Christina Rossetti: Η αγορά των τελωνίων [1862]

Πρωὶ καὶ ἐσπέρα
κόρες ἤκουον τὰ τελώνια νὰ κράζουνε:
«Περάστε πάρετε τὰ ὡραῖα τοῦ κήπου μας,
περάστε πάρετε, περάστε πάρετε:
Μῆλα καὶ κυδώνια,
πορτοκάλια καὶ λεμόνια,
σάρκινα ἄδηκτα κεράσια,
σμέουρα καὶ πεπόνια,
χνουδόπρῳρα ῥοδάκινα,
μελαγκράνια μοῦρα,
ἐλεύθερα ἀγριόμουρα
ξινόμηλα, κούμαρα
ἀνανάδες, βατόμουρα,
φράουλες, βερίκοκα·―
ὡριμάζουν σύμπαντα,
στὴν θερινὴ ὥρα, ―
πρωινὰ ποὺ παρέρχονται,
εὐδεῖες ἐσπέρες ποὺ φεύγουν·
περάστε πάρετε, περάστε πάρετε:
τὰ σταφύλια ἀπ’ τἀμπέλι νιόκοπα,
ῥόδια εὐτραφή καὶ μεστά,
βαλανίδια καὶ ὀξύστομα προῦμνα,
σπάνια ἀπίδια καὶ κορόμηλα,
δαμάσκηνα καὶ μύρτιλα,
γευσθῆτε τα καὶ δοκιμάστε:
φραγκοστάφυλα καὶ λαγοκέρασα,
πυρσολαμπεῖς βερβερίδες,
σῦκα νὰ γέμῃς τὸ στόμα σου,
κίτρα τοῦ Νότου,
γλυκέα στὴν γλῶσσα καὶ ὑγιῆ στὶς γλῆνες·
περάστε πάρετε, περάστε πάρετε.»

Ἐσπέρα πρὸς ἐσπέρα
μεταξὺ τῶν ῥιπῶν τῶν ῥείθρων,
ἡ Δάφνη ἔκλινε τὸ κεφάλι της ν’ ἀκούσῃ,
ἡ Λίσα κάλυπτε τὸ πρόσωπό της ἐρυθριόν:
καθὼς ὑφιζάνουν ἁθρόες ἅμα
στὴν ἀναψυκτικὴ ὥρα,
μὲ προνοητικά χείλη καὶ πλεκτές τὶς ἀγκάλες,
μὲ πυρίφλεκτες παρειές καὶ χεῖρες ἄκρες.
«Μείνε ἐγγύς,» εἶπε ἡ Δάφνη,
μ’ ὀρθωμένο τὸ χρυσοῦν της κεφάλι:
«Δὲν πρέπει νὰ βλέπωμε στὰ ἀρσενικὰ τελώνια,
δὲν πρέπει νὰ ἀγοράζωμε αὐτῶν τὶς ὀπῶρες.
Ποιὸς νὰ ξέρῃ σὲ τὶ γῆ βόσκαν
τὶς πειναλέες αὐτῶν διψαλέες ῥίζες;»
«Περάστε πάρετε,» καλοῦν τὰ τελώνια
καθὼς χωλαίνουν κατὰ τὴν χαράδρα.

Arthur Rackam 1933

«Ὦ,» ἔκραξε ἡ Λίσα, «Δάφνη, Δάφνη,
δὲν πρέπει νὰ βλέπῃς κατὰ τἀρσενικὰ τελώνια.»
Ἡ Λίσα κάλυψε τὰ μάτιά της,
τὰ κάλυψε σφιχτὰ μὴν ἂν κοιτάξουν·
ἡ Δάφνη ὑπτίασε τὸ λιπαρό της κεφάλι,
καὶ ψιθύρισε σὰν τὀχλῶδες ρυάκι:
«Δέρξαι, Λίσα, δέρξαι, Λίσα,
κάτω στὴν νάπη περιπολοῦν μικροὶ ἄνθρωποι.
Ὁ μὲν σύρει καλάθι,
ὁ δὲ φέρει λεκάνη,
καὶ ἄλλος ἔλκει χρυσοῦν πινάκιο
βάρους πολλῶν λίτρων.
Πόσο καλὰ πρέπει νὰ φύεται τἀμπέλι
τοῦ ὁποίου οἱ ῥῶγες εἶναι τόσο γλυκειές·
πόσο θερμὸς ὁ ἄνεμος πρέπει νὰ πνεύσῃ
διὰ κείνων τῶν καρποφόρων θάμνων.»
«Ὄχι,» εἶπε ἡ Λίσα, «ὄχι, ὄχι, ὄχι·
οἱ προσφορὲς αὐτῶν μὴ μᾶς γητεύουν,
τὰ φαῦλα αὐτῶν δῶρα θε νὰ μᾶς βλάψουν.»
Ἔχωσε ἕνα γελαστὸ δάκτυλο
σὲ κάθε ἀφτὶ, σφάλισε μάτια καὶ ἔτρεξε:
Περίεργη ἡ Δάφνη ἐπέλεξε νὰ χρονίσῃ
νὰ ἀποθαυμάζῃ κάθε ἔμπορο.
Ἄλλος εἶχε πρόσωπο γάτας,
ἄλλος ἔφερε οὐρά,
ἄλλος βημάτιζε σὰν ἀρουραῖος,
ἄλλος εἶρπε σὰν σάλιαγκας,
ἄλλος σὰν φασκωλόμυς περιεπόλει τριχωτὸς καὶ νωθής,
ἄλλος σὰν μελοασβὸς ἐκυβίστα ταχὺ σπουδῇ.
Ἠκουσε φωνὴ σὰν περιστέρων φωνές
ποὺ γογγύζουν συνάμα:
Ἠκούοντο εὐγενεῖς καὶ ἐρώτων μεστές
στὴν γλυκειὰ ὥρα.

