Charles Baudelaire: XXXIX. Σ’εκείνη που είναι πολύ χαρωπή

Ἡ κεφαλή σου, ὁ ἀέρας, ἡ χειρονομία,
εἶν’ ὄμορφα σὰν ἕνα τοπίο ὄμορφο·
τὸ γέλιο παίζει στὸ δικό σου πρόσωπο
σὰν δροσάνεμο  μέσ’ σ’ οὐρανία αἰθρία.

Ἡ περαστικὴ θλίψις π’ ἀκραγγίζεις
ἀπ’ τὴν ὑγεία τυφλώνεται
π’ ἀπ’ τοὺς ὤμους καὶ τοὺς βραχίονες
ὅπως μία λάμψις ἀναβλύζει.

Τὰ χρώματα, ἐκκωφαντικά, αἰόλα,
που σπιλώνεις τὰ ἐνδύματά σου
στῶν ποιητῶν τὸ πνεῦμα βάζου’
ἑνὂς ἀνθίνου χοροῦ τὴν εἰκόνα.

Τὰ τρελλὰ αὐτὰ φουστάνια σύμβολο
εἶναι τῆς παρδαλῆς σου νόησης·
τρελλή ποὺ μἔχεις παλαβώσει,
σὲ μισῶ τόσο, ὅσο καὶ σ’ἀγαπῶ!

Κάποτε μέσα σὲ ὥριο κῆπο
ὅπου ἔσυρα τὴν δική μου ἀτονία,
ἔνιωσα, τὸν ἥλιο, σὰν εἰρωνεία,
νὰ μοῦ κατασχίζῃ τὸ στῆθος·

καὶ ἡ ἄνοιξη καὶ ἡ χλωρίδα τόσο
ἐταπείνωσαν τὴν καρδιά μου,
ποὺ τιμώρησα ἐπὶ ἑνὸς ἄνθους
τὴν ἀναίδεια τούτη τῆς Φύσεως.

Ἔτσι κἀγὼ μία νύχτα θἄθελα
ὅταν ἡ ἐνήδονη ὥρα κρούῃ,
πρὸς τοῦ προσώπου σου τὰ πλούτη,
ὡσὰν δειλός, νὰ συρθῶ ἀθόρυβα,

γιὰ νὰ παιδέψω τὴ λαρή σου σάρκα
νὰ σημαδέψω τὸν σ’γχωρεμένο κόλπο σου,
καὶ νὰ κάνω στὴν ἔκπληκτο λαγόνα σου
πληγὴ πλατιὰ καὶ κυφαλέα,

καὶ, ὁποία γλυκύτης ἰλίγγου!
Διὰ τῶν γαύρων τούτων χειλιῶν,
τόσο ἀστραφτερῶν καὶ τόσο ὥριων
νὰ ἐγχύσω τὸ φαρμάκι μ’, ἀδερφή μου!

vincent_vidal-young_lady_saying_the_rosary

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]