Charles Baudelaire: Τ’ ανεπανόρθωτο

Μποροῦμε ν’ἀποπνίξουμε   τὴν παληά, μακραίωνη Τύψη
####ποὺ ζεῖ, κινεῖται, περιελίσσεται
καὶ θρέφεται ἀπ’ ἑμᾶς    πῶς ἀπ’τοὺς νεκροὺς το σκουλήκι,
####πῶς ἡ προνύμφη ἀπ’τὶς βελανιδιές;
Μποροῦμε ν’ἀποπνίξουμε   τὴν ἀνυποχώρητη Τύψη;

Μές σὲ ποιὸ φίλτρο, σὲ ποιὸ  ἀφέψημα,   σὲ ποιὸ κρασί,
####θὰ πνίξουμε ἐτοῦτον τὸν γέρο-ἐχθρό 
καταστροφέα σὰν τὴν ἑταίρα τὴν ἀχόρταγη
####σὰν τὸ μυρμήγκι ὑπομονετικό;
Μές σὲ ποιὸ φίλτρο, σὲ ποιό  ἀφέψημα,   σὲ ποιό κρασί;

Πές-τὸ, ὄμορφή μου μάγισσα, πὲς, ἂν τὸ ξέρεις
####σ’αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἐναγώνιο
ὅμοιο μὲ τὸν θνήσκοντα, ποὺ πατοῦν πληγωμένοι,
####καὶ συνθλίβει ἡ ὁπλὴ τοῦ ἀλόγου,
πές-τὸ, ὄμορφή μου μάγισσα, πὲς, ἂν τὸ ξέρεις,

σ’αὐτόνε π’ἀγωνίζεται, π’ ὁ λύκος ἤδη ὀσφραίνεται
####ὑπό τὴν ἐπιτήρηση τοῦ κορακιοῦ,
σ’αὐτὸν τὸν θρυμμένο πολεμιστή!  ἂν πρέπει νἀπελπίζεται
####ποὺ θἄχει τὸ σταυρό του καὶ τὸ μνήμα του·
στὸν φτωχὸ ποὺ ἀγωνίζεται, π’ὁ λύκος ἤδη ὀσφραίνεται!

Νὰ φωτίσῃ κανεὶς μπορεῖ,     οὐρανό μελανό κ’ἑλώδη;
####μπορεῖ κανεὶς νὰ σχίσῃ τὰ ἐρέβη
ἀπὸ τὴν πίσσα πιὸ πηκτὰ, δίχως πρωινὸ καὶ βράδυ,
####δίχως ἄστρα, δίχως πένθιμες λάμψεις;
Νὰ φωτίσῃ κανεὶς μπορεῖ,     οὐρανό μελανό κ’ἑλώδη;

 Ἡ Ἐλπίδα ποὺ φέγγει   στὰ ὑαλωτὰ τοῦ Πανδοχείου
 ####ἐξέπνευσε, πέθανε γιὰ πάντοτε!
Δίχως σελήνη μήτ’ ἀκτῖδες, ναὑρῇ   ποῦ τοὺς μαρτύρους
####ἑνὸς κακοῦ δρόμου στεγάζουνε!
Ὁ Διάολος τἄσβησε ὅλα   στὰ ὑαλωτὰ τοῦ Πανδοχείου!

Λατρευτὴ μάγισσα, τοὺς κολασμένους ἀγαπᾷς;
####Πές, τοὺς ἀσυγχώρητους τοὺς ξέρεις;
Ξέρεις τὴν Τύψη, μὲ τὰ γνωρίσματα τὰ φαρμακερά,
####στὴν ὁποῖα ἡ καρδιὰ γιὰ στόχος χρησιμεύει;
Λατρευτὴ μάγισσα, τοὺς κολασμένους ἀγαπᾷς;

Τ’ἀνεπανόρθωτο   τρώγει μὲ τὸ κατάρατό του δόντι
####τὴν ψυχή μας, μνημεῖο οἰκτρό
καὶ κάνει ἐπίθεση συχνά,   ἔτσι, ὅπως ὁ τερμίτης
####στὸ κτήριο ἀπ’ τό θεμέλιο
Τ’ἀνεπανόρθωτο   τρώγει μὲ τὸ κατάρατό του δόντι!

—Εἶδα’γὼ, ἐνίοτε, σὲ κοινοῦ  θεάτρου τὸ βάθος
####ποὺ πύρωνε ὀρχήστρα ἠχηρή,
νύμφη νἀνάβῃ μέσα σ’οὐρανό κολάσεως
####αὐγὴ θαυμασιουργή·
εἶδα’γὼ, ἐνίοτε, σὲ κοινοῦ   θεάτρου τὸ βάθος

ἕνα ὄν ποὺ δὲν ἦταν ἐξόν   φῶς, χρυσάφι καὶ γάζα,
####τὸν τεράστιο Σατανὰ νὰ καταρρακοῖ·
ἀλλ’ ἡ καρδιά μου, οὐδέποτε   τὴν ἔκσταση δεξιοῦσα
####εἶναι θέατρο ὅπου κάποιος καρτερεῖ
πάντοτε μάταια, αὐτὸ τὸ Ὄν   μὲ τὰ φτερὰ ἀπὸ γάζα.

[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]