Ἡ Δάφνη ἐξέτεινε τὸν στιλπνό της τράχηλο
ὡσὰν κύκνο ἐγκείμενο στὸ ῥυάκι,
ὡσὰν κρίνο ἀπὸ τοῦ ῥοῦ,
ὡσὰν φεγγαρόλουστο κλῶνο λεύκας,
ὡσὰν σκεύος στὸ γεῦμα
ὅταν ἡ ὑστάτη ἀναστολὴ ἐχάθη.

Αὖθις στὴν χλοερὰ χαράδρα
ἐστράφη καὶ συνέρευσε μὲ τἀρσενικὰ τελώνια,
μὲ τὸ βόαμα αὐτῶν στριγγὸ καὶ διατελές,
«περάστε πάρετε, περάστε πάρετε.»
Ὅταν αὐτὰ ἔφθασαν ὅπου ἡ Δάφνη ἦταν
ἐστάθησαν ὁμάδι ἐπὶ τῶν λειχήνων,
καὶ ἀλληλοχλευάζοντο,
ἀδελφός πρὸς ἀλλόκοτο ἀδελφό·
καὶ ἀλληλονεύοντο,
ἀδελφὸς πρὸς δόλιο ἀδελφό.
Ἄλλος ἀπέθεσε τὸ καλάθι του,
ἄλλος ἔθεσε πίσω του τὴν λεκάνη·
ἄλλος ἄρχισε νὰ πλέκῃ στέμμα
ἀπὸ κλήματα, φύλλα καὶ ἀδρὰ καστανὰ καρύδια
(δὲν πωλοῦν τέτοια σὲ ἄστεα)·
ἄλλος ἔρριψε τὸ χρυσοῦν βάρος
πινακίου καὶ ὀπώρας νὰ τὸ προσφέρη σ’ αὐτήν:
«περάστε πάρετε, περάστε πάρετε,» ἦταν ἔτι ἡ φωνή των.
Ἡ Δάφνη ἔδρακε δίχως νὰ σαλεύῃ,
ἐπόθησε δίχως χρήματα νὰ ἔχῃ:
Ὁ ἔμπορος μὲ τὴν οὐρά τὴν κέλευσε νὰ δοκιμάσῃ
μὲ φωνὲς λεῖες ὅπως τὸ μέλι,
ὁ αἰλουροπρόσωπος γουργούρισε,
ὁ ποντικομούρης εἶπε κάποια λέξι
δεξιώσεως μέχρι καὶ ὁ μὲ τὸ βῆμα τοῦ σάλιαγκα ἀκούσθηκε·
ἄλλος μὲ  ψιττακισμούς ἱλαρός ἔκραζε
«χαρίεν τελώνιο» ἐν «χαρίεν ψιττακός» εἴδει· ―
ἄλλος σφύριζε σὰν ὀρνίθι.

Florence Harrison

Ἄλλ’ ἡ γλυκόδους Δάφνη εἶπε ἀφροντίστως:
«Καλὲ λαέ, δραχμή δὲν ἔχω·
νὰ πάρω ἦταν νὰ κλέψω:
Χαλκὸ δὲν ἔχω στὸ πουγγί μου,
Οὔτ’ ἄργυρο,
καὶ ὅλος ὁ χρυσὸς μου εἶναι στὸν ῥαχό
ποὺ σείεται στὴν χειμερία ὥρα
στὴν πινώδη ἐρείκη ἐπάνω.»
«Ἔχεις πολὺ χρυσὸ στὸ ἄκρο τῆς κεφαλῆς σου, »
ἀπήντησαν συνάμα:
«Ἀγόρασε ἀπ’ἑμᾶς μ’ ἕναν χρυσοῦν βόστρυχο.»
Ἔκειρε ἕναν πολύτιμο χρυσοῦν πλόκαμο,
μεθῆκε ἕνα δάκρυ μαργαριταριοῦ σπανιώτερο,
μετὰ ῥόφηξε τὶς ὀπωρικές των μπάλλες ξανθὲς ἢ κόκκινες:
Γλυκύτερος τοῦ μέλιτος τῆς πέτρας,
ἐντονώτερος τοῦ εὐήνορος οἴνου,
διαυγέστερος ὕδατος ἐξέρευσε τοῦτος ὁ χυμός·
οὔποτε ἐδοκίμασε τέτοιον πρίν,
πῶς νὰ τὸν κορέσῃ μὲ την χρῆσι;
Ἐρρόφηξε καὶ ρόφηξε καὶ ρόφηξε ὅσες ἴσως
ὀπῶρες κόμισε τοῦτος ὁ ἄγνωστος κῆπος·
ἐρρόφηξε μέχρις ὅτου τὰ χείλη της πληγὲς εἶχον ·
μετὰ ἀπέρριψε τἄδεια φλούδια
ἀλλὰ ἕνα ὀστοῦν του πυρῆνος συνέλεξε,
καὶ δὲν ἤξερε ἂν ἦταν νύξ ἢ ἡμέρα
καθὼς ἐνόστει μονάχη οἴκαδε.

