικά κόμματα στον Τρίτο Κόσμο έκαναν το ίδιο, καθυστερούσαν την ανάπτυξή του. Ο κομμουνισμός γεωστρατηγικά συνέφερε τους αμερικάνους.

«Όλα θα πήγαιναν καλύτερα αν συγχωρούσαμε, Βασίλη. Αν μέναμε ακίνητοι. Αν αφήναμε τους τσάρους στη θέση τους. Αν δεχόμασταν, αν προσευχόμασταν».

4. Ο Πεντρένσκι γίνεται δημοσιογράφος και συγγραφέας, οι μηχανικοί των ψυχών, ο θεάνθρωπος

Ο Πεντρένσκι διηγήθηκε στο Βασίλη το τέλος της ομάδας τους, τον θάνατο της Νάντια και τη σύλληψη του Πέτρου. Του έδειξε ένα παράσημο. Ήταν ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης. «Έμεινα μόνος μου. Αποφάσισα να φάω το Μεγάλο Μήλο. Πλησίασα κάποιους κομματικούς». Ήταν γνωστοί του Μαλινόφσκι. Είχε μαζί του τις συνδρομές του Πέτρου. Τις παρουσίασε σαν δικές του. «Ήμουν κάποτε μέλος της φράξιας», τους είπε. Τον αντιμετώπισαν με δειλά χαμόγελα. «Ήξερα και τον Ρομάν», τους είπε. «Αποδείχθηκε πράκτορας της Οχράνα». Οι κομματικοί ίδρωσαν.

Τους ζήτησε να τον χώσουν στις κομματικές εφημερίδες. Οι δημοσιογράφοι τους ήταν ένας ολόκληρος στρατός. Το Κόμμα είχε εφημερίδες και έντυπα, η «αλήθεια» επιβαλόταν με τον όγκο, γράφονταν αμέτρητα άρθρα. Ήταν μια βιομηχανία που παρείχε θέσεις σε πολλά μεσαία μέλη, καλοπληρωμένες και εύκολες. Η Σοβιετική Ένωση δεν παρήγαγε χαρτί υγείας. Τα πενταετή πλάνα δεν το προέβλεπαν. Ο κόσμος χρησιμοποιούσε στη θέση του τα κομματικά έντυπα. Στον «καπιταλισμό» ήταν μαλακό, στον σοσιαλισμό ήταν δωρεάν.

«Υπάρχει σίγουρα μια θέση για μένα», τους είπε. «Μπορείτε να το καταφέρετε». Οι γνωστοί τον Μαλινόφσκι μίλησαν. Ο Πεντρένσκι «τρούπωσε». Άρχισε να γράφει κομματικά άρθρα. Έγινε η πιο γρήγορη πένα. «Έγραφα με εκπληκτική ταχύτητα, Βασίλη». Οι διευθυντές τον χρησιμοποιούσαν σαν κομάντο, στα ξαφνικά κενά. Τον έπαιρναν τηλέφωνο τα μεσάνυχτα ή και τα ξημερώματα. Το είχε αποδεχτεί. Τους έκανε μόνο μια ερώτηση: «Πόσες σελίδες θέλετε;». Έγραφε το άρθρο του μέχρι την αυγή. Τον βοηθούσε η αυτοπειθαρχία του. Η επανάσταση νίκησε δεκαοκτώ διαφορετικούς στρατούς. Δεν νίκησε όμως την βότκα.

Η ασκητική του προκαλούσε έκπληξη και μια μικρή εκτίμηση. Τα άρθρα του συμφωνούσαν πάντα με το δόγμα, δεν είχαν καμία παρέκκλιση, αποτελούσαν τον «κανόνα», την ορθοδοξία. Καμία αίρεση δεν παρεισέφρυε στα κείμενά του. Εφάρμοζε την συνταγή της εκκλησίας, την  επανάληψη. Η κάθε φράση του ανήκε σε παλαιότερα κείμενα. Συχνά είχε γραφτεί σε κάποιο άρθρο του Λένιν. Η ορθοδοξία του ήταν ανεκτίμητη, οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι.

Η ατζέντα του Πεντρένσκι γέμισε ονόματα και τηλέφωνα.  Το 1928 έκανε την επόμενη κίνηση: Πήρε το κιβώτιο του Πέτρου. Είχε κάπου τριάντα έργα μέσα, μυθιστορήματα και θεατρικά. Χτύπησε την πόρτα της Ρωσικής Ένωσης των Προλετάριων Συγγραφέων. Τα παρουσίασε σαν δικά του.

Η Ένωση ιδρύθηκε το 1925. Ασκούσε λογοκρισία «σε ιδεολογικό επίπεδο». «Καταδίωκε και στηλίτευε» τους εχθρούς του Κόμματος. Και όσους «δεν ήταν αληθινοί σοβιετικοί συγγραφείς». Οι αρχηγίσκοι κοίταξαν τον Πεντρένσκι με δυσπιστία. Προηγουμένως τους είχαν τηλεφωνήσει οι κομματικοί του φίλοι. Τον ρώτησαν αν είχε εκδώσει ποτέ τίποτα. Εκείνος απάντησε αρνητικά. Ξεφύλλισαν το έργο του Πέτρου. Δεν έδειχνε άξιο λόγου, ήταν όμως ογκώδες. Επίσης, ο υποψήφιος  ήταν ένας καλός δημοσιογράφος και οι κομματικοί τον εκτιμούσαν δεόντως. Τον έκαναν μέλος.

Η αρθρογραφία του Πεντρένσκι βελτιωνόταν. Το 1930, έκανε μια επανάσταση στην τεχνική του. Η εφαρμογή της απαιτούσε ένα μεγάλο χώρο. Αφιέρωσε το μισό του διαμέρισμα. Έγινε ακόμα πιο γρήγορος. Έτσι απέκτησε ελεύθερο χρόνο. Προσπάθησε να μάθει γαλλικά. Ήθελε να γίνει ανταποκριτής στο Παρίσι. Το καθεστώς εκτιμούσε τους συγγραφείς. Τους έδινε συνέχεια νέα προνόμια. Ο Πέτρος προσπαθούσε να μην χάσει κανένα. Απευθυνόταν στους αρμόδιους: «Τι παραπάνω έγραψαν οι άλλοι από εμένα;». Το ερώτημα ήταν ακαταμάχητο. Το έργο του Πέτρου ήταν το πιο ογκώδες.

Το 1932, δημιουργήθηκε η Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Η συμμετοχή ήταν υποχρεωτική. Μόνο τα μέλη της μπορούσαν να εκδώσουν βιβλία.  Ταυτόχρονα διαλύθηκαν όλες οι άλλες ενώσεις. Ο Πεντρένσκι γράφτηκε από τους πρώτους. Το 1934, η Ένωση υιοθέτησε τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Οι συγγραφείς είχαν ένα μόνο θέμα γραφής: Τον αγώνα για την εδραίωση του σοσιαλισμού. Οι ήρωές τους έπρεπε να είναι «ρεαλιστές, αισιόδοξοι και ηρωικοί». Όσοι δεν συμμορφώθηκαν διώχτηκαν, κάποιοι αυτοκτόνησαν, κάποιοι πέθαναν σε στρατόπεδα, κάποιοι εκτελέστηκαν.

Το έργο του Πέτρου ήταν πια χωρίς καμία αξία. Δεν είχε τίποτα ρεαλιστικό, αισιόδοξο και ηρωικό. Ο Πεντρένσκι δεν το παρουσίασε ξανά. Συνέχισε να αρθρογραφεί  ασταμάτητα. Λίγους μήνες μετά, η Ένωση έκανε το πρώτο της συνέδριο. Ήταν το καλοκαίρι του 1934, τον Αύγουστο. Το συνέδριο ήταν διεθνές. Το παρακολούθησαν εξακόσιοι αντιπρόσωποι από  πενήντα δύο διαφορετικά κράτη.  Μαζεύτηκαν χιλιάδες συγγραφείς. Ο Πεντρένσκι έδωσε το παρόν. Η χώρα είχε λιμό, πέθαιναν εκατομμύρια, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση αλλά για το συνέδριο ξοδεύτηκαν αμύθητα ποσά. Η κυβέρνηση κάλυψε όλα τα έξοδα των ξένων αντιπροσώπων. Τους παρείχε και ένα πλήρες πρόγραμμα εκδρομών. Γύρισαν στην πατρίδα τους ενθουσιασμένοι, έγιναν φλογεροί κήρυκες του κομμουνισμού, έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε έγκλημα. Ήταν πεπεισμένοι για την ανωτερότητα του σοβιετικού συστήματος, είχαν φάει και είχαν πιεί δωρεάν.

Ο Πεντρένσκι έφαγε στα εστιατόρια. Πήγε στις εκδρομές. Τα χέρια του πόνεσαν από τα χειροκροτήματα. Κάποιοι του πρότειναν να βγάλει λόγο. Αρνήθηκε: «Υπάρχουν άλλοι που θα τα πουν καλύτερα», τους απάντησε.Οι λόγοι που εκφωνήθηκαν ποδοπάτησαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο πιο ανατριχιαστικός ήταν ο λόγος του Ζντάνοφ. Μίλησε σαν αντιπρόσωπος του Στάλιν. Αναφέρθηκε στο ρόλο των συγγραφέων. Θα έπρεπε να γίνουν «οι μηχανικοί της ανθρώπινης ψυχής», να διαμορφώνουν ανθρώπους κάνοντας προπαγάνδα. Μετά τον πόλεμο, η Ένωση έκανε άλλα οκτώ συνέδρια. Οι ξένοι αντιπρόσωποι έκτισαν καριέρες. Έγιναν οι πρώτες μούρες στην χώρα τους. Είχαν την υποστήριξη των κομμουνιστικών κομμάτων. Επίσης ενεργούσαν σαν σοβιετικοί πράκτορες.

Στο πρώτο συνέδριο έβγαλε λόγο και ο Γκόρκι. Έθεσε τους σκοπούς των συγγραφέων: Έπρεπε να απεικονίσουν τον «νέο σοβιετικό άνθρωπο», εκείνον που θα κατασκευαζόταν στην Σοβιετική Ένωση. «Ο νέος άνθρωπος θα έχει μια πίστη στην οργανωτική δύναμη του λόγου», είπε ο Γκόρκι. Ο λόγος εκπορευόταν από το Κόμμα και οργάνωνε τον κόσμο. Ο Γκόρκι σκεφτόταν σαν τους Khlysty. Το Άγιο Πνεύμα δεν ήταν η αιτία της ζωής και της συνείδησης, δεν ήταν όπως αυτά πανταχού παρών, Το χορηγούσε στον κόσμο μια συγκεκριμένη πηγή. Για τους Khlysty εκπορευόταν από τον Υιό, που ήταν μια περιορισμένη παρουσία στον κόσμο, που τους είχε για βοηθούς και συνεργάτες. Για τον Γκόρκι ήταν το Κόμμα, κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν κυρίως στη Μόσχα, που τον είχαν βοηθό και συνεργάτη.

Το Άγιο Πνεύμα και ο λόγος, χώριζαν τον άνθρωπο από τον Υιό και το Κόμμα, στον ίδιο βαθμό που τον ένωναν. Ήταν κάτι που ο άνθρωπος δεν θα είχε ποτέ. Θα έπρεπε να το παίρνει συνέχεια από τους Khlysty και τους Γκόρκι. Αρκεί να ήταν ταπεινός, συνεργάσιμος, πιστός, χαμογελαστός και αισιόδοξος. Τέλος, ο Γκόρκι καταλάβαινε τον λόγο σαν reason, σαν «ορθό τρόπο σκέψης». Εν προκειμένω το reason το κατείχε το Κόμμα. Ο Λόγος όμως των αρχαίων Ελλήνων, ο Λόγος Χριστός, ο Λόγος Σίβα αλλά και ο Λόγος -Πνεύμα του Χέγκελ, δεν οργάνωνε, αποδιοργάνωνε, δημιουργούσε συνεχώς νέες μορφές, στήριζε και ξετύλιγε τους μερικότερους λόγους.

Ο Γκόρκι αγόρευσε επί ώρες και το πλήθος χειροκροτούσε. Κάποια στιγμή ο Πεντρένσκι, ενώ χειροκροτούσε, αισθάνθηκε ένα γέλιο. Το έπνιξε και άρχισε να βήχει. Η αίθουσα ήταν τεράστια, ο θόρυβος χάθηκε, κάποιοι τον κοίταξαν ενοχλημένοι. Ο Μπουχάριν αγόρευσε επί τρεις ώρες. Μετά από τρία χρόνια τον εκτέλεσαν. Ο γραμματέας της Ένωσης σηκώθηκε και έφυγε. Είπε ότι τον αρρώστησαν οι λόγοι. Έφυγαν και άλλοι συγγραφείς. Κάποιοι παραπονέθηκαν ότι φοβόντουσαν να συζητησουν, επειδή υπήρχαν παντού  χαφιέδες.

«Ευτυχώς που δεν είναι εδώ ο Ντοστογιέφσκι», είπε κάποιος. «Θα είχε κατηγορηθεί σαν προδότης».

«Δεν τον θεωρώ καν συγγραφέα», του απάντησε ο Πεντρένσκι. «Τα γραπτά του ήταν ακατανόητα. Κατέστησαν αναγνώσιμα επειδή τα διόρθωνε η Άννα».

Στο τέλος, ο Γκόρκι ανέβηκε ξανά στο βήμα. Έβγαλε ένα λόγο που δόξαζε τον Στάλιν.

5. Η άρνηση των κανόνων της λογικής και των φυσικών νόμων, το δωδεκαδικό σύστημα του Πεντρένσκι, όλα είναι άνθρωπος.

Η αφήγηση του Πεντρένσκι γύρισε στην ομάδα της Νάντια.. Κάθε δεύτερη φράση του ανέφερε μια παλιανθρωπιά τους. Ο ξάδελφος μου άκουγε καρτερικά. Μπήκε στο λόμπι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων.. Ο άνδρας αναγνώρισε τον Πεντρένσκι και τον χαιρέτησε στα γαλλικά. «Έχω δει τις φωτογραφίες σας στη L’ Humanite και στη Liberation», του είπε. Εκθείασε τους Αφέντες. Ο Πεντρένσκι μιλούσε τα γαλλικά αρκετά καλά. Ο Βασίλης έπιανε τα μισά.

«Τα συμπεράσματά σας ήταν αδιαμφισβήτητα», είπε ο γάλλος στον συγγραφέα. «Ακολουθήσατε τους κανόνες  της λογικής».

«Έχει κανόνες η λογική;», τον ρώτησε ο ρώσος.

«Ναι, και είναι εδώ μέσα», είπε ο γάλλος δείχνοντας το κεφάλι του.

«Οι αρχαίο έλληνες πίστευαν ότι η λογική εδρεύει στην καρδιά», είπε ο ρώσος. « Η μεταφορά της έδρας στο κεφάλι νομίζω ότι έγινε στους ρωμαϊκούς χρόνους».

«Η σκέψη είναι δυνατή χάρη στα αξιώματα της λογικής», είπε ο γάλλος. Έδειξε ξανά το κεφάλι του. «Και αυτά υπάρχουν εδώ μέσα. Σκέφτηκε λίγο και συμπλήρωσε: «Υπάρχουν επίσης τα αξιώματα των μαθηματικών και της γεωμετρίας».

«Τα αξιώματα και οι νόμοι της φύσης προϋποθέτουν τον Θεό», είπε ο Πεντρένσκι. «Υποτίθεται ότι τα έφτιαξε και τα έβαλε στα κεφάλια και στη φύση. Αυτό που σας λέω ήταν η επίσημη θέση των φυσιοκρατών, του Νεύτωνα, του Διαφωτισμού, των θεϊστών της γαλλικής επανάστασης και των καντιανών. Ο Θεός ήταν για όλους τους το αναγκαίο Υπέρτατο Ον».

«Εγώ είμαι άθεος!», απάντησε ο γάλλος.

«Μην ταράζεστε, δεν υπάρχουν νόμοι, η αθεϊα σας δεν κινδυνεύει».

«Και οι νόμοι που ανακάλυψαν οι επιστήμονες;», ρώτησε ο γάλλος.

«Υπάρχει μόνο μια φλόγα που είναι προς το Θεό. Αυτή η φλόγα είναι μέσα στο κάθε τι. Θα κάνουμε τώρα το κόλπο των αρχαίων ελλήνων. Θα διαιρέσουμε το κάθε τι ξανά και ξανά. Θα μας μείνουν άπειρες φλόγες και το τίποτα. Λοιπόν, υπάρχει μόνο αυτή η φλόγα και τίποτα άλλο. Η φλόγα γίνεται πράξη. Δημιουργεί ανιχνεύσιμες σταθερότητες. Ένα παράδειγμα: Όταν βρέχει τα βουβάλια πάνε κάτω από τα δέντρα. Όταν τα βουβάλια ακούνε το νερό, τρέχουν προς αυτό. Αυτές οι σταθερότητες φύτρωσαν σταδιακά από την πράξη. Οι επιστήμονες τις αποκαλούν φυσικούς νόμους. Τα αξιώματα, με τη σειρά τους, είναι οι απόλυτες εμπειρίες».

«Θα σας αποδείξω το λάθος σας», είπε ο γάλλος. «Σας αναφέρω το δεκαδικό σύστημα. Είναι σύμφυτο με τον ανθρώπινο εγκέφαλο».

«Όχι! Το δημιούργησε η πράξη. Έχουμε δεκαδικό σύστημα επειδή έχουμε δέκα δάκτυλα. Αν είχαμε δώδεκα, θα είχαμε δωδεκαδικό».

«Όχι, είναι σύμφυτο με τον εγκέφαλο», επέμεινε ο γάλλος, «μου το είπε ένας σπουδαίος επιστήμονας».

«Μπορώ να σας φτιάξω ένα σύστημα με δώδεκα αριθμούς. Λειτουργεί το ίδιο καλά. Θα διαπιστώσετε ότι είναι τόσο σύμφυτο όσο και το δεκαδικό».

Ο ρώσος έβγαλε ένα καρνέ, το ηλικιωμένο ζευγάρι κάθισε δίπλα του. Έγραψε τα σύμβολα του δωδεκαδικού συστήματος: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, Τ, Μ και 10. Τα τρία τελευταία αντιπροσώπευαν το δέκα, το έντεκα και το δώδεκα. Ο τελευταίος αριθμός, το δώδεκα, αποτελείτο από τον πρώτο και ένα σύμβολο χωρίς αξία, όπως συνέβαινε με το δέκα στο δεκαδικό σύστημα.

Ύστερα έγραψε τους αριθμούς της δεύτερης δωδεκάδας του νέου συστήματος: 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 1T, 1Μ και 20. Το 11, ήταν το δεκατρία στο δεκαδικό, το 1Τ, το είκοσι δύο, το 1Μ, το είκοσι τρία, το 20 το είκοσι τέσσερα. Έγραψε τον αριθμό 49. Είπε ότι ανήκε στο δωδεκαδικό σύστημα. Ζήτησε την αξία του στο δεκαδικό.

«Το 40 είναι τέσσερα δωδεκάρια», είπε η κυρία, «δηλαδή σαρανταοκτώ, το 9 είναι ίδιο και στα δυο συστήματα, επομένως η αξία του 49 στο δεκαδικό είναι πενήντα επτά».

Ο ρώσος έγραψε τον αριθμό 37. Ήταν στο δωδεκαδικό σύστημα. Ζήτησε την αξία του στο δεκαδικό. «Είναι τρία δωδεκάρια και ένα επτά», είπε η κυρία. «Επομένως, είναι το σαράντα τρία».

Έγραψε το 49 και το 37 σε μια στήλη, είπε ότι ανήκαν στο δωδεκαδικό. Δίπλα τους, σε μια άλλη στήλη, έγραψε τις αξίες τους στο δεκαδικό: 57 και 43.  Ζήτησε να γίνουν οι αφαιρέσεις στις δύο στήλες. Στην πρώτη στήλη η διαφορά ήταν 12. Στην δεύτερη ήταν 14.  Η κυρία χαμογέλασε. Τα δύο νούμερα ήταν ίσα.

Ο γάλλος κοίταξε τις σημειώσεις ξανά και ξανά. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε.

«Ούτε εγώ», του απάντησε ο ρώσος. «Τα καταλαβαίνει όμως η ψυχή μου».

Ο Πεντρένσκι ανέπτυξε μια θεωρία: Η λογική αποτελούσε μια υπέρτατη εμπειρία. Ήταν η κίνηση της ψυχής προς τα πάντα. Αυτή η κίνηση ήταν ήδη ολοκληρωμένη, μέσα μας υπήρχαν τα πάντα. Η κάθε είδους γνώση ήταν μια επιστροφή, η ένωση της εξωτερικής ψυχής μας με την βαθύτερη.

Διηγήθηκε ένα ταξίδι του στην Ισπανία, αμέσως μετά την επιτυχία του βιβλίου του. Ήταν καλεσμένος των ισπανών κομμουνιστών. Εκεί συνάντησε μια ελληνική οικογένεια. Ο άνδρας ήταν ναυτικός. Το 1936 δούλευε σ’ ένα καράβι που μετέφερε όπλα από τον Πειραιά στον Φράνκο. Τα παρήγαγε μια ελληνική βιομηχανία. Ξεμπάρκαρε και πολέμησε με τους δημοκρατικούς, έμεινε στην Ισπανία για πάντα.

«Σε εκείνο το σπίτι είδα ένα βιβλίο. Από έξω έγραφε Γνωσιολογία». Ήταν μεγάλο σαν τους Αφέντες του Κόσμου. Το διάβασε σε τέσσερις μέρες.  Όταν το τέλειωσε δεν θυμόταν τίποτα. Του εντυπώθηκε όμως αυτό: Ότι αναγνωρίζουμε υπάρχει ήδη στην ψυχή μας. Αλλιώς θα ήταν αδύνατον να το αντιληφθούμε. Η αντίληψη ήταν η ταύτιση. Η βαθύτερη ψυχή μας ήταν ήδη ταυτισμένη με τα πάντα. Η γνώση έφτανε στη συνείδηση μέσω της ταύτισης της εξωτερικής ψυχής με την βαθύτερη.

«Έχετε αποδείξεις για αυτά που λέτε;» ρώτησε ο γάλλος.

«Οι αποδείξεις μου υπάρχουν σε όλους τους μυστικούς, όλων των πολιτισμών. Όλοι οι μυστικοί βυθίζονται στον εαυτό τους και εκεί συναντούν τα πάντα».

«Εννοεί την ενόραση» είπε η γαλλίδα στον σύζυγό της.

«Εννοεί μια σαχλαμάρα», της απάντησε εκείνος.

«Την ενόραση την δέχονται οι πιο αντίθετοι άνθρωποι», απάντησε ο ρώσος. «Ο Τζελαλεντίν Ρούμι, ο Σπινόζα, ο Αινστάιν και ο Γιουνγκ. Οι ρωμαίοι έκαναν τελετές. Ενώνονταν με τον Μίθρα. Μέσα του συναντούσαν τους εχθρούς τους. Τους γνώριζαν. Έτσι μπορούσαν να τους νικήσουν».

«Η ψυχή για εσάς είναι μεγάλη σαν τον Θεό», είπε η κυρία.

Ο γάλλος χαμογέλασε. Είχε ένα επιχείρημα να τον στριμώξει.

«Δηλαδή εγώ βλέπω ένα ποντίκι με την ενόραση;» ρώτησε προκλητικά.

«Ναι, το ποντίκι υπάρχει ήδη στην ψυχή σας, όλα τα ποντίκια, ακόμα και αυτά που θα γεννηθούν στο μέλλον».

«Και η γάτα πως το βλέπει το ποντίκι; με την ενόραση;», κάγχασε ο γάλλος. «Δεν είναι άνθρωπος».

«Θα σας πω κάτι που έγραψε ο Μαρξ: Η ουσία δεν υπάρχει, αυτή είναι η ουσία του κόσμου, η έλλειψη της ουσίας, μόνο ο άνθρωπος έχει κάτι σαν ουσία επειδή είναι ον καθολικό, έχει σαν ουσία  την καθολικότητα. Αυτή είναι η ουσία του κόσμου, η καθολικότητα. Όλα είναι άνθρωπος. Και οι γάτες. Είναι άνθρωποι με μικρότερη  καθολικότητα».

«Έχω πάει σε αμέτρητες συγκεντρώσεις του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος!», είπε ο γάλλος. «Αυτά που λέτε τα ακούω για πρώτη φορά. Δεν είστε κομμουνιστής, κύριε, είστε ένας αγύρτης, ένας απατεώνας, ένας τσαρλατάνος!».

 

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η δεύτερη μέρα της συνέντευξης

1. Οι φωτογραφίες

Η συνέντευξη συνεχίστηκε για δεύτερη μέρα. Ο ρώσος κάλεσε τον Βασίλη στη σουίτα του. Κάθισαν στο χαλί και είδαν φωτογραφίες από την ομάδα της Νάντια. Δύο από αυτές έδειχναν μια πόλη να καίγεται.

«Ήταν το 1904. Στο Κισινιόσκ. Τις φωτιές τις έβαλε η Υπηρεσία. Ήμασταν πολλές ομάδες μαζί. Σκοτώσαμε κάποιους ιουδαίους. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ένα κοριτσάκι».

Ο Βασίλης σκοτείνιασε.

«Ακόμα και ο διάβολος είναι αγάπη», του είπε ο ρώσος. «Το αναφέρει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Είναι αγάπη μόνο και μόνο επειδή υπάρχει. Η ύπαρξη είναι αγάπη».

«Δηλαδή σκοτώνατε επειδή αγαπούσατε;».

«Επειδή αγαπούσαμε τις οικογένειές μας, επειδή αγαπούσαμε τους εαυτούς μας. Μέσα μας ήταν όλοι οι δικοί μας, δεν ήταν όμως οι υπόλοιποι. Το κακό είναι το μικρό καλό».

Μια φωτογραφία έδειχνε οπλισμένους νεαρούς. Ήταν ιουδαίοι πολιτοφύλακες. Καθόντουσαν σε ένα ανοιχτό αμάξι.  Αντέτασαν νόμιμη άμυνα στους «άγνωστους πολίτες» που έκαναν τις επιθέσεις. Η αφήγηση γύρισε στον Δεκέμβριο του 1902. Όταν ανέθεσαν στον Πέτρο τα Πρωτόκολλα.  Ο σοβιετικός εισήλθε στις λεπτομέρειες.

«Δηλαή τα Πρωτόκολλα γράφτηκαν από τον Πέτρο;», ρώτησε ο Βασίλης.

Ο ρώσος έδειξε μια φωτογραφία σαν καρτ ποστάλ. Ήταν η αίθουσα χορού στα χειμερινά ανάκτορα. Είπε για τους τρομαγμενους ανθρωπους, εκείνους που αναζητούσαν την έκσταση. Είπε για το δέντρο: «Σπρώχνει τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις, ταυτόχρονα. Είναι λογικό».

Μια φωτογραφία ακόμα. Ένας ωραίος νέος, ντυμένος σαν ρώσος χωρικός. Ήταν ο ιουδαίος φίλος του Γκαμπόν. Ο Πεντρένσκι διηγήθηκε αυτά που συνέβησαν από το 1905 μέχρι το 1914.

«Μιλάτε σαν παλιάνθρωπος», του είπε ο ξάδελφος μου.

«Είμαι. Χθες ο γάλλος με αποκάλεσε απατεώνα. Είμαι και αυτό. Άκου τώρα την συνέχεια της ιστορίας».

