Μποροῦμε ν’ἀποπνίξουμε τὴν παληά, μακραίωνη Τύψη
####ποὺ ζεῖ, κινεῖται, περιελίσσεται
καὶ θρέφεται ἀπ’ ἑμᾶς πῶς ἀπ’τοὺς νεκροὺς το σκουλήκι,
####πῶς ἡ προνύμφη ἀπ’τὶς βελανιδιές;
Μποροῦμε ν’ἀποπνίξουμε τὴν ἀνυποχώρητη Τύψη;
Μές σὲ ποιὸ φίλτρο, σὲ ποιὸ ἀφέψημα, σὲ ποιὸ κρασί,
####θὰ πνίξουμε ἐτοῦτον τὸν γέρο-ἐχθρό
καταστροφέα σὰν τὴν ἑταίρα τὴν ἀχόρταγη
####σὰν τὸ μυρμήγκι ὑπομονετικό;
Μές σὲ ποιὸ φίλτρο, σὲ ποιό ἀφέψημα, σὲ ποιό κρασί;
Πές-τὸ, ὄμορφή μου μάγισσα, πὲς, ἂν τὸ ξέρεις
####σ’αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἐναγώνιο
ὅμοιο μὲ τὸν θνήσκοντα, ποὺ πατοῦν πληγωμένοι,
####καὶ συνθλίβει ἡ ὁπλὴ τοῦ ἀλόγου,
πές-τὸ, ὄμορφή μου μάγισσα, πὲς, ἂν τὸ ξέρεις,
σ’αὐτόνε π’ἀγωνίζεται, π’ ὁ λύκος ἤδη ὀσφραίνεται
####ὑπό τὴν ἐπιτήρηση τοῦ κορακιοῦ,
σ’αὐτὸν τὸν θρυμμένο πολεμιστή! ἂν πρέπει νἀπελπίζεται
####ποὺ θἄχει τὸ σταυρό του καὶ τὸ μνήμα του·
στὸν φτωχὸ ποὺ ἀγωνίζεται, π’ὁ λύκος ἤδη ὀσφραίνεται!
Νὰ φωτίσῃ κανεὶς μπορεῖ, οὐρανό μελανό κ’ἑλώδη;
####μπορεῖ κανεὶς νὰ σχίσῃ τὰ ἐρέβη
ἀπὸ τὴν πίσσα πιὸ πηκτὰ, δίχως πρωινὸ καὶ βράδυ,
####δίχως ἄστρα, δίχως πένθιμες λάμψεις;
Νὰ φωτίσῃ κανεὶς μπορεῖ, οὐρανό μελανό κ’ἑλώδη;
Ἡ Ἐλπίδα ποὺ φέγγει στὰ ὑαλωτὰ τοῦ Πανδοχείου
####ἐξέπνευσε, πέθανε γιὰ πάντοτε!
Δίχως σελήνη μήτ’ ἀκτῖδες, ναὑρῇ ποῦ τοὺς μαρτύρους
####ἑνὸς κακοῦ δρόμου στεγάζουνε!
Ὁ Διάολος τἄσβησε ὅλα στὰ ὑαλωτὰ τοῦ Πανδοχείου!
Λατρευτὴ μάγισσα, τοὺς κολασμένους ἀγαπᾷς;
####Πές, τοὺς ἀσυγχώρητους τοὺς ξέρεις;
Ξέρεις τὴν Τύψη, μὲ τὰ γνωρίσματα τὰ φαρμακερά,
####στὴν ὁποῖα ἡ καρδιὰ γιὰ στόχος χρησιμεύει;
Λατρευτὴ μάγισσα, τοὺς κολασμένους ἀγαπᾷς;
Τ’ἀνεπανόρθωτο τρώγει μὲ τὸ κατάρατό του δόντι
####τὴν ψυχή μας, μνημεῖο οἰκτρό
καὶ κάνει ἐπίθεση συχνά, ἔτσι, ὅπως ὁ τερμίτης
####στὸ κτήριο ἀπ’ τό θεμέλιο
Τ’ἀνεπανόρθωτο τρώγει μὲ τὸ κατάρατό του δόντι!
—Εἶδα’γὼ, ἐνίοτε, σὲ κοινοῦ θεάτρου τὸ βάθος
####ποὺ πύρωνε ὀρχήστρα ἠχηρή,
νύμφη νἀνάβῃ μέσα σ’οὐρανό κολάσεως
####αὐγὴ θαυμασιουργή·
εἶδα’γὼ, ἐνίοτε, σὲ κοινοῦ θεάτρου τὸ βάθος
ἕνα ὄν ποὺ δὲν ἦταν ἐξόν φῶς, χρυσάφι καὶ γάζα,
####τὸν τεράστιο Σατανὰ νὰ καταρρακοῖ·
ἀλλ’ ἡ καρδιά μου, οὐδέποτε τὴν ἔκσταση δεξιοῦσα
####εἶναι θέατρο ὅπου κάποιος καρτερεῖ
πάντοτε μάταια, αὐτὸ τὸ Ὄν μὲ τὰ φτερὰ ἀπὸ γάζα.
[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]