Dante Gabriel Rossetti, 1862

Ἡ Λίσα στὴν πύλη τὴν ἀπήντησε
μεστὴ σοφῶν μομφῶν:
«Φίλη, δὲν πρέπει νὰ μένῃς τόσο ὀψέ,
τὸ λυκόφως δὲν εἶναι σύμφορο στὶς κόρες·
δὲν πρέπει νὰ σχολάζῃς στὴν χαράδρα
ὅταν περιπολοῦν τἀρσενικὰ τελώνια.
Μὴν ἂν μνήσθησαι τὴν Ζάννα,
πῶς περιέπεσε σ’αὐτούς ὑπὸ τὸ σεληνόφως,
πῆρε αὐτῶν δῶρα ἐπιλεγμένα καὶ πολλά
ἔφαγε τὶς ὀπῶρες καὶ φόρεσε τἄνθη αὐτῶν
ποὺ ἔδρεψε ἀπὸ μυχῶν
ὅπου τὸ θέρος πεπαίνει διαρκῶς;
Ἀλλὰ πάντοτε στὸ μεσημβρινὸ φῶς
ἐμαραίνετο καὶ καταξαίνετο·
τοὺς ἀνεζήτησε νύχτες τε καὶ ἦμαρ,
οὐκέτι τοὺς εὗρε, ἀλλὰ ἐμαραίνετο καὶ παρθενεύετο·
μετὰ κατέπεσε ἅμα μὲ τὸ πρῶτο χιόνι,
ἐνῷ μέχρι τοῦτης τῆς ἡμέρας χλόη
δὲν φύεται ὅπου κεῖται θαμμένη:
Ἐφύτευσα μαργαρίτες κεῖ ἕνα ἔτος πρίν
καὶ οὔποτε τίποτε ἐξωγκώθη.
Δὲν ἔπρεπε νὰ σχολάζῃς λοιπόν.»
«Ὄχι, σιώπα,» εἶπ’ ἡ Δάφνη:
«Ὄχι, σιώπα, ἀδελφή μου:
Ἔφαγα καὶ ἔφαγα καὶ κόρον εἶχον·
τὸ στόμα μου διψάει ὅμως·
αὔριο τὴν νύχτα θὰ ἀγοράσω
καὶ ἄλλα·» καὶ τὴν φίλησε:
«Τελείωσα μὲ τὸ πένθος·
προῦμνα αὔριο θὰ σὲ φέρω
δροσερὰ στὰ μητρικά των κλήματα,
κεράσια ἀξιόκτητα·
δὲν μπορεῖς νὰ σκεφθῆς τὶ σῦκα
τὰ δόντια μου συνάντησαν,
τί πεπόνια κατάψυχρα
ἐπάνω σὲ πινάκια χρυσᾶ
ποὺ διὰ νὰ τὰ χωρέσω, ὑπέρογκα,
τί ροδάκινα μὲ βελούδινο μαλλί,
διαυγεῖς ῥῶγες δίχως σπόρο:
εὐώδης πρέπει νὰ εἶναι ὁ λειμὼν ὅντως
ὁποῦ φύονται καὶ καθαρό τὸ νάμα ποὺ αὐτὰ πίνουν,
μὲ κρίνα στὸ χεῖλος,
καὶ ὁ χυμός των σὰν ζάχαρη γλυκύς.»

Χρυσοῦν κεφάλι πρὸς χρυσοῦν κεφάλι,
σὰν δύο περιστέρες σὲ μία καλιά
ἀγκὰς σ’ἄλληλες πτέρυγες,
ἐκεῖντο στὸ οἰκεῖο αὐτῶν κρεβάτι:
Ὡσὰν δυὸ ἄνθη ’ς ἕνα κλωνάρι,
σὰν δυὸ νιφάδες νεοπετοὺς χιονιοῦ,
σὰν δυὸ ῥάβδοι ἐλεφάντινοι
μὲ χρυσὲς ἄκρες διὰ φοβεροὺς ἡγεμόνες.
Σελήνη καὶ ἀστέρες ἔδρακον ἐπ’ αὐτῶν,
ὁ ἄνεμος τὶς βαυκάλιζε,
ξύλινες γλαῦκες ἔπαυσαν νὰ ἵπτανται,
οὐδὲ νυκτερίς ἄνω κάτω πλατάγιζε
περὶ αὐτῶν τὴν ἀνάπαυλα:
στῆθος μὲ στῆθος, παρειὰ μὲ παρειά
συγκλειστὲς σὲ μία καλιά.

Dante Gabriel Rossetti, 1862

Νωρὶς τὸ πρωί
ὅταν ὁ πρῶτος ἀλέκτωρ ἔκραξε τὴν βουλή του,
κομψὲς σὰν μέλισσες, τόσον ἄσχολες καὶ γλυκειές,
ἡ Δάφνη μὲ τὴν Λίσα ἐξύπνησε:
ἐκκόμισαν μέλι, τὶς ἀγελάδες ἄλμεξαν,
ἀέρισαν καὶ τὸ σπίτι ἔσιαξαν,
πλακοῦντες ἔπλασαν ἀπ’ τὸ λευκότερο σιτάρι,
πλακοῦντες πρὸς ἁπαλό τι στόμα νὰ φάη,
μετὰ κύκησαν βούτυρο, κτύπησαν κρέμα,
σίτισαν τὰ πουλλερικά, κάθισαν καὶ ἔρραψαν
μίλησαν ὅπως οἱ κόσμιες κόρες ὀφείλουν:
Ἡ Λίσα μὲ καρδιὰ ἀνοιχτή,
ἡ Δάφνη σὲ ἐπιλήσμον ὄνειρο,
Ἡ μὲν ἀγαπητή, ἡ δὲ μέρος ἀσθενής·
Ἡ μὲν νὰ ὑμνῆ  τἀπλοῦν χάρμα τῆς λαμπρῆς μέρας,
ἡ δὲ νὰ προσμένῃ τὴν νύχτα.