2. Ένας επαγγελματίας επαναστάτης

Το 1917, ο ιουδαίος φίλος του Γκαμπόν έγινε μέλος της κυβέρνησης Κερένσκι. Αιχμαλωτίστηκε από τους μπολσεβίκους. Τον ελευθέρωσε η γερμανική προέλαση. Γύρισε στη Μόσχα και προσπάθησε να μπει στην κυβέρνηση των μπολσεβίκων. Απέτυχε και εντάχθηκε στο σιωνιστικό κίνημα. Έφυγε για την Μέση Ανατολή και πολέμησε με τους άγγλους εναντίον των τούρκων. Συμμετείχε στην κατάκτηση της Παλαιστίνης. Έγινε ένας από τους ιδρυτές της Χαγκάνα. «Ήταν η κυριότερη  παραστρατιωτική οργάνωση των σιωνιστών.

Μετά τον πόλεμο η Παλαιστίνη έγινε βρετανική κτήση. Ο επαναστάτης ίδρυσε ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού με την βοήθεια της General Electric, των άγγλων και των αμερικάνων. Πέθανε το 1942. Το 1945, τελείωσε ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Η Χαγκάνα, χτύπησε τους άγγλους. Ήθελε να ιδρύσει το Ισραήλ. Είχε την συμπαράσταση των αμερικάνων. «Αν ο φίλος του Γκαμπόν ζούσε, θα πολεμούσε τους άγγλους», είπε ο Πεντρένσκι.

3. Μερικές φωτογραφίες ακόμα

Ο Πεντρένσκι έδειξε μια φωτογραφία της θείας. Είπε για τα κλάματα της Νάντια και του Αλεξέι. «Και εσύ έκλαιγες», παρατήρησε ο Βασίλης. Ο ρώσος σκέφτηκε λίγο και συμφώνησε: «Ναι, ο Ιβάν έκλαιγε σιωπηλά. Εκείνοι οι δύο ξεσπούσαν».

Η αφήγηση έφτασε στον χαζούλη Πέτια. Συνέχισε στον μουγκό Ιγκόρ και το Μεγάλο Αυτί. Κατέληξε στο Ράπτη και το Ραπτόπουλο. «Ποιά είναι η γνώμη σου για τον Ιγκόρ;» ρώτησε ο Πεντρένσκι τον Βασίλη.

«Παλιάνθρωπος όπως όλοι σας».

«Ναι, έκανε παλιανθρωπιές σε όλη του την ζωή. Προσπαθούσε να συντηρήσει τους δικούς του. Ήταν πολλοί αυτοί που τον περίμεναν. Αν τους εγκατέλειπε θα γινόταν καλός, θα ζούσε και ο ίδιος καλύτερα».

Ο συγγραφέας έδειξε τις φωτογραφίες της Νάντια. Αλλού ήταν με χρυσαφένιες κοτσίδες. Αλλού με τα μαλλιά λυμένα. Αλλού τα είχε πιασμένα πίσω.

«Ήσασταν και ’σεις ερωτευμένος με τη Νάντια;», τον ρώτησε ο Βασίλης. «Δεν ήταν μόνο ο Πέτρος;».

«Είχε μια μοναδική προσωπικότητα. Ήταν το πιο ουράνιο πλάσμα που γνώρισα».

4. Το τρίτο παιχνίδι

Ο ρώσος ανέφερε την εμμονή του νεαρού Τσακάλωφ: Η κοινωνία ήταν δυο παιχνίδια. Tο πρώτο, να εξυπηρετηθεί ο ταξικός της χαρακτήρας. Το δεύτερο, να κρυφτεί το πρώτο. Ο Πέτρος κάποια στιγμή ένιωσε ότι τα δυο παιχνίδια ήταν δυο μικρές αγάπες. Ένιωσε ότι πίσω από αυτά παιζόταν ένα τρίτο παιχνίδι, η υλοποίηση της μεγάλης αγάπης.

Ο Μαρξ ονόμαζε το τρίτο παιχνίδι «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο Τσακάλωφ έβλεπε το τρίτο παιχνίδι ολοένα πιο καθαρά. Το έπαιζαν οι άνθρωποι ασυναίσθητα. Η συνειδητή πράξη ήταν γεμάτη κακία και ματαιότητα, μα υλοποιείτο μια συνολική πράξη. Το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής πράξης ήταν αόρατο. Εκείνο το τμήμα είχε όλους τους λόγους της ψυχής.

Οι λόγοι οδηγούσαν στο τέλος της ιστορίας. Ο νέος κόσμος φτιαχνόταν όπως τα δέλτα των ποταμών, από αόρατα υλικά που παράσερνε το ρεύμα. Το τέλος δεν θα ήταν το ηθικό κράτος, ούτε θα ήταν η «απελευθέρωση», θα ήταν η πλήρης ζωή. Η ανάπτυξη των δυνάμεων θα καταργούσε την ανάγκη. Ο μέσος άνθρωπος θα έπαυε να εκμεταλλεύεται και θα έπαυε να υποκύπτει στην εκμετάλλευση. Η ανθρωπότητα θα μετατρεπόταν σε μια αρχαία Αθήνα των κλασικών χρόνων. Θα ήταν όλοι ίσα δυνατοί, αυτόματα ίσα και απόλυτα αξιοσέβαστοι, θα άνοιγαν τα μάτια των ανθρώπων.

5. Η πολυπλοκότητα της θεϊκής δικαιοσύνης

Ο Πεντρένσκι αφηγήθηκε το τέλος και την σύλληψη του Πέτρου: «Είχε έρθει η  ώρα να πληρώσει τις αμαρτίες του, Βασίλη. Είμαι σίγουρος ότι πέθανε από τα βασανιστήρια στα κρατητήρια. Θα μπορούσε να το πει κανείς και θεία δίκη. Επί δεκαέξι χρόνια βασάνιζε και πυροβολούσε».

«Ναι», είπε ο Βασίλης. «Πέθανε όπως του άξιζε!»

Από το στόμα του ρώσου βγήκε ένα γέλιο. Ύστερα άρχισε να γελάει μακρόσυρτα. Στο τέλος άρχισε να βήχει. «Η δικαιοσύνη του Θεού είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, Βασίλη».  Έκανε δυο χορευτικά βήματα. Πήγε στο μπαρ. Ήπιε δυο γουλιές από ένα ποτήρι.

«Ίσως η κακία του να υπάκουε σε ένα βαθύτερο λόγο», είπε στο Βασίλη. Ήπιε δυο γουλιές ακόμα. «Δεν υπάκουε στις έλξεις των γειτονικών μαζών. Ναι, είναι αλήθεια. Μα ίσως αυτό να συνέβαινε, επειδή υπάκουσε στις έλξεις κάποιων ουρανίων σωμάτων». Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Ήταν όπως η Νάντια, γι’ αυτό την αγαπούσε τόσο πολύ».

Χάθηκε στις σκέψεις του. Συνέχισε: «Όλα τα λογικά αποδείχθηκαν παράλογα. Οι πιο λογικοί ήταν οι μπολσεβίκοι. Χρυσάφι και όπλα. Η πρώτη κεντρική επιτροπή είχε οκτακόσια δέκα μέλη. Μόνο τα εννέα είχαν φυσιολογικό θάνατο».

6. Λιμοί, εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετακινήσεις πληθυσμών, εκτοπίσεις

Είδαν τις φωτογραφίες από τους σοβιετικούς λιμούς. Κάποια έδειχνε πυραμίδες από νεκροκεφαλές παιδιών. Ο πρώτος λιμός έγινε τα χρόνια του εμφυλίου. Ο δεύτερος ξεκίνησε το 1928 -με την αποκουλακοποίηση. Χαράχτηκε στη μνήμη της χώρας. Τριάντα χρόνια μετά, ο Μάο ξεκίνησε τα κρατικά αγροκτήματα. Ο Χρούτσεφ τον απέτρεψε.  «Τα κάναμε και εμείς», του είπε. «Απέτυχαν».

Ο τρίτος λιμός ήταν στην Ουκρανία. Κράτησε από το 1932 έως το 1933 ή ίσως έως το 1936. Πέθαναν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι ή ίσως και οκτώ. Στους προηγούμενους λιμούς οι νεκροί ήταν περισσότεροι αλλά τα πτώματα ήταν απλωμένα. Εκείνος ο λιμός ήταν κατασκευασμένος. Ήταν μια βίαιη μείωση του πληθυσμού. Οι Ουκρανοί αυξάνονταν και πληθύνονταν. Το ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα ξεπερνούσε εκείνο της Μόσχας.

Φωτογραφίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: Οι κοριοί στα ταβάνια σχημάτιζαν τσαμπιά. Κατέβαιναν τις νύχτες και γίνονταν κινούμενα χαλιά. Σε κάποιο στρατόπεδο, οι κρατούμενοι άλλαξαν το χώμα με τα φτυάρια. «Επειδή είχε μικρόβια». Έφεραν άλλο χώμα από αλλού. Ήταν ένα κόλπο να τους κρατούν συνέχεια απασχολημένους.

Ιστορίες από τη Σιβηρία: Η κυβέρνηση έκανε δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Κόστιζαν ένα νεκρό το μέτρο. Ιστορίες με εκτελέσεις: Πρώτα με τις εκτελέσεις της επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι εκτελούσαν όσους ανήκαν στην παλιά τάξη. Επίσης όσους δεν υπάκουαν. Ύστερα με τις εκτελέσεις του εμφυλίου. Αργότερα με εκείνες της σταλινικής τρομοκρατίας. Εκτελούνταν οι «σαμποτέρ» και οι «εχθροί της σοβιετικής εξουσίας». Τέλος, με εκείνες στο τέλος του πολέμου που ακολούθησε.  Ο συνολικός αριθμός των εκτελεσμένων ήταν εκατομμύρια. Οι μισοί από αυτούς ήταν μέλη του Κόμματος, σκότωναν ο ένας τον άλλον.

Η τρομοκρατία εντάθηκε μετά το 1934, όταν δολοφονήθηκε ο Κίροφ. Προφανώς, τον σκότωσαν οι σταλινικοί. Υπήρχαν δύο λόγοι: Ο Κίροφ ήταν επικεφαλής του Κόμματος στο Λένινγκραντ και ήταν δημοφιλής. Οι σταλινικοί εργαλειοποίησαν τη δολοφονία του.  Διέταξαν τον αφοπλισμό των μελών του Κόμματος. Ύστερα, από το 1936 μέχρι το 1938, καθαίρεσαν και δολοφόνησαν εξακόσιες χιλιάδες μέλη.

Ο συγγραφέας αφηγήθηκε το τέλος δέκα χιλιάδων γερμανών κομμουνιστών: Κατέφυγαν στη Ρωσία για να γλυτώσουν από τους ναζί σαν ικέτες στα «αδέλφια» τους. Οι σταλινικοί τους έστειλαν σε στρατόπεδα. Το 1939, συμμάχισαν με τους ναζί. Μάζεψαν τους επιζήσαντες και τους επέστρεψαν στη Γερμανία. Οι ναζί τους έστειλαν στα δικά τους στρατόπεδα.

Το 1939, οι ναζί και οι σταλινικοί μοίρασαν την Πολωνία. Οι ρώσοι εκτέλεσαν είκοσι χιλιάδες πολωνούς αξιωματούχους. Δύο χιλιάδες από αυτούς τους εκτέλεσαν σε ένα θάλαμο. Ο δήμιος φορούσε ποδιά χασάπη, τους πυροβολούσε στη βάση του κρανίου τους. Είχαν φτιάξει ένα αυλάκι που μετέφερε το αίμα έξω. Ήταν ακριβώς όπως στα σφαγεία. Η Ρωσία προσπαθούσε από το 1800 να ενσωματώσει την Πολωνία. Αυτή την φορά ακολούθησε την κομμουνιστική μέθοδο: Έκοβαν το κεφάλι από το κοτόπουλο. Το κορμί θα έκανε κεφάλι του την Μόσχα. Η μέθοδος εφαρμόστηκε παντού: Στην ανατολική Ευρώπη, στην νότια Ασία, στην Κίνα, στην Αφρική, στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα.

Στο τέλος του πολέμου οι σοβιετικοί εκτέλεσαν μια μεραρχία κοζάκων. Είχαν πολεμήσει με τους γερμανούς, ήθελαν να αποσχιστούν. Τους εκτέλεσαν με πολυβόλα. Εκτέλεσαν και τους ρώσους αιχμάλωτους των Γερμανών. Ο αριθμός των τελευταίων πρέπει να ήταν εντυπωσιακός. Θεωρήθηκαν προδότες επειδή παραδόθηκαν. Η εξήγηση δεν ήταν πειστική. «Η οργανωτική δύναμη του λόγου» είχε παλαβώσει.

Οι μπολσεβίκοι έκαναν βίαιες μετακινήσεις στα μέρη που δημιουργούσαν τις  κρατικές βιομηχανίες. Μετέφεραν τα μεγέθη του αγροτικού τομέα στην βιομηχανία. Το ονόμασαν «υγροποίηση». Έκαναν όμως εκτοπίσεις και για λόγους ελέγχου: «Το 1938, έγινε η εκτόπιση των ρωσοποντίων, Βασίλη. Δολοφονήθηκαν χιλιάδες, έλληνες». Έφτιαξαν νόμους που επέτρεπαν τα βασανιστήρια. Το 1935 επέτρεψαν την εκτέλεση των παιδιών. Έβαλαν όριο ηλικίας τα δώδεκα έτη.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγιναν πόλεις. Οι κρατούμενοι έφτασε τα είκοσι εκατομμύρια. Η «οργανωτική δύναμη του λόγου» δημιούργησε μια εσωτερική αποικιοκρατία. Αντιμετώπιζε τους πολίτες, όπως οι ευρωπαίοι τον Τρίτο Κόσμο. Κάποιους τους αντιμετώπιζε όπως οι ισπανοί τους ινδιάνους, κάποιους άλλους όπως οι άγγλοι τους Ινδούς. Κάποιους τρίτους όπως οι βέλγοι τους κατοίκους του Κονγκό. Οι βέλγοι έκοβαν τα χέρια των κονγκολέζων. Οι μπολσεβίκοι εκτελούσαν τους «τεμπέληδες». Ο βασιλιάς Λεοπόλδος γέμισε το Βέλγιο κτίρια και μνημεία. Οι μπολσεβίκοι εξωράισαν όλες τις μεγάλες πόλεις. Το 1932, ξεκίνησε η κατασκευή του μετρό της Μόσχας. Κάθε σταθμός του ήταν ένα κόσμημα.

«Οι μισοί μου συγγενείς είναι αριστεροί», διαμαρτυρήθηκε ο Βασίλης. «Πρώτη φορά ακούω αυτά που λέτε».

«Πόσοι έλληνες κομμουνιστές δεν σπούδασαν στη Ρωσία δωρεάν; Πόσοι δεν ήταν ήταν έμμισθοι του Κόμματος; Αλλά και αυτά που έπαιρναν με συνδρομές, τα έπαιρναν σαν αντιπρόσωποι του “ξανθού γένους”. Τα λεφτά έρχονταν από την Ρωσία. Πόσοι δεν βοηθήκαν από το Κόμμα στις δουλειές τους; Πόσοι δεν διορίστηκαν, δεν μετατέθηκαν, δεν αποσπάστηκαν, χάρη στο Κόμμα; Ανήκαν στην πιο δυνατή και οργανωμένη ομάδα της ελληνικής κοινωνίας. Τούς παρείχε προστασία και συναισθηματική ασφάλεια, κάποτε και έναν καλό γάμο».

«Έκαναν πολλές θυσίες για τα πιστεύω τους», αντιμίλησε ο Βασίλης.

«Τους τις επέβαλε η ομάδα τους. Τις μεγαλύτερες θυσίες τις έκαναν οι άγγλοι ναύτες του βασιλικού στόλου. Ζούσαν απαίσια, οι φρεγάτες ξερνούσαν συνέχεια πτώματα. Οι ακτές στις Αντίλλες έγιναν νεκροταφεία. Καμία φρεγάτα δεν αγίασε».

7. Οι χορευτές, τα σφαγεία, κρέας και δημοκρατία

Φωτογραφίες από ζευγάρια που χόρευαν, κοστούμια και τουαλέτες. Ήταν στη λέσχη της Ρώσικης Ένωσης Προλετάριων Συγγραφέων. Χόρευαν φοξ τροτ και σουίνγκ. «Ότι ερχόταν από τις Πολιτείες, το λατρεύαμε. Ο εχθρός ήταν στην Ευρώπη. Στις Πολιτείες γεννιόταν το νέο». Μια φωτογραφία έδειχνε την ορχήστρα της λέσχης, φορούσαν λευκά σακάκια. «Συνήθως έπαιζαν τζαζ. Μέχρι το 1930 επικρατούσε ο μοντερνισμός. Μετά όμως το πνεύμα άλλαξε. Πήξαμε στα φολκλόρ, στον Σοστάκοβιτς και στον Προκόπιεφ».

Μια φωτογραφία από τα τραπέζια. Ξεχώριζαν οι σερβιτόροι, φορούσαν κοστούμια. Η λέσχη έμοιαζε με πρώτη θέση σε υπερωκεάνιο. Οι συγγραφείς είχαν αναλάβει να κρύψουν το διόροφο. Ισόγειο ήταν ο κρατικός καπιταλισμός. Πρώτος όροφος ο ολοκληρωτισμός. Στα υπόγεια βρίσκονταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το αστυνομικό κράτος. «Οι Προλετάριοι Συγγραφείς ήταν πιο ένοχοι από τον Στάλιν, Βασίλη».

Ο πατερούλης ήταν σχετικά αθώος. Έπρεπε να ταϊσει τα γουρούνια. Αλλιώς θα τον κατασπάραζαν. Μαζί με αυτόν και τα τρία παιδιά του. Το χοιροτροφείο του παρέδιδε κάθε μέρα γραμμένο τον ρόλο του. Έπρεπε να ακολουθήσει το κείμενο. Η γυναίκα του δεν άντεξε τη φρίκη, αυτοκτόνησε. Ο Στάλιν απέκτησε ερωμένη. Δεν ήθελε άλλα παιδιά, φοβόταν για το μέλλον τους. Την έβαζε να κάνει συνέχεια εκτρώσεις. Μισούσε και σιχαινόταν τους πάντες. Ήταν σαν το σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης, ένας αιχμάλωτος του χαρεμιού, των γενιτσάρων και των βεζύρηδων. Μπορούσε να τα βάλει με τον καθε έναν από αυτούς ξεχωριστά. Αλλά δεν μπορούσε να τα βάλει με όλους μαζί, δεν μπορούσε να αρνηθεί να παίξει τον καθημερινό του ρόλο.

«Ο δήμιος που σκότωσε τις δυο χιλιάδες πολωνούς  στο θάλαμο τρελάθηκε». Αν αρνιόταν να παίξει το ρόλο του, θα τον εκτελούσαν. Ύστερα θα έστελναν την οικογένειά του σε στρατόπεδο. Μέσα στην τρέλα του αυτοκτόνησε. Οι πραγματικοί ένοχοι ήταν στην μεσαία τάξη. «Ήμασταν οι μόνοι που είχαμε επιλογές».

Από το 1930 έως το 1950, ολοκληρώνονταν οι βιομηχανικές κοινωνίες. Ολοκληρώνονταν και οι γραφειοκρατίες τους. Οι μεσαίες τάξεις ίσιωναν τα μουστάκια τους, όρθωναν τους μπούστους τους, ωθούσαν τις ηγεσίες τους σε ολοκαυτώματα. Οι τοίχοι γέμισαν με αφίσες και οι κινηματογράφοι με ταινίες: Μεσήλικες με βαρύ ύφος, γυμνασμένοι νεαροί με καθάριο βλέμμα, νοικοκυρές με αίσθηση της κοινωνικής της αποστολής.  Το 1950, οι αφίσες ταξίδεψαν στην Άπω Ανατολή. Ξεσηκώθηκαν οι μεσαίες τάξεις του Τρίτου Κόσμου. Στρίγγλισαν κάτι για «πατρίδα» και «ελευθερία». Λησμόνησαν ότι ήταν γεννήματα και θρέματα των «αποικιοκρατών» και του δυτικού πολιτισμού. Πότε πριν ήξεραν τις δύο εκείνες λέξεις; Ζήτησαν την εθνική και κοινωνική τους ολοκλήρωση. Έκαναν τα δικά τους ολοκαυτώματα.

Οι νίκες της μεσαίας τάξης συνδυάστηκαν με τη μαζική παραγωγή κρέατος. Την αρχή την έκανε η μεγάλη δημοκρατία, οι Πολιτείες. Έφτιαξαν τα ράντζα. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δημιούργησαν σειρές από ακίνητα ζώα. Έκαναν μαζική παραγωγή κουμπαράδων λίπους.  Τα σφαγεία του Σικάγου ιδρύθηκαν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Εισήγαγαν τις αλυσίδες παραγωγής. Εκείνες που μιμήθηκε αργότερα ο Φορντ. «Έχουμε 1971, πρέπει να κλείνουν εκατόν είκοσι χρόνια λειτουργίας, Βασίλη».

Ο Πεντρένσκι υπολόγιζε ότι στα χρόνια λειτουργίας τους έσφαξαν έξι δισεκατομμύρια βοοειδή. Ξεκίνησαν με μερικά εκατομμύρια το χρόνο. Στο γύρισμα του αιώνα έφτασαν να σφάζουν πενήντα εκατομμύρια. Υπολόγιζε ότι σφάχτηκαν και μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια πρόβατα και γουρούνια. Ένας ινδουιστής θα συγχωρούσε έναν φρουρό του Άουσβιτς, ποτέ όμως ένα χασάπη του Σικάγου.

«Ο Μπρεχτ έγραψε την Αγία Ιωάννα των Σφαγείων, Βασίλη. Παρουσίαζε τους χασάπηδες σαν θύματα της αδίστακτης εργοδοσίας». Η εργοδοσία προσπαθούσε να εμποδίσει την «ταξική τους συνειδητοποίηση».

Ο Μπρεχτ έγραψε για τους «πολύ φτωχούς»: «Θα  πεθάνουν χωρίς ποτέ να φάνε ένα καλό κομμάτι κρέας». Δεν θα έτρωγαν ποτέ φιλέτο, η «εκμετάλλευση» τους περιόριζε στην λάπα και το κιλότο.  Η σοβιετική προπαγάνδα του 1920 πρόβαλε την «κρεοφαγική ανισότητα». Έκανε ταινίες που έδειχναν τους καπιταλιστές να τρώνε φιλέτα. Φορούσαν τα ψηλά καπέλα τους και τα φράκα τους και κάθονταν σε τραπέζια γεμάτα κρέας. Οι σοβιετικοί πολίτες τους μισούσαν, έπρεπε να στέκονται στις ουρές για λίγο ψωμί.

«Οι πόλεμοι γίνονται για να τρώμε κρέας, Βασίλη».

«Αυτό που λέτε είναι παράλογο, σύντροφε».

«Το είπε ο Τολστόι. Καταστρέφεις ένα πλάσμα για μια απόλαυση. Για να απολαύσουν όλοι και πολύ, χρειάζεται μια μεγάλη καταστροφή. Έχεις δεχθεί και τον σκοπό και το μέσο. Έτσι έρχεται ο πόλεμος».

«Η αιτία των πολέμων είναι ο ιμπεριαλισμός!», ξεσπάθωσε ο Βασίλης.

«Ο ιμπεριαλισμός υπηρετεί τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης».

Η καθημερινή κατανάλωση κρέατος ήταν το συστατικό της ευημερίας. Η  συρρίκνωση των αγορών περιόριζε τα εισοδήματα. Πρώτα απ’ όλα περιόριζε την κατανάλωση κρέατος. Οι μεσαίες τάξεις συσπειρώνονταν, απαιτούσαν «ζωτικό χώρο», μεγαλύτερα εισοδήματα, περισσότερο κρέας στο καθημερινό τραπέζι. Κρέας καλύτερης ποιότητας. Φιλέτο και όχι κυλότο!

Πριν από τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, ο Βίσμαρκ και ο Κάιζερ έντυσαν τους δημόσιους υπαλλήλους με στολές. Εκπροσωπούσαν το χεγκελιανό κράτος. Είχαν μεγάλη αποστολή. Ένας από αυτούς ήταν ο Αλόις Χίτλερ, ο πατέρας του δικτάτορα. Το βλέμμα του έλαμπε σαν του γιού του. Το πρόβλημα της Γερμανίας και στους δύο πολέμους ήταν το ίδιο, η συρρίκωνση των αγορών. Ήθελαν το «Φρούριο Ευρώπη», να κάνουν τους γάλλους, τους πολωνούς και τους ρώσους δούλους τους. Θα άρπαζαν το βοδινό, τα λουκάνικα και το γκούλας από τα τραπέζια τους και θα τα έβαζαν στο δικό τους.

«Μιλάτε σαν τον φίλο σας τον Πέτρο, σύντροφε».

«Ο Πέτρος είχε άδικο. Τα εγκλήματα δεν τα κάνουν οι άνθρωποι, τα κάνουν ο χρόνος, οι κοινωνικές σχέσεις και οι ιστορικές στιγμές, δηλαδή ο Θεός».

Ο Θεός παρείχε την ύπαρξη, τη μορφή, τη ζωή και τη συνείδηση, ήταν  Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, Βράχμα, Σίβα και Βισνού. Ήταν η τριανταφυλλιά, η δύναμή της και ο λόγος της. Το φυτό έβγαζε λουλούδια, αγκάθια και φύλλα. Τα αγκαθια ήταν λουλούδια χωρίς δύναμη να ανοίξουν. Τα φύλλα λουλούδια χωρίς δύναμη να γεννηθούν.

Τους έβλεπε όλους ίσους, καλούς, κακούς, έξυπνους και χαζούς, αγκάθια, φύλλα και λουλούδια. Ήταν διαφορετικοί χρόνοι, διαφορετικές εκδηλώσεις των χυμών της τριανταφυλλιάς. Δεν εκτιμούσε τους καλούς, η καλοσύνη τους είχε χαριστεί. Ούτε μισούσε τους κακούς, η κακία ήταν κάτι στο οποίο είχαν καταδικαστεί. Η ζωή θα έκρινε τους ανθρώπους με το πόσο αγάπησαν.

8. Η αφίσα και οι Μικροί Ήρωες

1930, ο Πεντρένσκι στην λέσχη της Ένωσης. Μια αφίσα. Είχε στο κέντρο της ένα προλετάριο συγγραφέα. Ήταν σκυμένος στα γραπτά του, οραματιζόταν. Ένα συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του έδειχνε το όραμα. Ήταν σημαίες, πολυβόλα και κανόνια. Στο κέντρο ήταν ένας έφιππος αντάρτης. Υπήρχε μια λεζάντα στο κάτω μέρος. Προσκαλούσε τους συγγραφείς στην Κριμαία. Θα έκαναν δωρεάν διακοπές και θα εμπνέονταν το μυθιστόρημά τους. Το θέμα του μυθιστορήματος ήταν «ο ηρωισμός των κόκκινων ανταρτών στον εμφύλιο».

Η χώρα είχε πληθυσμό εκατόν πενήντα εκατομμύρια. Το δέκα τοις εκατό περνούσε πιο καλά. Και από κάτω ήταν το είκοσι της εκατό. Σε αυτό ανήκαν τα μέλη της λέσχης. Όποιος έγραφε κάτι καλό, θα ανέβαινε στο δέκα τοις εκατό.  «Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πήγα διακοπές, Βασίλη. Δεν είχα πάει ποτέ πριν. Μετά το 1930, πηγαίνω κάθε χρόνο. Δεν πήγα μόνο στα χρόνια της εξορίας μου και στα χρόνια του πολέμου».

