Guido Cavalcanti: Sonetto XXXV

Ἕν ὁμοίωμα τῆς κυρᾶς μου λατρεύουσι,
Γουΐδων, στὸν Ὄρχο, στὸν ἅγιο Μιχαήλ,
Ποὺ στὴν ὡραία κοψιά, εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετη,
Καταφεύγουν, παρηγοροῦνται οἱ ἀμαρτωλοί.

Κι ὅσοι γονυπετοῦν μ’εὐλάβεια π’ὅσο
Ἀσθενοῦν τόσο παρηγόρια οὐκ ἔχουν:
Ἱῶνται ἀσθενείς, δαίμονες παίρνουν δρόμο
Καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ στραβὰ ὄμματα εὐθεία βλέπουν.

Θεραπεύει δημοσίως μεγάλες ἀσθένειες:
Εὐλαβῶς τὸ γένος τὴν προσκυνεῖ∙
Μὲ λυχνάρια τὴν κοσμοῦσιν ἔξωθεν.

Ἡ φωνὴ μακρὰν σὲ στράτες ἠχεῖ∙
Ἄλλ’εἶν’εἰδωλολατρία! οἱ Μινορίτες λέ’ν
Ἀπὸ φθόνο ποὺ δεν τοὺς γειτονεύει αὐτή.

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]