Μὲ τὸν χρόνο ἡ ἐσπέρα ἦλθε βραδύ:
Πῆγαν μὲ ἀμφορεῖς στὸ καλαμῶδες ῥεῦμα·
Ἡ Λίσα μάλλα ἥσυχη στὸ βλέμμα,
ἡ Δάφνη μᾶλλον σὰν φλόγα ποὺ ἀναβρύει.
Ἤρυσαν καχλάζον νερὸ ἀπὸ τὸ βυθό του·
Ἡ Λίσα ἔδρεψε πορφυρές καὶ πλούσιες χρυσὲς πλίνθους,
ἔπειτα ὅπως ἐπέστρεφε εἶπε: «Ἡ δύσις ἀνάπτει
ἐκείνους τοὺς ἐσχάτους ὑψηλότατους κρημνούς·
ἔλα, Δάφνη, οὐδεμία ἄλλη κόρη ἀπολείπεται.
Οὐδεὶς δύστροπος σκίουρος σείεται,
κτήνη καὶ πετεινὰ πῆγαν πρὸς ὕπνο.»
Ἀλλὰ ἡ Δάφνη σχόλαζε ἀκόμη παρὰ τὸ ῥύακι
καὶ ἔλεγε ὅτι ἡ ὄχθη ἦταν ἀπότομος.

Laurence Housman 1893

Καὶ εἶπε ὅτι ἦταν νωρὶς ἀκόμη
ἡ δρόσος δὲν ἔπεσε, ὁ ἄνεμος δὲν ψυχράνθη·
καὶ ἐνατενίζε συνεχῶς, ἀλλὰ δὲν ἀντελήφθη
τὶς συνήθεις κραυγές,
«περάστε πάρετε, περάστε πάρετε,»
μὲ τὸν διατελὴ κωδωνισμό
δελεαστικῶν σὰν ζάχαρη λέξεων:

Καθ’ ὅλην τὴν ἐπιτήρησή της
οὐδὲν τελώνιο διέκρινε οὐδενάκις
νὰ τρέχῃ, νὰ ἀναρπάζῃ, νὰ χωλαίνῃ, νὰ κυβιστάῃ·
μὴ τί γε τὶς ἀγέλες
ποὺ ἐφίλουν παρὰ τὴν νάπη νὰ περιπολοῦν,
ὁμάδι ἢ ἐφ’ ἑνός,
αἰόλων ὀπωροπολῶν.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Λίσα κέλευσε, «Ὦ Δάφνη, ἄμε·
ἀκούω τὸ κάλεσμα τῶν ὀπωρῶν ἀλλὰ νά ’δω δὲν τολμῶ:
δὲν πρέπει νὰ σχολάζῃς ἔτι σὲ τοῦτο τὸ ῥεῦμα:
ἄμε σπίτι με ἐμέ.
Τἀστέρια ὑψώθησαν, ἡ σελήνη κυρτώνει τὴν ἁψῖδα της,
κάθε πυγολαμπίς σκαρδαμύσσει τὸν σπινθῆρα της,
ἂς πᾶμε σπίτι προτοῦ ἡ νύξ σκοτεινιάσῃ:
Διατὶ νέφη ἴσως συνάγονται
παρότι τοῦτος εἶναι θερινὸς καιρός,
σβήνουν τὰ φῶτα καὶ διαβρέχουν μας·
Λοιπὸν ἂν χάσωμε τὸν δρόμο τι πρέπει νὰ κάνωμε;»

Ἡ Δάφνη ἔγινε κρύα σὰν πέτρα ὅταν εὗρε
ὅτι μόνον ἡ ἀδελφή της τούτη τὴν φωνὴ ἄκουσε,
τῶν τελωνίων τούτη τὴν φωνή
«περάστε πάρετε τὰ ὡραῖα μας, περάστε πάρετε.»
Οὐκέτι λοιπὸν πρέπει νὰ ἀγοράσῃ τέτοιαν ἀβρὰν ὀπῶρα;
Οὐκέτι πρέπει νὰ εὕρῃ τέτοιαν ἔγχυμον νομή,
ἀφοῦ ἔγινε κουφὴ καὶ τυφλή;
Τὸ δένδρο τῆς ζωῆς της ἔκλινε ἀπ’ τὴν ῥίζα:
Οὐδεμία λέξι εἶπε στὸν πικρὸ πόνο της καρδιᾶς της·
ἀλλὰ ὁμοιουμένη διὰ τοῦ σκότους, δίχως νὰ διακρίνηται,
βάδιζε σπίτι, μὲ τὸν ἀμφορέα καθόλον τὸν δρόμο νὰ στάζῃ ·
ἔτσι ἀνεῖρπε στὸ κρεβάτι,
καὶ ἔκλινε σιωπηλὴ μέχρι ποὺ ἡ Λίσα ’ς ὕπνο ἔπεσε·
Μετὰ σὲ σφοδρὸ πόθο κάθισε,
καὶ περὶ ψευδοὺς πόθου ἔπριζε τὰ δόντιά της, καὶ ἔκλαψε
ὡς ἂν ἔσπαζε ἡ καρδιά της.

Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, νύχτα μὲ τὴν νύχτα,
ἡ Δάφνη ἕμεινε μάτην νὰ ἐπισκοπῇ
σὲ ὑπερβολικοῦ πόνου σκυθρωπὴ σιωπή.
Δὲν ἀντελήφθη πάλιν τὴν βοὴ τῶν τελωνίων
«Περάστε πάρετε, περάστε πάρετε·»―
Οὐκέτι κατόπτευσε τἀρσενικὰ τελώνια
νὰ διαλαλοῦν τὶς ὀπῶρες των παρὰ τὴν χαράδρα:
Μὰ ὅταν ἡ μεσημβρία ἔθαλλε φαιδρά
οἱ τρίχες της λεπτὲς καὶ πολιὲς ἔγιναν ·
ἐμαράθη, καθὼς ἡ ὡραῖα πανσέληνος κλίνει
πρὸς τὴν ταχεία φθορὰ καὶ ἀναλίσκει
τὴν δική της φωτιά.