Το ξενοδοχείο είχε θέα την θάλασσα. Την κοίταζε και αναζητούσε την έμπνευση. Γέμιζε κόλλες με σχέδια και πλοκές, κολυμπούσε και έκανε περιπάτους στο δάσος. Μια μέρα προχώρησε πιο βαθιά. Συνάντησε ένα νεκρό παιδί. Ήταν σκελετωμένο. Τα βλέφαρά του ήταν κλειστά. Θυμήθηκε το κοριτσάκι νεοσσό του Πέτρου. Περίεργο, οι νεκροί είχαν πάντα τα μάτια ορθάνοιχτα. Θα είχε περπατήσει για μήνες. Θα αναζητούσε τροφή. Θα έφτασε στο θέρετρο με το υπόλοιπο της ψυχής του. Θα έκανε εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι εκεί. «Τα παιδιά κάνουν καταπληκτικά κατορθώματα. Επειδή έχουν μια καρδιά ακέραιη».

Επιτέλους βρήκε το θέμα του! Θα έγραφε τους Μικρούς Ήρωες». Θα ήταν μικροί, καλοί και έξυπνοι. Θα πολεμούσαν τους Λευκούς που θα ήταν μεγάλοι, κακοί και χαζοί. Οι Λευκοί θα είχαν και έναν αρχηγό, ψηλό σαν αρκούδα, χοντρό σαν βόδι, θα τον έλεγαν Μπόρις η αρκούδα. Οι μικροί θα έκαναν συνέχεια ηρωικές πράξεις, ασταμάτητα, μέχρι αηδίας. Τα μάτια του έλαμψαν: Το μυθιστόρημα θα γινόταν επιτυχία. Θα απευθυνόταν και στους μικρούς και στους μεγάλους. Επομένως θα είχε διπλό αναγνωστικό κοινό. Το Κόμμα θα φρόντιζε να μοιραστεί παντού, θα πουλιόταν και στο εξωτερικό. Αυτό θα το φρόντιζαν ξένα κομμουνιστικά κόμματα. Επιτέλους! Ένα σοβιετικό έργο αντάξιο της αγγλικής παιδικής λογοτεχνίας!.

Ο εαυτός του τού έκανε νερά. Ο Πεντρένσκι του έκανε μια υπενθύμιση: «Μην ξεχνάς, ότι είμαι εγώ αυτός που σε ταϊζει». Ο ευατός του συμφώνησε να συνεργαστούν. Σε δύο εβδομάδες γέμισαν διακόσιες σελίδες. Ο εαυτός του δυσανασχέτησε: «Οι μικροί έχουν ήδη νικήσει τέσσερις φορές», είπε στον Πεντρένσκι, «βαρέθηκα». «Δεν αρκεί», του απάντησε ο Πεντρένσκι. «Πρέπει να νικήσουν άλλες τρεις φορές». Το επέβαλε το μοντέλο. Χρειάζονταν συνολικά επτά νίκες. Μία στην αρχή. Μία στο ανέβασμα. Δυο μικρές στο κατέβασμα. Άλλες δύο στο επόμενο ανέβασμα. Και μία μεγάλη στο τέλος. Ήταν η περίφημη «μεγάλη μάχη» στην έξοδο.

Ο εαυτός του το έβαλε στα πόδια. Ο Πεντρένσκι τον κυνήγησε, κατόρθωσε να τον στριμώξει. Ξανάρχισαν τις προσπάθειες να τελειώσουν το κείμενο. Αντέδρασε το νεκρό αγόρι. Τον κοίταξε στα μάτια. Ύστερα την νύχτα, στον ύπνο του, εμφανίστηκε το κοριτσάκι νεοσσός. Ξύπνησε τρομαγμένος.

«Και τι θα κάνω τις διακόσιες σελίδες;», ρώτησε το νεκρό αγόρι.

«Βάλτες στο μπαούλο του Πέτρου», του απάντησε.

Ο Πεντρένσκι κοίταξε τα χειρόγραφα με λύπη. Στο τέλος έκανε αυτό που του είπε το αγόρι.

9. Ο Αντρέι στην Αμερική, οι ατυχίες του συνεχίζονται, οι αμερικάνοι μπολσεβίκοι

Φωτογραφίες του Πέτρου με τον Αντρέι και τις δύο αδελφές του. Ήταν από την δεκαετία του τριάντα. Μετά το 1925, ο Πεντρένσκι αντάλλασε με τις δύο αδελφές τηλεγραφήματα. Τα επόμενα χρόνια πήγε και τις είδε δυο φορές. Μετά το 1930 συναναντιόταν με τα αδέλφια του Πέτρου πιο συχνά.

Το 1902, ο Ανδρέι πήγε στη Νέα Υόρκη.  Είχε ένα κεφάλαιο από τους δικούς του. Διάβασε ότι στα βόρεια είχε μόλις ιδρυθεί μια πόλη. Είχε ένα εργοστάσιο ηλεκτρισμού. Το ρεύμα του τροφοδοτούσε τις φάμπρικες, τα εργαστήρια και τις κατοικίες. Όλα λειτουργούσαν με αυτό, ήταν η απόλυτη πρωτοπορία. Πήγε εκεί και ξεκίνησε μια βιοτεχνία ρούχων. Η ενέργεια ήταν πάμφθηνη. Ήταν ανταγωνιστικός μόνο από αυτό. Η πόλη άνθισε. Ο πληθυσμός πολλαπλασιάστηκε.

Πέρασαν δέκα χρόνια. Το 1913, οι άνθρωποι άρχισαν να αρρωσταίνουν. Το δημοτικό συμβούλιο ανακάλυψε την αιτία: Ήταν το νερό, το μόλυνε το εργοστάσιο. Δεν υπήρχε λύση. Το εργοστάσιο ήταν η μοναδική πηγή ενέργειας και το ποτάμι η μοναδική πηγή νερού. Έκρυψαν το πρόβλημα και η πόλη γέμισε αρρώστους. Δημιουργήθηκε πανικός. Σε δέκα μήνες η πόλη ερήμωσε. Έγινε η πρώτη βιομηχανική πόλη φάντασμα, πέρασε στην ιστορία.

Ο Αντρέι πήγε εκατοντάδες μίλια μακριά. Έστησε ξανά μια επιχείρηση.  Πάλεψε μέχρι το 1929. Πλούτισε αλλά μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα γινόταν ολοένα πιο εύθραυστος. Είχε πάψει να έχει πραγματικά κέρδη. Επιβίωνε με τον πιο παράξενο τρόπο: Παίζοντας το ταμείο στις μετοχές. Η αξία τους ανέβαινε συνέχεια για δέκα χρόνια. Ειδικεύτηκε στο σορτάρισμα.  Με τα κέρδη του μπάλωνε τις τρύπες της επιχείρησης

Οι μετοχές ανέβαιναν επειδή έμπαιναν συνέχεια νέοι παίκτες. Δεκάδες εκατομμύρια κάθε χρονιά. Ήταν τα roaring twenties, η Belle Epoque. Όλοι νόμιζαν ότι ήταν μεγαλοφυίες. Μέχρι που έπαιξε και ο τελευταίος ταξιτζής. Τότε ήρθε το τέλος. Το 1929 δεν μπορούσε να πουλήσει κανείς. Στην ουσία οι μετοχές δεν είχαν πια καμία αξία. Δημιουργήθηκε ένα μικρός πανικός. Έσπευσαν να πουλήσουν όλοι μαζι. Μα δεν υπήρχε κανείς να αγοράσει. Ο πανικός γιγαντώθηκε. Ήρθε η «Μαύρη Τρίτη». Οι μετοχές του Αντρέι έγιναν φύλλα χαρτί. Ο άτυχος αδελφός περικυκλώθηκε από το απλήρωτο προσωπικό, τους απλήρωτους προμηθευτές και τους απλήρωτους λογαριασμούς.

Τριάντα χρόνια μετά, το 1960, οι ελεύθερες οικονομίες θριάμβευσαν. Έκαναν παρέλαση. Μπροστά πήγαιναν τα σούπερ μάρκετ. Ακολουθούσαν οι λευκές συσκευές, καβάλα σε ένα σεβρολέτ. Την παρέλαση έκλεινε ο τουρισμός. Ήταν τα αποτελέσματα του νέου κεϋνσιανισμού. Τα χρόνια όμως του Μεγάλου Κραχ, εμφανίστηκαν στις Πολιτείες νεκροί από πείνα.   Το 1930 ο «άτυχος αδελφός» επέστρεψε στη Ρωσία. Είχε μαζί του την αμερικανίδα σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους. Έγιναν άρθρα στις εφημερίδες. Ήταν «οι αμερικάνοι που ήρθαν στον κομμουνισμό». «Αναγνώριζαν την ανωτερότητα του σοσιαλισμού». Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλοι πολίτες της Αμερικής.

Ο Αντρέι πήγε στο πατρικό του στην Κριμαία. Οι γονείς του είχαν πεθάνει. Βρήκε το σπίτι των Τσακάλωφ όπως το άφησε. Δεν το είχαν αγγίξει τα χρόνια και οι ταραχές. Το κατοικούσαν οι δυο αδελφές. Η μια είχε οικογένεια. Η άλλη παρέμενε ανύπαντρη. Του παραχώρησαν δυο δωμάτια. Η κυβέρνηση του βρήκε δουλειά.

Το 1929, ο Φορντ έκανε μια συμφωνία με τη σοβιετική κυβέρνηση: Αυτός θα ίδρυε ένα εργοστάσιο φορτηγών στον Βόλγα,  εκείνη θα προαγόρασε εβδομήντα δυο χιλιάδες κομμάτια. Η Ρωσία τα χρησιμοποίησε δέκα χρόνια μετά, στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1950, ο Στάλιν τον αποκάλεσε «μεγάλο βιομήχανο». Πρόσθεσε μια ευχή: «Μακάρι να τον έχει καλά ο Θεός». Το 1932, ακολούθησαν το παράδειγμα του Φορντ και άλλοι αμερικάνοι. Ήταν στελέχη γνωστών βιομηχανιών. Πήγαν στην Κριμαία. Ερεύνησαν την δυνατότητα ίδρυσης εργοστασίων. Η σοβιετική ηγεσία ευχαριστήθηκε, έσπαγαν τον διεθνή αποκλεισμό. Μα ήταν καχύποπτη. Την ίδια χρονιά πήγε στην Κριμαία και ο Πεντρένσκι. Ήταν η τρίτη χρονιά που έκανε διακοπές. Μα δεν παρέδωσε κανένα μυθιστόρημα το 1930! Ω, του το είχαν συγχωρέσει.

Ήξερε για την επιστροφή του Αντρέι από τις δύο αδελφές. Του το είχαν τηλεγραφήσει. Πήγε να τον συναντήσει. Η απόσταση από το ξενοδοχείο του ήταν δύο μέρες. Όταν έφτασε στο πατρικό των Τσακάλωφ, ο Αντρέι είχε φύγει, είχε πάσει στην αμερικάνικη αποστολή. Ο Πεντρένσκι ακολούθησα τα ίχνη του, τον βρήκε ανάμεσα στους ξένους. Ήταν όλοι τους τεχνοκράτες. Ο ένας ήταν ένας διάσημος συνδικαλιστής, ένα γνωστό ιστορικό πρόσωπο. Θαύμαζαν τον δυναμισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Έστηνε πόλεις στη μέση του πουθενά. Τις γέμιζε εργοστάσια και κατοίκους. Θαύμαζαν και την συγκεντρωμένη δύναμη, οι σοβιετικοί μάνατζερ διέταζαν σαν αξιωματικοί του στρατού, οι κρατικές επιχειρήσεις ήταν σαν στρατιωτικές μονάδες.

Πίστευαν και εκείνοι στην «οργανωτική δύναμη του λόγου». Πίστευαν και στον επίγειο παράδεισο. Θα τον έστηναν η επιστήμη και η δύναμη. Οραματίζονταν ένα άγαλμα της Ελευθερίας με κόκκινη τήβεννο. Υπήρχε κάτι όμοιο στο αμερικάνικο παρελθόν. Ήταν οι προτεσταντικές κοινότητες του δέκατου έβδομου αιώνα. Η ιδεολογία κάποιων παρέπεμπε σε ένα είδος κοινοτικού κομμουνισμού. Κάποιοι φλέρταραν ακόμα και με την κατάργηση της ιδιοκτησίας. Οι πρεσβύτεροι είχαν την απόλυτη εξουσία. Μοίραζαν τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Ήλεγχαν την ηθική των αποίκων και τιμωρούσαν ότι θεωρούσαν «αμαρτία». Οι άποικοι αποκαλούνταν μεταξύ τους «αδελφοί». Η ιστορία έσκασε μαζί τους στα γέλια: Τους υποχρέωσε να φέρουν στη Βιρτζίνια του πρώτους μαύρους δούλους.

Οι γιάνκηδες τελικά έφυγαν. Οι ελπίδες του Αντρέι να κάνει κάτι μαζί τους εξατμίστηκαν. Παράτησε τις φιλοδοξίες του και δήλωσε  μεγάλος και κουρασμένος. Παρακάλεσε τον Πεντρένσκι να του βρει μια καλύτερη θέση. «Μπορείς να το κάνεις», του είπε. «Έχεις την επιρροή».

Υπήρξαν και άλλες αμερικανοσοβιετικές συνεργασίες. Έγιναν σχέδια για εργοστάσια στη Σιβηρία. Οι σοβιετικοί συνεργάστηκαν και με τους γερμανούς. Έφτιαχναν τμήματα από  τα τανκς, τα υποβρύχια και τα αεροπλάνα τους. Μετά συνεργάστηκαν και με τους ναζί. Ο Πεντρένσκι έδειξε στον Βασίλη φωτογραφίες από τα παιδιά και τα εγγόνια του άτυχου:  «Ο Αντρέι πέθανε το 1950. Tα παιδιά του τα νιώθω σαν δικά μου».

10. Ο ναζί προτεστάντης μπολσεβίκος και η κατάρα του Μαρξ

Ο Πεντρένσκι αφηγήθηκε την ιστορία του Χένρι Φορντ.   Έδωσαν το όνομά του σε μια ολόκληρη περίοδο της βιομηχανίας. Την ονόμασαν Φορντισμό. Επειδή τάχα καθιέρωσε τις αλυσίδες παραγωγής. Αυτός που τις καθιέρωσε όμως ήταν η διεύρυνση της μεσαίας τάξης, η αύξηση και η σταθεροποίηση της κατανάλωσης, η εμφάνιση της καταναλωτικής κοινωνίας. Αλυσίδες παραγωγής υπήρχαν και στη δημοκρατία της Βενετίας, έφτιαχναν τα πλοία της. Υπήρχαν και στα σφαγεία του Σικάγου. Το 1900 η αγορά απορροφούσε τα πάντα. Το βλέμμα συγκεντρώθηκε στην αύξηση της παραγωγής ανά μονάδα εργασίας, στη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος.

Οι αλυσίδες καθιερώθηκαν παντού. Έκαναν τα προϊόντα φθηνότερα. Η φθήνια έδωσε νέα αύξηση στην κατανάλωση. Οι αλυσίδες δούλευαν ολοένα πιο γρήγορα. Η παραγωγικότητα του εργάτη συνεχώς αυξανόταν. Ένα μέρος του εργατικού προσωπικού δεν άντεχε. Ανακυκλωνόταν κάθε λίγους μήνες.  Ο Φορντ έδωσε στους εργάτες του το πενθήμερο, το οκτάωρο, τα υψηλά μεροκάματα, τους μοίρασε μετοχές. Ο καπιταλισμός εξαφάνιζε τη φτώχεια με δύο τρόπους, με τα υψηλά μεροκάματα και την αφθονία. Γεννήθηκαν το american dream και η opulent society. Ο Μεσσίας κατέβηκε στη Γη, άρχιζε η χιλιετία του. Οι αμερικάνοι Khlysty ζητωκραύγαζαν. Ο Φορντ έγινε αμερικάνικο ίνδαλμα.

Το κομμουνιστικό ιερατείο αφόρισε τον Φορντισμό. Τον ανακήρυξε αίρεση. «Δεν καταργεί την εκμετάλλευση, εμείς είμαστε η αληθινή πίστη!». Ο καρδινάλιος Αντόνιο Γκράμσι ξεκίνησε να γράφει την πραγματεία του Ο Αμερικανισμός και ο Φορντισμός.

Το 1928, ο αμερικάνος βιομήχανος μιμήθηκε τους σοβιετικούς. Ίδρυσε μια πόλη στη μέση του πουθενά, την Fordlandia στον Αμαζόνιο. Θα καλλιεργούσε φυτείες από καουτσουκόδενδρα, θα έφτιαχνε καουτσούκ για τα λάστιχα των οχημάτων του, θα χτυπούσε το αγγλικό μονοπώλιο, θα ήταν η ιδανική πολιτεία, η πατρίδα ενός νέου είδους ανθρώπου, σύμφωνα με τα λόγια του «ενός είδους που θα πίστευε μόνο στην εργασία και στην δημιουργικότητα». Έπαθε Γκόρκι.

Έστειλε να την κατοικήσουν δέκα χιλιάδες βραζιλιάνοι και αμερικάνοι. Ήταν όλοι άνδρες. Τους έφτιαξε κατοικίες, οδικό δίκτυο, νοσοκομείο, σχολείο, εκκλησία, χώρους διασκέδασης, βιβλιοθήκη και ένα γήπεδο γκολφ. Απαγόρευσε το αλκοόλ, τις γυναίκες και το ποδόσφαιρο. Υπήρχαν επιθεωρητές που επέβλεπαν την τήρηση των εντολών του. Η πόλη περικυκλώθηκε από μπαρ και μπορντέλα. Το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Η πόλη παρήγαγε λίγο καουτσούκ και ήταν όλο κακής ποιότητας. Επιπλέον, λίγα χρόνια μετά, εφευρέθηκε το τεχνητό καουτσούκ. Η πόλη έγινε πόλη -φάντασμα.

«Βασίλη, ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας δούμε καλύτερα», είπε ο Πεντρένσκι. «Ο κόσμος απέκτησε άφθονο καλό καουτσούκ χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όχι χάρη στην οικονομία της αγοράς, όχι χάρη στις παραγωγικές σχέσεις».

Όλη η ιστορία του βιομηχανικού καπιταλισμού από το 1800 ήταν η ίδια. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έλυνε τα προβλήματα της φτώχειας που δημιουργούσαν οι παραγωγικές σχέσεις. Από το 1800 ο αμερικάνικος καπιταλισμός πάθαινε κρίσεις κάθε είκοσι χρόνια, καταστρεφόταν. Η χώρα γέμιζε φτωχούς. Όμως η ανάπτυξη της τεχνολογίας έκανε την ζωή των φτωχών συνέχεια πιο εύκολη, έκανε την κοινωνία συνέχεια πιο πλούσια σε υλικά αγαθά. Οι νέοι φτωχοί είχαν περισσότερα αγαθά από τους παλιούς πλούσιους.

«Και ποιός ανέπτυσε τις παραγωγικές δυνάμεις; Η οικονομία της αγοράς που διαρκώς αποτύγχανε. Αποτύγχανε στους άμεσους στόχους της. Μισούσε την ανάπτυξη της τεχνολογίας επειδή έκανε την παραγωγή πιο ακριβή. Όμως αναγκαζόταν να την πραγματοποιεί. Τελικά επιτυγχανόταν κάτι πέρα από τις επιδιώξεις».

Ο καρδινάλιος Γκράμσι φάνηκε τυχερός. Η πραγματεία του τελείωσε όταν η αμερικάνικη οικονομία κατάρρευσε. Το 1930, ο Φορντ έκλεισε τα περισσότερα εργοστάσια του. Τα κέρδη χάθηκαν. Μαζί του χάθηκαν ο ανθρωπισμός, η ηθική, τα όνειρα. Έστησε πολυβόλα στις πύλες των ανοικτών εργοστασίων του. Σε μια περίπτωση έριξαν στο πλήθος, σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν δεκάδες.

Ο Χίτλερ θαύμαζε τον Φορντ. Είχε στο γραφείο του την φωτογραφία του. Το 1938 τον κάλεσε. Του απένειμε το ανώτατο παράσημο. Μέχρι τότε το είχε πάρει μόνο ο Μουσολίνι. Ο Φορντ θαύμαζε επίσης τον Χίτλερ, ήταν ένας από τους διεθνείς υποστηρικτές του. Οι ναζί ενέταξαν τον Διεθνή Εβραίο και τα Πρωτόκολλα. στην προπαγάνδα τους. Το 1939, το Ντητρόιτ έστειλε στην Γερμανία έξι χιλιάδες μηχανές. Ήταν για τα φορτηγά που θα εισέβαλαν στην Πολωνία.

Το 1940, ο Φορντ επιτέθηκε στους τραπεζίτες της Νέας Υόρκης. Τους κατηγόρησε ότι ήταν  «εβραίοι» και ότι «ετοίμαζαν τον νέο παγκόσμιο πόλεμο», επίσης ότι «ήταν οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι». Επιτέθηκε την στιγμή που ήθελαν οι ναζί. Όταν κυρίευσαν την Ευρώπη και την έκαναν φρούριο.

«Νομίζω ότι είχε προβλήματα με τις τράπεζες, Βασίλη», είπε ο Πεντρένσκι. «Οι πρώτοι χρηματοδότες του, τον πτώχευσαν. Οι επόμενοι πρέπει να του ρουφούσαν τα κέρδη».

Τον δέκατο ένατο αιώνα, ο κάθε επιχειρηματίας χώριζε μια κόλλα στη μέση. Έφτιαχνε δύο στήλες. Στην πρώτη έγραφε τα έξοδα. Στην απέναντι τα έσοδα. Ο καπιταλισμός όμως ήταν πόλεμος. Δεν αρκούσαν η μόρφωση, η εξυπνάδα, η προνοητικότητα, τα «μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων». Σαν πόλεμος γεννούσε έναν ολοένα μεγαλύτερο πόλεμο.  Γεννιούνταν συνέχεια νέα απρόβλεπτα έξοδα που εξαφάνιζαν τα κέρδη. Έπρεπε να αλλάζουν οι μηχανές στα εργοστάσια. Το κράτος άρπαζε ένα ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό με φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, τέλη, και πρόστιμα. Οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη από ένα ολοένα μεγαλύτερο αριθμό από υπαλλήλους διαχείρισης.

«Μόνο ο Μαρξ κατάλαβε το πρόβλημα, Βασίλη. Έγραψε ότι ο καπιταλισμός θα εξαφάνιζε τα κέρδη». Υπήρχε ένας μηχανισμός. Χρειαζόταν ένα ολοένα μεγαλύτερο κεφάλαιο για να αντληθούν τα ίδια κέρδη. Ο Μαρξ προσπάθησε να αναλύσει αυτή την διαδικασία στο  Κεφάλαιο». Ήταν παιδί του γερμανικού ρομαντισμού. Θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός ήταν μια αμαρτία που αυτοτιμωρείτο.

Ο Φορντ περιφερόταν στις δεξιώσεις. Τον επιδείκνυαν, τον επευφημούσαν. Γλεντούσε με την αμερικάνικη διανόηση. Μα το μυαλό του ήταν κολλημένο: Τα μελλοντικά κέρδη δεν θα κάλυπταν ποτέ τα δάνεια. Το μέλλον θα έφερνε συνέχεια νέες υποχρεώσεις. Θα χρειαζόταν ακόμα περισσότερα δάνεια. Οι τραπεζίτες τον είχαν στο χέρι. Κάθονταν στα γραφεία τους και έβαζαν τους βιομήχανους και τους εμπόρους να δουλεύουν για εκείνους. Ω, πόσο μισούσε τους εβραίους!

«Θα μπορούσε να αδιαφορήσει, Βασίλη. Να πάρει το κότερό του και να φύγει. Αλλά ήταν το υπόδειγμα της προτεσταντικής ηθικής. Ήθελε ο κόσμος να του κτίσει ένα άγαλμα. Ήθελε να τον θυμούνται στους αιώνες. Όπως ακριβώς ήθελαν και οι βίκινγκς πρόγονοί του».

Θεωρούσε την Σοβιετική Ένωση δημιούργημα των ιουδαίων. Αλλά το εργοστάσιο στο Βόλγα έσωσε τον Κόκκινο Στρατό. Θαύμαζε το Χίτλερ. Η Γερμανία του έδωσε το ανώτατο παράσημό της. Αλλά τα εργοστάσια του στην Αμερική έφτιαξαν τις μηχανές των Σπιτφάιρ και των Χαρικέιν. Ήταν τα αεροπλάνα που έκαψαν τη Λουφτβάφε πάνω από το Λονδίνο. Τα ίδια εργοστάσια έφτιαξαν και κάποια από τα βομβαρδιστικά που ισοπέδωσαν τη Γερμανία. Μισούσε τους «εβραίους τραπεζίτες» και «τους πολέμους τους» αλλά έγινε συμπολεμιστής τους. Στο τέλος της ζωής του έπαθε μανία. Κατηγορούσε τους ιουδαίους για τα πάντα. Οι αμερικάνικες εφημερίδες έλεγαν ότι τρελάθηκε.

Ο Πεντρένσκι έβαλε τα γέλια. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, άρχισε να βήχει.

11. Ο αιώνας των Khlysty, ο υπεράνθρωπος, η Βαβέλ που έγινε θερμαινόμενη πισίνα

Ο ρώσος συγγραφέας πίστευε ότι εικοστός αιώνας ήταν ο αιώνας των Khlysty. Η Ρωσία πίστευε ότι η ορθοδοξία της είχε το Άγιο Πνεύμα. Ότι η ίδια είχε την ιερή αποστολή να διαδώσει τον εαυτό της. Η Αγία Αδελφότητα πίστευε ότι τα είχε όλα αυτά περισσότερο. Οι σοβιετικοί πίστευαν ότι είχαν την οργανωτική δύναμη του Λόγου και ιερή αποστολή, να διαδώσουν το σοσιαλισμό. Ο κατ’ εξοχήν κάτοχος αυτής της δύναμης ήταν το Κόμμα. Οι  αμερικάνοι πίστευαν ότι κατείχαν τις υψηλές ιδέες για ελευθερία, δημοκρατία, γενική ευημερία και ιερή αποστολή ντα τα απλώσουν στον κόσμο. Οι κατ’ εξοχήν κάτοχοι όλης αυτής της ανωτερότητας ήταν  οι “philanthropists” σαν τους George Peabody, Andrew Carnegie, John D. Rockefeller, Henry Ford, Herbert Hoover και οι  Ιππότες του Κολόμβου. Οι ναζί είχαν το πνεύμα της αρίας φιλής και ιερή αποστολή να φέρουν τη Νέα Τάξη.  Τα Ες Ες και η Εταιρεία της Θούλης είχαν περισσότερο πνεύμα.

Ο καθένας ήταν το αντίθετο αυτού που φανταζόταν. Οι Πολιτείες δεν ήταν η κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων. Ήταν η κοινωνία των μαζών, της ομοιομορφίας,  των ανθρώπων μηχανών. Οι πολίτες ακολουθούσαν αμέτρητες εντολές που καθόριζαν την ελάχιστη στιγμή της ζωής τους. Πνιγόντουσαν στα χρέη, το άγχος και το στρες. Χωρίζονταν επίσημα σε «νικητές» και «ηττημένους». Ο ανταγωνισμός τους έκανε να αλληλομισιούνται τόσο πολύ, που πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο στο δρόμο. Η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν η κοινωνία της ισότητας, ήταν η κοινωνία της μεγαλύτερης ανισότητας, η πιο σκληρή ταξική κοινωνία. Η Γερμανία δεν ήταν η χώρα των ηρωϊκών υπερβορείων, ήταν η χώρα των τρομαγμένων μικροαστών. Τα μυαλά τους ήταν κολλημένα στα λουκάνικα, στους κουμπαράδες και στους κινδύνους της υγείας τους. Ήταν η χώρα της μουσικής επειδή η μουσική ήταν η καλύτερη συντροφιά στην παγωμένη μοναξιά τους.

