William Morris: Οκτώβριος

Ὦ ἀγαπῶ, ἀπ’ τὴν ἀκίνητη θάλασσα στρέψου, καὶ ὅρα
κάτωθε τὶς πολιὲς κλιτύες εἰς τὸ γηρᾶσαν ἔτος
ποὺ θνήσκῃ ἐν μέσῳ τῆς ὀμίχλης ποὺ εὐωδιάζει ὀπώρα,
καὶ αἰωρεῖται ὕπερθε τῆς νάπης στὸ ὁροπέδιο,
ὅπου οἱ παλαιές πτελέες ποὺ δάκνει ὁ ἄνεμος, περιπτύσσουν
ὀρφνὸ ναό, ἀχυρῶνα, κῆπο, ἐρυθροστεγὴ οἰκισμό
εἰργασμένα ἐπὶ νεκρῶν ἡμερῶν πρὸς πρὸ καιροῦ νεκρῶν.

    Κατελθέ, ὦ ἀγαπῶ· ἵσως τὰ χέρια ἡμῶν νὰ μὴν συντύχουν,
ἀφοῦ ζοῦμε ἔτι σήμερον, ἀμνήμονες τοῦ Ἰουνίου,
ἀμνήμονες τοῦ Μαΐου, δοκοῦμε τὸν Ὁκτώβριο ἤπιο―
―Ὦ ἄκου, ἄκου! Κατὰ τἀπόγευμα ὁ ὀρφνινὸς πύργος
ὑμνῳδεῖ παλαιό ξενικό κατάκροτό τι μέλος!
Γλυκειὰ καὶ δύσφρων τοῦ ἐπιπόνου ἔτους ἡ λοισθία πνοή
λίαν μεστὴ ζωῆς, μὲ τὸν θάνατο ἵνα φιλονεικῇ.

    Καὶ μεῖς ἔτι―δὲν θἆναι μαλακὸ καὶ προσφιλές,
νὰ ἀναπαυώμεθα ζωῆς, ὑπομονῆς καὶ λύπης
νὰ ἀναπαυώμεθα εὐτυχίας ποὺ ἀγνοοῦμε ὅταν τὴν βρίσκομε
νὰ ἀναπαυώμεθα Ἕρωτος οὗ τὸ τέλος δὲν θὰ κερδήσῃς;―
Ἄκου, πῶς αὐξάνει τὸ ᾆσμα, ποὺ ἔφθινε ἤδη!
Ψάξε, ἀγαπῶ! ―ἆ, ἐμμένε ἐγγύς, ποτέ μὴν κινηθῇς!
Πώς δύναμαι νὰ ἔχω ἱκανήν ἀγάπη καὶ ζωή;

[ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

πολιές: γκρίζες

νάπης: κοιλάδας

ὀρφνό/ὀρφνινός: γκρίζο, γκρίζος

λοισθία: τελευταία