Ἐνθυμουμένη τὸ κουκοῦτσι της κάποτε
τὸ κάθισε πρὸ νοτίου μάνδρας·
τὸ ἔτεγξε μὲ δάκρυα, ἔλπιζε νὰ ριζώσῃ,
θαλλό τι νὰ ἴδῃ προσεδόκει,
ἀλλὰ οὐδεὶς ἐβγῆκε· οὐδέποτε
τὸν ἥλιον εἶδε,
οὐδὲ τὴν ὑγρασία νὰ στάζῃ ψηλάφησε:
Ἐνόσῳ μὲ σκαμμένα μάτια καὶ ῥυσσὸ στόμα
ὠνειρεύετο πεπόνια, ὅπως ὁ ὁδοιπόρος ἔχει θέα
ψευδὴ κύματα στὴν ἀνυδρία τῆς ἐρήμου
ποὺ σκιάζουν φυλλοστεφῆ δένδρα
καὶ καίει τὸ διψαλεώτερο στὴν ψαμώδη αὔρα.

Τὸ σπίτι οὐκέτι σάρωνε,
οὔτ’ ἔβοσκε πουλλερικὰ ἢ ἀγελάδες,
μέλι ἐκκόμιζε, ἔπλαθε πλακοῦντες ἀπὸ σιτάρι,
οὐδὲ ἀπ’ τὸ ῥυάκι ἔφερε νερό:
ἀλλὰ καθόταν στὴς καπνοδόχου τὸ μυχό
καὶ δὲν ἥθελε νὰ φάῃ.

Ἡ τρυφερὰ Λίσα δὲν ἐδύνατο ν’ ἀντέξῃ
νὰ τηρῇ τὴν νοσηρὰ ἔγνοια τῆς ἀδελφῆς της
ποὺ ὅμως δὲν ἐκοινώνει κεῖνη.
Αὐτὴ νύχτες τε καὶ ἦμαρ
τῶν τελωνίων τὴν βοὴ κατελάμβανε,
«περάστε πάρετε τὰ ὡραῖα του κήπου μας,
Περάστε πάρετε, περάστε πάρετε·»―
παρὰ τὸ ῥυάκι, τῆς νάπης κατὰ μῆκος,
ἄκουσε τὸ περίπολο τῶν ἀρσενικῶν τελωνίων,
τὸν ζυγὸ καὶ τὴν ταραχή
ποὺ ἡ πτωχὴ Δάφνη δὲν ἐδύνατο νὰ ἀκούσῃ·
Ἐπόθει νὰ ὡνήσῃ ὀπῶρες ἵνα τὴν πραΰνῃ,
ἀλλ’ ἐφοβεῖτο πολυτελῶς νὰ πληρώσῃ.
Ἐσκέφθη τὴν Ζάννα στὸν τάφο της,
ποὺ νὰ ἔχει παντρευθῆ ἔπρεπε ·
ἀλλὰ ποὺ ἀντὶ χαρῶν ποὺ οἱ νύφες ἐλπίζουν νἆχουν
νόσησε καὶ πέθανε
στὴν λαμπρὴ της ἀκμή,
στὴν πρώτη χειμερία ἐποχή
μὲ τὴν πρώτη ὑαλωμένη πάχνη,
μὲ τοῦ ψυχροῦ χειμῶνος τὴν πρώτη χιονόπτωσι.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Δάφνη φθίνουσα
νὰ κρούῃ στὴν πύλη τοῦ Θανάτου ὡμοίαζε:
Τότε ἡ Λίσα οὐκέτι ζύγιζε
κρείσσον καὶ χεῖρον·
Ἀλλ’ ἔμβαλε ἀργυροῦν ὀβολὸ στὸ πουγγίο,
τὴν Δάφνη φίλησε, διέσχισε τὸ μὲ λοχμοὺς σχοίνων πεδίο,
κατὰ τὸ λυκόφως, σταμάτησε στὸ ῥυάκι:
Καὶ πρῶτα στὴν ζωή της
ἄρχισε ν’ ἀκούῃ καὶ νὰ κοιτάει.

Κάθε τελώνιο γέλασε
ὅταν κατέλαβε τὴν σκοπιά της:
Ἦλθον κατὰ αὐτὴν νὰ χωλαίνουν,
νὰ ἵπτανται, νὰ πηδοῦν, νὰ τρέχουν,
νὰ φυσοῦν, νὰ ξεφυσοῦν,
νὰ καχάζουν, νὰ κροτοῦν, νὰ χλευάζουν,
νὰ ποππύζουν καὶ νὰ κλώζουν,
νὰ σπογγίζουν καὶ νὰ θερίζουν,
μὲ μορφασμοὺς καὶ χάριτες,
νὰ σπάζουν διάστροφα πρόσωπα,
αἰσχυντηλοὺς μορφασμούς,
αἰλουροειδεῖς καὶ ἀρουροειδεῖς,
σὰν μελοασβοῦ καὶ φασκωλομυός,
μὲ βήματα σάλιαγκα ποὺ σπεύδει,
μὲ φωνὴ ψιττακοῦ καὶ συρικτοῦ,
χαοτικῶς, ταχὺ σπουδῇ,
νὰ λαλοῦν σὰν κίσσες,
νὰ σαλεύουν σὰν περιστέρια
νὰ ὀλισθάνουν σὰν ψάρια,―
τὴν ἀγκάλιασαν καὶ τὴν φίλησαν:
τὴν ἔσφιγγον καὶ τὴν ἐθίγγανον:
ἅπλωσαν τὰ πινάκια,
πανέρια, καὶ λεκάνες:
«Κοίτα τὰ μῆλα μας
ξανθὰ καὶ φαιά,
ἄρπαξε τὰ κεράσια
ποὔχομε, δάκνε τὰ ῥοδάκινα
ποὔχομε, κίτρα καὶ χουρμᾶδες,
σταφύλια νὰ ζητῇς,
ἀπίδια κόκκινα ὅπως κείμενα,
ἔξω στὸν ἥλιο,
προῦμνα στὰ κλήματα
δρέψε τά καὶ ῥόφα τα,
ρόδια, σῦκα.»―