Οι Khlysty πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργείτο από την θέληση του υποκειμένου. Στις πύλες του Άουσβιτς και του Νταχάου, υπήρχε η επιγραφή: Arbeit macht frei. Θα την έγραψε κάποιος χεγκελιανός καθηγητής. Σήμαινε ότι οι εισερχόμενοι έπρεπε να μάθουν να εκδηλώνουν τη δημιουργική τους δύναμη.  Μόνο τότε θα γίνονταν αληθινοί άνθρωποι. Θα ενώνονταν με την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ουσία, την δημιουργικότητα. Όπως έγραψε κάποιος «οι εσφαλμένες αντιλήψεις του Διαφωτισμού ολοκληρώθηκαν στο Άουσβιτς». Οι ίδιες αντιλήψεις επικρατούσαν και στα μαοϊκά στρατόπεδα.

Οι Khlysty λάτρευαν τους ήρωες, τους αγίους, τους κάθε λογής υπερανθρώπους. Ήταν οι κατ’ εξοχήν κάτοχοι του Αγίου Πνεύματος, της οργανωτικής δύναμης του Λόγου, της δημιουργικής δύναμης του υποκειμένου. Τo 1937,  στην διεθνή έκθεση του Παρισιού, βραβεύτηκε η ταινία της Λένι Ρίφενσταλ Ο Θρίαμβος της Θέλησης. Εκθείαζε την άνοδο του Χίτλερ σαν αποτέλεσμα της ισχυρής του θέλησης. Την ίδια στιγμή ο Αδόλφος εθιζόταν στην καθημερινή χρήση των ναρκωτικών. Το 1939, η διεθνής έκθεση της Νέας Υόρκης ήταν αφιερωμένη στο  Κτίσιμο του Κόσμου του Αύριο και στον Υπεράνθρωπο. Ένα από τα σύμβολα της έκθεσης ήταν ο ίδιος ο  γνωστός ήρωας των κόμικς. Έκαναν και μια γιορτή, την Μέρα του Υπεράνθρωπου.

Μετά το 1930, εμφανίστηκαν οι αμερικάνικες b-movies. Οι πρώτοι ήρωες ήταν παλαιστές. Ακολούθησαν οι πυγμάχοι.  Τα φτωχόπαιδα γίνονταν πλούσια και διάσημα με την αξία του. Δυο δεκαετίες αργότερα, εμφανίστηκαν ταινίες με κινέζους που ήξεραν καράτε, τυφλούς σαμουράι, καουμπόυ εκδικητές, πρωταθλητές. Ήταν όλοι τους οι θετικοί και αισιόδοξοι ήρωες του Γκόρκι, οι γεμάτοι πνεύμα αλτρουισμού.

Η φωτογραφία ενός πύργου. Στην κορυφή του είχε ένα άγαλμα του Λένιν. «Ο πύργος δεν έγινε ποτέ», είπε ο Πεντρένσκι στο Βασίλη. «Βλέπεις ένα σχέδιο». Το 1946, το Κόμμα πίστευε ότι θα κυρίευε την Ευρώπη, ότι η Ρωσία θα γινόταν η πρώτη υπερδύναμη. Ήθελε να έχει το ψηλότερο κτίριο στον κόσμο. Να είναι ψηλότερο από το άγαλμα της Ελευθερίας και το Empire State Building. Θα έβαζαν στην κορυφή του το άγαλμα του υπερανθρώπου, εκείνου που θα κατασκεύαζε η Σοβιετική Ένωση.

Με τι όμως θα έμοιαζε ο υπεράνθρωπος; Ήταν μια λέξη που έπρεπε να γίνει εικόνα. Ήταν αδύνατον να βρουν κάποια. Κατέληξαν στο άγαλμα του Λένιν. Μα δεν ανήκε στο μέλλον, ανήκε στο παρελθόν! Μάλλον ο υπεράνθρωπος που θα έφτιαχναν θα ήταν κλώνοι του. Πήραν μερικές βαθιές ανάσες. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Άλλωστε τον λάτρευαν σαν Θεό, τον είχαν βαλσαμώσει σα να ήταν φαραώ. Το άγαλμα θα το φώτιζαν προβολείς, θα έριχναν το συγκεντρωμένο φως τους πάνω του.

Τελικά η Βαβέλ σταμάτησε. Συγχίστηκαν οι γλώσσες και οι θελήσεις. Κτίστηκαν μόνο τα θεμέλια. Λίγα χρόνια μετά, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να τα κάνουν κάτι. Τα μετέτρεψαν σε θερμαινόμενη πισίνα. Άφησαν την είσοδο ελεύθερη. Δεν υπήρχε πουθενά κάτι ανάλογο στον κόσμο. «Η πονηρία του Λόγου, θα κάνει το ίδιο με την Βαβέλ του πολιτισμού μας», είπε ο Πεντρένσκι.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η τρίτη ημέρα της συνέντευξης

1. Το νησί των κανιβάλων -ο καπιταλισμός είναι αγάπη -Άνταμ Σμιθ και Μαρξ

Η συνέντευξη συνεχίστηκε και για τρίτη μέρα. Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να τελειώσει την πρώτη μέρα. Να κρατήσει μόνο λίγες ώρες. Έμειναν πάλι στη σουίτα. Ο συγγραφέας διηγήθηκε στο Βασίλη την ιστορία της εξορίας του.

Το 1935, το Κόμμα έστειλε σε μια επαρχία μια διαταγή, να συλληφθούν τριάντα χιλιάδες κουλάκοι. Θα τους έστελναν στο Βόρειο Κύκλο να φτιάξουν αγροκτήματα. Δεν υπήρχαν όμως πια κουλάκοι. Όλοι οι χωρικοί ήταν το ίδιο φτωχοί. Η διοίκηση της επαρχίας βρήκε μια λύση: Οι κουλάκοι δεν είχαν πάρει ποτέ τους διαβατήρια, θα συλλάμβαναν όποιον δεν είχε. Η αστυνομία το ερμήνευσε αλλιώς. Συλλάμβανε ακόμα και αυτούς που το είχαν ξεχάσει στο σπίτι του. Οι συλλήψεις όμως παρέμεναν λίγες. Οι εντολές άλλαξαν. Συνελάμβαναν όποιον δεν προλάβαινε να το βγάλει, ακόμα και αν ήταν μια μητέρα που κρατούσε το παιδί της. Στη συνέχεια απλοποίησαν τη διαδικασία περισσότερο. Όταν οι πολίτες έδειχναν τα διαβατήρια τους, οι αστυνομικοί παρίσταναν ότι δεν τα έβλεπαν.

Τα τρένα έφευγαν. Δεν είχε δημιουργηθεί όμως καμία υποδομή στο μέρος που έφταναν. Ήταν ένα λάθος στον προγραμματισμό. Οι εκτοπισμένοι στοιβάζονταν σε ένα νησί. Έσκαβαν τρύπες και χώνονταν μέσα. Οι φρουροί επικοινωνούσαν με το νησί με πορθμεία. Δεν μαγείρευαν τα τρόφιμα, τα πετούσαν στους εκτοπισμένους όπως τα έπαιρναν. Εκείνοι μάλωναν μεταξύ τους ποιός θα τα πάρει. Έφταναν συνέχεια νέα τρένα.  Οι μερίδες μίκραιναν. Οι φρουροί διαπίστωσαν ίχνη κανιβαλισμού.

Οι κανίβαλοι σχημάτιζαν ομάδες. Επιτίθεντο στους μοναχικούς. Τους δολοφονούσαν και έτρωγαν τα πόδια και τα χέρια τους. Μερικές φορές έκοβαν και τα μέλη των ζωντανών. Οι φρουροί προσπάθησαν να επιβάλουν την τάξη. Οι κανίβαλοι όμως κρύβονταν.

Η ιστορία έφτασε στη λέσχη. Οι συγγραφείς δεν αυτοαποκαλούνταν πια «προλετάριοι», είχαν γίνει «σοβιετικοί». Η παλιά τους ένωση είχε καταργηθεί. Είχαν γραφτεί όμως όλοι μαζικά στη μία και μόνη νέα ένωση. Η παλιά τους λέσχη παρέμεινε ανοικτή. Η ορχήστρα και τα γκαρσόνια παρέμειναν. Η ιστορία τους συντάραξε. Ανατρεπόταν η αλήθεια τους: Ότι το Κόμμα οργάνωνε τα πάντα με το λόγο του.

«Τα αγροκτήματα στον Παγωμένο Κύκλο απέτυχαν», είπαν κάποιοι. «Τα υπόλοιπα όμως πέτυχαν. Το νησί των κανιβάλων ήταν μια μικρή αποτυχία». Κακή δικαιολογία. Τέτοια τραγωδία δεν είχε συμβεί ούτε στις καπιταλιστικές χώρες. Παρά το γεγονός ότι είχαν λιγότερη «οργανωτική δύναμη του Λόγου. Παρά το γεγονός ότι είχαν αφεθεί στην καπιταλιστική ανοργανωσιά.

Ο Πεντρένσκι τους περιέγραψε τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Τον άκουσαν με δυσφορία, ήταν μια περίοδος που μισούσαν. Τους περιέγραψε τη σύντομη άνοιξη της ρωσικής οικονομίας.  «Τότε όλα πετύχαιναν από μόνα τους», τους είπε. «Και η επιτυχία ήταν μεγάλη!. Την παραγωγικότητα την φέρνει η αγάπη, η αγάπη για αυτό που κάνεις, η αγάπη ανάμεσα σε σένα και τους συνεργάτες σου, η αγάπη για αυτό που δημιουργείται, ακόμα και η αγάπη για το κέρδος».

Η αγάπη έκανε τα πάντα να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Δημιουργούσε τη φροντίδα, την ευθύνη, τη φιλοτιμία, την επιτυχή συνεννόηση. Οδηγούσε στην θυσία της κάθε στιγμής. Οι σπόροι πεθαίνοντας γίνονταν στάχυα. Η αγάπη έμπαινε στο σώμα του κόσμου. Γινόταν κοινωνικοί αυτοματισμοί. Δημιουργούσε συνδέσεις, θεσμούς, καταστάσεις, μεταμορφωνόταν στο περίφημο «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ.

«Κοιτάξτε το σαμοβάρι της λέσχης», τους είπε. Τα πόδια του ήταν ανισοϋψή. Παλάντζαρε. «Κανένας στην αλυσίδα παραγωγής δεν έδειξε ευθύνη». Είχε δίκιο, όλοι περιορίζονταν σε μια τυπική διεκπεραίωση καθηκόντων. Φρόντιζαν μόνο για ένα πράγμα, να μη μπορούν οι άλλοι να τους κατηγορήσουν.

«Σε κανένα μαγαζί στις καπιταλιστικές χώρες δεν θα πουλούσαν ένα τέτοιο σαμοβάρι», τους είπε. «Και κανείς δεν θα το αγόραζε. Θα αγόραζε κάποιο άλλο σε ένα άλλο μαγαζί. Το σαμοβάρι μας το έφτιαξε η λειψή αγάπη μας. Ήταν μικρότερη από εκείνη των καπιταλιστικών χωρών. Αντικαταστήσαμε την αγάπη με τις θυσίες. Αυτές όμως δεν βοηθούν. Δεν βοήθησαν ποτέ κανένα. Ούτε τους Αζτέκους, ούτε τους Ίνκας, ούτε τους Φοίνικες, ούτε τους Καρχηδόνιους. Όσο θα μεγαλώνουν οι θυσίες, θα μεγαλώνει μαζί τους το λάθος, η εξουσία των ευνοημένων. Καθώς θα μεγαλώνει το λάθος, θα απαιτεί συνέχεια περισσότερες θυσίες».

Κάποιος του έδειξε το Πως Δενόταν το Ατσάλι. Είχε μόλις κυκλοφορήσει. Ο συγγραφέας του είχε πάρει παράσημο. «Γράφω ένα παρόμοιο, βλαμμένε». Ο Πεντρένσκι πήγε στο κέντρο της αίθουσας. «Σύντροφοι!», φώναξε. «Το σοβιετικό ατσάλι έδεσε με θυσίες. Αλλά πιστέψτε με! Τα κανόνια για κάποια από τα τανκς μας τα φτιάχνουν οι γερμανοί».

Απλώθηκε ένα σούσουρο σε όλη την αίθουσα. Ήταν ένα μυστικό. Ο Πεντρένσκι το ήξερε από τα κουτσομπολιά στις εφημερίδες. Τα ναζιστικά εργοστάσια έφτιαχναν καλύτερα κανόνια από τα σοβιετικά. Είχαν πάρει την παραγγελία για τα καλύτερα σοβιετικά τανκς. «Οι γερμανοί δένουν καλύτερα το ατσάλι!», τους είπε. «Και δεν έκαναν τις δικές μας θυσίες». Ακούστηκαν φωνές και βρισιές.

Ύψωσε τη φωνή του: «Ο Νομπέλ ανατινάχτηκε τρεις φορές! Έκανε πειράματα για να επιτύχει την ελεγχόμενη έκρηξη της νιτρογλυκερίνης. Σκοτώθηκε ένα μέλος της οικογενείας του. Τραυματίστηκαν άλλα τρία. Ποιος υψηλόβαθμος κομματικός έκανε ποτέ κάποιο πείραμα; Ποιός έκανε μια καινοτομία; Ή δεν ξέρετε τι γίνεται με τα τρακτέρ;».

Kόστιζαν ένα σωρό: Ορυχεία, σίδερα, βάσεις παραγωγής, συνεργεία, εργάτες, διευθυντές, ελεγκτές. Όταν τελείωναν, στέλνονταν σε λάθος μέρος. Ή δεν δούλευαν καθόλου επειδή έλειπε κάποιο ανταλλακτικό. Στις δυτικές χώρες όλα αυτά συνέβαιναν σε μικρότερο βαθμό. Χάρη στην  υλική αγάπη της ελεύθερης οικονομίας. Χάρη στην αυτοοργάνωση που δημιουργούσε.

Κρέμονταν όλοι από τα χείλη του. Ο Πεντρένσκι κολακεύτηκε. Η φωνή του έγινε μελοδραματική: «Ο καπιταλισμός έχει ένα κρυφό σοσιαλισμό, σύντροφοι. Ξεκίνησε από τις μικρές πόλεις και τα χωριά του ευρωπαϊκού βορρά. Εκεί το άτομο ήταν υποταγμένο στην κοινότητα. Το άτομο έκανε τα πάντα για να κερδίσει την εκτίμηση και το θαυμασμό των άλλων. Γινόταν καλός πολεμιστής, καλός τεχνίτης, καλός καραβοκύρης. Γινόταν πλούσιο για να το θαυμάζουν. Ο εγωισμός το οδηγούσε να γίνει ο ήρωας της κοινότητας».

Περιέγραψε τα λεπτομερή αρχεία που τηρούσαν οι μικρές γερμανικές και αγγλικές πόλεις. «Ήταν σαν τα αρχεία του κράτους μας». Περιέγραψε τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό τις Κυριακές. Η κοινότητα έβαζε πρόστιμα σε όσους δεν πήγαιναν στις εκκλησίες. «Αντίθετα, ο δικός μας σοσιαλισμός έχει εγωιστικές βάσεις», τους είπε. «Η ζωή μας δεν έχει σκοπό την κοινή ευημερία. Ο σοσιαλισμός μας έχει έναν κρυφό καπιταλισμό».

Αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο: Ο Μαρξ δεν διαφωνούσε με τον Άνταμ Σμιθ. Πίστευε και εκείνος στα «θετικά συναισθήματα». Αυτά όμως προσάρμοζαν τις συμπεριφορές μόνο σε μία αγορά. Ο καπιταλισμός, καθώς διευρυνόταν, δημιουργούσε συνέχεια νέες παράλληλες αγορές. Δεν υπήρχε τίποτα για να τις ρυθμίσει μεταξύ τους. Σε βάθος χρόνου όλα οδηγούνταν σε μια απορρύθμιση.

2. Η επιτροπή, οι στατιστικές, οι εξόριστες, επίσημο μέλος

Ο Πεντρένσκι βρέθηκε μπροστά σε μια επιτροπή. Φοβήθηκε, κάθισε τρεις φορές σε λάθος θέση. Του ζήτησαν να εξηγήσει τη φράση του «ο καπιταλισμός είναι αγάπη».

«Είναι μια αγάπη κατώτερη των περιστάσεων», τους απάντησε. «Μια αγάπη ολοένα περισσότερο λειψή. Ο πολλαπλασιασμός των αγορών απαιτεί μια ολοένα μεγαλύτερη».

Τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Εκείνος επαναλάμβανε μαρξιστικά τσιτάτα: «Ο πλούτος είναι αποτέλεσμα της ποιότητας των παραγωγικών σχέσεων», «μια κοινωνία είναι τόσο παραγωγική, όσο είναι σοσιαλιστική», «αν μια κοινωνία δεν είναι παραγωγική, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σοσιαλιστική».

«Δηλαδή η κοινωνία μας δεν είναι σοσιαλιστική;», τον ρώτησε κάποιος.

«Είναι», απάντησε ο Πεντρένσκι. «Αλλά αν ήταν περισσότερο σοσιαλιστική θα ήταν και περισσότερο παραγωγική».

«Η κοινωνία μας δεν είναι παραγωγική;», τον ρώτησε κάποιος άλλος.

«Είναι», απάντησε ξανά ο Πεντρένσκι. «Αλλά αν ήταν περισσότερο παραγωγική, αυτό θα σήμαινε ότι είναι περισσότερο σοσιαλιστική».

Τον συμπάθησαν. Ήταν ο μόνος που είχε ψιλοδιαβάσει το Κεφάλαιο. «Δεν το έχει διαβάσει κανένας μας, σύντροφε», του εκμυστηρεύτηκαν.

«Το βρίσκω λογικό», τους απάντησε. «Είσαστε λενινιστές».

Εξορίστηκε για τρία χρόνια σε κάποιο χωριό. Θα εργαζόταν σε ένα συνεταιρισμό.  Θα είχε και δικό του δωμάτιο. Το χωριό ήταν προορισμός εξορίστων. Ελάχιστοι όμως είχαν την τύχη του. Οι αρχές δεν τους έβρισκαν ούτε δουλειά, ούτε κατάλυμα. Έβγαιναν από το τρένο σέρνοντας ένα μπόγο. Οι χωρικοί τους απογύμωναν. Τους πουλούσαν τα πάντα πανάκριβα. Πολλές εξόριστες αναγκάζονταν να κάνουν υποχωρήσεις. Κανένας σοβιετικός ήρωας, σεμνός με αίσθημα αλληλεγγύης, δεν τις υπερασπίστηκε. Οι ήρωες ήταν απασχολημένοι, έδεναν το ατσάλι.

Οι εξόριστοι τρύπωναν στο δάσος. Κατοικούσαν σε ερειπωμένες καλύβες. Έτρωγαν χόρτα και ρίζες. Μετά από λίγους μήνες πέθαιναν. Οι νεκροί αυτού του είδους ήταν αμέτρητοι. Αλλά πέθαιναν μακριά ο ένας από τον άλλον. Τους σκέπαζαν οι θάμνοι και τα λουλούδια. Τους ανακάλυψαν οι στατιστικές. Το 1911 ο πληθυσμός της ρωσικής αυτοκρατορίας ήταν εκατόν εξήντα επτά εκατομμύρια. Μέχρι το 1940, αυξήθηκε δέκα τοις εκατό, όσο και ο πληθυσμός της Ινδίας. Ή δεν αυξήθηκε καθόλου. Αντίθετα ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε σαράντα τοις εκατό.

Η μικρή αύξηση δεν μπορεί να εξηγηθεί με την υπογεννητικότητα. Υπάρχει μόνο μια εξήγηση: Οι ρώσοι πολίτες ήταν για το Κόμμα ότι οι ινδοί για τους άγγλους.

Ο Πεντρένσκι έδειξε τη φωτογραφία ενός έφιππου αστυνομικού. «Βοηθούσε τρεις εξόριστες που ζούσαν στο δάσος. Τους έστελνε τρόφιμα με τη σύζυγό του». Ήταν ο μόνος στην περιοχή με πολεμικό όπλο. Τα πηγαινέλα της συζύγου του προκάλεσαν την περιέργεια. «Κάποιοι κομματικοί μου ανέθεσαν να την παρακολούθησω». Την πρώτη μέρα την έχασε από τα μάτια του. Την δεύτερη, ξεπρόβαλε πίσω του ο αστυνομικός. Ήταν πάνω στο άλογό του, τον σημάδεψε με το όπλο του. Τον διέταξε να προχωρήσει μπροστά. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Ο αστυνομικός του έδωσε ένα φτυάρι. Του είπε να σκάψει ένα λάκκο.

«Είχε κάθε λόγο να με σκοτώσει, Βασίλη. Αυτός και η σύζυγός του είχαν προσβάλει τη σοβιετική εξουσία». Κινδύνευαν να κατηγορηθούν, να χάσουν τις δουλειές τους, να τους στείλουν εξορία. Τελικά ο Πεντρένσκι και ο αστυνομικός έγιναν φίλοι. «Έκλεβα πατάτες και του τις έδινα. Εκείνος τις έστελνε με τη σύζυγό του στις εξόριστες. Όλοι κλέβαμε στο συνεταιρισμό».

Ο Πεντρένσκι γύρισε στη Μόσχα το 1938, όταν τέλειωσε ο Μεγάλος Τρόμος, Οι διώξεις αφορούσαν κυρίως τους κομματικούς στη γραφειοκρατία, στο στρατό, στην αστυνομία και στη διανόηση. Αλλά επεκτάθηκαν στους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι κατηγορίες που τους απηύθυναν ήταν «αντισοβιετική επιθετικότητα» και «στασιαστική συμπεριφορά». Αυτοί που συλλαμβάνονταν καταδικάζονταν από τριμελείς επιτροπές χωρίς δίκη. Οι περισσότεροι δολοφονούνταν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Χρησιμοποιούνταν ακόμα και φορτηγά που είχαν μετατραπεί σε θαλάμους αερίων. «Εικάζεται ότι εκτελέστηκαν εξακόσιες χιλιάδες». Κάποιοι πήγαιναν σε στρατόπεδα ή τόπους εξορίας. Πέθαιναν εκεί. Ανάμεσα στα θύματα ήταν οι ίδιοι οι αρχηγοί των εκκαθαρίσεων.

Η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Απλώθηκαν η φτώχεια και η πείνα. Το Κόμμα έχασε το ένα τρίτο των μελών του, τους πλέον υψηλόβαθμους. Χρειαζόταν επειγόντως νέα μέλη για να στελεχώσει τις επιτροπές, τις οργανώσεις, τις υπηρεσίες και τα ένοπλα σώματα. Άνοιξαν οι λίστες. Ο Πεντρένσκι χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του. Έγινε κανονικό μέλος.

3. Ο ζωτικός χώρος, το γέλιο του Εδουάρδου, το γέλιο των αμερικάνων

Μια επόμενη φωτογραφία: Ο συγγραφέας με στρατιωτική στολή. Ήταν κομισσάριος στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1940 καταργήθηκαν για ένα έτος. Το 1941 ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Επανήλθαν. Ο Πεντρένσκι δήλωσε εθελοντής. Είχε μια περίεργη άποψη για τα γεγονότα της περιόδου.

Το 1920 η Γερμανία γονάτισε. Η Γαλλία της πήρε τα σημαντικότερα μεταλλεία, οι Σύμμαχοι την υποχρέωσαν να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις, οι εξωτερικές αγορές της χάθηκαν, η αγοραστική δύναμη στο εσωτερικό της ήταν ανύπαρκτη. Το 1928 αυτοκτόνησαν δύο γερμανοί μεγιστάνες. Η γερμανική ελίτ προχώρησε σε ένα γάμο συμφέροντος. Παντρεύτηκε τον Χίτλερ. Ήθελε να συμπεθεριάσει με τους μικροαστούς.

Η τελετή ήταν αντάξια της Μισαλοδοξίας και του Μπεν Χουρ. Έγινε στο Βερολίνο, στο δάσος του Γκρούνβαλντ. Ξεκίνησε με μια πομπή από άνδρες και γυναίκες. Φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά, παρίσταναν τους δρυίδες. Τους ακολουθούσαν δυο υποβασταζόμενοι θρόνοι. Στον ένα καθόταν ο πρόεδρος της γερμανικής δημοκρατίας, ο Χίντενμπουργκ,  ντυμένος σαν το θεό Βοτάν και κρατώντας δόρυ. Στον άλλο καθόταν ο στρατάρχης Λούντεντορφ, ντυμένος σαν το θεό Θωρ. Πίσω τους συνωστίζονταν όλα τα πεδία της γερμανικής κουλτούρας: Διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί, χημικοί, μαθηματικοί, βιολόγοι, φυσικοί και φιλόσοφοι. Οι συγκεντρωμένοι τραγούδησαν και κραύγασαν προσευχές και τελετές, παρμένες από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Ύστερα παρουσιάστηκε η νύφη. Ήταν ο Χίτλερ. Έβγαλε ένα λόγο.

Ξεκίνησε η επανάσταση των ναζί. Είχε το ίδιο αίτημα με την επανάσταση των μπολσεβίκων: Τον ολοκληρωτισμό για χάρη της συλλογικής ολοκληρωτικής ευτυχίας. Η κοινωνία έπρεπε να υποταχθεί στη γραφειοκρατία και τους ένοπλους. Οι γερμανοί θα κυρίευαν την Ευρώπη. Θα την μετέτρεπαν σε αγορά των βιομηχανικών τους προϊόντων και σε φρούριο. Η Ευρώπη ήταν ο ζωτικός τους χώρος.

Το επόμενο έτος, το 1929, η κρίση προχώρησε στους αγγλοσάξονες. Στις Πολιτείες, η αγοραστική δύναμη κατέρρευσε. Οι γιάνκηδες ένιωσαν την ανάγκη για ζωτικό χώρο. Η στερλίνα και τα αγγλικά μονοπώλια τους έπνιγαν. Ήταν καιρός να διαλυθεί η βρετανική αυτοκρατορία. Ετοίμασαν σχέδια για εισβολή στον Καναδά. Η επόμενη αυτοκρατορία που ένοιωσε τη «συρρίκωνση των αγορών», ήταν η Ιαπωνία. Μετά το 1929, οι Πολιτείες, ο μεγαλύτερος πελάτης της, έκοψε τις παραγγελίες. Τα εργοστάσιά της έκλεισαν. Η Κίνα έγινε ο ζωτικός της χώρος. Ήθελε τις πρώτες ύλες της, το πετρέλαιό της και τα αγροτικά της προϊόντα. Το 1936, οι γερμανοί διαπίστωσαν ότι σε λίγα χρόνια θα χρεωκοπούσαν. Οι ναζί είχαν φέρει την τάξη αλλά κόστιζαν πανάκριβα. Έπρεπε να ξεκινήσουν αμέσως την ένωση της Ευρώπης. Το 1937, η Ιαπωνία επιτέθηκε στην Κίνα.

Οι αγγλοσάξονες ενώθηκαν ξανά. Τα σχέδια εισβολής στον Καναδά καταχωνιάστηκαν. Ήρθαν νέα σχέδια. Άπλωσαν τους χάρτες. Τα εκατομμύρια της Βέρμαχτ θα τα νικούσαν τα εκατομμύρια των ρώσων. Εκείνοι θα έβαζαν τα χρήματα και τα εργοστάσια. Θα σάρωναν την Γερμανία με βομβαρδισμούς. Θα πολεμούσαν μαζί τους ιάπωνες στην Άπω Ανατολή.

«Οι δύο σύμμαχοι έχασαν κάπου είκοσι πέντε χιλιάδες βομβαρδιστικά στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι αεροπόροι, αμερικάνοι και άγγλοι, ήταν εκατό χιλιάδες. Ο κόσμος αγνοεί αυτά τα νούμερα».

Οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν την βιομηχανία του Φρούριου Ευρώπη. Κατέστρεψαν τους σιδηρόδρομους, τα λιμάνια, τα φράγματα. Μετέτρεψαν τις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης σε ερείπια. Έκαναν τον πληθυσμό φαντάσματα. Κατέστρεφαν τα όπλα την ώρα της παραγωγής τους. Άλλαξαν τον προσανατολισμό της γερμανικής βιομηχανίας. Αντί για τανκς έφτιαχνε αντιαεροπορικά, πύργους αεράμυνας και καταφύγια.

Η Γερμανία προσπάθησε να σταματήσει τους αγγλοσάξονες στον Ατλαντικό.  Έχασε χίλια υποβρύχια. Κάθε υποβρύχιο άξιζε εκατό τανκς. Έχασε στα νερά, όσα έχασε στο ανατολικό μέτωπο.

Το 1938, η Γερμανία κατάπιε την Αυστρία. Το 1939 κατάπιε την Τσεχοσλοβακία. Το ίδιο έτος συμμάχησε με τη Ρωσία. Μοιράστηκαν την Πολωνία. Η Ρωσία με την άδεια των Γερμανών εισέβαλε στην Φινλανδία. Το 1940 οι γερμανοί επιτέθηκαν στην Γαλλία. Οι μισοί γάλλοι στρατιώτες ήταν κομμουνιστές. Αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον σύμμαχο του Στάλιν. Οι γάλλοι αξιωματικοί ήταν φιλογερμανοί. Αδιαφόρησαν για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι γερμανοί έκαναν παρέλαση στο Παρίσι.  Ο Στάλιν έστειλε συγχαρητήρια στον Χίτλερ.

Οι γερμανοί έκαναν στους άγγλους μια συμβιβαστική πρόταση: «Θα κρατήσουμε όσα πήραμε και θα σταματήσει ο πόλεμος». Οι άγγλοι αρνήθηκαν. Νίκησαν τους ιταλούς στην Αφρική. Νίκησαν την Λουφτβάφε πάνω από το Λονδίνο. Η Ελλάδα νίκησε τους ιταλούς στην Αλβανία -είχε περισσότερο στρατό και καλύτερα όπλα.

Τον Μάιο του 1941, η συμβιβαστική πρόταση των γερμανών επαναλήφθηκε. Οι άγγλοι αρνήθηκαν ξανά. Δέκα μέρες μετά, ο Χίτλερ έστειλε το Βίσμαρκ στον Ατλαντικό. Ήταν το πιο δυνατό θωρηκτό εκείνης της εποχής. Ο Χίτλερ ήλπιζε ότι θα διέκοπτε τις θαλάσσιες συγκοινωνίες ανάμεσα στις Πολιτείες και την Αγγλία. Ότι οι άγγλοι θα οδηγούνταν σε συμβιβασμό. Αλλά εκείνοι το βύθισαν.

Οι γερμανοί απελπίστηκαν. Ήξεραν ότι θα έχαναν τον πόλεμο όπως έχασαν τον προηγούμενο. Αυτή την φορά ήταν συγκριτικά πιο αδύναμοι από ότι ήταν το 1914. Αποφάσισαν να επιτεθούν στη Ρωσία. Ήταν μια κίνηση τυχοδιωκτισμού. Τους έλειπαν δεκάδες χιλιάδες φορτηγά και είκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα σιδηρόδρομοι. Χρησιμοποίησαν στη θέση τους εκατομμύρια άλογα και όλα τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Το πεζικό της βόρειας στρατιάς έφτασε στο Λένινγκραντ περπατώντας.

Ευτυχώς, ο Ερυθρός Στρατός διαλυόταν μόνος του. Περικυκλωνόταν και παραδινόταν. Είχε χάσει τους περισσότερους και καλύτερους αξιωματικούς του στις εκκαθαρίσεις. Τον Αύγουστο του 1941, οι άγγλοι και οι σοβιετικοί εισέβαλαν στο Ιράν. Έριξαν την κυβέρνηση και έφτιαξαν μια ναυτική βάση. Φτιάχτηκαν άλλες δύο στις ακτές του Ειρηνικού και στον Βόρειο Ωκεανό.  Οι Σύμμαχοι άρχισαν να ξεφορτώνουν την βοήθεια τους προς τη Ρωσία

Ο Εδουάρδος της Αγγλίας γέλασε μέσα από τον τάφο του.  Κάπου το 1900 είχε κάνει μια προφητεία: «Η Γερμανία και η Ρωσία είναι πολύ δυνατές. Πρέπει να τις βάλουμε να πολεμήσουν μεταξύ τους. Να καταστρέψουν η μια την άλλη». Πολέμησαν μια φορά τους στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έχασαν τις αυτοκρατορίες τους. Τώρα θα συνέβαινε ξανά.

Το φθινόπωρο του 1941, οι γερμανοί που ήταν μπροστά στη Μόσχα υποχώρησαν. Οι αμερικάνοι εξέτασαν τα φιλμ. Υποχωρούσαν με τα πόδια και ήταν χωρίς εξοπλισμό. Τα γερμανικά εργοστάσια, η γερμανική διοίκηση, είχαν φτάσει στα όριά τους. Ήταν η στιγμή να χτυπήσουν. Τους περίμενε η παγκόσμια κυριαρχία. Ο Ρούζβελτ συνάντησε τον Τσώρτσιλ σε ένα αντιτορπιλικό στον Ατλαντικό.

Ο άγγλος πρωθυπουργός ζήτησε να πολεμήσει ο αμερικάνικος στρατός. Ο Ρούζβελτ έθεσε ένα όρο: Την διάλυση της ζώνης της στερλίνας. Τα αμερικάνικα εμπορεύματα θα έπαιρναν τη θέση των βρετανικών. Το δολάριο θα καθιερωνόταν σαν διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Πρόσθεσε και  κάτι ακόμα:

«Η Ινδία πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί, Γουίνστον. Να γίνει δημοκρατία».

«Μα, η Ινδία είναι το Πετράδι του Στέμματος!».

«Κοίτα, οι Ιάπωνες είναι στη Μαλαισία. Και δεν τα πάτε καθολου καλά στην Βόρειο Αφρική».

Ο Ρόμελ νικούσε συνέχεια, ενώ οι άγγλοι ήταν διπλάσιοι. Η παραγωγή των αγγλικών εργοστασίων χανόταν στην έρημο. Έφταιγε η γνωστή ανικανότητα των άγγλων αξιωματικών. Αλλά έφταιγε και λίγο ο αμερικανός πρέσβης της Ρώμης. Του έστελναν από το Κάιρο τα αγγλικά πολεμικά σχέδια και εκείνος τα έχανε. Τα εύρισκαν οι Ιταλοί.

«Μετά την Ινδία, θα γίνουν ανεξάρτητες η Παλαιστίνη, η Αραβία, η Αφρική και η Κύπρος», είπε ο Ρούσβελτ.  Οι πατριώτες το έμαθαν. Χτύπησαν οι καμπάνες της λευτεριάς! Ντιν, νταν, ντον! Λεφτά! Ντιν, νταν, ντουν! Αξιώματα, δημοκρατία! «Θα γίνουμε πρωθυπουργοί και υπουργοί!». «Ο Θεός έβαλε την υπογραφήν του. Λευτεριάν στην Τσίπρον!».

Οι αμερικάνοι έστειλαν τελεσίγραφο στην Ιαπωνία: «Να εγκαταλείψετε αμέσως την Νότια Ασία!». Ο ιάπωνας πρέσβης πήγε στην Ουάσινγκτον. «Aπό εκεί παίρνουμε τα πάντα», τους είπε.

«Να πάρετε από αλλού».

«Μα εσείς μας κάνατε εμπάργκο στο πετρέλαιο και στο χάλυβα. Αυτό που μας ζητάτε είναι αδύνατο. Μας ζητάτε να αυτοκτονήσουμε».

Ακολούθησε το Περλ Χάρμπορ. Η Αμερική έγινε ένα από τα εμπόλεμα κράτη. Ήταν η ώρα του Ολοκαυτώματος.  Οι ιουδαίοι ήταν οι ανεξάρτητοι πολίτες, εκείνοι που είχαν εξεγερθεί το 1918, ο εσωτερικός εχθρός και δεκάδες εκατομμύρια στόματα. Ο Γκαίμπελς στο Ημερολόγιό του έκανε υπολογισμούς: Η πείνα του α΄ παγκοσμίου πολέμου επέστρεφε. Στην Ελλάδα μάζευαν τους νεκρούς με τα καρότσια.  Έπρεπε να μειωθεί ο πληθυσμός. Συγχρόνως, από τους διωγμούς των ιουδαίων κέρδιζαν όλοι. Μόλις έμπαιναν στα τρένα άρχιζε η μοιρασιά: Οι γείτονες έπαιρναν τα έπιπλα. Οι ναζί τα γραμμόφωνα και τα πράγματα αξίας. Οι ανώτεροι ναζί τις ακίνητες περιουσίες και τις επιχειρήσεις. Στη Θεσσαλονίκη, οι έλληνες άρπαξαν δέκα χιλιάδες ακίνητα και επιχειρήσεις. Οι σοβιετικοί υγροποίησαν τους «κουλάκους». Οι ναζί υγροποίησαν τους «ιουδαίους».

Οι γερμανοί προχώρησαν στην ενοποίηση των βιομηχανιών της Ευρώπης. Έφτιαξαν τις περίφημες μηχανές τους. Δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους στους αριθμούς, επικεντρώθηκαν στην «ποιότητα».  Η ποιότητα όμως ήταν αριθμοί: Ένα Tiger στο πεδίο της μάχης άξιζε όσο είκοσι T-34. Αλλά η παραγωγή του κόστιζε όσο δεκαπέντε Τ-34. Επίσης, τα Tiger, τα Elephant τα Panther και όλα τα παρόμοια, ήταν βαριά και χαλούσαν συνέχεια. Κάποια τα ανατίναζαν οι ίδιοι οι γερμανοί, όταν υποχωρούσαν.

Το 1943 οι γερμανοί ηττήθηκαν στη Βόρεια Αφρική και στο ανατολικό μέτωπο. Η Ιταλία παραδόθηκε. Ακολούθησε η διάσκεψη της Τεχεράνης. Ο Ρούσβελτ κατηγόρησε την Η βρετανική αυτοκρατορία ότι ήταν υπεύθυνη για τη δυστυχία του κόσμου», Επαίνεσε την Σοβιετική Ένωση, λέγοντς ότι βάδιζε στο σωστό ιστορικό δρόμο. Ο  Στάλιν είπε τα σχέδιά του: «Όταν κατακτήσουμε την Γερμανία, θα εκτελέσουμε εκατό χιλιάδες αξιωματούχους». Ήθελε να αποκεφαλίσει το κοτόπουλο. Ο Τσώρτσιλ εξεμάνη. Ο Ρούσβελτ δεν είπε κουβέντα.

Ο πόλεμος τελείωσε. Οι Ιάπωνες είδαν το πρόσωπο του αυτοκράτορά τους. Μέχρι τότε ήταν αμαρτία. Πληροφορήθηκαν ότι δεν ήταν θεός, ότι μιλούσε ιαπωνικά και ότι έτρωγε. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για μια νέα τάξη στην παγκόσμια οικονομία. Οι άγγλοι όρισαν εκπρόσωπό τους τον Μέυναρντ Κέυνς.  Δέχτηκε πιέσεις από τους αμερικάνους και αρρώστησε. Πέθανε το Πάσχα του 1946, ανήμερα. «Η σύζυγός του ήταν ρωσίδα χορεύτρια, Βασίλη».

Οι Σύμμαχοι παρέμειναν στην Γερμανία, την Αυστρία και την Ιαπωνία όσο μπορούσαν περισσότερο. Στις πρώτες για να τις εμποδίσουν να ενωθούν ξανά. Στην Ιαπωνία άλλαξαν το κοινωνικό καθεστώς. Το 1950, οι Πολιτείες έφτασαν μέχρι την Κίνα.

4. Τα συστήματα και ο ιερέας

Τρεις φωτογραφίες με αντάρτες. Ο Πεντρένσκι ήταν ο σύνδεσμός τους με το στρατηγείο. Ο ξάδερφός μου έκανε μια νύξη για τον ηρωισμό τους. Ο Πεντρένσκι κάγχασε.

«Η κύρια λειτουργία κάθε συστήματος είναι η αυτοσυντήρησή του, Βασίλη. Τα μέρη του προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους, να επιβληθούν, να εξελιχθούν. Το ενενήντα τοις εκατό της ενέργειας του χάνεται στις εσωτερικές τριβές. Οι στρατιώτες είναι οι ηττημένοι των κοινωνιών τους. Εκείνοι που τους νίκησαν τους στέλνουν να πολεμήσουν».

«Δεν συναντήσατε ποτέ σας κάποιον ήρωα;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Ποτέ και πουθενά. Ούτε στην Οχράνα, ούτε στην επανάσταση, ούτε στον πόλεμο. Όσο για τους αντάρτες, τους συμβαίνει ότι και με τους επαναστάτες. Πυροβολούν ο ένας τον άλλον. Περισσεύουν λίγες σφαίρες για τους εχθρούς».

«Και οι ιστορίες που λέγονται;»

«Είναι όλες ψεύτικες. Είναι όπως εκείνες που έγραψα στους Μικρούς Ήρωες. Αν τους τελείωνα, θα τους πουλούσαν στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Ίσως να στους έφερνε δώρο η νονά σου τα Χριστούγεννα».

Ο Πεντρένσκι γύρισε την πλάτη του στο Βασίλη. Άρχισε να χειρονομεί προς ένα αόρατο ακροατήριο. Έκανε μερικά βήματα. Έκανε μεταβολή. Κοίταξε προς το μέρος του ξαδέρφου μου αφηρημένος.

«Εκείνα τα χρόνια, άκουσα μια ιστορία για έναν ιερέα».

Οι Μπολσεβίκοι εκτέλεσαν ή εξόρισαν τους περισσότερους κληρικούς. Έκλεισαν τους περισσότερους ναούς.  Το 1931, ο Στάλιν  ανατίναξε ένα διάσημο καθεδρικό ναό στη Μόσχα, τον Χριστό Σωτήρα. Μετά τη γερμανική επίθεση η ορθόδοξη εκκλησία αποκαταστάθηκε. Αναγνωρίστηκε σαν αναγκαίος πυλώνας. Ότι και αν στήριζε, μαζί του θα στήριζε και το καθεστώς. Οι ταινίες προπαγάνδας άλλαξαν. Έδειχναν τους ρώσους στρατιώτες να κάνουν τον σταυτό τους. «Σε μια ταινία, ένας στρατιώτης μετά τον σταυρό του μαχαίρωσε τη σύζυγό του», είπε ο Πεντρένσκι χαζογελώντας.

Οι γερμανοί ήθελαν να κάψουν ένα χωριό. Πίστευαν ότι υποστήριζε τους αντάρτες. Πήγε ένας αξιωματικός να κάνει επιθεώρηση. Έφτασε στην πλατεία με ένα αμάξι. Εντόπισε μια σιταποθήκη. Χωρούσε όλους τους κατοίκους. Μετά θα της έβαζαν φωτιά με φλογοβόλα. Διέκρινε τον ιερέα. Καθόταν γεμάτος γαλήνη. Τον πλησίασε. «Ότι θα κάνεις εδώ, θα το πάθεις στο σπίτι σου», του είπε ο ιερέας.

Ο αξιωματικός κατάλαβε ότι εννοούσε το Κάρμα. Ο ινδουισμός ήταν μόδα τότε στην γερμανική ελίτ. Ο αγκυλωτός σταυρός ήταν ινδουιστικό σύμβολο. Συμβόλιζε την πρόοδο και την ευημερία. Εκείνα που θα έφερνε το Τρίτο Ράιχ. Υπήρχε ένας στο θέρετρο του Κάιζερ στην Κέρκυρα, στο Αχίλλειο, στην τοιχογραφία του θριαμβευτή Αχιλλέα. Κάποιοι άλλοι κοσμούσαν το μέγαρο του Ερρίκου Σλήμαν στην Αθήνα. Υποτίθεται ότι είχαν βρεθεί και στις ανασκαφές της Τροίας.

Το καλό και το κακό μπορούσαν να αντανακλαστούν. Να σταλούν μακριά. Ότι έκανες επέστρεφε με είκοσι διαφορετικούς τρόπους, με είκοσι διαφορετικές διαδικασίες. Επέστρεφε σε εσένα, στους δικούς σου ή στους απογόνους σου. Οι ιουδαίοι πίστευαν ότι αυτό διαρκούσε επτά γενιές. Κάποτε κάποιος έκανε ένα μεγάλο κακό. Η καρδιά του σκλήρυνε. Έδιωξε το γιό του από το σπίτι. Λίγο μετά πέθανε από καρκίνο. Ο γιός του επέστρεψε. Πέταξε τη μητέρα του από ένα παράθυρο. Το έκανε να φανεί σαν ατύχημα. Κληρονόμησε τους γονείς του. Ύστερα τρελάθηκε. Τον βρήκαν νεκρό ανάμεσα σε σακούλες μουχλιασμένο ψωμί.

Ο αξιωματικός κοίταξε ξανά τον ιερέα. Εκείνος επανέλαβε τα λόγια του: «Ότι θα κάνεις εδώ, θα το πάθεις πίσω στην πατρίδα σου. Το ίδιο θα συμβεί και στους άνδρες σου». Ο αξιωματικός μπήκε στο αμάξι του και έφυγε. Είπε μια δικαιολογία που δεν εκτέλεσε την αποστολή του. Στο μέτωπο που φύλαγαν σημειώνονταν εχθρικές κινήσεις.  Ήταν επικίνδυνο να το αφήσουν για να κάψουν το χωριό.

«Εκείνος ο ιερέας άξιζε όσο εκατό αντάρτικες ομάδες, Βασίλη».

 

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η Τέταρτη Μέρα της Συνέντευξης

1. Αναζητώντας την έμπνευση

Μετά τον πόλεμο, ο Πεντρένσκι άρχισε ξανά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πήγαινε σε μια ντάτσα έξω από τη Μόσχα. Το 1955, επέστρεψε στο παλιό του δωμάτιο στο ξενοδοχείο της Κριμαίας.  Κάθε Ιούνιο έπαιρνε τηλέφωνο τους διευθυντές των εφημερίδων. Ήταν κομματικά ανώτερός τους. «Θα στείλω ξανά άρθρα τον Σεπτέμβριο», τους έλεγε. «Ήρθε το καλοκαίρι. Θα αναζητήσω την έμπνευση».

Η έμπνευση όμως δεν ερχόταν. Ένας νεαρός συγγραφέας του έδωσε μια εξήγηση: Μόνο ο πόνος θα την έφερνε. Ο Πεντρένσκι είχε αντίλογο: «Ήταν πολλοί αυτοί που την είχαν χωρίς πόνο: Ο Νταφόε, ο Κούπερ, ο Ντίκενς, ο Ουγκώ, ο Βερν και ο Δουμά. Έβγαλαν όλοι τους ένα σωρό λεφτά».

«Είχαν δυστυχήσει», επέμεινε ο συγγραφέας. «Διάβασε προσεκτικά τις βιογραφίες τους. Ειδικά του Δουμά». Ο Πεντρένσκι ακολούθησε την οδηγία του. Ο μεγάλος γάλλος έσερνε την πιο βαριά κατάρα. Είχαν λοιπόν όλα τελειώσει; Ήταν ήδη εβδομήντα. Κοίταξε το κιβώτιο του Πέτρου. Ναι, είχαν όλα τελειώσει.

Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. Έπαψε να «αναζητεί την έμπνευση». Τα καλοκαίρια παρέρχονταν στείρα. Τον υπόλοιπο χρόνο γέμιζε τις κομματικές εφημερίδες. Η παραγωγικότητα και η ορθοδοξία του ήταν απαράμιλλες. Οι πάντες εξέφραζαν το θαυμασμό τους.

2. 1953, ο θάνατος του Στάλιν

Δεκέμβριος του 1953, Μόσχα, ο Πεντρένσκι στους δρόμους. Περπατούσε αργά, σταματούσε, κοιτούσε γύρω του. Ένα παγοδρόμιο, οι νέοι έκαναν φιγούρες. Χριστούγεννα! Η Σοβιετική Ένωση τα είχε καταργήσει. Όπως και ο Κρόμβελ, εκείνος ο μακρινός συγγενής των μπολσεβίκων.

Η αναίτια χαρά κήρυττε ένα Θεό χωρίς νόμους, ένα κόσμο που χαρά ήταν η  ζωή. Οι απλοί άνθρωποι ζητούσαν απλά πράγματα γεμάτα Θεό. Ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να τους δώσουν ούτε οι πρεσβύτεροι, ούτε οι ινστρούχτορες. Αυτοί υπόσχονταν σωτηρία, ευτυχία, πνευματικό πλούτο, υλικό πλούτο, δύναμη. Στο τέλος όμως, ο Κρόμβελ και οι Μπολσεβίκοι συμβιβάστηκαν. Τα Χριστούγεννα επέστρεψαν.

Οι σοβιετικοί φρόντισαν να μη φανεί η ήττα τους. Αντικατέστησαν τον Άγιο Βασίλη με τον μπάρμπα Παγωνιά. Έμοιαζαν καταπληκτικά. Οι σοβιετικοί αντάλλασαν δώρα. Τα κουτιά τους είχαν κόκκινα περιτυλίγματα. Το κόκκινο του κομμουνισμού ήταν ίδιο με εκείνο των αμερικάνικων Χριστουγέννων.

Τα Χριστούγεννα του 1953, η Ρωσία ήταν λυπημένη. Ο Στάλιν είχε πεθάνει πριν εννέα μήνες, τον Μάρτιο του 1953. Ίσως πάλι να πέθανε τον Ιανουάριο και να έκρυψαν για λίγο το θάνατό του. Ο Πατερούλης παρείχε στη νομενκλατούρα μεγάλους μισθούς χωρίς εργασία, διακοπές, ντάτσες, πακέτα με τρόφιμα από τις κολεκτίβες. Η Ρωσία και τα φιλικά της καθεστώτα πένθισαν. Απαγόρευσαν το χορό και τη μουσική.

Περισσότερο λυπήθηκαν οι ήρωες και οι ηρωίδες. Ο Σταχάνωφ έβγαλε κάρβουνο για είκοσι εργάτες. Στην πραγματικότητα ήταν επικεφαλής ενός συνεργείου είκοσι ατόμων.  Ο Ζάιτσεφ σκότωσε στο Στάλινγκραντ διακόσιους σαράντα δύο ναζί. Όλα τα στοιχεία  στη βιογραφία του ήταν λάθος.

«Λένε ότι τον Πατερούλη τον σκότωσε ένας άγγλος», είπε ο Πεντρένσκι. «Λένε ότι τον βοήθησε ο Μπέρια».

Το 1940, ο Πατερούλης τουφέκισε τον Γεζόφ ή Κόκκινο Κούνελο. Ήταν ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας. Ήταν ομοφυλόφιλος. Όποιος τον απέρριπτε ερωτικά οδηγείτο σε στρατόπεδο. Ζούσε στην χλιδή. Αντικαταστάθηκε από τον Μπέρια. Ήταν συμπατριώτης του Στάλιν και μιλούσαν μεταξύ τους στα γεωργιανά. Κυκλοφορούσε με αμερικάνικη λιμουζίνα, φορούσε κοστούμια από το Λονδίνο και το Παρίσι, έμενε στην ντάτσα του κόμητα Ορλώφ.

Έκανε βασανιστήρια για την προσωπική του απόλαυση. Του χρέωσαν κάπου τετρακόσιους βιασμούς γυναικών. Στα χρόνια του πολέμου γνωρίστηκε με την αγγλική αντικατασκοπία. Το 1952, ο  Πατερούλης άρχισε να του μιλάει γλυκά. Ο Μπέρια κατάλαβε, ετοιμαζόταν να τον αντικαταστήσει. Ζήτησε την βοήθεια των άγγλων. Τους άφησε να έχουν πρόσβαση παντού.

«Άκουσα πολλούς παραλογισμούς στη συνέντευξή σας», είπε ο Βασίλης στο συγγραφέα. «Έχετε στοιχεία για αυτό που λέτε;».

«Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρασημοφορήθηκε».

«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα».

«Δεν πήρε παράσημο ποτέ πριν, ούτε καν στο τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Γιατί να πάρει; Η Αγγλία ήταν ο μεγάλος ηττημένος. Έχασε τις αποικίες της και η Ρωσία  έφτασε στο Βερολίνο. Όμως πήρε αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν».

«Έχετε τίποτα καλύτερο;».

«Ο Χρουστσόφ κατηγόρησε τον Μπέρια σαν πράκτορα των Άγγλων. Επίσης, το ίδιο έτος, το 1953, ο Τσώρτσιλ πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας».

«Ο Τσώρτσιλ; Έγραψε ποτέ του τίποτα;».

«Πέντε τόμους για τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έπινε και έγραφε».

«Μα αυτό είναι μια αυτοβιογραφία», είπε ο ξάδελφός μου.

«Η Σουηδία έτρεμε τον Κόκκινο Στρατό, είχε μπει στη Φινλανδία. Θα του έδιναν και το Νόμπελ Χημείας».

3. Ο ήρωας των κολάζ, η δακτυλογράφος, το παρελθόν επιστρέφει

Ο Πεντρένσκι έμενε στο Αρμπάτ. Ήταν ιδανικό για πεζοπορία. Την είχε καθιερώσει στο ημερήσιο του πρόγραμμα. Έφτασε στην πολυκατοικία του. Βρήκε ένα γράμμα με τα στοιχεία του, γεμάτο σφραγίδες. Ερχόταν από κάποιο στρατόπεδο. Το ακούμπησε σε ένα τραπέζι.  Έπρεπε να γράψει επειγόντως ένα άρθρο. Τον διάβαζε όλη η Ρωσία.

Πήγε στο καθιστικό. Το είχε αφιερώσει στη συγγραφή των άρθρων του. Δεν το θεωρούσε θυσία. Είχε ένα μεγάλο διαμέρισμα και ζούσε μόνος του. Στο κέντρο του είχε τοποθετήσει δυο τραπέζια, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Σήκωσε μια κουρτίνα. Από πίσω της είχε εφημερίδες σε στίβες. Είχαν τα παλιά του άρθρα. Πήρε ένα ψαλίδι. Έκοψε κάποια αποσπάσματα. Τα τοποθέτησε στο μικρό τραπέζι. Πήγε σε μια συρταροθήκη. Τα συρτάρια της είχαν αποκόμματα από άρθρα και πολιτικούς λόγους. Ξεχώριζαν με ταμπέλες. Ξεδιάλεξε κάποια, τα έβαλε και εκείνα στο μικρό τραπέζι. Έγραψε στα αποσπάσματα και τα αποκόμματα από έναν αύξοντα αριθμό.

Πήγε σε μια κάσα με μαυρόδετους τόμους. Ήταν τα Άπαντα του Λένιν. Η συλλογή ανήκε κάποτε σε μια βλαμμένη, μια ρομαντική κακομαθημένη που ήταν κόρη πλουσίων κομμουνιστών. Μια πορφυρογέννητη. Είχε αγοράσει την συλλογή λίγο πριν το γάμο της. Ονειρευόταν ότι θα διάβαζε τα άπαντα τις νύχτες, αγκαλιά με το σύζυγό της, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Ο σύζυγός χρησιμοποίησε τους γονείς της για τις φιλοδοξίες του και ύστερα απάτησε. Χώρισαν. Δεν διάβασαν ποτέ τους ούτε μια σελίδα. Η βλαμμένη χάρισε τη συλλογή στον Πεντρένσκι. Πήρε έναν τόμο. Τον ξεφύλισσε. Έβαλε χαρτάκια σε κάποιες σελίδες.

