Η ευθύνη της αυτεξούσιας φύσεως

Μόνον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο.

Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που δοκιμάστηκε η πίστη μου, όπως σίγουρα έχει συμβεί σε κάθε άνθρωπο. Όλη αυτή η δυστυχία, ο πόνος και η αδικία που επικρατεί στον κόσμο μας, με έκαναν να διερωτώμαι “πώς το επιτρέπεις αυτό, Θεέ μου; Γιατί, τόσα παιδιά να λιμοκτονούν και να πεθαίνουν; Γιατί να σκοτώνονται και να αδικούνται αθώοι άνθρωποι;”.

Επικαλούμενος τον Θεό, θα έπρεπε να έχω την επίγνωση όπως αυτή μαρτυρείται στις επιστολές του Ιακώβου: “από πού προέρχονται οι πόλεμοι κι από πού οι μεταξύ σας διαμάχες; Δεν προέρχονται από τα πάθη σας που μάχονται μέσα σας; Επιθυμείτε κάτι που δεν έχετε. Για να το αποκτήσετε, φονεύετε και μισείτε, και όμως πάλι δεν μπορείτε να το επιτύχετε” (Επ. Ιακώβου 4,4).

Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι όλος ο πόνος και η αδικία δεν υφίστανται λόγω της θείας βούλησης, μάλλον το αντίθετο, ότι δηλαδή εμείς χρησιμοποιούμε την ελευθερία που μας δόθηκε για να προξενούμε πόνο και αδικία. Εάν απαιτούμε να παρεμβαίνει ο Θεός κάθε στιγμή που γίνεται μία αδικία, τότε χάνεται το αυτεξούσιο του ανθρώπου και αποβαίνει μάταιος κάθε επίγειος και επουράνιος σκοπός. Η ελευθερία να πράττουμε το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, είναι το τίμημα που πληρώνουμε για να λάβει ο καθένας τον μισθό που του αναλογεί. Πίσω από έναν δολοφονημένο άνθρωπο βρίσκεται ένας δολοφόνος με ανθρώπινα κίνητρα, πίσω από ένα υποσιτιζόμενο παιδί κρύβονται ανθρώπινα συμφέροντα που προκαλούν και επιτρέπουν αυτή την κατάσταση, βρίσκεται η ανθρώπινη απραξία και αδιαφορία. Μήπως δεν έχουμε την επιλογή και τη δυνατότητα να βγάλουμε ένα υποσιτιζόμενο παιδί από την αθλιότητά του; Αρκεί να το θελήσουμε, είτε μόνοι, είτε συνεργαζόμενοι. Και αυτό θα είναι η καταδίκη μας. “Μπορούσε να το κάνει, αλλά δεν το έκανε”, θα λεχθεί.

Όμως και πάλι, κάτι λείπει από το παραπάνω σκεπτικό. Πώς δύναται ένας άνθρωπος να είναι ικανός για τα καλύτερα και τα χειρότερα; Γιατί παρουσιάζει μόνον ο άνθρωπος, ως είδος, τέτοια αντικρουόμενη συμπεριφορά και γιατί μπαίνει στον κόπο να κάνει ηθική διάκριση; Μήπως λόγω της νοημοσύνης του; Ειλικρινά αμφιβάλλω γι’ αυτό. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε η υψηλή νοημοσύνη θα έπρεπε να λογίζεται περισσότερο ως κατάρα, παρά ως ευτύχημα. Άλλωστε, είναι εμπειρικώς διαπιστωμένο ότι ο άνθρωπος, από τον πιο ανόητο μέχρι τον πιο ευφυή, παρουσιάζει την ίδια καταστρεπτική και άπληστη διάθεση, ασχέτως αν ο δεύτερος το κάνει με πιο ευρηματικό τρόπο.

Επομένως, το αγαθό και το κακό δεν είναι απότοκα της νοημοσύνης, ούτε όμως πολιτιστικό φαινόμενο. Η διάκριση του ανθρώπου να θεωρεί, επί παραδείγματι, κακό τον φόνο και σπουδαία πράξη την ελεημοσύνη, είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντάται σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως πολιτισμού και φυλής. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάρχει μία καθολικώς ριζωμένη αίσθηση δικαιοσύνης και καλοσύνης παρά τις ριζικές πολιτισμικές διαφορές; Πώς ριζώθηκε αυτή η κοινή διάκριση για το Καλό και το Κακό; Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. 15) “η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού”. Σ’ αυτό το απόσπασμα, επιχειρείται, εκτός απ’ το να καταδείξει την τυπολατρική και υποκριτική θεοσέβεια και πίστη των Φαρισαίων, μαρτυρεί επίσης, κατά τους Πατέρες, την εσωτερική πνευματική και ηθική προδιάθεση που έχουμε ως κτίσματα του Δημιουργού. Για τον χριστιανισμό και ιδιαίτερα τον ανατολικό ορθόδοξο, οι λογισμοί, είτε οι αγαθοί είτε οι κακοί (δόλιοι), θεωρούνται θεμελιώδεις και καταλυτικοί για την πορεία του ανθρώπου, διότι καθορίζουν πώς και τι θα πράξουμε. Εν κατακλείδι, οι πειρασμοί δεν είναι καρπός της διανοίας, οπότε δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν και να χαλιναγωγηθούν λογικά ή διανοητικά, γι’ αυτό στις γραφές και τα πατερικά κείμενα ζητείται προπάντων πίστη – και έπειτα γνώση – για να έχεις καλούς λογισμούς και για ν’ αποδιώχνεις τους κακούς λογισμούς (κακεντρέχεια, απληστία, κατάκριση, φθόνος, υπερηφάνεια κ.ά.).

Συνεπώς, την επόμενη φορά που θα διερωτηθούμε πώς επιτρέπει ο Θεός το κακό και την αδικία, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το αυτεξούσιο του ανθρώπου λειτουργεί αμφίδρομα και ότι ο ίδιος επιτρέπει να επικρατήσει το κακό στον κόσμο, γιατί πρώτα επέτρεψε να ριζώσει μέσα του. Διαβάλλει την ψυχή του και εξεγείρει τα πάθη του, γενόμενος άπληστος, εγωπαθής, σκληρόκαρδος, άρπαγας, αλαζόνας, φιλήδονος και πολλά άλλα που γεννούν την αδικία, την εκμετάλλευση και τις οδύνες.

Στο δε ερώτημα “ποια είναι η ορθόδοξη θέση για να αντιμετωπίσουμε τα πάθη μας” ή “ποιος είναι ο σκοπός που επιτελούμε”, δεν είμαι αρμόδιος – ούτε άξιος – για να δώσω απάντηση. Η Καινή Διαθήκη, η Εκκλησιαστική Παράδοση και η Πατερική Θεολογία, είναι η μόνη απάντηση – συμβουλή που μπορώ να δώσω.

“Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν” (Λουκ. ιζ’, 21).