«καλὲ λαέ,» εἶπε ἡ Λίσα,
ἐνθυμουμένη τὴν Ζάννα:
«δότε με τόσα καὶ πολλά:―
Ἐξέτεινε τὸ περίζωμά της,
τοὺς σφενδόνησε τὸν ὀβολό της.
«Ὄχι, συγκάθου,
τίμησέ μας καὶ συμφάγε,»
ἀπήντησαν χάσκοντες:
«μόλις ξεκινάει ἡ ἐορτή.
Ἡ νύχτα εἶναι ἤδη νέα,
ζεστὴ καὶ δροσομαργαρένια,
ἄγρυπνη καὶ πολυάστρη:
τέτοιες ὀπῶρες ὅπως τοῦτες
οὐδεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κομίσῃ:
Ἡ μισή των ἄνθισις θὰ φύγῃ,
ἠ μισή των δρόσος θὰ στεγνώσῃ,
ἡ μισή των γεῦσις θὰ παρέλθῃ.
Κάθου καὶ δείπνησε μὲ ἑμᾶς,
εἶσαι καλοδεχουμένη ’ς ἑμᾶς,
εὐφραίνου καὶ μείνε μὲ ἑμᾶς.»―
«Σᾶς εὐχαριστῶ,» εἶπε ἡ Λίσα: «Ὅμως κάποια
μὲ περιμένει μόνη σπίτι:
Ἔτσι δίχως περαιτέρω λόγους,
ἐὰν δὲν μὲ πωλήσητε διόλου
ἀπ’ τὶς δικές σας ὀπῶρες καίτοι τόσες καὶ πολλές,
τὸν ἀργυρό μου ὄβολο ἐπιστρέψ’τε με
ποὺ σᾶς ἔρριψα πρὸς ἀντίτιμο.»―
Ἀρχισαν νὰ ξύνουν τὰ κρανία των
οὑκέτι νὰ σείωνται, νὰ γουργουρίζουν,
ἀλλ’ ἐμφανῶς σὲ ἀπορία,
νὰ γρυλίζουν καὶ δόντια νὰ σεσήρουν.
Κάποιος τὴν ἀπεκάλεσε ὑπερόπτιδα,
ἰσχυρογνώμονα, ἄγροικo·
οἱ φωνές αὐτῶν δυνάμωσαν,
ἦταν μοχθηρά ἡ ὅψις των.
Κρούοντες τὶς οὐρές
ἐπάτουν καὶ ὤθουν την,
παρεγκώνιζαν καὶ ὤστιζαν αὐτήν,
ἀπέκνιζαν μὲ τοὺς ὄνυχες,
νὰ βαυβίζουν, νὰ νιαουρίζουν, νὰ συρίζουν, νὰ χλευάζουν,
ἔσχισαν τὴν ἐσθήτα της καὶ τὶς κάλτσες της μίαναν,
ἀπέσπασαν τὶς τρίχες της ἀπὸ τὶς ῥίζες,
ἐχάραξαν ἐπάνω στὸ μαλακὸ της πόδι,
ἐκράτησαν τὰ χέρια της καὶ ἔστυψαν τὶς ὀπῶρες
πρὸς τὸ στόμα της ἵνα κάμουν την νὰ φάῃ.

Arthur Rackam, 1933

Λευκόχρυση ἡ Λίσα ὑφίστατο,
σὰν κρίνο σὲ κατακλυσμό,―
σὰν βράχος γαλαζοφλεβοῦς πέτρας
μαστιγούμενος ταραχωδῶς ὑπὸ κυμάτων,―
ἀπολιπομένη μόνη σὰν φρυκτωρία
σὲ πόντο πολιὸ ὥς βρυχᾶται
καθὼς ἐκπέμπει χρυσοῦν φλογμό,―
σὰν πορτοκαλιὰ μὲ ὀπῶρες στεφανωμένη
λευκὴ μὲ μελιηδεῖς ἀνθoύς
ὑπο σφηκῶν καὶ μελισσῶν πολιορκημένη
σὰν βασιλικὴ ἀκήρατο πόλι
μ’ ἄκρο χρυσοποίκιλτο τροῦλλο καὶ καμπαναριό
ἀθρόως τειχήρη ὑπὸ στόλου ἐμμανοῦς
ἵνα τὴν σημαία της ὑποστείλῃ.

Florence Harrison, 1910

Μόνος κάποιος ἴσως ὁδηγήσῃ ἄλογο στὸ νερό,
εἵκοσι δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάμουν νὰ πιῇ.
Παρότι τὰ τελώνια κολάφισαν καὶ συνέλαβόν την,
θώπευσαν καὶ πολέμησαν αὐτήν,
ἐξεφόβισαν καὶ πολιόρκησάν την,
τὴν ἀπέκνισαν, ἔθλιψαν τὸ χρῶτα της μαῦρο σὰν μελάνι
λάκτισαν καὶ ἐπάταξάν την,
ᾔκισαν καὶ χλεύασάν την,
ἡ Λίσα δὲν ἐξέφερε λέξι·
Οὐδ’ ἔλυε τὸ στόμα
μὴ καὶ ἔχωναν σ’ αὐτὸ βουκιά:
μὰ γέλασε μὲ τὴν καρδιά της ὅταν ἔνιωσε τὴν στάλα
τοῦ χυμοῦ ποὺ περιεχύθη στὸ πρόσωπό της,
κατέλυσε στοὺς γέλωτες τοῦ πωγωνός της,
τὸν λαιμό της ἐποίκιλλε ποὺ ἔφριξε σὰν γάλα πηκτό.
Τέλος ὁ πανοῦργος λαός,
καμωμένοι ἀπ’ τὴν ἰδία της ἀντίστασι,
ἀντέρριψαν τὸν ὄβολό της, ἐλάκτισαν τὶς ὀπῶρες των
παρ’ ὅποιον δρόμο πῆραν,
δὲν ἄφησαν πέτρα, βλάστημα ἢ ῥίζα·
ἕνιοι ἐκυλίσθησαν κατὰ κόπρο
ἕνιοι ἄλλοι κατεδύθησαν στὸ ῥυάκι
μὲ κύκλο καὶ κῦμα,
ἕνιοι ἔσπευσαν ἐπὶ τὴν θύελλα δίχως ψόφο,
ἕνιοι ἐξηφανίσθησαν σ’ ἀπόστασι.