Από ένα άλλο συρτάρι έβγαλε ένα ρολό. Είχε φύλλα χαρτιού στις διαστάσεις του μικρού τραπεζιού. Είχε κάνει μεγάλες προσπάθειες να τα βρει. Τα είχε ξετρυπώσει σε μια κολεκτίβα. Τα χρησιμοποιούσαν για τα μεγάλα πακέτα. Άπλωσε ένα φύλλο στο μεγάλο τραπέζι. Πήγε σε ένα μπαούλο. Πήρε ένα δοχείο με κόλλα. Κόλλησε τα αποκόμματα στο φύλλο. Δημιουργήθηκε μια κουρελού με μήκος ενάμισι μέτρο και πλάτος ένα. Ήταν το νέο του άρθρο. Έγραφε αυτά που ήξεραν όλοι, που δεχόντουσαν σαν αλήθεια τα εκατομμύρια των μελών του Κόμματος. Είχαν μια άριστη διατύπωση, συγκεντρωμένα επιχειρήματα, και έμοιαζαν σα να γράφτηκαν για πρώτη φορά.

Πήρε τον τόμο του Λένιν. Έγραψε στα περιθώρια της κουρελούς παραπομπές στα αποσπάσματα. Σταμάτησε. Το πρώτο μέρος είχε τελειώσει. Κάθισε σε μια καρέκλα και πήρε βαθιές ανάσες. Όταν συγκέντρωνε το υλικό του, σκεπτόταν τόσο έντονα που του κοβόταν η αναπνοή. Παλιότερα έφτανε στην λιποθυμία. Σηκώθηκε για το δεύτερο μέρος. Έκανε συμπληρώσεις και διορθώσεις. Έφτασε η ώρα της δακτυλογράφου.

Έμενε και αυτή στο Αρμπάτ. Την είχε προσλάβει στο τέλος του πολέμου. Την πλήρωνε με τρόφιμα. Όταν της τα έδινε τον κοιτούσε με ευγνωμοσύνη. Τις χρόνια του πολέμου και μεταπολεμικά, όλοι ζούσαν από τα δελτία τροφίμων. Οι πόλεις που χορηγούσαν μεγάλες μερίδες, αποκαλούνταν «πόλεις του ψωμιού». Η δακτυλογράφος του υφίστατο χρόνιο υποσιτισμό. Διατηρούσε μια εντυπωσιακή κομψότητα.

Θυμήθηκε τον Ιγκόρ. Ο φίλος του είχε πεθάνει στις χίλιες μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ. Μαζί με άλλες οκτακόσιες χιλιάδες κατοίκους. Αιτία ήταν η πείνα και το κρύο. Κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν στην πόλη κανίβαλοι. Οι αρχές εκτέλεσαν εκατοντάδες υπόπτους. Ο φίλος του έμοιαζε με τη θάλασσα. Ήταν συνέχεια βυθισμένος στις σκέψεις του σαν τον Πέτρο. Επίσης, ήταν βυθισμένος στο ποτό και την κατάθλιψη. Είχε ένα νου απέραντο. Τελείως ασυμβίβαστο. «Πιστεύω ότι πέθανε εθελοντικά», είπε ο συγγραφέας στο Βασίλη. «Θα άφηνε να φάνε το φαί του οι άλλοι».

Πήρε την κουρελού και τον τόμο. Βγήκε να τα παραδώσει στη δακτυλογράφο.

Κάποιες φορές δεν προλάβαινε και χρησιμοποιούσε τη βοήθεια μιας φίλης της. Δεν έδινε όμως στον Πεντρένσκι τα στοιχεία της. Φοβόταν μήπως την αντικαταστήσει. Ω, δεν επρόκειτο να το κάνει ποτέ! Στις κουρασμένες και αδύναμες γυναίκες έβλεπε την Νάντια.

Επέστρεψε στο διαμέρισμά του. Τα μάτια του έπεσαν στο γράμμα. Θα το έστελνε κάποιος κρατούμενος, θα ζητιάνευε βοήθεια. Να μια καλή ιδέα για ένα θεατρικό. Ένα  αντικοινωνικό στοιχείο μετανοεί. Το έργο του θα γέμιζε κάποιο θέατρο για ένα τρίμηνο. Η τέχνη, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, ήταν η φορμόλη, τα υγρά της συντήρησης του πτώματος. Ευτυχώς, μέσα στο πτώμα γεννιόταν ένα δεύτερο σώμα. Θα έβγαινε έξω, καθώς θα διαλυόταν το πρώτο.

Χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ένας συνάδελφός του. Του είπε ότι εκτέλεσαν  τον Μπέρια. Ο Πεντρένσκι πάγωσε. Κάθισε σε μια καρέκλα να συνέλθει. Έβαλε ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε γουλιά γουλιά. Το βλέμμα του έπεσε πάλι στον φάκελο. Διάβασε το όνομα του αποστολέα. Ονομαζόταν Αλεξέι Κορνίλοφ! Δεν ήταν δυνατόν! Προφανώς ήταν συνωνυμία. Διάβασε τις πρώτες γραμμές του γράμματος. Ήταν εκείνος!

«Έρχονται τα φαντάσματα από το παρελθόν, Ιβάν», του έγραφε. «Οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Διαβάζω τα άρθρα σου.  Θέλω να σε συναντήσω. Σας θυμάμαι όλους, εσένα, την Νάντια, τον Ιγκόρ, τον Μπόρις. Ακόμα και τον Πέτρο. Κανείς δεν περίμενε ότι θα έκανε κάτι τόσο σπουδαίο. Οι μισοί μπολσεβίκοι που συνάντησα έχουν διαβάσει το βιβλίο του».

Τα Πρωτόκολλα απαγορεύονταν στη Σοβιετική Ένωση. Τα διάβαζαν όμως στα κρυφά. Κάποιοι μπολσεβίκοι τα είχαν σε εκτίμηση. Μετά τον πόλεμο ήταν όλο και περισσότεροι. Οι «εβραίοι» αντιπροσώπευαν τη Δύση. Το γράμμα του Αλεξέι ήταν τρεις σελίδες γεμάτες υπονοούμενα. Ήταν φανερό! Ήθελε να τον εκβιάσει. «Εκείνη τη στιγμή ήθελα να ζούσε ο Στάλιν, Βασίλη. Να συνεχίζονταν οι εκτελέσεις στα στρατόπεδα. Ο θάνατός του είχε δώσει στα αντικοινωνικά στοιχεία θάρρος».

Τα δόντια του Πεντρένκσι έτριξαν. Είχε να του συμβεί τρεις δεκαετίες. Γέλασε. Ο Αλεξέι δεν ήξερε με ποιόν τα είχε βάλει. Ήταν από τους παλιούς στο Κόμμα, είχε παράσημα, ήταν ήρωας του πολέμου και της δημοσιογραφίας, είχε γνωριμίες παντού. Όλοι τους είχαν μυστικά, όλοι τους θα τον κάλυπταν, όλοι τους θα τον βοηθούσαν. Σε ένα στρατόπεδο, μια συμμορία είχε βγάλει σε ένα φρουρό τα μάτια. Ο διευθυντής στο στρατόπεδο του Αλεξέι θα ήξερε σίγουρα κάποια συμμορία. Σκέφτηκε τον «ωραίο» Αλεξέι χωρίς μάτια! Και με κομμένη την γλώσσα! Θυμήθηκε την Λαβίνια από τον Τίτο Ανδρόνικο. Την βίασαν, της έκοψαν την γλώσσα και τα χέρια. Μα εκείνη κράτησε ένα ραβδί με τα δόντια της. Έγραψε τα ονόματα των δραστών στην άμμο. Θάνατος, λοιπόν! Μόνο θάνατος! Γέλασε, ξανά. Θα έκανε αυτό που του ζητούσε ο κρατούμενος. Θα πήγαινε να τον συναντήσει.

Ταξίδεψε στην πρώτη θέση. Διέσχισε το ένα τέταρτο της Γης. Η Ρωσία δεν ήταν όμορφη. Ήταν απέραντη. Ανερμήνευτη, σαν άνθρωπος. Άνοιξε η καρδιά του. Θυμήθηκε τα λόγια του Μαρξ: Ο άνθρωπος ήταν το μόνο ουσιαστικό. Η μόνη ουσία ήταν η καθολικότητα. Ο άνθρωπος είχε εκείνη την ουσία, που δεν ήταν ουσία,  στον υπέρτατο βαθμό.

4. Η συνάντηση με τον Αλεξέι, ο ανθρωποθεός

Ο Πεντρένσκι έφτασε στο στρατόπεδο. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή. Είχε μόλις φύγει για επιθεώρηση. Κάθισε στην καρέκλα του. Έβγαλε από την τσάντα του ένα σφυρί. Το ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά του. Το χρησιμοποιόυσαν στα βασανιστήρια. Χτυπούσαν τα δόντια μέχρι να σπάσουν. Άνοιξε η πόρτα. Ένας φρουρός έσπρωξε μέσα τον Αλεξέι.

Ο κρατούμενος προχώρησε δυο βήματα.  Ήταν το ίδιο όμορφος όπως παλιά. Ίσως και περισσότερο. Τα μάτια του ήταν πιο έντονα. Ο Πεντρένσκι κοίταξε τα δάκτυλά του. Ευτυχώς! Κάποτε ήταν κοντυλένια. Τώρα είχαν καταστραφεί από τις αγγαρείες στο παγωμένο δάσος. Ο Αλεξέι τον κοίταξε έκπληκτος.

«Εσύ;».

«Δεν το περίμενες, ε;».

Ο επισκέπτης άπλωσε το χέρι του στο σφυρί. Ο Αλεξέι χαμογέλασε, του έδειξε τα δόντια του. Τα μισά είχαν πέσει, τα άλλα μισά ήταν σάπια.

«Δεν μπορείς να σπάσεις τίποτα».

«Δεν πειράζει, θα σου σπάσω τα κόκκαλα. Ήταν μεγάλο λάθος να με εκβιάσεις».

«Δεν ήταν εκβιασμός. Ήθελα να δω τον τελευταίο μου γνωστό».

Ο Πεντρένσκι του ανέφερε τον θάνατο της Νάντια. Ο Αλεξέι έβαλε τα κλάματα.

«Φταις εσύ που την παράτησες», του είπε.

«Έφυγα επειδή με έβριζε συνέχεια. Μετά γύρισα. Αλλά εκείνη είχε φύγει».

Έπιασαν τη συζήτηση. Από το 1917 είχαν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια. «Έμαθα τι σημαίνει η λέξη Ανθρωποθεός», είπε κάποια στιγμή ο Αλεξέι. Ο Εσλίμ ήταν υιός του Ναγγαί, ο Ρησά ήταν υιός του Ζοροβάβελ, ο Σαλαθιήλ υιός του Νηρί, ο Δαυϊδ υιός του Ιεσσαί, ο Ιακώβ υιός του Ισαάκ, ο Ισαάκ υιός του Αβραάμ, ο Ενώς υιός του Σηθ, ο Σηθ υιός του Αδάμ, ο Αδάμ υιός του Θεού.

«Έτσι λένε τα ευαγγέλια. Ο Αδάμ δεν δημιουργήθηκε από το Θεό, ούτε ο Θεός τον έφτιαξε με τα χέρια του, ούτε του έδωσε πνοή. Ο Θεός γέννησε τον Αδάμ, όπως ο Αδδί γέννησε τον Μελχί, όπως ο κάθε προηγούμενος γέννησε τον κάθε επόμενο. Ο Αδάμ βγήκε μέσα από τον Θεό. Ήταν ομοούσιος με τον Θεό. Όπως ο κάθε άνθρωπος είναι ομοούσιος με κάθε άλλο άνθρωπο».

Ο Πεντρένσκι έβαλε τα γέλια.

«Οι θεολόγοι κάνουν μια διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τις ενέργειες», του είπε ο Αλεξέι. «Μείνε όμως σε αυτό που σου λέω. Ο κόσμος είναι ομοούσιος με το Θεό, έστω με τις θεϊκές ενέργειες. Γι’ αυτό η Παναγία γέννησε το Χριστό. Αλλιώς ο Χριστός θα γεννιόταν όπως ο Βούδας. Μέσα σε μια μπάλα που θα έβαζε ο Θεός στην κοιλιά μιας πριγκίπισσας. Η Παναγία έδωσε στο Χριστό ψυχή και σώμα. Ο κόσμος ήταν πάντα Χριστός. Η Παναγία ήταν πάντα Χριστός. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα μπορούσε να τον γεννήσει».

«Είσαι ο άνθρωπος που μίσησα περισσότερο από κάθε άλλο», του είπε ο Πεντρένσκι.

«Ο Χριστός ήταν πάντα στον κόσμο. Ο Χριστός ήταν πάντα άνθρωπος. Ήταν πιο αδύναμος από τους δυο ληστές. Κατέρρευσε στο δρόμο για το Γολγοθά. Πέθανε πρώτος πάνω στον σταυρό. Η Παναγία δεν τον έκανε άνθρωπο, τον ενσάρκωσε, τον παρέλαβε».

Ο Πεντρένσκι γύρισε στη Μόσχα. Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε να γράφει την Καθυστερημένη Θυσία. Ήταν ένας φιλοσοφικός διάλογος. Ο Αλεξέι πέθανε στο στρατόπεδο.
5. Η έμπνευση ήρθε απρόσκλητη, οι τρεις δαίμονες, κάνε το όπως ο Φορντ, το πιο μεγάλο κολάζ

Το 1955, ο Πεντρένσκι έγινε χειμερινός κολυμβητής. Περνούσε τα καλοκαίρια στην Κριμαία. Την επόμενη δεκαετία έγινε κανονικός συγγραφέας. Έγραφε χαζά δοκίμια, ρηχές ηθικοπλαστικές νουβέλες, φανφαρόνικα ποιήματα. Και κάποια θεατρικά. Τα τελείωνε σε τρεις μήνες. Με μισή καρδιά. Οι θίασοι τα ανέβαζαν. Ο κόσμος πήγαινε να τα δει. Δεν είχε κάτι καλύτερο. Οι κριτικοί τα επαινούσαν.

Η έμπνευση που ζητούσε ήρθε στα τέλη του 1967, . Συνάντησε στη λέσχη ένα συγγραφέα και πιάσανε μια κουβέντα. Γρήγορα περιστράφηκε σε μια ιδέα που τον βασάνιζε. «Νομίζω ότι το φως δεν έρχεται από τον ήλιο», είπε στον Πεντρένσκι. «Αν ήταν ακτίνες από τον ήλιο, το διάστημα δεν θα ήταν παγωμένο και σκοτεινό. Νομίζω ότι η παρουσία του ήλιου κάνει το κάθε τι γύρω του να λάμπει, να εκπέμπει το δικό του φως. Το έχω δει και στα σπίτια που φωτίζονται μόνο από ένα τζάκι. Το φως δεν έρχεται από αυτό. Έρχεται από την λάμψη των αντικειμένων. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθός τους, τόσο περισσότερο λάμπουν».

«Και το φως που μπαίνει από τις κατεβασμένες γρίλιες;», τον ρώτησε ο Πεντρένσκι. «Είναι κάτι σαν μικρά ποτάμια».

«Λάμπει η σκόνη που αιωρείται».

«Τότε γιατί δεν λάμπει η σκοτεινή πλευρά των πλανητών, αυτή που δεν κοιτάει τον ήλιο;».

«Λάμπει με ένα τρόπο που δεν τον διακρίνει το μάτι μας».

Τα μάτια του Πεντρένσκι έπεσαν σε μια συγγραφέα στο διπλανό τραπέζι. Διάβαζε το Lost Splendor του Φέλιξ Γιουσούποφ. Ο Πεντρένσκι περίεργος όπως πάντα, έφαγε το βιβλίο και την αναγνώστρια με τα μάτια. «Είναι κάτι σαν αυτοβιογραφία», του είπε η συγγραφέας. «Λένε ότι ο συγγραφέας του ήταν αναμεμειγμένος στη δολοφονία του Ρασπούτιν. Πέθανε στην Ελβετία πριν ένα μήνα. Ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στη ρωσική αυτοκρατορία. Η οικογένεια του έφυγε στο εξωτερικό το 1919. Ο άγγλος βασιλιάς έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να τους παραλάβει».

«Αυτές οι οικογένειες κυβερνούν τον κόσμο», πετάχτηκε ένας συγγραφέας που άκουσε τα λόγια τους. «Την Δύση την κυβερνούν στα κρυφά τετρακόσιες οικογένειες. Είναι πίσω από όλα. Ανεβάζουν και κατεβάζουν τις κυβερνήσεις. Έχουν τα πάντα δικά τους. Οι απλοί πολίτες στην Αμερική και την Ευρώπη δεν έχουν ιδιοκτησία. Χρωστάνε τα πάντα στις τράπεζες. Ότι αγοράζουν το αγοράζουν με δόσεις. Τετρακόσιες οικογένειες! Τις έχει μετρήσει ένας κουβανός».

Όταν ο Πεντρένσκι γύρισε σπίτι του, η έμπνευση τον περίμενε στην πόρτα.   Φορούσε μια χρυσαφένια περιούκα. Κάτω από το λευκό της φόρεμα κρυβόταν ένας δαίμονας. Του ψιθύρισε το όνομα του νέου του βιβλίου: Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου. Αυτή την φορά ο εαυτός του συνεργάστηκε. Κάλεσαν τους τρεις δαίμονες. Εκείνους που μπήκαν στα Πρωτόκολλα.

Ο κόκκινος: Ο ιταλός εργάτης έτρωγε το σπαγγέτι του, έβλεπε γουέστερν. Ο Τζάνγκο θέριζε τους κακούς. Ήταν τόσοι πολλοί που χρησιμοποίησε πολυβόλο. Ο κόκκινος δαίμονας εμφανιζόταν στα χριστιανικά περιβάλλοντα. Οι χριστουγεννιάτικες γιορτές, τα παραμύθια της γιαγιάς, τα φιλιά της μητέρας, σου μάθαιναν ότι δικαιούσουν την αγάπη ολόκληρη. Μετά όλα άλλαζαν, σου την έδιναν λειψή και μόνο όταν την άξιζες. Όταν μεγάλωνες, την έδιναν πια μόνο στους πλούσιους και στους επιτυχημένους.

Ο Τρότσκι έγινε Κόκκινος, όταν ο πατέρας του πήρε το άλογο ενός φτωχού,  για ένα χρέος. Ο πατέρας του απέρριπτε τον φτωχό, όπως απέρριπτε τον ίδιο. Ο κόκκινος δαίμονας μισούσε την αδικία. Ο Μαρξ αποκάλυψε το μέγεθός της: Η κοινωνία χωριζόταν σε τάξεις. Αυτή την αδικία δεν μπορούσε να την θεραπεύσει η εκκλησία. Δεν την άλλαζαν ούτε η ηθική, ούτε η «αγάπη». Ο κόκκινος δαίμονας αναζητούσε την ισότητα. Οι φτωχοί όμως δεν είχαν τον ίδιο καημό, δεν ένιωθαν τον πόνο των επαναστατών. Εκείνοι τους έβριζαν: «Οι φτωχοί είναι ηλίθιοι», έλεγαν. «Δεν θέλουν το συμφέρον τους».

Οι άνθρωποι με τον κόκκινο δαίμονα έκαναν τα πάντα για να γίνουν ηγέτες. Είχαν μάθει ότι η αγάπη αγοραζόταν. Ήθελαν να τους αγαπάνε. Όλοι αγαπούσαν τους ηγέτες. Επεδίωκαν τη γενική ισότητα αλλά πραγματοποιούσαν τη νέα ανισότητα, γίνονταν ο πυρήνας ενός νέου ανώτερου στρώματος. Ο Τρότσκι διέταξε να πυροβολούν τους «δειλούς» στρατιώτες. Καταχράστηκε το ρώσικο χρυσό μαζί με τους υπόλοιπους μπολσεβίκους ηγέτες. Έγραψε την Προδομένη Επανάσταση. Απίστευτο! Μετά από τόση διαφθορά, εξακολουθούσε να είναι ιδεολόγος.

Ο μαύρος δαίμονας μισούσε τυφλά. Ήταν τρομαγμένος. Το 1871, έγινε η Κομμούνα στο Παρίσι. Ο στρατός εκτέλεσε δεκάδες χιλιάδες, κάποιους ομαδικά με πολυβόλα. Οι δρόμοι γέμισαν πληγωμένες γυναίκες που σκέπαζαν τις πληγές τους με κουρέλια. Τα καλά κορίτσια τα τραβούσαν με τις άκρες από τα ομπρελίνα τους. Για να τις κάνουν να στριγγλίζουν από τον πόνο.

Ο δαίμονας μισούσε το μέλλον.  Οι αριστοκράτες φοβόντουσαν τον εικοστό αιώνα. Οι εβραίοι στα Πρωτόκολλα ήταν όλα τα εχθρικά στρώματα: Οι αστοί, οι εργάτες, οι ξένοι. Οι  τετρακόσιες οικογένειες αντιπροσώπευαν το επόμενο κακό μέλλον, εκείνο του εικοστού πρώτου αιώνα. Τότε, η άρχουσα τάξη θα κήρυττε το τέλος του έθνους. Η μεσαία τάξη θα έχανε όλα όσα της έδωσαν ο εικοστός και ο  δέκατος ένατος αιώνας.

Ο κίτρινος δαίμονας: 1904, Ρωσία, σε ένα τρένο, ένας μουζίκος μπήκε στο βαγόνι της πρώτης θέσης. Τον ανακάλυψε μια κυρία. Ήταν σύζυγος ανώτερου υπαλλήλου, ταξίδευε στην πρώτη θέση δωρεάν, ήταν προνόμιο. Απαίτησε να ελέγξουν το εισιτήριο του, αποδείχθηκε ότι ήταν λαθρεπιβάτης. Απαίτησε να τον διώξουν. Όταν οι υπάλληλοι τον έσπρωχναν έκλεψε τον μπόγο του. Ικανοποίησε μια ξαφνική της επιθυμία. Είχε καταργήσει τις συγκρούσεις με τον εαυτό της. Έκανε τα πάντα για να διατηρεί την εσωτερική της ειρήνη. Ναι! Το άλλο όνομα του κίτρινου δαίμονα ήταν «ειρήνη». Ήταν ένας κινέζος που έπινε όπιο στον κήπο του, κοιτάζοντας την στέρνα με τα χρυσόψαρα. Ήταν ένας ιάπωνας αξιωματικός που σκότωνε ένα θύμα βιασμού.  Δεν ήθελε να το συμπαθήσει, θα ταραζόταν.

Ο Πεντρένσκι και ο εαυτός του έφτιαξαν πρώτα τον σκελετό του βιβλίου. Το έκαναν χαλαρά. Τους πήρε κάποιες μέρες. Έφτιαξαν ένα κατάλογο με τα θέματά τους. Τους πήρε έξι μέρες. Την έβδομη ημέρα αναπαύθηκαν. Αυτό που έκαναν ήθελε ρέγουλα και μεθοδικότητα. Θυμήθηκαν το Φορντ. «Θα κάνουμε ότι έκανε στο Διεθνή Εβραίο», είπαν ο ένας στον άλλο. «Το βιβλίο θα το γράψουν άλλοι». Βρήκαν κάποιους φοιτητές. Τους ανέθεσαν να συγκεντρώσουν το υλικό. Τους τόνωσαν τον ενθουσιασμό με παχιά λόγια: «Θα βοηθήσετε σε κάτι μεγάλο». Εκείνοι εργάστηκαν με απίστευτη ταχύτητα. Ο Πεντρένσκι και ο εαυτός του τοποθετούσαν το υλικό σε συρτάρια. Ήταν όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου.

Ύστερα άδειασαν το καθιστικό. Άπλωσαν στο πάτωμα φύλλα συσκευασίας. Από ένα για κάθε κεφάλαιο. Για ένα μήνα περπατούσαν στις άκρες των ποδιών τους. Ο χώρος δεν έφτανε. Μετέφεραν τα μισά φύλλα σε ένα δεύτερο δωμάτιο. Τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν γεμάτα στοιβαγμένα έπιπλα. Ονόμασαν το καθιστικό «πρώτο μέρος» και το δεύτερο δωμάτιο «δεύτερο μέρος». Τα φύλλα κατέληγαν στις δακτυλογράφους. Ήταν τέσσερις, όλες γυναίκες. Ήταν πιο υπάκουες από τους άντρες. Οι δύο χτυπούσαν το πρώτο χέρι. Ο συγγραφέας και ο εαυτός του το διόρθωναν. Οι άλλες δύο χτυπούσαν το δεύτερο. Η δακτυλογράφηση κράτησε μήνες.

Έμοιαζαν όλα στημένα. Γινόντουσαν σχεδόν μόνα τους. Σαν να υπάκουαν σε ένα πεπρωμένο, σα να τα κατηύθυνε ένα αόρατο χέρι. Ο Πεντρένσκι ήταν σίγουρος: Το βιβλίο τους θα γινόταν αντικείμενο λατρείας, θα γινόταν πλούσιος και διάσημος, το σύμπαν συνωμοτούσε για να τον βοηθήσει. Ο κόσμος ζητούσε ένα λυτρωτικό ψέμα: Ότι έφταιγαν κάποιοι μακρινοί. Ήταν εκείνοι που συγκέντρωναν όλο το κακό. Θα τους έδινε το ψέμα που είχαν ανάγκη. Ο Χίτλερ είχε δίκιο, όσο πιο μεγάλο ήταν ένα ψέμα, τόσο περισσότερο γινόταν πιστευτό. Θα τους έδινε το ψέμα που θα έσωζε την ψυχή τους.

«Όταν διάβασα το βιβλίο σας, το βρήκα απόλυτα αληθινό», του είπε ο Βασίλης. «Και απόλυτα λογικό».

«Η αλήθεια είναι το ψέμμα που συμφέρει την πλειοψηφία. Η. λογική είναι η τρέλα των πολλών. Οι τρελοί στα άσυλα περπατούν και σκέπτονται ασταμάτητα, σαν τον Καντ. Αλλά δεν αγαπούν».

 

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η πέμπτη μέρα της συνέντευξης

1. Η καθυστερημένη θυσία, ο νέος θεός, Υπέρτατος Θεός εναντίον Λόγου, ο κόσμος είναι πιο άγιος από το Θεό

Στην πέμπτη συνάντηση, ο Βασίλης πήρε και διάβασε την Καθυστερημένη Θυσία. Ήταν ο φιλοσοφικός διάλογος που έγραψε ο Πεντρένσκι μετά τη συνάντηση με τον Αλεξέι. Ο δεύτερος τίτλος του ήταν Υπέρτατος Θεός εναντίον Λόγου.

Ελληνιστική Αίγυπτος, τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ. Μια πόλη στις όχθες του Νείλου. Χαμηλά σπίτια με επίπεδες σκεπές. Σε μια απ’ αυτές κάθονταν τέσσερα άτομα, ένας αξιωματικός από το Λάτιο, ο Αρχίλοχος ο δορυφόρος του, που ήταν ένας εξελληνισμένος σύρος, ένας έλληνας χριστιανός έμπορος και τέλος ο Πίνχας, ένας ιουδαίος, ομότεχνος του προηγούμενου.

