Charles Baudelaire: Μία μάρτυς

σχέδιο παρ’ ἀγνώστου Μαΐστορος

Ἐν μέσῳ φιαλιδίων καὶ στιλπνῶν ὑφασμάτων
καὶ ἐπίπλων ποὺ ἐγείρου’ ἡδονές,
μαρμάρων, ζωγραφιῶν, ἐσθήτων μυρωμένων
ποὺ ἀΐσσονται σὲ πλουσίες πτυχές,

ἐν κοιτῶνι χλιαρῷ,  ποὺ ὅπως στὰ θερμοκήπια
ὁ ἀὴρ εἶναι μοιραῖος καὶ νοσηρός,
ὅπου ἄνθη θνήσκοντα σὲ φέρετρα κρυστάλλινα
ἀναδίδουν ὕστατο ἀνασασμό,

ἕνα κουφάρι ἀκέφαλο σὰν ποταμὸς ἐκχύνει
στὸ πινόμενο μαξιλλάρι
αἷμα ἐρυθρό και ζωντανό, ποὺ τὸ πανί τὸ πίνει
λαίμαργα ὡσὰν ἕνα λιβάδι.

Ὁμοία μ’ ὀπτασίες θολερές, γέννημα τῆς ὁμίχλης
ποὺ μᾶς συμποδίζουν τα ὄμματα,
ἡ κεφαλή, μὲ τὸν σωρό τῆς κυανῆς της χαίτης
καὶ τὰ κοσμήματά της τἀκριβά,

ὅπως μία νεραγκούλα στὸ τραπέζι τῆς νυκτός
ἀναπαύεται·  καὶ ἔρημο ἀπὸ σκέψεις,
ἕνα βλέμμα σὰν σούρουπο ἀπλανές καὶ λευκό
τῶν ἀνεστραμμένων ματιῶν διαφεύγει.

Ἐπὶ τῆς κλίνης, ὁ κορμός γυμνὸς ἀβίαστα ἐκθέτει
σ’ ἄφεση αὐτὸς πλήρη
τὴν μοιραίαν ὀμορφιά, τὴν λάμψη τὴν κρυμμένη
ποὺ τὸν δώρισε ἡ φύση.

Μία κάλτσα ρόδινη, μὲ ρούπια κοσμημένη, ἀπέμεινε
στὴν κνήμη, σὰν ἀνάμνηση·
ἡ καλτσοδέτα, σὰν κρυφό μάτι ποὺ φλέγεται
ἕνα βλέμμα ἀδαμάντινο κεντεῖ.

Ἡ ἰδιάζουσα ἄποψη τοὐτης τῆς ἀπομόνωσης
καὶ ἑνὸς μεγάλου ἡδυπαθοῦς πορτραίτου
μὲ μάτια προκλητικά ὅπως ἡ στάση της
ἕναν ἐρεβώδη ἔρωτα ἀποφαίνουν,

μιὰν ἔνοχη χαρά κἀλλόκοτες ἑορτές μεστές
ἀπὸ ὑποχθονίους ἀσπασμούς
ποὺ εὐφραίναν τὸν ἐσμό τῶν ἀλαστόρων στὶς πτυχές
τῶν βήλων ὅπου κολυμποῦν·

Καὶ ὅμως, ὅπως θωρῶ τὴν κομψή σάρκα τὴν ἰσχνή
τοῦ ὤμου, μὲ τὸ περίγραμμα ἐλατό
τὴν λαγόνα ὀλίγον τὶ ὀξεία, τὴν φιλοπαίγμονα ὀσφὺ
ὅπως ἕνα ἐρεθισμένο ἐρπετό,

εἶν’ ἀκόμη μάλιστα νέα! —ἡ ψυχή της ἐξοργισμένη
καὶ οἱ αἰσθήσεις πὦχε κατατρύξει
ἡ πλήξη, ἦσαν μισάνοιχτες στὴν διψασμένη ἀγέλη
πόθων ποὖναι πλέον πλανεροὶ, χαμένοι;

Ὁ ἐκδικητής ποὺ δὲν κατάφερες ὅσο ἤσουν ζωντανή,
μὅλο τὴν τόση ἀγάπη, νὰ χορτάσῃς
ἐκπλήρωσε στὴν σάρκα σου τὴν αὐτάρεσκο κ’ ἀδρανή,
τοῦ πόθου του τὴν ἄπειρη ἔκταση;

Ἀνόσιο σκύβαλο ἀποκρίσου! Ὅπως χέρι ἐμπύρετο σὲ αἴρει
παρὰ συνόλκων πλοκάμων σὰν βότρυ,
πές μοι ἀποτρόπαια κεφαλή,  ὑστάτους ἀσπασμούς ἔχει
πρὸς στὰ κρύα σου δόντια ἐμπήξει;

Μακρὰν τοῦ κόσμου τοῦ σαρκαστικοῦ, τοῦ ἀνοσίου πλήθους,
μακρὰν τῶν περιέργων κριτῶν,
κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, σὺ ἀλλόκοτο πλάσμα κοιμήσου
στὸν τάφο σου ἔνδον τὸν κρυφό·

ὁ συζυγός σου διατρέχει τὴν γῆ  κ’ ἡ ἀΐδιος μορφή σου
ὅταν κοιμᾶται ἀγρυπνεῖ ἐγγύς·
ὅσο καὶ σὺ ἀναμφίβολα καὐτός θὰ εἶναι πιστός σου
καὶ σταθερός ἕως τελευτῆς.

[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

Auguste Rodin, εὶκονογράφηση τῶν ‘Ἀνθέων τοῦ Κακοῦ

ἀΐσσονται= κυματἰζουν

συμποδίζουν=εἶναι δεμένα

ἐσμό=σμῆνος

ἀλαστόρων=καταστροφικῶν δαιμόνων

κατατρύξει=καταπονήσει

συνόλκων=που τραβῶνται μαζί

πλοκάμων=πλεξούδων

ἐμπήξει=κολλήσει