Μ’ εὐπρέπεια, ἄλγος, ἀδημονία
ἡ Λίσα πῆρε τὴν δική της πορεία·
ἠγνόει ἂν ἦταν ἡμέρα ἢ νύχτα·
ἐπιπήδησε τὴν ὄχθη, ὅρμησε διὰ τῶν σχοίνων,
διαπέρασε πρέμνα καὶ νάπη
τὸν ὄβολό της ἄκουσε νὰ κουδουνάῃ
ὥς ἀναπήδα στὸ πουγγίο,―
ὁ πῆδος του ἦχει σὰν μελῳδία ’ς τἀφτί της.
Ἔτρεξε καὶ ἔτρεξε ὡσὰν ἐφοβεῖτο
μὴν κάποιο ἀρσενικὸ τελώνιο
δίωκε αὐτὴν μὲ σκῶμα ἢ ἄγος
ἢ τὶ τὸ χεῖρον:
Ὅμως οὔτ’ ἕνα τελώνιο ἔδραμε κατά,
οὐδὲ ἀπὸ τοῦ φόβου κεντήθη·
ἡ εὐγενὴς καρδιὰ τὴν ἔκαμε ἀνεμόδρομο
ποὺ τὴν ὤθησε σπίτι ἄπνουν ὅλως
μὲ σπουδὴ καὶ ἔσω γέλωτα.

Ἔκραξε, «Δάφνη,» κατὰ τὸν κῆπο,
«ἐπόθησες ἐμέ;
ἄμε καὶ φίλα με.
Μὴ σὲ νοιάζουν οἱ πληγές μου,
Ἀσπάσου με καὶ φίλα με, ῥόφα τοὺς χυμούς μου
στυφέντες ἀπ’ τὶς ὀπῶρες τῶν τελωνίων χάριν σου
τελωνίων δρόσος καὶ πολτός.
Φάγε με, πίε με, ἀγάπα με·
Δάφνη, φτειάξε πολὺ ἀπ’ ἐμέ
πρὸς χάριν σου ὑπέμεινα τὴν χαράδρα
καὶ εἶχον νὰ κάμω μὲ ἀρσενικὰ τελώνια.»

Florence Harrison

Ἡ Δάφνη ἐκκίνησε ἀπὸ τὴν καρέκλα,
τίναξε τὰ χέριά της στὸν ἀέρα,
ἔψαυσε τὰ μαλλιά:
«Λίσα, Λίσα, σὺ ἐγεύσθης
πρὸς χάριν μου τὴν ὀπώρα τὴν ἀπηγορευμένη;
Πρέπει ἡ λάμψις σου σὰν τὴν δική μου νὰ κρυφθῇ,
ἡ νέα σου ζωὴ σὰν τὴν δική μου νὰ μαραθῇ,
ἐξώλης στὸ δικό μου ὄλεθρο
καὶ ἀπολεσθεῖσα στὸ δικό μου λείψανο,
διψαλέα, νοσηρή, τῶν τελωνίων ἀφανισμένη;»―
Περιεπτύχθη στὴν ἀδελφή της,
καὶ τὴν ἐφίλει καὶ τὴν ἐφίλει καὶ τὴν ἐφίλει:
δάκρυα αὖθις
ἐπίρωσσαν τὰ ἰσχνά της ὄμματα,
ὥς ἔτεγγαν σὰν ὄμβρος
μετὰ τὴν θερμὴ ἀνομβρία·
ὅπως ἔτρεμε μὲ φρικώδη φόβο τε καὶ πόνο,
τὴν ἐφίλει καὶ τὴν ἐφίλει μὲ λάβρο στόμα.

Τὰ χεῖλη της νὰ καίγονται ἄρχισαν,
τοῦτος ὁ χυμὸς ἦταν ἀψίνθι στὴν γλῶσσα της,
ἐσιχάθη τὸ δεῖπνο:
κυλιομένη ὡσὰν δαιμονισμένος ἐπήδα
καὶ τραγούδαε, σπάραξε τὴν ἐσθήτα
και ἔκρουσε τὰ χέρια κατὰ δύσφορο σπουδή,
καὶ ἔκοπτε τὸ στῆθος.
Οἱ πλόκαμοί της ἔρευσαν σὰν δᾷδα
ποὺ φέρει τὶς δρομεὺς σὲ πλήρες τάχος,
ἢ ὅπως ἡ χαίτη τῶν ἀλόγων στὴν φυγή αὐτῶν
ἢ ὅπως κάποιος ἀετὸς ὅταν κωλύῃ τὸ φῶς
ἐπὶ τὸν ἥλιο εὐθύ,
ἢ σὰν αὐλισμένο πρᾶγμα ἀπελεύθερο,
ἢ σὰν σημαία ποὺ ἀνεμίζει ὅταν ὁρμοῦν στρατοί.