Ο χριστιανός ήταν κρατούμενος. Είχε προσβάλει τη Ρώμη. Καθυστερούσε τη θυσία του στους θεούς της. Ο λόγος ήταν ότι τσιγκουνευόταν τα λεφτά. Τον συνέλαβαν.  Προσπάθησε να τα μπαλώσει. Έστειλε έναν ειδωλολάτρη φίλο του να κάνει τη θυσία στη θέση του. Η Ρώμη ήταν ανεκτική σε αυτά. Επίσης, έκανε με το διοικητή μια συμφωνία: Να τον πηγαινοφέρνουν μέχρι να έρθουν τα αποδεικτικά της θυσίας. Η συμφωνία του κόστισε τρία δώρα: Ένα μεγάλο για το διοικητή, ένα μέτριο για τον αξιωματικό και ένα γεύμα σε ταβέρνα για τον Αρχίλοχο.

Επίσης ζήτησε μια χάρη: Να μη μάθουν τη σύλληψή του η σύζυγός του και η γειτονιά. Ο αξιωματικός και ο δορυφόρος τον φρουρούσαν διακριτικά. Περπατούσαν άσκοπα. Ο Πίνχας τους ακολούθησε. Ήθελε να συμπαρασταθεί στον ομότεχνό του. Όταν εκείνοι οι τρεις ανέβηκαν στην ταράτσα, ανέβηκε ξοπίσω τους. Τους πρόσφερε άρτους,  χουρμάδες και σύκα.

Μετά το φαγητό, ο Λατίνος και ο Πίνχας έπιασαν συζήτηση. Την έκαναν στα ελληνικά της εποχής τους. Είχαν θέμα ένα νέο θεό. Συζητούσαν γι’ αυτόν παντού, σε όλα τα λιμάνια και τα παζάρια, από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Αντιόχεια. Τον έλεγαν Λόγο. Μέχρι τότε τον ήξεραν μόνο οι φιλόσοφοι, ούτε καν οι ποιητές! Ο χριστιανός δεν συμμετείχε στον καυγά. Δεν ήξερε ότι κάποιοι δικοί του ονόμαζαν Λόγο τον Χριστό του.

Οι φιλόσοφοι είχαν τον Λόγο για τον πιο μεγάλο θεό. Πριν από αυτόν, είχαν στη θέση του τον Νου. Είχε δημιουργήσει τον κόσμο με την σκέψη του. Ήταν ένας Γιαχβέ χωρίς φτερά και χέρια. Κάποια στιγμή όμως πρόσεξαν ότι η σκέψη άλλαζε. Ότι κινείτο δεξιά, αριστερά και μπροστά με ένα λόγο. Είδαν το θεό Λόγο δίπλα στον παλιό θεό Νου. Ύστερα ο Νους χάθηκε. Δεν του άξιζε να είναι θεός. Κάθε σκέψη του αναιρείτο από μια επόμενη. Οι σκέψεις του ήταν ασήμαντες όπως τα κύματα μέσα στη θάλασσα. Σκέφτηκαν ότι τελικά ο πραγματικός δημιουργός ήταν ο Λόγος.

Ύστερα κατέληξαν στο εξής: Ο Λόγος υπήρχε από την αρχή, προτού οι θεοί νικήσουν το Χάος. Γέννησε τους αρχαίους θεούς, τον ένα μέσα από τον άλλο. Μέσα από το Χάος, τη Γαία, τον Έρεβο και τη Νύχτα, γέννησε χρησιμοποιώντας τον Έρωτα, τους θεούς Χρόνο, Αδράστεια, Αιθέρα, Ημέρα, Στύγα, Χάροντα, Ύπνο, Θάνατο, τους Εκατόχειρες, τον Κέρβερο, την Αλφαία, τον Ουρανό, τον Κρόνο, τους Τιτάνες, τους Γίγαντες, τους δώδεκα θεούς. Και κάτι ακόμα: Ο περίεργος θεός Έρωτας, ο συνομήλικος του Χάους και της Γης, ίσως να ήταν προσωπείο του Λόγου. Σε κάθε περίπτωση, ο Λόγος ήταν πριν και πάνω από όλα.

Δεν καθόταν στην κορυφή του κόσμου  –όπως καθόταν ο Δίας. Ούτε στο κέντρο της πόλης, όπως ο Βαάλ. Δεν παρείχε όπως παρείχαν οι Ήλιος, Ίσιδα, Αστάρτη, Αφροδίτη, Απόλλωνας και Διόνυσος, την ζωή, την ενότητα, την πολιτική τάξη, την αρμονία, τον οργασμό, ούτε κυβερνούσε δίνοντας διαταγές όπως ο Γιαχβέ.  Ήταν μέσα στα πάντα, ήταν τα πάντα, περιέβαλε τα πάντα, τα πάντα κινούνταν από αυτόν και άλλαζαν σύμφωνα με αυτόν. Ήταν η μεταβολή των μορφών.

Οι αλλαγές ήταν ανάγκη, γι’ αυτό η Αδράστεια γεννήθηκε στην αρχή. Το κάθε τι αναζητούσε μια τελική μορφή. Την είχε μέσα του. Προσπαθούσε να την φτάσει. Ο σπόρος είχε μέσα του μια τριανταφυλλιά. Είχε μέσα του τα κλαδιά, τα φύλλα, τα αγκάθια, τα τριαντάφυλλα. Είχε μέσα του την τριανταφυλλιά μέχρι το τέλος, όπως θα ήταν όταν θα ψήλωνε και θα κάλυπτε ένα τοίχο.

Υπήρχε ένας μεγάλος Λόγος, που ήταν η αιτία και η δύναμη των μικρών λόγων, και συγχρόνως τα μέτρα όλων τους και η αρμονία στις αλλαγές τους. Κάθε κλαδί μεγάλωνε διαφορετικά, μέσα στο χώρο που του όριζαν τα άλλα. Τα μέτρα του προσαρμόζονταν στα μέτρα των υπολοίπων.

Ο νέος θεός δεν έχτιζε.  Ούτε έδινε εντολές. Ήταν μια διαρκής μουσική σαν εκείνη του Απόλλωνα που έκτισε τα τείχη της Θήβας. Σαν μουσική έκτιζε το σύμπαν, έφτιαχνε τον κόσμο όπως το ζητούσε ο ίδιος ο κόσμος. Ο κόσμος πάλι, ζητούσε εκείνο που θα ήθελε ο Λόγος. Οι αλλαγές των μορφών ήταν γεμάτες πόνο, σαν τον πόνο του Μίθρα ή του Άπι ή του Διόνυσου. Οι πονεμένοι θεοί ήταν πρόσωπα του Λόγου.  Μα μάλλον το πιο συνηθισμένο του πρόσωπο ήταν ο Έρωτας των ποιητών.

Ο Λόγος ήταν παντοδύναμος σαν τον Ιεχωβά. Παγκόσμιος σαν τον Ήλιο. Χάριζε την αρμονία στους ανθρώπους, όπως ο Απόλλωνας. Χάριζε την αρμονία στο σύμπαν, όπως η Αστάρτη. Χάριζε την αγάπ, που έκανε το λιοντάρι να κοιμάται με το αρνί, σαν την Αφροδίτη. Η ουσία του ήταν η ουσία του κόσμου: Τα πάντα κινούνταν προς όλα. Και προς το τέλος τους.

Το τέλος τους ποιό ήταν; Ποιός ήταν ο εαυτός τους; Κάποιοι έλεγαν ότι τα πάντα ζητούσαν να γίνουν τα πάντα. Έλεγαν ότι  ο κόσμος δεν ζητούσε το φως, ότι ζητούσε την πλήρη ζωή, τη ζωή από την οποία ερχόταν. Ότι «η ζωή ήν το φως των ανθρώπων».

Η στέγη πρόσφερε μια καταπληκτική θέα. Περνούσε πάνω από όλη την πόλη. Έφτανε μέχρι την πλάτη του ποταμού, μέχρι την κίτρινη έρημο.

Ο αξιωματικός πίστευε στο θεό Λόγο της εποχής του, των στωϊκών και των νεοπλατωνικών, τον θεό Λόγο της αλλαγής και του αίματος που έπαιρνε το πρόσωπο του Μίθρα. Για χάρη του θυσίασε ένα σωρό ταύρους. Ο Πίνχας πίστευε στον Ιεχωβά: «Eν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Στην συζήτηση πήρε μέρος και ο Αρχίλοχος. Πίστευε και εκείνος στον Λόγο. Σε ένα διαφορετικό όμως. Έλεγε τα λόγια του Ηράκλειτου: «Τον κόσμο αυτό, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός, ούτε άνθρωπος τον δημιούργησε. Μα ήταν πάντα και είναι και θα είναι φωτιά αιώνια ζωντανή, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο».

«Φωτιά αιώνια και ζωντανή;», ρώτησε ο λατίνος. «Μα αυτό είναι θεός! Είναι ζωντανό και αιώνιο».

Ο Πίνχας συγκέντρωσε τη συζήτηση στα «μέτρα». Τα θεωρούσε απόδειξη της ύπαρξής του Γιαχβέ. Δημιούργησε τον κόσμο με εντολές. Έθεσε μέτρα, κανόνες, τρόπους. Τα φυτά  άνθιζαν κάθε άνοιξη. Οι άνθρωποι όφειλαν να είναι ταπεινοί και δίκαιοι αλλιώς τους κατέστρεφε. Οι έλληνες είχαν βέβαια την θεά Νέμεση, αλλά ήταν πολύ μικρή θεά για τόσα πολλά μέτρα παντού.

Ο σύρος διαφώνησε: Τα μέτρα, οι κανόνες, οι τρόποι δεν ήταν θεϊκές εντολές. Ήταν ο ξεχωριστός λόγος του καθενός, η φωτιά του, που σταματούσε όταν συναντούσε τους λόγους, τις φωτιές των άλλων. Ακριβώς όπως σε ένα δέντρο, κάθε κλαδί περιοριζόταν από τα υπόλοιπα κλαδιά. Τα μέτρα, οι κανόνες, οι τρόποι, δεν ήταν σταθερά, αιώνια και αμετάβλητα. Συνεχώς άλλαζαν. Τα πιο ευμετάβλητα ήταν τα ήθη και τα πολιτεύματα. Όλοι οι λαοί ήταν διαφορετικοί. Αυτό ήταν  απόδειξη ότι τα ήθη δεν τα έβαλε ο Ιεχωβάς. Η Νέμεση δεν υπερασπιζόταν τα σταθερά μέτρα, τιμωρούσε την ύβρι, την προσβολή των ξένων μέτρων. Οι υβριστές πάλι δεν καταστρέφονταν από κάποιο θείο νόμο. Καταστρέφονταν επειδή συγκρούονταν συνεχώς.

«Γιατί το έτος διαρκεί τριακόσιες εξήντα μέρες;», ρώτησε ο Πίνχας. «Γιατί δεν αλλάζει η διάρκειά του; Γιατί οι δρόμοι των άστρων είναι σταθεροί;. Γιατί τα φυτά ανθίζουν πάντα την άνοιξη;».

Ο Αρχίλοχος είχε έτοιμη την απάντηση: Τα σταθερά μέτρα ήταν αποτέλεσμα της σταθερότητας των μικρών λόγων. Τα φυτά άνθιζαν την άνοιξη, επειδή τότε πλησίαζε ο ήλιος τη Γη. Με το πλησίασμά του, δυνάμωνε η εσωτερική φωτιά τους. Αν ο ήλιος πλησίαζε δύο φορές τον χρόνο, θα άνθιζαν δυο φορές. «Ούτε οι δρόμοι των αστεριών είναι σταθεροί», είπε ο σύρος. Ο Πίνχας τον κοίταξε με οργή. Είχε ακούσει τη μεγαλύτερη βλασφημία. Ταράχτηκε και ο λατίνος. Αν οι δρόμοι τους δεν ήταν σταθεροί, τότε δεν τους είχαν χαράξει οι θεοί.

«Στην πατρίδα μου πήγαινα σε μια συναγωγή», τους είπε ο σύρος. «Μιλούσε ένας ραβίνος, μάγος από την Βαβυλώνα. Έλεγε ότι τα άστρα αλλάζουν συνέχεια τους δρόμους τους. Ότι προσπαθούν να κάνουν ταυτόχρονα δυο πράγματα: Να μην συγκρούονται με τα υπόλοιπα, και να κρατούν με αυτά μια σταθερή απόσταση, αλλά οι δρόμοι τους δεν είναι σταθεροί».

Ο Πίνχας κάθισε. Έγειρε το κεφάλι του. Οι ιουδαίοι της Βαβυλώνας ήταν αυθεντίες. Ήταν οι πιο αξιοσέβαστοι. Είχαν οργανώσει την επιστροφή του Ισραήλ.  Ήξεραν για τα άστρα τα πάντα. Γιατί τα άστρα έκαναν κάτι τέτοιο;  «Ίσως να το κάνουν οι θεοί που κατοικούν εκεί», του είπε ο λατίνος.

«Δεν υπάρχουν σταθερές τροχιές, σύντροφε Βασίλη», είπε ο Πεντρένσκι. «Μεταβάλλονται συνέχεια. Έχω μιλήσει με τους επιστήμονες των διαστημικών προγραμμάτων. Η βαρύτητα δεν βγαίνει μέσα από τα αστέρια. Είναι κάτι ανάμεσά τους. Κάτι ολόγυρά τους. Αυτό το ξέρουμε από την εποχή του Αινστάιν».

«Σε κάθε περίπτωση, είναι η βαρύτητα που διατηρεί σταθερό το ηλιακό μας σύστημα, σύντροφε!».

«Υπάρχει ένας γενικός Λόγος σε όλο στο σύμπαν. Και μερικότεροι λόγοι σε κάθε σημείο του. Όλοι αυτοί δημιουργούν πεδία. Η ύλη εμφανίζεται ανάλογα με τις τιμές σε αυτά. Αλλού εμφανίζεται πυκνή αλλού λεπτή. Πιστεύω ότι κάθε κίνηση είναι μια επανεμφάνιση που ορίζεται από τις τιμές. Πιστεύω ότι το ίδιο σώμα αποτελείται από άπειρες επανεμφανίσεις παντού. Εμείς βλέπουμε μόνο κάποιες από αυτές και τις αποκαλούμε κίνηση». Ο Πεντρένσκι έγραψε τον διάλογο το 1954. Από τότε τον διόρθωνε συνέχεια. Ίσως να πέθαινε χωρίς να τον τελείωνε.

Ο δορυφόρος πήγε σε μια γλάστρα με λουλουδάκια. Πήρε στο χέρι του ένα από αυτά. Τους είπε ότι κάθε επόμενη στιγμή γεννιόταν ένας νέος κόσμος, ότι μαραίνονταν και άνθιζαν μυριάδες φύλλα, ότι έσκαβαν πιο βαθιά την αμμουδιά μυριάδες κύματα, ότι κτίζονταν και γκρεμίζονταν μυριάδες σπίτια, σε μυριάδες ακτές.

«Το θέμα δεν είναι ποιος θεός έφτιαξε τον κόσμο», είπε. «Αλλά ποιος τον φτιάχνει συνέχεια, την κάθε στιγμή».

«Τον έφτιαξε ο Ιεχωβάς», είπε ο Πίνχας. «Και έβαλε τους νόμους των αλλαγών».

«Ούτε οι νόμοι των αλλαγών είναι σταθεροί. Πόσες φορές τους άλλαξε ο Θεός σου;».

Ο σύρος σήκωσε το ένα του χέρι, δίπλωσε με το άλλο χέρι τον χιτώνα του:

«Όλα γίνονται μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος τα γεννάει όλα. Τα πράγματα υποτάσσονται στη ροή των προηγούμενων εαυτών του σύμπαντος και περισσότερο στη δική τους προηγούμενη ροή. Ο πρώτος μεγάλος θεός ήταν ο Κρόνος, o χρόνος».

Ο αξιωματικός τον διέκοψε, σήκωσε το χέρι του και την άκρη του μανδύα του:

«Υπάρχει ένας Υπέρτατος Θεός, είναι ο Θεός της αλήθειας, ο πατέρας των πάντων. Είναι απόλυτα αγαθός, υπάρχει έξω από τον κόσμο μας. Κάνει τα πάντα να υπάρχουν. Δεν είναι αντιληπτός. Είναι απροσπέλαστος. Κάτω από αυτόν υπάρχει ένας άλλος Θεός, πιο μικρός, ο Λόγος, ο Θεός Δημιουργός, που δημιούργησε τον κόσμο και τον δημιουργεί διαρκώς. Αλλά είναι κάτω από τον Υπέρτατο Θεό. Ο Υπέρτατος δίνει την ύπαρξη, ο Λόγος τη μορφή».

«Αυτό το λένε και κάποιοι δικοί μας, οι Θεραπευτές», παρατήρησε ο Πίνχας. «Πιστεύουν ότι ο Λόγος είναι το μόνο δημιούργημα του Γιαχβέ, ετι εκείνος με τη σειρά του δημιούργησε όλα τα υπόλοιπα. Μαζί τους συμφώνησε και ο Φίλωνας».

Ο σύρος τον κοίταξε έκπληκτος. Ο Φίλωνας ήταν ο  μεγαλύτερος ιουδαίος φιλόσοφος της εποχής τους. Τον σέβονταν ακόμα και οι έλληνες. «Τις ξέρω αυτές τις θεωρίες», απάντησε ο Λατίνος. Σήκωσε την άκρη του χιτώνα του. «Ο Λόγος όμως δεν γεννήθηκε από τον Υπέρτατο Θεό απευθείας. Στο απώτατο παρελθόν, ο Υπέρτατος Θεός απέκτησε απογόνους. Ήταν οι Αιώνες. Αυτοί σε ζεύγη, παρήγαγαν δικούς τους απογόνους. Ο Αιώνας Σοφία αποχωρίστηκε ακόμα περισσότερο. Γέννησε ένα δικό του απόγονο, τον Θεό Δημιουργό, τον Λόγο».

«Όλα αυτά είναι ένα τεχνάσματα!», είπε ο Αρχίλοχος. «Σας αποδείξαμε ότι όλα τα κάνει ο Λόγος. Οι ιουδαίοι για να σώσουν τον Γιαχβέ τον έκαναν υπηρέτη του. Οι στωικοί για να σώσουν τον Υπέρτατο Θεό χρησιμοποίησαν τους Αιώνες, δηλαδή τον χρόνο, προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Λόγο σαν μια σταδιακή έκπτωση του Νου, μια έκπτωση που έγινε μέσα στο χρόνο».

Η λέξη «έκπτωση» πρόσβαλε τον λατίνο. «Ο Υπέρτατος Θεός δεν εκπίπτει! Οι απόγονοί του οι Αιώνες δεν είναι εκπτώσεις του».

«Ναι, κατάλαβα», τον κάλμαρε ο σύρος. «Οι Αιώνες είναι κάτι σαν το Άγιο Πνεύμα του χριστιανού».

«Ίσως να εκπίπτει ο θεός Λόγος», είπε ο λατίνος. «Οι αλλαγές που κάνει δεν είναι σταθερές, ίσως να τις ελέγχει ο Αιώνας Σοφία».

«Ο Λόγος αλλάζει επειδή υπακούει στον κόσμο», απάντησε ο Αρχίλοχος.

«Οι άνθρωποι θέλουν να ξεφύγουν από την επικράτεια του Λόγου, θέλουν να επιστρέψουν στον θεό της αλήθειας, τον Υπέρτατο Θεό, εκεί που όλα είναι σταθερά».

«Γιατί το κάνουν αυτό;» ρώτησε ο Πίνχας.

«Επειδή έχουν μέσα τους τον Αιώνα Σοφία. Αυτός ο Αιώνας εξέπεσε από την θεϊκή επικράτεια. Αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στον υλικό κόσμο, μέσα στους ανθρώπους. Έτσι αυτοί έχουν την θεϊκή σπίθα. Η σπίθα αυτή γεννάει την ανάμνηση. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αγγίξουν τα ανώτερα επίπεδα. Να βυθιστούν στον Υπέρτατο Θεό. Αλλά αυτή η ένωση είναι αδύνατη. Ο Υπέρτατος Θεός είναι αγαθός. Αντίθετα, ο κόσμος ήταν φτιαγμένος από την βδελυρή ύλη, από κακία και πλάνη. Ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί μόνο με τον Λόγο. Ανήκουν στον ίδιο κόσμο».

«Ο υλικός κόσμος είναι καλύτερος από τον Υπέρτατο Θεό!» αντιμίλησε ο Αρχίλοχος.

«Όλοι ξέρουμε ότι κόσμος είναι αμαρτωλός και ατελής», είπε ο λατίνος. «Ξέρουμε ότι φυλακίζει την ψυχή μας στην δυστυχία!».

«Ο κόσμος πρέπει να καταστραφεί με τη φωτιά!» φώναξε ο χριστιανός. «Από το πρωί πληρώνω για θυσίες και δώρα».

«Εσένα τον σύρο σε είδανε στην αγορά», φώναξε ο Πίνχας. «Ζητάς συνέχεια ψωμί και ψάρια. Δεν αρκείσαι στον μισθό σου. Ο κόσμος είναι αμαρτωλός. Χρειάζεται την φωτιά για να γίνει καινούργιος! Μακάρι αυτή να πέσει πάνω σου, Αρχίλοχε!».

«Η λεγεώνα μας φύλαγε τον Δούναβη», είπε ο αξιωματικός. «Σταματήσαμε μια φυλή. Πείνασαν και μας πούλησαν τα παιδιά τους. Τους δίναμε ένα σκυλί για κάθε παιδί. Αν μια οικογένεια μας έδινε τρία παιδιά, έπαιρνε τρία σκυλιά. Πούλησαν τα παιδιά τους και εξακολουθούσαν να πεινούν».

«Είμαστε πιο άγιοι από τον Υπέρτατο Θεό!», φώναξε ο Αρχίλοχος. «Δεν έχουμε ανάγκη να ενωθούμε μαζί του. Δεν έχουμε ανάγκη να σφάζουμε ταύρους».

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ο Υπέρτατος Θεός είναι για να τον λατρεύουν οι πέτρες. Είναι οι μόνες που δεν αλλάζουν. Λατρεύοντάς τον, γίνεστε και εσείς πέτρες. Είμαστε άγιοι επειδή έχουμε το Λόγο. Χάνουμε τον εαυτό μας, τον σφάζουμε σαν τον Άπι, τον σταυρώνουμε σαν τον Διόνυσο. Ύστερα ο Άπις και ο Διόνυσος ανασταίνονται. Ανασταινόμαστε μαζί τους. Εσείς σφάζετε ταύρους για να γίνετε πέτρες».

 

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η επιστροφή του Βασίλη

1. 1974, ο Βασίλης γίνεται ιερέας, ο θάνατος του Πεντρένσκι, η κρυμμένη αγιότητα

Καλοκαίρι του 1974, Κινέττα. Το ραδιόφωνο ανακοίνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρο. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή. Έγινε επιστράτευση. Φοβηθήκαμε ότι θα γίνει πόλεμος. Οι νοικοκυρές άδειασαν τα σούπερ μάρκετ. Τα ραδιόφωνα ανακοίνωναν τις ελληνικές νίκες. Τα νοσοκομεία γέμισαν τραυματίες. Τους έφερναν μεταγωγικά αεροπλάνα από την Κύπρο. Είδαμε τους επιστρατευμένους του Κέντρου της Κορίνθου στην παραλία. Έπαιζαν μπάλα.

«Δεν θα πάτε να πολεμήσετε;», τους ρωτήσαμε.

«Μας έδωσαν άδεια».

Οι τούρκοι κατέλαβαν την μισή Κύπρο. Οι συνταγματάρχες παρέδωσαν την εξουσία. «Δανάη», είπε η μαμά, «γύρισε ο Βασίλης από την Ιταλία». Τον είδα λίγο μετά της Παναγίας, σε μια οικογενειακή συγκέντρωση. Οι μισοί ήταν με τους συνταγματάρχες. Ένας θείος, αξιωματικός της αεροπορίας, εξήγησε το λόγο: «Αυτοί που βασανίστηκαν ήταν μόνο μερικές χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι περάσαμε καλά». Ο νονός ήταν λυπημένος. Τον συκοφάντησαν για «συνεργάτη της χούντας». Κινδύνευε με διώξεις. Τα μικρά ήταν επίσης λυπημένα. Δεν θα γινόταν πόλεμος και θα πήγαιναν σχολείο. Σε μια γωνιά διέκρινα τον Βασίλη.

«Νικήσατε κομμούνια», του είπα. «Τώρα θα φάτε με χρυσά κουτάλια!».

«Μόνο οι ήττες βαθαίνουν την ψυχή μας, Δανάη».

Ώου! Ένα υγιές πνεύμα παρακμής! Μέχρι τότε ήταν «κόκκινο γαρύφαλλο».

Ο ξάδερφος και ο Πεντρένσκι αντάλλασαν γράμματα επί δέκα χρόνια. Ο ρώσος του έστελνε και κάρτες από τα ταξίδια του.  Το 1980, τα μέσα ανακοίνωσαν τον θάνατό του: «Χθες απεβίωσε ο σοβιετικός συγγραφέας Ιβάν Πεντρένσκι. Έγινε διάσημος με το παγκόσμιο μπεστ σέλλερ του Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου. Βραβεύτηκε επανειλημμένα…». Ο Ριζοσπάστης αφιέρωσε μισή σελίδα. Η Αυγή μια στήλη. Λίγους μήνες μετά, ο Βασίλης έλαβε ένα τηλεγράφημα. Ήταν από την οικογένεια του εκλειπόντος. Ο Πεντρένσκι του κληροδοτούσε ένα κουτί. Είχε μέσα ένα βιβλίο.

Το 1977, ο Βασίλης έγινε διάκονος. Έμεινε άγαμος.  Μου εξήγησε τον λόγο: «Δεν θα ένιωθα για καμμία όπως για την Donna. Το ένοιωθα πορνεία να παντρευτώ». Διορίστηκε ιερέας. Δεν έβαλε μέσον να μείνει στην Αθήνα. Τον έστειλαν σε ένα ορεινό χωριό. Είχε μια περίεργη άποψη για τον κόσμο μας, ότι ήταν κρυφά άγιος.

Η νεότερη ελληνική ιστορία θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «αφέντες και δούλοι»: Το 1821 επαναστάτησε ο Μοριάς. Οι ένοπλοι ήθελαν να πάρουν τη θέση των «τούρκων». Οι πιο σπουδαίοι ανάμεσά τους ήταν οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Οι πρώτοι, πριν την επανάσταση, είχαν υπόδουλα σαράντα χριστιανικά χωριά.  Οι δεύτεροι ήταν ληστές και πειρατές. Άρπαζαν χριστιανούς και τους πουλούσαν δούλους, λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές. Ήταν αυτοί που έκαναν τη σφαγή της Τριπολιτσάς -και το 1944 τις σφαγές στη νότια Πελοπόννησο.

Τον πρώτο χρόνο δολοφονήθηκαν ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι, κυρίως γυναικόπαιδα. Τα επόμενα έξι χρόνια, οι επαναστάτες έκαναν μεταξύ τους τρεις εμφύλιους. Πήραν δάνεια από την Αγγλία και τα έφαγαν. Οι αρχηγοί τους άρπαξαν τις καλύτερες περιουσίες.  Καθιέρωσαν το σουβλιστό κατσικάκι. Οι άοπλοι χριστιανοί μετανάστευαν για να γλυτώσουν από τους «ελευθερωτές» τους. Οι Κολοκοτρωναίοι προσπαθούσαν να τους υποτάξουν. Έκαιγαν τα σπίτια τους και έκοβαν τα καρποφόρα δέντρα. Ήθελαν να τους κάνουν να πεθάνουν από την πείνα. Ήταν η πολιτική «φωτιά και τσεκούρι». Οι χωρικοί έλεγαν «τι Ζαΐμης, τι Μπραΐμης;». Αναρωτιόντουσαν σε τι διέφερε ο Ζαΐης, ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη από τον Ιμπραήμ.

