William Morris: Οκτώβριος
Ὦ ἀγαπῶ, ἀπ’ τὴν ἀκίνητη θάλασσα στρέψου, καὶ ὅρα κάτωθε τὶς πολιὲς κλιτύες εἰς τὸ γηρᾶσαν ἔτος ποὺ θνήσκῃ ἐν μέσῳ τῆς ὀμίχλης ποὺ εὐωδιάζει ὀπώρα, καὶ αἰωρεῖται ὕπερθε τῆς νάπης στὸ ὁροπέδιο, ὅπου οἱ παλαιές πτελέες ποὺ δάκνει ὁ ἄνεμος, περιπτύσσουν ὀρφνὸ ναό, ἀχυρῶνα,