Φωτιὰ ταχὺ στὶς φλέβες της διεσπάρη, τὴν καρδιά ἄραξέ προς,
ἐκάμε τὴν φωτιὰ ἀτμὸ ἐκεῖ
καὶ ἐπεβλήθη στὴν ἡκίστη φλόγα·
κατέπιε τὴν πικρία χωρὶς ὄνομα:
Ἆ! Μωρὴ, νὰ ἐπιλέξῃς τέτοιο μέρος
ψυχοφθόρου τριβῆς!
Ἡ αἴσθησις κατέπεσε στὴν μάχη τὴν θνητή:
Ὡσὰν τὴν βίγλα πόλεως
ποὺ καταρρυγνύει σεισμός,
ὡσὰν ἰστίο ἀπ’ ἀστραπὴ κτυπημένο,
ὡσὰν δένδρο ποὺ ἐκριζώνει ὁ ἄνεμος
περιεστράφη αὐτή,
σὰν ἀφροστεφὴς πρηστήρ
καταρριφθεὶς σφόδρα στὸ πέλαγος,
ἔπεσε στὸ τέλος·
παρῆλθε ἡδονὴ καὶ πένθος,
εἶναι θάνατος ἢ ζωή;

Ἐκ θανάτου ζωή.
Τούτην τὴν νύχτα τὴν παρετήρει ἡ Λίσα,
ἐμέτρει τοῦ σφυγμοῦ της τὴν ἀσθενὴ κίνησι,
ἐψηλάφα της τὴν ἀναπνοή,
ἐπότιζε τὰ χείλη της, καὶ τῆς ἔψυχε τὸ πρόσωπο
μὲ δάκρυα καὶ φύλλα ἀναψυκτικά:
Ἀλλ’ ὅταν πίππισαν περὶ τὴν στέγη τὰ πρῶτα στρουθιά,
καὶ πρωινοὶ θεριστὲς βάδισαν κατὰ τὸν τόπο των
μὲ τὰ χρυσᾶ δέματα,
καὶ ἡ διάβροχος ἀπ’ τὴν δρόσο βοτάνη
ἔσκυψε στοὺς πρωινοὺς ἀνέμους ἐλαφρὰ τόσον νὰ περάσῃς,
καὶ νέοι κάλυκες μὲ τὴν νέα ἡμέρα
ἄνοιξαν ἀπὸ καλαθόμορφα κρίνα στὸ ῥεῖθρο,
ἡ Δάφνη έξύπνησε σὰν ἀπ’ ὄνειρο
γέλασε στὴν ἀθώα παλαιὰ ἀγυιά,
ἠσπάσθη τὴν Λίσα ἀλλ’ ὄχι δὶς ἢ τρίς·
οἱ λαμπροί της πλόκαμοι οὔτε ἕνα ἔδειχνον πολιὸ νῆμα,
ἡ ἀναπνοή της ἦταν ὡς Μάιος γλυκεία
καὶ φῶς χόρευε στὰ μάτιά της.

Ἡμέρες, ἑβδομάδες, μῆνες, ἐνιαυτοὺς ἀργότερο
ὅταν ἦσαν σύζυγοι ἀμφότερες
μὲ παιδιὰ δικά των·
οἱ μητρικὲς καρδιές των μεστές φόβων,
οἱ ζωές των δεμένες μὲ τρυφερές ζωές·
ἡ Δάφνη καλεῖ τὰ μικρά
καὶ τὰ λέγει περὶ τῆς πρώτης της ἀκμῆς,
ἐκεῖνες τὶς τερπνὲς ἡμέρες πάλαι
ἀνοστίμου ἐποχῆς:
Τὰ λέγει περὶ τῆς στοιχειωμένης χαράδρας,
τῶν πανούργων, ἀλλόκοτων ὡραιοπωλῶν,
τῶν ὀπωρῶν αὐτῶν σὰν μέλι στὸν λαιμό
μὰ φαρμάκι στὸ αἷμα·
(Δὲν πωλοῦν τέτοιες σὲ οὐδεμία πόλι):
Τὰ λέγει πῶς ἡ ἀδελφή της ὑπέστη
θανάσιμο κίνδυνο ἵνα τὴν σῴσῃ,
καὶ κέρδησε τὸ σφοδρὸ ἀντίδοτο:
Τότε καθὼς χέρια μὲ χεράκια συναρμόζει
Τὰ κελεύει νὰ περιπτυχθοῦν ἅμα,
«Διατὶ οὐκ ἔνι φίλος ὅπως ἡ ἀδελφή
σὲ γαληνὴ ἢ σφοδρὰ ὥρα·
νὰ ἐπαινῇ τὸν ἄλλο βραδύ,
νὰ φέρῃ τὸν ἄλλο πάλιν ἂν πλανηθῇ,
νὰ βαστάζη τὸν ἄλλο ἂν πονέσῃ,
νὰ τὸν ἐνδυναμώνῃ ἐνόσῳ ὑπομένῃ.»

[The Goblin Market, ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

ὑφιζάνουν: κάθονται

ἔδρακε: ἔβλεπε

ἔκειρε: κούρεψε

μεθῆκε: ἄφησε νὰ πέσει

ὀστοῦν του πυρήνος: κουκούτσι

πεπαίνει: ὡριμάζει

παρθενεύετο: ἔμενε γεροντοκόρη

καλιά: φωλιά πουλιῶν

περίζωμα: ποδιά

μελιηδεῖς: γλυκεῖς σὰν μέλι

ἀθρόως τειχήρη: στενά πολιορκημένη

γέλωτες: λακάκια

με σπουδή: σπεύδοντας

ἔκοπτε τὸ στῆθος: κτύπαε τὸ στῆθος

ἀνοστίμου ἐποχῆς: άνεπίστρεπτης έποχῆς