1843, ο στρατός έκανε επανάσταση για να επιβάλει το σύνταγμα. Η μεσαία τάξη της Ελλάδας ήταν τότε ο στρατός. Ήθελαν να διαφεντεύουν μαζί με το βασιλιά. Κάπου το 1900, ο Παπαδιαμάντης  αποκάλεσε την Αθήνα «πόλη των αφεντάδων και των δούλων». Το 1909, ο στρατός έκανε πάλι επανάσταση. Επέβαλε για πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο.  Το 1916, ο στρατός έκανε πραξικόπημα. Σε συνεργασία με τους Συμμάχους έφερε το Βενιζέλο. Έβαλε την Ελλάδα στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922 ο στρατός εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία, ήρθε στην Αθήνα, έκανε επανάσταση και παρέδωσε ξανά την εξουσία στο Βενιζέλο. Έκανε μια δίκη παρωδία και δολοφόνησε τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης.

1930, το κράτος των Αθηνών επιβλήθηκε. Κυριάρχησε η διαφθορά. Κατασκευάσθηκε η «αγία Ελλάς». Ο πρώτος κυβερνήτης, ο Καποδίστριας, θεωρήθηκε άγιος. Δίπλα του «αγιοποιήθηκαν» ο Μακρυγιάννης, ο Παπουλάκος, ο Μέγας Αλέξανδρός και ο Παύλος Μελάς. Επιβλήθηκαν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις. Το 1936 ήρθε στην εξουσία η φασιστική δικτατορία του Μεταξά. Η Αθήνα έμαθε να χαιρετάει φασιστικά. Η νεολαία γράφτηκε υποχρεωτικά στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.

Το 1943, η νίκη των Συμμάχων σιγουρεύτηκε. Οι πολιτικοί και οι αξιωματικοί ξεκίνησαν την «εθνική αντίσταση». Τους επόμενους δώδεκα μήνες, μέχρι να φύγουν οι γερμανοί το 1944, έκαναν παρελάσεις και σφαγές αμάχων. Οι καπετάνιοι έκαναν γλέντια με ψητά. 1950, εκείνοι που ήθελαν να πουλήσουν τη χώρα τους στη Ρωσία ηττήθηκαν οριστικά. Οι νικητές πήραν τα πάντα: Περίπτερα, ταξί, άδειες φορτηγών και βυτιοφόρων, άδειες για φούρνους. Οι κόρες τους έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Οι νικητές είχαν τους ηττημένους δούλους τους. Την διαφορά εξισορρόπησε η μεγάλη ελληνική οικογένεια.

  1. Η επανάσταση των συνταγματαρχών. Η χώρα μας πήρε την ευρωπαϊκή πρωτιά στην κατανάλωση ερυθρού κρέατος. 1974, Karamanlisation. 1981, η επανάσταση του σοσιαλιστικού κόμματος. Ένωσε το 1821 και την «εθνική αντίσταση» σε ένα. Επιβλήθηκαν τα μουστάκια. Οι νέοι νικητές έκαναν τους νέους ηττημένους δούλους τους. Η ελληνική οικογένεια παρενέβη πάλι εξισορροπιστικά. Η κατανάλωση κρέατος απογειώθηκε. Όπως έγραψε και η Αυριανή: «Χάρη στον Ανδρέα, χόρτασε η Ελλάδα κρέας». Ο θείος Μίμης διατύπωσε το δόγμα: «Παντού οι πολιτικοί κλέβουν αλλά οι σοσιαλιστές δίνουν και κάτι στο λαό».

Ο «λαός» ήταν ο ίδιος και ο θείος Μιχάλης. Ο μέσος σοσιαλιστής που ανήκε στο «λαό», έπαιρνε αμοιβή -μαζί με τα εφάπαξ και τις συντάξεις- πέντε με δέκα φορές πάνω από τον μέσο πολίτη. Τα λαδώματα, οι δωροδοκίες και οι υπεξαιρέσεις ήταν στα επιπλέον.  Οι σοσιαλιστές καθιέρωσαν την «έλευση του Αγίου Φωτός». Ερχόταν από τα Ιεροσόλυμα με αεροπλάνο. Το υποδέχονταν με τιμές αρχηγού κράτους. Ταξίδευε σε κάθε μητρόπολη. Τα μεσάνυχτα της Ανάστασης κατέληγε σε κάθε λαμπάδα.

Το μάθημα: Η εκκλησία ήταν ο πάροχος του Αγίου Πνεύματος, οι σοσιαλιστές ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη. Η αλήθεια: Όταν η Παναγία γέννησε τον Χριστό δεν είχε γίνει η Πεντηκοστή, δεν είχε ιδρυθεί ακόμα η εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα το είχε ο κόσμος από τη σύσταση του. Γι’ αυτό είδε τον άγγελο ο γάιδαρος του Μελχισεδέκ. Ο άγιος Παύλος δεν έγινε απόστολος με «αποστολική διαδοχή». Δεν χειροτονήθηκε ούτε από τον Ιησού, ούτε από κάποιο χειροτονημένο απόστολο.

Σκάνδαλο Κοσκωτά. Παρέδωσαν δυο τράπεζες σε έναν υπάλληλο που δεν ήξερε ούτε να γράφει. Οι βαλίτσες έφευγαν για την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Η 17 Νοέμβρη κρατούσε τα μπόσικα. Η πιο μεγάλη ασφαλιστική δημιουργήθηκε με εικονικά κεφάλαια. Οι μίζες καθιερώθηκαν παντού. Στα δημόσια έργα και στα εξοπλιστικά νομιμοποιήθηκαν.

Όλοι αυτοί έστελναν τον κόσμο να κάνει πορείες για το Πολυτεχνείο. Ο εχθρός ήταν τάχα μακριά, ήταν τάχα ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός. Ο πραγματικός όμως εχθρός ήταν εδώ. Ήταν η παρασιτική γραφειοκρατία και η συνένοχη μεσαία τάξη. Όλοι αυτοί έφαγαν το ψωμί των επόμενων γενεών. 2004, η Ελλάδα πλήρωσε τους Αθάνατους και πήρε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην τελετή έναρξης ο «λαός» εκπροσωπήθηκε από τον Καραγκιόζη.  Χόρεψαν όλοι με τον πιο γελοίο και άθλιο τρόπο. Σπαταλήθηκαν εξήντα δισεκατομμύρια για να φάνε οι πολιτικοί, οι εργολάβοι και οι παρατρεχάμενοι. Το show έκλεισαν οι «αθλητές», οι «εθελοντές» και ο «συμμετέχων λαός».

Σκάνδαλο Βγενόπουλου, σκάνδαλο Κουτσολιούτσου και μυριάδεςχιλιάδες σκάνδαλα παντού. Οι πολιτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι αγόρασαν τη μισή Ελβετία, τη μισή Γαλλία και το μισό Λονδίνο. Κάποιοι έφτασαν μέχρι τη Νέα Υόρκη. Οι παπάδες έγιναν πλούσιοι και «γκεϋοποιήθηκαν». Σαν πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα αναδείχθηκαν δυο: Σώγαμπρος ψάλτη σε μητροπολιτικό ναό και κομμουνιστής επόπτης σε εφορία.  Δεν διδάσκονταν στον επαγγελματικό προσανατολισμό.

2011, η Ελλάδα χρεωκόπησε. Έγινε η ευρωπαϊκή χώρα με την πιο φτηνή κοκαϊνη. Λίγο αργότερα πέθανε ένας δημοσιογράφος αφήνοντας περιουσία εκατόν είκοσι εκατομμύρια ευρώ. Ήταν ο αγαπημένος του «λαού». Εικάζεται ότι ανήκε σε μια σπείρα πέντε δημοσιογράφων που μετά το 1990 εκβίαζαν τους πάντες. Προφανώς χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που τους προωθούσε η αστυνομία.

Πίσω από όλα αυτά υπήρχε μια κρυμμένη αγιότητα: Γνώρισα μια κυρία από την Κόρινθο. Το 1945, της έστελνε γράμματα ένας εικοσάρης ελασίτης. Εκείνη ήταν δεκαεπτά ετών. Ένοιωθε προσβεβλημένη. Στη μικροκοινωνία της τα γράμματα ήταν απαράδεκτα.  Όμως ο νεαρός ήταν πολύ όμορφος και τα έπαιρνε. Επιβλήθηκε η δεξιά κυβέρνηση. Ο ελασίτης δεν κατέθεσε τα όπλα. Συνελήφθη. Του ζήτησαν να αποκηρύξει τις «ιδέες» του για να μην τον εκτελέσουν. Εκείνος αρνήθηκε.

Η οικογένειά του βρήκε έναν αρχαιολόγο που είχε γνωριμίες στην  αμερικάνικη αρχαιολογική αποστολή. Οι γνωριμίες του κατέβασαν τον αμερικάνο πρέσβη την ώρα που ανέβαινε στο αεροπλάνο. «Εκείνη την εποχή ήταν πάνω και από τον πρωθυπουργό». Ο πρέσβης μίλησε στην ελληνική κυβέρνηση. Ο νεαρός ελασίτης αφέθηκε ελεύθερος. Λίγο αργότερα όμως τον έστειλαν στη Μακρόνησο. Αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση. Έμεινε κρατούμενος για χρόνια και χρόνια.

Εκείνη τον περίμενε. Οι άλλες σταματούσαν να περιμένουν και παντρευόντουσαν. Οι κομμουνιστές την έβλεπαν που περίμενε και την αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Κάποια στιγμή τον άφησαν και τον παντρεύτηκε. Είχε φάει πολύ ξύλο, είχε προβλήματα υγείας. Οι δικοί του, αν και δεξιοί, του συμπαραστάθηκαν. Τον βόλεψαν κάπου θυρωρό. Εκείνη εργάστηκε σκληρά, πολύ σκληρά. Ήταν μοδίστρα. Αγόρασε ένα δυάρι να μείνουν. Κάποια στιγμή ο σύζυγός της πέθανε. Εκείνη συνέχιζε να τον αγαπάει. Την ρώτησα γιατί δεν είχαν παιδιά. Ο σύζυγός της είχε λειτουργική αναπηρία από το ξύλο.

Ήταν για μια όμορφη ρωσίδα. Είχε σχέσεις με έναν άσχημο και φτωχό έλληνα γέρο. Δούλευε σαν οικιακή βοηθός και τον συντηρούσε. Εκείνος ήταν παντρεμένος αλλά η σύζυγός του είχε φύγει. Όποιος έβλεπε το περίεργο ζευγάρι γελούσε. «Γιατί μένει μαζί του;», έλεγαν. «Γιατί τον πληρώνει;».

Το 1950, στις ανηφοριές της Κυψέλης, ζούσε ένας καθυστερημένος. Έμενε σε κοτέτσια και ήταν γεμάτος ψείρες. Ήταν η εποχή που όλοι έκτιζαν. Δεν υπήρχαν τότε διατρητικά μηχανήματα. Οι ανηφοριές ήταν γεμάτες βράχια. Έβαζαν τον χαζό να σπάει την πέτρα με την αξίνα. Δεν άντεχε κανείς άλλος να κάνει μια τόσο σκληρή δουλειά. Αυτοί που τον έβαζαν, εκμεταλλευόντουσαν την χαζομάρα του και δεν τον πλήρωναν. Σήκωνε τα σπιτικά τους χάρη στον απλήρωτο κασμά του. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Τον αναζήτησαν. Μια γυναίκα είπε: «Έφυγε ο κυρ Νικολάκης, ο δια Χριστόν σαλός».

Υπάρχει και μια άλλη αγιότητα φανερή. Την βλέπουμε αλλά δεν την αναγνωρίζουμε: Οι «κακοί» είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Η ψυχή τους ζητάει την αρχαία της δόξα. Καταλήγουν στα υποκατάστατα, τον πλούτο για τη δόξα. Οι «κακοί» είναι αυτοί που έχουν την πιο έντονη μνήμη. Δουλεύουν μέχρι τα ογδονταπέντε. Αυτοκαταστρέφονται. Καταλήγουν πάμφτωχοι. Οι «καλοί» κοιτάζουν να βολευτούν. Πως θα δουλέψουν λίγο, πως θα πάνε διακοπές, πως θα κληρονομήσουν, πως δεν θα πληρώσουν, ποιόν θα παντρευτούν. Μετράνε, υπολογίζουν, προσέχουν.

Κάτι πιο φανερό: Σε πολλές οικογένειες έχουν κομμουνισμό στο τελευταίο, ανώτατο στάδιο του. Οι δυνατοί προσφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Οι αδύναμοι λαμβάνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους. Κάτι ολοφάνερο: Ο μισός πληθυσμός είναι γυναίκες. Γίνονται μητέρες. Θυσιάζουν τα πάντα για τα παιδιά τους.  Κάποτε η γέννηση ενός παιδιού έφερνε τη γυναίκα κοντά στο θάνατο. Και κάτι που ο κόσμος το βλέπει για πρώτη φορά: Όλα τα ζώα έχουν αισθήματα αλτρουισμού και δικαιοσύνης. Παλεύουν για να σώσουν τα αδύναμα. Κάποτε θυσιάζονται. Υιοθετούν τα ξένα παιδιά. Συχνά αναζητούν το ωραίο και την ευταξία. Μια αρκούδα είχε σηκώσει ένα πεσμένο κώδωνα οδοποιϊας. Επειδή χαλούσε μια ομοιομορφία.

2. Το κουτί

Τον Αύγουστο του 1993, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Βασίλης. Είχε έρθει στην Αθήνα ένας συγγενής του Πεντρένσκι. Έκανε τουρισμό. «Του έδωσα την διεύθυνσή σου», μου είπε. «Όλοι οι άλλοι λείπουν διακοπές. Έχει μαζί του το κουτί με το βιβλίο».

Ο απόγονος ήρθε στο σπίτι μου. Έμοιαζε στον Αλ Πατσίνο. Έγινε πλούσιος στην Περεστρόικα. Έφτιαξε ένα εργοστάσιο. Αγόραζε ψάρια και τα έκανε κονσέρβες.

«Χρησιμοποίησα τα λεφτά του συγγραφέα», μου είπε. «Δεν είχε παιδιά. Τα λεφτά του έμειναν σε εμάς. Η ιδέα με τα ψάρια ήταν δική του. Πίστευε ότι θα έπιανε, επειδή στη Ρωσία αγαπάνε τα ψάρια». Μου έδωσε το κουτί. Είχε μέσα ένα αντίτυπο από τα Πρωτόκολλα. Ήταν γραμμένο με κυριλλικό αλφάβητο. Ήταν από τις  πρώτες εκδόσεις που έγιναν στη Ρωσία.

 

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το τέλος της συνέντευξης

1. Ο Πεντρένσκι ήταν ο Πέτρος, ο ταξικός και ο εθνικός εχθρός

1971, Ρώμη. Η αφήγηση του Πεντρένσκι τελείωσε.

«Θέλω να συμπυκνώσετε τη ζωή σας σε μια φράση, σύντροφε», του είπε ο Βασίλης.

«Μια γυναίκα και δυο βιβλία».

«Η γυναίκα της ζωής σας ήταν η Νάντια. Μα δεν είχατε ποτέ σχέση μαζί της».

«Είχαμε μια πολύ έντονη σχέση».

«Το ένα βιβλίο ήταν οι Αφέντες του Κόσμου. Το άλλο ποιό ήταν;».

Ο σοβιετικός συγγραφέας έβγαλε έναν φάκελο. Είχε φωτογραφίες από   εξώφυλλα σε διάφορες γλώσσες. Ανήκαν στα Πρωτόκολλα. «Οι εκδόσεις τους ήταν αμέτρητες. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Ήταν μια επιτυχία απείρως μεγαλύτερη από τους Αφέντες». Χαμογέλασε. «Η Βίβλος και το Κοράνι δεν συμπεριλαμβάνονται».

«Τα Πρωτόκολλα τα έγραψε ο Πέτρος».

«Εγώ είμαι ο Πέτρος».

Το 1925, ο Ιβάν έδειξε σαν δικά του τα χαρτιά του Πέτρου. Και ο Πέτρος έδειξε τα χαρτιά του Ιβάν. Ήταν μια θυσία από μια παρόρμηση.

Τα Πρωτόκολλα ερμηνεύτηκαν στην αρχή σαν ιουδαϊκή συνομωσία εναντίον των Ρώσων. Μετά σαν ιουδαϊκή συνομωσία εναντίον των χριστιανών. Μετά σαν συνομωσία εναντίον της δημοκρατίας. Οι ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν τάχα τις τράπεζες εναντίον της. Ακολούθησαν οι εκδόσεις της Ιαπωνίας. Έγιναν τότε που ήθελε να εξαπλωθεί στην Κίνα και την Ινδία. Το 1950 ήρθε η σειρά των εθνικιστών του Τρίτου Κόσμου: Η ιουδαϊκή και η βρετανική αράχνη ταυτίστηκαν. Τα Πρωτόκολλα κατέκλυσαν την Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε στις Πολιτείες η αντικομμουνιστική υστερία.  Ο Φορντ, ο Διεθνής Εβραίος και τα Πρωτόκολλα, ήρθαν στην επικαιρότητα.

«Σε πενήντα χρόνια οι Αφέντες θα έχουν ξεχαστεί τελείως, Βασίλη. Τα Πρωτόκολλα όμως θα αντέξουν». Οι τετρακόσιες οικογένειες ήταν ταξικός εχθρός. Γεννήθηκαν το 1930, την χρονιά που οι άγγλοι ανθρακωρύχοι έπαιξαν ποδόσφαιρο με την αστυνομία του Λονδίνου. Νίκησαν. «Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν ανθρακωρύχοι, η  ταξική συνείδηση θα εξαφανιστεί». Αντίθετα τα Πρωτόκολλα θα άντεχαν όσο και οι συντάξεις γήρατος. Οι ιουδαίοι ήταν εθνικός εχθρός, έθεταν σε κίνδυνο τις κατακτήσεις του εθνικού κράτους.

«Είδα για πρώτη φορά τα Πρωτόκολλα, στην βιβλιοθήκη ενός θείου μου», είπε ο Βασίλης. Είχαν το πιο φτηνό εξώφυλλο. Τα ξεφύλλισε. Ήταν απίστευτα κακογραμμένα. Ο Πεντρένσκι χαμογέλασε θλιμμένα. «Ο άνθρωπος που τα έγραψε ήταν άμετρα φιλόδοξος. Ανακάλυψε ότι τελικά δεν ήθελε τίποτα. Το μονο που ήθελε πραγματικά ήταν να παντρευτεί τη Νάντια».

2. Ο μοναδικός νόμος, η διπλή διαλεκτική, ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών.

Ο Βασίλης αποκοιμήθηκε σε ένα καναπέ. Ο συγγραφέας που θαύμαζε, ήταν κάποτε πράκτορας της Οχράνα. Οι Αληθινοί Αφέντες δεν έγραφαν την «αλήθεια». Ήταν ένα παιχνίδι με τις προκαταλήψεις, τα ζωτικά ψεύδη μιας κοινωνίας. Ο συγγραφέας τους είχε μιμηθεί τα Πρωτόκολλα. Η Σοβιετική Ένωση, η εθνική αντίσταση, ο ελληνικός λαός, πράγματα ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα.

Μέσα στον ύπνο του άκουσε τα λόγια του συγγραφέα για τον Νίτσε: «Μια μέρα αγκάλιασε και φίλησε ένα άλογο. Επειδή το μαστίγωνε το αφεντικό του. Ένιωσε ότι εκεινο το ζώο ήταν άνθρωπος. Έλεγε ότι μόνο ο Ντοστογιέφσκι θα μπορούσε να τον καταλάβει».

Είδε τους πλανήτες. Δεν είχαν σταθερή τροχιά. Την μετέβαλαν από στιγμή σε στιγμή. «Κάποιοι μακρινοί πλανήτες αλλάζουν ακόμα και φορά, Βασίλη! Μου το είπαν οι καλύτεροι επιστήμονες. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει ανοιχτά. Υπάρχει μόνο ένας νόμος: Το πνεύμα του Θεού είναι μέσα στα πάντα. Κάνει το κάθε τι να κινείται προς όλα. Συγχρόνως το κάθε τι είναι ήδη παντού. Αυτή την κίνηση και αυτή την παρουσία τα καταλαβαίνουμε σαν μαγνητισμό, ηλεκτρισμό, εξέλιξη των όντων και ιστορία».

Ο Βασίλης προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του.

«Το κάθε τι υπάρχει επειδή όλα τα υπόλοιπα του δίνουν χώρο και το καλούν στην ύπαρξη. Έτσι γεννάει ο Θεός τον κόσμο, με την αδυναμία. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο θεό είναι η αδυναμία του».

Ο Βασίλης σηκώθηκε.

«Το 1938, είδα ολοκληρωμένο το μετρό της Μόσχας, κύριε δημοσιογράφε.Τα μέλη του Κόμματος πραγματοποίησαν αυτό που τα συνέφερε. Είχαν όμως μέσα τους τούς λόγους όλων των άλλων. Πραγματοποίησαν και εκείνο που συνέφερε όλους τους υπόλοιπους».

Η Βαβέλ του Στάλιν έγινε θερμαινόμενη πισίνα. Κολυμπούσαν οι πολίτες δωρεάν. Η σοβιετική κοινωνία ήταν παγιδευμένη στην «πονηρία του Λόγου», υλοποιούσε την ηθική. Ο κόσμος πατούσε ήδη με το ένα του πόδι στο τέλος της ιστορίας. Ήταν ήδη άγιος. Έσερνε το άλλο πόδι να το φέρει δίπλα στο πρώτο.

«Ο Μαρξ έλεγε ότι ο κόσμος χωρίζεται σε σχέσεις και δυνάμεις, κύριε δημοσιογράφε. Οι σχέσεις θα γίνονται συνεχώς χειρότερες. Αλλά ο άνθρωπος θα γίνεται ολοένα πιο δυνατός. Ολοένα πιο σοφός. Υπάρχει μια διπλή διαλεκτική».

«Είσαστε τελείως διαφορετικός από ότι είχα φανταστεί», είπε ο Βασίλης στον ρώσο.

«Είμαι ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών».

Ο ξάδελφος μου τον κοίταξε με ένα ερωτηματικό.

«Είναι αδύνατον αυτό που λέτε!», του απάντησε. «Υπάρχουν κάποιοι  συγγραφείς, όπως ο Ντίκενς, που τα έργα τους εκδίδονται επί δυο αιώνες. Κάποια άλλα βιβλία εκδίδονται επί πεντακόσια χρόνια. Κάποια άλλα υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια».

«Δεν διάβασες τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, Βασίλη, δεν διάβασες Προυστ, δεν διάβασες καν τον Δον Κιχώτη. Ούτε εγώ τα διάβασα. Ξεφύλλισες όμως τα Πρωτόκολλα και διάβασες τους Αφέντες. Τον δέκατο ένατο αιώνα, ο πληθυσμός της Γης ήταν ένα δισεκατομμύριο. Οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. Διάβαζε ένα πολύ μικρό ποσοστό. Σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι πέντε δισεκατομμύρια και διαβάζουν οι μισοί. Πόσοι διάβασαν τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη; Από τότε που γράφτηκαν μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα μόνο μερικές χιλιάδες. Μετά μερικά εκατομμύρια».

«Το πρώτο βιβλίο σας το γράψατε καθ’ υπαγόρευση, πάνω στην ιδέα της Νάντια. Το δεύτερο βιβλίο σας το έγραψαν οι φοιτητές. Τα θεωρείτε και τα δύο σαχλαμάρες. Η μόνη σας πραγματική σχέση με τα βιβλία ήταν η βιβλιοθήκη που κάψατε!».

«Εξακολουθώ να είμαι ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών, Βασίλη», επανέλαβε ο Πεντρένσκι.

«Πρέπει επιτέλους να μου δώσετε τη συνέντευξη. Η εφημερίδα μου θα με απολύσει».

«Την έγραψα χθες και προχθές, την έδωσα σε μια δακτυλογράφος. Θα είναι έτοιμη να την πάρεις αύριο το μεσημέρι».

3. Η συνέντευξη

Το επόμενο μεσημέρι συναντήθηκαν στo λόμπι του Eden. Ο Πεντρένσκι έδωσε στον εξάδελφό μου ένα φάκελο με την συνέντευξή του. Ο Βασίλης την ξεφύλλισε. Ήταν πλήρης, σαφής και πνευματώδης. Αναφερόταν στην «επιτυχία του σοβιετικού μοντέλου», στο «φωτεινό παράδειγμα της Κούβας», στον «βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ», στην «καταπίεση των μαύρων στις Πολιτείες», στον  «ρεφορμισμό του Μάη του ’68», στο «κόκκινο μέλλον της ανθρωπότητας», στις «κατακτήσεις των σοσιαλιστικών χωρών», στη «βελτίωση των συνθηκών των λαϊκών μαζών», στο «νέο άνθρωπο που κατασκεύαζε η Σοβιετική Ένωση».

«Οι δίκαιες κοινωνίες είναι άχρηστες, Βασίλη. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από το μεγαλείο. Η μεγαλύτερη κοινωνική αδικία είναι η μετριότητα».

«Αγαπήσατε ποτέ κάποια άλλη εκτός από  την Νάντια;»

«Δεν μπόρεσα να βάλω καμία στη θέση της».

Ο Βασίλης πήγε την συνέντευξη στην εφημερίδα του. Δέχθηκε επαινετικά σχόλια. Το απόγευμα πήρε ένα ταξί. Πήγε στο παλατάκι της Donna. Είπε στον οδηγό να τον περιμένει. Πλησίασε με τα πόδια. Αγνάντεψε τα παράθυρά της. Είπε στον οδηγό να φύγει. Επέστρεψε στην Ρώμη με τα πόδια.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Πεντρένσκι ήταν πράγματι ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών όταν το είπε. Μετά την τρίτη χιλιετία τα νούμερα άλλαξαν. Οι Κινέζοι έγιναν ενάμισι δισεκατομμύριο. Οι Ινδοί άλλα τόσα. Ξαφνικά άρχισαν να διαβάζουν όλοι τους. Τα βιβλία έγιναν ηλεκτρονικά.

Το Όνομα του Ρόδου είχε τριακόσια εκατομμύρια ηλεκτρονικές αναγνώσεις. Ένα βιβλίο γαλλικής μαγειρικής πεντακόσια εκατομμύρια. Ένα βιβλίο για σκύλους εξακόσια.  Αλλά ίσως αυτά τα νούμερα να είναι ψεύτικα. Με τέσσερις χιλιάδες ευρώ αγοράζεις πια ένα εκατομμύριο views. Στις μέρες μας άλλαξε και η ανάγνωση: Κανένα βιβλίο δεν διαβάζεται πια ολόκληρο.

Αντίο, Βασίλη! Έχω να ακούσω τα νέα σου δυο χρόνια. Δεν κατέλαβες ποτέ αξιώματα, δεν έγραψες θεολογικές μελέτες και βίους αγίων, δεν κήρυξες από τον άμβωνα, δεν ανέλαβες κάποιο ίδρυμα, δεν ανέπτυξες φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Είσαι ένας χοντρός παπάς. Το μισό πάχος σου είναι το πρησμένο σου συκώτι.  Κάθεσαι στο ναό μέχρι τα μεσάνυχτα. Μνημονεύεις στις προσευχές σου όσα περισσότερα μπορείς.

Θέλω να αποχαιρετήσω τους ήρωές μας: Αντίο Νάντια, Ιβάν, Πέτρο, Αλεξέι, Ιγκόρ, Μπόρις, Donna, Ράπτη, Στάλιν, Τσώρτσιλ, Φορντ, Γκαμπόν, ιουδαίε φίλε του τελευταίου. Αντίο και σε όσους δεν ανέφερα. Θα συναντηθούμε στα ερείπια της Βαβέλ, σε μια πισίνα.

ΤΕΛΟΣ